Πριν από μερικές μέρες σε προηγούμενη ανάρτηση, που αρχικά δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, μιλήσαμε για το Βρετανικό δημοψήφισμα που θέτει ως ζήτημα την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το άρθρο αναφερόταν α) στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου αφηγήματος πάνω στο οποίο θα βασιζόταν η ανεξαρτησία της Βρετανίας, αλλά και β) στα ανεπαρκώς πειστικά επιχειρήματα τόσο του κυρίαρχου αφηγήματος εντός του Brexit στρατοπέδου, όσο και στην απαράδεκτα ελιτίστικη ρητορική του Bremain, που θεωρεί τους Βρετανούς πολίτες ανάξιους να σταθούν στα πόδια τους. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται, ωστόσο, μετά τη δολοφονία της Jo Cox (βουλευτίνα του Εργατικού Κόμματος) από μέλος φασιστικής οργάνωσης, μας προτρέπουν να επανεξετάσουμε την όλη υπόθεση. Δεν θα έφτανε βέβαια το θλιβερό τούτο περιστατικό για να αλλάξει κανείς/μια στάση, υιοθετώντας το αφήγημα των αριστερών «μενουμευρώπιδων» οι οποίοι θεωρούν τους υποστηρικτές του Brexit υπαίτιους για τη διακίνηση ακροδεξιάς μισαλλοδοξίας, μιας μισαλλοδοξίας που (με βάση τα λεγόμενά τους) όπλισε το χέρι ενός ακροδεξιού γκρουπούσκουλου. Άλλωστε, η καπήλευση κάποιου θανάτου από έναν ή περισσότερους πολιτικούς χώρους συνιστά ενέργεια ύψιστης χυδαιότητας. Στην τελική, η ακατάσχετη γκρίνια των Βρετανών αριστερών και φιλελεύθερων, πως η καμπάνια υπέρ της εξόδου οδηγεί στη ρατσιστική βία, δεν διαφέρει σε τίποτα από τους πολιτικαντισμούς των ακροδεξιών οι οποίοι συνεχώς σπεύδουν να τσουβαλιάσουν όλους τους μουσουλμάνους ως υπαίτιους για τα τρομοκρατικά γεγονότα που είδαμε στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες και το Ορλάντο. Αυτό που μας ωθεί, ωστόσο, σε επαναπροσδιορισμό ορισμένων θέσεών δεν είναι η δολοφονία καθ’ αυτή, αλλά μια νέα πραγματικότητα που λαμβάνει σάρκα και οστά, μια πραγματικότητα που σφυρηλατεί άλλα δεδομένα καθώς επηρεάζει τον ηγεμονικό λόγο εντός του Brexit, και ούτε λίγο ούτε πολύ οδηγεί την χάραξη της πιθανής μετα-Ευρωπαϊκής Βρετανικής πολιτικής σε άλλα νερά.

Στην προηγούμενη ανάρτηση, λοιπόν, είχαμε προειδοποιήσει για την ανεπάρκεια των επιχειρημάτων υπέρ του Brexit, θεωρώντας ακατάλληλο τον εθνικιστικό ελιτισμό που αποπροσανατολίζει τους Βρετανούς από τα πραγματικά ερωτήματα τα οποία θα έπρεπε να τεθούν σε μια τέτοια περίσταση. Εν ολίγοις, αυτό που σε πρώτη φάση κατέστη κατανοητό είναι ότι η καμπάνια υπέρ της αποχώρησης δεν αποτελεί μονάχα λαϊκό αίτημα. Την ίδια στιγμή στηρίζεται και από τμήμα της Βρετανικής οικονομικής ολιγαρχίας (μέρος της οποίας είναι και ο πρώτην τραπεζίτης και νυν ηγέτης του ευρωσκεπτικιστικού UKIP, Nigel Farage), η οποία αναζητά αποδέσμευση από την Ε.Ε. με στόχο α) να εισχωρήσει σε παραγωγικές πηγές όπου οι Ευρωπαϊκές αγορές δεν έχουν πρόσβαση, και β) να συσφίξει τους δεσμούς της Βρετανίας με τις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Με σκοπό να επιτύχει όλες τις επιδιώξεις της, λειτουργεί ως υπερδομή, συναθροίζοντας έναν λόγο εχθρικό προς οτιδήποτε φέρει τη σφραγίδα της Ε.Ε., ακραία ξενοφοβικό, και την ίδια στιγμή συμμαχεί με τον όχλο, προσπαθώντας να δημιουργήσει λαϊκό στήριγμα, παράγοντας εύπεπτους εθνικισμούς και ότι έχει απομείνει από το «Βρετανικό μεγαλείο». Αυτή η οικονομική ελίτ τούτη τη στιγμή βρίσκεται σε διάσταση με την άλλη μερίδα της Βρετανικής ολιγαρχίας (την φιλοευρωπαϊκή), η οποία – όπως και όλες οι κυρίαρχες (οικονομικά και πολιτικά) ομάδες των υπόλοιπων χωρών της Ευρώπης – σφραγίζει την ηγεμονία της πάνω στο δόγμα της «κοινωνικής ειρήνης», του επιχειρείν, της πολυπολιτισμικότητας και του πολιτικά ορθού. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Βρετανικός ευρωσκεπτικισμός από τη δεκαετία του 80 και έπειτα αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, ενώ συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, ήταν πάντοτε ισχυρότερος, δεδομένου ότι πουθενά αλλού (με εξαίρεση ίσως την Ουκρανία) δεν υφίσταται κάποια κυρίαρχη ομάδα που θα μπορούσε να προμηθευτεί το απαραίτητο οικονομικό κεφάλαιο και τις συμμαχίες ώστε να στηρίξει την εθνική οικονομία μακριά από την Ευρωπαϊκή «οικογένεια». Ως εκ τούτου, ο Βρετανικός ευρωσκεπτικισμός δεν είναι απλά ένας λόγος διαμαρτυρίας, μια «μικροαστική αγανάκτηση» ενάντια στα αδιέξοδα της Ε.Ε., (όπως ισχύει στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία και αλλού), αλλά αποτελεί δόγμα που από την δεκαετία του 80 και έπειτα (δηλαδή, μετά τη στροφή των Εργατικών προς το κέντρο) άρχισε να καλλιεργείται από την πιο δεξιά πτέρυγα της εγχώριας οικονομικής ολιγαρχίας, μιας ολιγαρχίας που συναινεί με τον όχλο ενάντια στα φιλελεύθερα και φιλοευρωπαϊκά μπλοκ.

Αν στην τελική η δολοφονία της Cox θα κάμψει την δημοσκοπική έκρηξη του Brexit ενισχύοντας το αντίπαλο στρατόπεδο είναι δύσκολο να προκαθοριστεί. Ωστόσο, η ιδιαίτερα έντονη δυναμική που αναπτύσεται έπειτα από το γεγονός αυτό, ενδέχεται να εκτοξεύσει τα ποσοστά υπέρ της αποχώρησης, όχι, όμως, προς μια κατεύθυνση αμεσοδημοκρατική και λαϊκή, αλλά κάτω από μια γραμμή που θα ενισχύει την ατζέντα του UKIP, σφυρηλατώντας έτσι το χάραγμα μιας ιδιαίτερα αποκρουστικής πολιτικής μέσα στα επόμενα χρόνια (ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος). Αυτό που αποτελεί βάση και πολιτικό κεφάλαιο για τέτοιες εξελίξεις μέσα στους επόμενους μήνες δεν είναι άλλο παρά η έξαρση του ίδιου του όχλου. Ο όχλος, λοιπόν, και οι απο-πολιτικοποιημένες μάζες, κατά πάσα πιθανότητα θα εκλάβουν τη δολοφονία ως μια πράξη εκδίκησης ενάντια στην πολιτική ορθότητα και στο φιλελεύθερο κατεστημένο, το οποίο αντιπροσωπεύεται τόσο από τις κεντρώες φράξιες των Συντηρητικών όσο και από τους ίδιους τους Εργατικούς, το Κόμμα των Φιλελεύθερων και τους Πράσινους. Η δολοφονία της Cox θα συνιστά μια «πατριωτική απάντηση» ενάντια στην πολιτική των ανοιχτών συνόρων που εισήγαγε το Εργατικό Κόμμα, μια πολιτική που (στο σκεπτικό του ακροδεξιού) επέτρεψε την είσοδο σε Ισλαμιστές τρομοκράτες, οδηγώντας στη δολοφονία του στρατιώτη Lee Rigby στην περιοχή Woolich του Λονδίνου το 2013. Το μελόδραμα των Εργατικών αναφορικά με τον άδικο χαμό της βουλευτίνας δεν φαίνεται συγκινεί κανέναν, δεδομένης της χαμηλής δημοτικότητας του Jeremy Corbyn, αλλά και της απόρριψης του δόγματος της πολυπολιτισμικότητας και της πολιτικής ορθότητας από τη Βρετανική κοινωνία, ένα δόγμα που για χρόνια η ηγεσία των Εργατικών υπό την υπερφιλελεύθερη γραμμή των Tony Blair και Gordon Brown είχε μετατρέψει σε ηγεμονικό λόγο, κάτω από την πολιτική και οικονομική υπεροχή της φιλοευρωπαϊκής ολιγαρχίας. Ως εκ τούτου, το δίλημμα μεταξύ Brexit ή Bremain χάνει τη σημασία του, εφόσον αυτό που καλείται να επιλέξει ο μέσος ψηφοφόρος είναι:
α) παραμονή σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση εξίσου ρατσιστική (ιδίως αν κρίνουμε από την εκδικητική λιτότητα που επιβλήθηκε στις χώρες του νότου και τα αφηγήματα που ακολούθησαν εναντίων των Ελλήνων συλλήβδην από τις χώρες του βορρά), αλλά και αντι-ανθρωπιστική (δεδομένης της κτηνώδους αντιμετώπισης των προσφύγων αλλά και της συνεργασίας του Ευρωπαϊκού οικονομικού κατεστημένου με την Τουρκία, ένα κράτος που ασκεί εγκληματική πολιτική εναντίον των Κούρδων και αγγίζει πλέον τα όρια της γενοκτονίας). Η άλλη προοπτική, έτσι όπως διαμορφώνεται από το πολιτικό σκηνικό των ημερών είναι,
β) έξοδος από την Ε.Ε., όχι όμως κάτω από την πίεση κάποιου λαϊκού κινήματος (όπως είχε τεθεί στο δημοψήφισμα του 2014 αναφορικά με την ανεξαρτησία της Σκωτίας), αλλά με τον όχλο «οδηγητή» και σε κατάσταση εθνικιστικού αμόκ, σε απόλυτη συμμαχία με τις δεξιές ελίτ που, εκτός των άλλων, απαιτούν πλήρη ιδιωτικοποίηση όλων των δημόσιων υπηρεσιών, δίχως κανένα δημοκρατικό αντιπρόταγμα να μπορεί να μετασχηματίσει (έστω και μελλοντικά) πλέον την τάση υπέρ της «ανεξαρτησίας» στο άμεσο μέλλον. Μέσα σε αυτό θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού David Cameron, ο οποίος δήλωσε πως δεν θα εγκαταλείψει την πρωθυπουργία ακόμα και αν χάσει το δημοψήφισμα. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείει μια επανάληψη όλων όσων είδαμε το καλοκαίρι του 2015 από την κυβέρνηση Τσίπρα (ή και αντίστοιχα στην Ιρλανδία με το φιάσκο του δημοψηφίσματος ενάντια στη συνθήκη της Λισαβόνας), δηλαδή να μετατραπεί το Brexit σε Bremain έπειτα από προφάσεις και δικαιολογίες περί «απόλυτης καταστροφής». Επιπλέον, βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας, η πλήρης αποδέσμευση της Βρετανίας από την ΕΕ θα διαρκέσει τουλάχιστον επτά χρόνια. Τί άλλο θα μπορούσε φυσικά να συμβεί μέσα σε αυτή την επταετία εκτός από συνεχόμενους εκβιασμούς, (όπως φυγή κεφαλαίων – που ήδη λαμβάνει χώρα – και υποτίμηση της στερλίνας), προκειμένου να αντιστραφεί το κλίμα, με στόχο η φιλοευρωπαϊκή ελίτ να προωθήσει νέο δημοψήφισμα για να αναιρεθεί η απόφαση του προηγουμένου;

Έπειτα από μεταβολή στο πολιτικό τοπίο που χαράζει τόσο η δολοφονία της Cox όσο και οι «κωλοτούμπες» του Cameron, η μόνη φαινομενικά συνεπής επιλογή που αναδύεται μέσα από το δίλημμα Brexit ή Bremain είναι η αποχή. Όσο για τις προοπτικές του Bremain, για τους λόγους που εξηγήσαμε ήδη στο προηγούμενο άρθρο, εξακολουθούν να θεωρούνται απορριπτέες. Η αξίωση πως η παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. θα μπορούσε να μας απαλλάξει από τα νύχια του Farage και των ακροδεξιών λύκων, καθώς και να προστατέψει τις «ελεύθερες μετακινήσεις» και τα «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι πέρα για πέρα εξωπραγματική και συνάμα ανιστόρητη. Πρώτα απ’ όλα, διότι αυτό που αποκαλούμε «ανθρώπινα δικαιώματα» δεν αποτελεί ιστορικά μια «μαγική λύση» κάποιου πεφωτισμένου λόμπι, που μια μέρα συνεδρίασε σε κάποιο πανεπιστήμιο και συνέγραψε τη Χάρτα, μοιράζοντάς την, έπειτα, στους παπάδες και στους βασιλιάδες για να τη θεσπίσουν. Απεναντίας, πρόκειται για ιστορική κατάκτηση των κινητοποιημένων πολιτών. Επομένως, είναι πέρα για πέρα μάταιο να ελπίζουμε ότι η Ε.Ε., ή οποιαδήποτε υπερδομή, θα μπορούσε να προστατέψει μια κοινωνία από την τρέλα και την ύβρη, και συνεπώς να κάμψει την άνοδο της ακροδεξιάς, αν η ίδια η κοινωνία δεν κινητοποιηθεί. Από την άλλη, το μόνο θετικό που θα θα μπορούσε να προσφέρει το Brexit είναι να θέσει τη Βρετανική κοινωνία ενώπιον των ευθυνών της. Με άλλα λόγια, αν οι Βρετανοί κρίνουν πως αυτό που τους ταιριάζει ως κοινωνία είναι η ακροδεξιά μισόξενη ρητορική, τότε θα πρέπει να είναι και σε θέση να αναλάβουν τις συνέπειες τούτης της επιλογής, όσο βαριές και αν είναι αυτές.

Το βασικότερο διακύβευμα, ωστόσο, των ημερών, είναι η απόλυτη ανικανότητα να τεθούν σε δημόσια διαβούλευση κρίσιμα ζητήματα πολιτικής υφής, με στόχο να λάβει σάρκα και οστά μια νηφάλια συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση, την πολιτική συμμετοχή και τη δημοκρατία. Αντί για αυτό, όμως, όλες οι πολιτικές συζητήσεις εξαντλούνται στο υποκριτικό μελόδραμα για την «αδικοχαμένη Cox», είτε σε κακόγουστες κιτς ναυμαχίας μέσα στον Τάμεση μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ εθνικιστικές φωνές εισβάλλουν στο στρατόπεδο του Brexit ως μέσο κοινωνικού περισπασμού. Μια νηφάλια συζήτηση, ωστόσο, δεν απαιτεί μονάχα προσπάθειες από τη μεριά των «συντηρητικών» δυνάμεων. Θα πρέπει, εξίσου, να επαναπροσδιοριστεί και η στάση της αριστεράς (εφόσον υφίσταται ακόμα), των σοσιαλιστών, καθώς και όλων των πολιτικών δυνάμεων που αντιτάσσονται στις αναδυόμενες μισόξενες ατζέντες. Ο φετιχισμός της αριστεράς με τον κοσμοπολιτισμό, ως υποκατάστατο του σοσιαλιστικού διεθνισμού, την οδήγησε σε πλήρη ενσωμάτωση με το νεοφιλελεύθερο αφήγημα του ευρωπαϊσμού και των «ανοιχτών συνόρων», αντιμετωπίζοντας κάθε ευρωσκεπτικιστική φωνή ως «εθνικιστική» και άρα ακατάλληλη. Αυτό επέτρεψε στις αντιδραστικές συμμαχίες να συσπειρωθούν και να μονοπωλήσουν, και τέλος να αυτοπροβληθούν ως οι μόνες «πιθανές εναλλακτικές» στην μεταμοντέρνα παγκοσμιοποίηση και τη ρευστοποίηση των ταυτοτήτων. Ταυτόχρονα, η άκριτη προσκόλληση στην πολιτική ορθότητα και η τάση να αφορίζονται ως «ρατσιστές» όλοι όσοι τολμούν να υποστηρίξουν πως α) η αθρόα προσέλευση εξαθλιωμένων ανθρώπων σε μια ήπειρο με περιορισμένες δυνατότητες, και β) η μετατροπή τμήματος του πληθυσμού των εξαθλιωμένων χωρών του νότου σε φτηνό εργατικό δυναμικό για τις ολιγαρχίες, συνιστούν κοινωνικό πρόβλημα, άφησε ελεύθερο το πεδίο για τις μισαλλόδοξος φωνές να καταστήσουν αυτονόητη τη δική τους αυταρχική λογική, και την ίδια στιγμή να αυτοπροβληθούν ως οι μόνες «υπεύθυνες» πολιτικές δυνάμεις που δήθεν διαυγάζουν αμερόληπτα την πραγματικότητα, ενώ όλοι οι άλλοι πολιτικοί χώροι ενδιαφέρονται μονάχα για την υπεράσπιση των ιδεολογιών τους. Όσο η αριστερά αρνείται την ανάγκη θεσμοθέτησης ορίων σε ό,τι έχει να κάνει με την πολυπολιτισμικότητα και την μετανάστευση  – με βάση το ρεπουμπλικανικό μοντέλο – τόσο οι μισαλλόδοξοι (π)ηθικολόγοι, όπως ο Farage, η Lepen και ο Trumpάκουλας, θα εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες (όπως για παράδειγμα το δημοψήφισμα του Brexit), προωθώντας την επιβολή δρακόντειων, ρατσιστικών και αυταρχικών περιορισμών.

Αν πραγματικά θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές (και όχι κομφορμιστές ή ουτοπιστές), συνάμα και ανθρωπιστές, που πραγματικά μας ενδιαφέρει η εύνοια όλων των ανθρώπων, αλλά και δημοκράτες, τότε θα πρέπει να έρθουμε σε ρήξη τόσο με αυταρχικές υπερδομές, όπως η Ε.Ε., όσο και με τις αντιδραστικές ρητορικές που αναδύονται ως «εναλλακτική» στο απόλυτο χάος του νεοφιλελεύθερου κανιβαλισμού. Αν πραγματικά θέλουμε να λεγόμαστε διεθνιστές, τότε δεν έχουμε παρά να απορρίψουμε τόσο τους εθνικισμούς (είτε μιλάμε για τον εθνικό είτε για τον πολιτικό) όσο και τον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό (που λανθασμένα η αριστερά ταυτίζει με την διεθνιστική αλληλεγγύη), ο οποίος (κοσμοπολιτισμός) ενισχύει το αίσθημα της κενότητας, οδηγώντας συχνά σε πιο επιθετικές μορφές ταύτισης. Ο διεθνισμός επιβάλει τη ρητή αναγνώριση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού ενός ανθρώπινου πληθυσμού, σε αντίθεση με τον κοσμοπολιτισμό ο οποίος αρνείται τις παραδόσεις και τα ήθη στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και της ανθρώπινης απο-ιστορικοποίησης που απαιτεί η αχαλίνωτη κατανάλωση και η ιδεολογία της αέναης προόδου. Τέλος ο διεθνισμός ρητά απορρίπτει τον εθνικισμό, ένα ιστορικό ιδεολόγημα που τείνει να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως «φυσικοποιημένες» οντότητες μιας ευρύτερης συμμαχίας – το λεγόμενο έθνος-κράτος – που συνεχώς ανταγωνίζεται όλα τα άλλα σε κάθε επίπεδο (οικονομικό, πολιτισμικό, κτλ). Η Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο φάνηκε ανίκανη να απαλλάξει την ήπειρο από τα εθνικιστικά μίση αλλά απεναντίας τα ενίσχυσε (για τους λόγους που είχαμε αναλύσει στο προηγούμενο άρθρο). Συνεπώς, μια πιθανή παραμονή της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή «οικογένεια» με τίποτα δεν θα οδηγούσε στην υπεράσπιση μήτε του ευρωπαϊκού οράματος μήτε κάποιου δημοκρατικού φεντεραλισμού, όσο και η αποχώρηση κάτω από μια συμμαχία μεταξύ ελίτ και όχλου. Και σε τούτο, κλείνοντας, οφείλουμε να συνυπολογίζουμε την παταγώδη αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει την Ευρώπη «εκ των έσω» μέσω του αφηγήματος περί «εφόδου στους θεσμούς από σοσιαλδημοκρατικές και αριστερές κυβερνήσεις», αλλά και του εργαλειακού αντι-εθνικισμού (δηλαδή κοσμοπολιτισμού) της φιλελεύθερης αριστεράς, που έδωσε αφορμή στη λαϊκιστική – ή και φασίζουσα – δεξιά, να μονοπωλήσει με τον δικό της λόγο σε κομμάτι του πληθυσμού που αισθάνεται πως έχει χάσει τον κοινό του κόσμο, έχοντας εγκαταλειφθεί πλήρως από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Καμία από τις δεδομένες επιλογές, πλέον, δεν φαίνεται πως θα μπορούσε άμεσα να ανοίξει έστω και κάποια δίοδο αργά ή γρήγορα την ανάδυση δημοκρατικών πολιτικών.