Pieter Bruegel – Tower of Babel

Της Margaret Canovan, από το βιβλίο The People (2005) – Polity Press (Cambridge), σσ.51-57.

Μετάφραση: Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Σοφία Ζήση

Η οικοδόμηση του έθνους είναι ένα πολυσυζητημένο σχέδιο (αν και λιγότερο συχνά ολοκληρωμένο). Σε αντίθεση, η οικοδόμηση του λαού, είναι έννοια άγνωστη. Παρόλα αυτά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το τελευταίο σχέδιο θα έπρεπε να είναι το πιο πειστικό από τα δύο, λόγω της χωρο-διάστασης της εθνικής ύπαρξης. Τα έθνη, όσο ρεπουμπλικανικά και να είναι, χρειάζονται ιστορικό βάθος ώστε να μπορούν να παράσχουν την ψευδαίσθηση της φυσικότητας που αποτελεί βασικό τους χαρακτηριστικό. Ακόμα και αν (όπως συνήθως γίνεται) η «ιστορία» του έθνους εμπεριέχει αρκετή «μυθολογία», θα περάσουν αρκετές γενιές για να δοθεί στους μύθους αυτούς μια αυθεντική πινελιά αρχαιότητας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εμπεριέχει κάποια από τα πιο βαθιά ριζωμένα έθνη που υπάρχουν, πράγμα που καθιστά παράλογη την ιδέα οικοδόμησης ενός Ευρωπαϊκού έθνους που θα απομακρύνει [τα υπάρχοντα έθνη] από τις καρδιές των πολιτών της ΕΕ. Αλλά αν ένα ενιαίο Ευρωπαϊκό έθνος αποτελεί φρούδα ελπίδα, θα μπορούσε στο άμεσο μέλλον να υπάρξει η δυνατότητα ενός Ευρωπαϊκού λαού: ένας πολιτικός λαός σε υπερεθνικό επίπεδο, που θυμίζει το Ρωμαϊκό populus που κάλυπτε μια ολόκληρη αυτοκρατορία; Είναι προφανές πως κανένας τέτοιος Ευρωπαϊκός λαός δεν υπάρχει μέχρι στιγμής: δικαστές, πολιτικοί και θεωρητικοί εκφράζουν ανησυχίες πως οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν χαίρουν νομιμοποίησης λόγω της απουσίας ενός κυρίαρχου λαού που θα μπορούσε να τους εξουσιοδοτήσει. Όταν το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ανακοίνωσε το 1993 ότι δεν υπάρχει Ευρωπαϊκός λαός (demos), υπήρξε διαφωνία σχετικά με το τι είδους λαό έχει ανάγκη μια πολιτεία· ωστόσο, η ουσία του θέματος ελάχιστα αμφισβητήθηκε (Weiler 1995; Grimm 1995; Hayard 1995). Αυτοί που πιστεύουν στο σχέδιο μιας διαρκώς στενότερης ένωσης μέσα στην ΕΕ, συμφωνούν ότι χρειάζεται ένας Ευρωπαϊκός λαός. Αλλά πώς ένας τέτοιος λαός θα μπορούσε να οικοδομηθεί; 

Οι απαντήσεις που δίνουν οι ρεπουμπλικανικές παραδόσεις δεν είναι ενθαρρυντικές. Οι λαοί των κλασσικών πολιτειών μοιράζονταν πρόσωπο με πρόσωπο τη συμμετοχή σε ένα κοινό πρόγραμμα και είχαν οικοδομηθεί μέσω προσωπικών επαφών, μόνιμων κινητοποιήσεων ενάντια στους ξένους, ιεροτελεστίες αλληλεγγύης και σκόπιμη εμφύσηση του πατριωτισμού (Oldfield 1990; Rahe 1992). Ο Rousseau επέμενε στην ανάγκη μιας «πολιτικής θρησκείας» ακόμα και στα περιορισμένα όρια μιας πόλης-κράτους. Οι Ιακωβίνοι ακόλουθοί του ξεκίνησαν ως εχθροί του έθνους-κράτους, αλλά γρήγορα εξελίχθηκαν ως Γάλλοι εθνικιστές όταν ανακάλυψαν την ικανότητα ενός έθνους να κινητοποιείται (Hont 1994). Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να παρηγορήσει τους Ευρωπαϊστές. Πολλοί από αυτούς, ωστόσο, επιλέγουν να μην αναζητούν κάποιο μοντέλο, κοιτώντας πίσω στην ιστορία, αλλά να ατενίζουν πέρα από τον Ατλαντικό, στις ΗΠΑ. Σε πρώτη φάση, το Αμερικανικό παράδειγμα είναι πιο ενθαρρυντικό, φαινομενικά  δείχνοντας ότι ο λαός σε μεγάλη κλίμακα μπορεί να οικοδομηθεί μέσα από μια ετερογενή συλλογή διαφορετικών υλικών. Γιατί να μην μπορεί ο σεβασμός στο Σύνταγμα, η πολιτική παιδεία και η λατρεία της σημαίας να ενώσουν τους πολίτες στην Ευρώπη όπως στις ΗΠΑ;

Δεν είναι πειστικό να προτείνει κανείς κάτι ανάλογο [με το Αμερικανικό μοντέλο]. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι η αφοσίωση στα εθνικά ιδεώδη μέσα στα κράτη μέλη της ΕΕ αποτελούν εμπόδιο. Ακόμα και αν αυτό το εμπόδιο δεν ήταν σημαντικό, καμία πολιτική θρησκεία δεν θα μπορούσe να εμφυσηθεί στους νέους (κυρίως σε περιπτώσεις ελεύθερης έκφρασης) εκτός αν υπάρχουν αρκετά στρατολογημένα μέλη αληθινών «πιστών», που έχουν πίστη στην αποστολή της πολιτείας και ενθουσιασμό να κυρήξουν τον Λόγο. Ο Αμερικανικός λαός βασίστηκε από την αρχή σε μια ευρέως αποδεκτή αντίληψη ότι είναι λαός ξεχωριστός και επιλεγμένος, που καταπιάνεται με ένα σχέδιο σημαντικό για όλη την ανθρωπότητα […] Αλλά η αντίθεση της πολιτικής πίστης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εμφανής. Οι αυθεντικοί αρχιτέκτονες αυτού που είναι σήμερα η ΕΕ ήταν πραγματικά εμπνευσμένοι από το όραμα μιας νέας κοινότητας, Όμως αυτό ήταν πάντα η πίστη μιας μικρότατης ελίτ, η οποία ποτέ δεν εμπλέκεται με τον ευρύ πληθυσμό και δεν απειλεί την εθνική πίστη. Οι Ευρωπαίοι του 21ου αιώνα αμήχανοι μπροστά στην επιμονή του αμερικανικού νοήματος της αποστολής, δεν φαίνεται ότι μπορούν να μυηθούν προς μια παράλληλη πίστη, εκτός και αν (ίσως) μια καταστροφική κρίση κινητοποιούσε όλο τον πληθυσμό της ΕΕ ενάντια σε κάποια εξωτερική απειλή. Ακόμα και η αντίληψη της εξωτερικής απειλής δεν θα μπορούσε να γεννήσει την Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Η αντίθεση με τις ΗΠΑ υπογραμμίζεται από την αναζωογόνηση του λαϊκού Αμερικανικού πατριωτισμού μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2011, και, παρότι η απειλή του Ισλαμικού φονταμενταλισμού κινητοποίησε την Αμερική, έτεινε να διχάσει την Ευρώπη. Είναι δύσκολο να δούμε τι είδους κοινή «ιστορία της ύπαρξης του λαού ως οντότητας» είναι ικανά να ενστεριστούν τα κράτη μέλη της ΕΕ (Smith 2003).

Θα ήταν λάθος, ωστόσο, να σκεφτούμε την οικοδόμηση του λαού μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με όρους πολιτικής πίστης ή κοινά αποδεκτών ιστοριών. Είναι αδύνατο ένας Ευρωπαϊκός λαός να οικοδομηθεί ακόμα και κάτω από λιγότερο δυσμενείς συνθήκες, απλά μέσα από την κοινή εμπειρία της πολιτικής ενασχόλησης και διαβούλευσης; Ο πιο διάσημος εισηγητής αυτού του σχεδίου, ο Jürgen Habermas, έχει επαναλαμβανόμενα αγνοήσει την ένσταση πως δεν υπάρχει Ευρωπαϊκός «λαός», καλώντας για τη δημιουργία μιας δημόσιας σφαίρας σε επίπεδο ΕΕ, εντός της οποίας ο πολιτικός λόγος θα μπορούσε να διεξάγεται σε όλη την Ευρώπη. Η απορρόφηση ενός τέτοιου λόγου θα μπορούσε να οδηγήσει στην Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, και να αναδείξει έναν κοινό «συνταγματικό πατριωτισμό» διαφορετικό και από τον εθνικισμό αλλά καί από τον σφιχτό, απομονωτικό πατριωτισμό των κλασικών ρεπουμπλικανικών παραδόσεων.

Ο «συνταγματικός πατριωτισμός» θα συζητηθεί όταν αναγνωρίσουμε την τριβή μεταξύ των δεμένων λαών και του συνόλου της ανθρωπότητας. Πρώτα, ωστόσο, ας εστιάσουμε περισσότερο στις ελπίδες του Habermas για την ανάδυση μιας Ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας. Η πρώτη σημείωση πάνω σ’ αυτό είναι αρνητική: δεν είναι μόνο ότι Ευρωπαϊκός λαός δεν υφίσταται πουθενά, ή κάποια κοινή Ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα. Τα εμπόδια ήδη εντοπίστηκαν σε άρθρο του Dieter Grimm (1995) στο οποίο ο ίδιος ο Habermas απάντησε. Ο Grimm επεσήμανε ότι οι εντός της ΕΕ πολιτικές που είναι φιλικές προς τους λαούς διεξάγονται σε εθνικό επίπεδο, όχι από κόμματα, κινήματα ή καμπάνιες που λειτουργούν σε επίπεδο ΕΕ. Κάθε τέτοια εξέλιξη  θα απαιτούσε ένα «εξευρωπαϊσμένο σύστημα επικοινωνίας», δηλαδή «εφημερίδες και περιοδικά, ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα, που θα προσφέρονται και θα ζητούνται στην Ευρωπαϊκή αγορά, και θα δημιουργούν ένα επικοινωνιακό πλαίσιο που υπερβαίνει τα έθνη. Αλλά μια τέτοια αγορά θα απαιτούσε ένα κοινό με γλωσσικές ικανότητες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα Ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης» (Grimm 1995, σσ.294-5). Η μη ύπαρξη κοινής γλώσσας είναι, με άλλα λόγια, ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού λαού.

H απάντηση του Habermas σε αυτό το άρθρο ήταν ενδιαφέρουσα. Δεν αμφισβήτησε τη διάγνωση του Grimm για την τωρινή κατάσταση αλλά αρνήθηκε να αποδεχτεί το επιχείρημα πως θα πρέπει να παραιτηθούμε από τις περαιτέρω προσπάθειές μας να χτίσουμε μια Ευρωπαϊκή πολιτεία και να υποχωρήσουμε από το έθνος κράτος. Αρνούμενος να δεχτεί ότι ο Ευρωπαϊκός λαός πρέπει πρώτα να υπάρξει πριν μια δημοκρατική πολιτεία μπορεί να λειτουργήσει, ισχυρίστηκε ότι μια συλλογική ταυτότητα δημιουργείται μέσα από τις λειτουργίες της ίδιας της δημοκρατικής διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία όντως απαιτεί τη δημιουργία μιας ενσωματωμένης σε ΕΕ-επίπεδο δημόσιας σφαίρας που θα εμπεριέχει πολιτικά κόμματα, κοινωνικά κινήματα και ομάδες συμφερόντων που θα δρουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της ΕΕ, αλλά ο Habermas θεωρεί πως η δημιουργία όλων αυτών των συνθηκών είναι ζήτημα πολιτικής θέλησης. Δεν αποθαρρύνεται ακόμα και από τα τεράστια εμπόδια της γλωσσικής ποικιλομορφίας, εν όψει της διευρυμένης χρήσης της Αγγλικής σαν δεύτερη γλώσσα και τη δυνατότητας της γλωσσικής μάθησης (Habermas 1995, σ.307). Στο τέλος, η θέση του είναι πως ένας πληθυσμός απρόθυμος θα μπορούσε να γίνει Ευρωπαϊκός λαός κάτω από μια ηγεσία και μέσω της «πολιτικής βούλησης των δρώντων που συμμετέχουν» (Habermas 2001, σ.24).

Η έμφαση στην από τα πάνω πολιτική βούληση θυμίζει τις υπεράνθρωπους νομοθέτες της κλασικής ρεπουμπλικανικής παράδοσης, που οικοδομούσαν λαούς χρησιμοποιώντας ανθρώπους που ήταν πρώτη ύλη και όχι φορείς μέσα σε μια διαδικασία. Προς υπεράσπιση της Λυκούργιας – ή Ναπολεόντιας – φιλοδοξίας, ο Habermas θεωρεί ότι η αλληλεγγύη σε εθνικό επίπεδο στην Ευρώπη είχε τεχνητά κατασκευαστεί τον 19ο αιώνα με μέτρα που εμπεριέχουν την κρατική παιδεία και τη μαζική στρατολόγηση (Habermas 1999, σσ.57-8, 2001, σ.16). Γιατί, ως εκ τούτου, η λαϊκή αλληλεγγύη να μην επεκταθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σαν ένα βήμα στον δρόμο (τελικά) προς μια παγκόσμια υπηκοότητα (Habermas 1996a); Αυτό το σχέδιο εγείρει δύο πολύ σημαντικές ερωτήσεις σχετικά με τη δημιουργία του λαού:

    1. Ακόμα και αν οι πολιτικοί λαοί δεν είναι φυσικές οντότητες, σημαίνει αυτό πως είναι τεχνητές με την έννοια ότι θα μπορούσαν να κατασκευαστούν κατά παραγγελία; Δεν υπάρχει περίπτωση οι λαοί να είναι τυχαίο δημιούργημα ανεξέλεγκτων κινητοποιήσεων;
    2. Τα σύνορα μεταξύ λαών είναι σίγουρα τυχαία και θα μπορούσαν να επεκταθούν, αλλά θα παραμένουν σύνορα. Θα μπορούσαν να επεκταθούν στο σημείο που να εμπεριέχουν όλους τους λαούς;

Σχετικά με το πρώτο ερώτημα, το σχέδιο του Habermas για μια σκόπιμη οικοδόμηση του Ευρωπαϊκού λαού εμπνέεται από τη γνωστή αντίθεση μεταξύ φυσικού και τεχνητού που συναντάμε στην αντιπαράθεση μεταξύ της «Ρομαντικής» και «Ρωμαϊκής» προσέγγισης αναφορικά με την ύπαρξη του λαού. Μια συζήτηση πάνω σε αυτούς τους όρους υπαινίσσεται ότι μόνο δύο εναλλακτικές υπάρχουν: είτε ο λαός είναι μια φυσική και οργανική ανάπτυξη, όπως το Ρομαντικό Volk, είτε μια τεχνική πολιτική κατασκευή που σκόπιμα και ελεγχόμενα δημιουργήθηκε από έναν ηγέτη ή μια ελίτ. Όπως πρότεινα και πιο πριν, αυτή η αντίθεση αφήνει εκτός μια τρίτη και πιο πειστική προσέγγιση. Ένας λαός μπορεί μεν να μην αποτελεί φυσική ή οργανική ανάπτυξη, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται πως πρόκειται για μια σκόπιμη και τεχνική κατασκευή ταυτόχρονα. Θα μπορούσε, αντιθέτως, να είναι το ενδεχόμενο αποτέλεσμα τεμνόμενων δράσεων από ένα πλήθος πολιτικών φορέων, κανείς από τους οποίους δεν θα μπορούσε να προβλέψει το αποτέλεσμα. Οι λαοί δεν εμφανίζονται κατόπιν οικοδόμησης αλλά έπειτα από κινητοποίηση που τους βγάζει από την αδράνεια, και είναι μια πολύ πιο αόριστη χρονικά διαδικασία από ότι η «οικοδόμηση».

Αυτή η τρίτη εκδοχή φαίνεται πιο σωστή από ότι οι άλλες σχετικά με την περιγραφή των πολιτικών λαών στην Αγγλία και την Αμερική, οι οποίοι δεν ήταν ούτε φυσικές κατασκευές αλλά ούτε και σχεδιασμένες, αλλά το αποτέλεσμα ανθρώπων που δρούσαν μαζί σε συγκεκριμένη στιγμή ως απάντηση σε πολικές κρίσεις. Μόλις δημιουργήθηκε ο Αμερικανικός λαός, ήταν πράγματι τροφοδοτούμενος από την κοινωνικοποίηση των μεταναστών, την ιεροτελεστία της σημαίας και τα λοιπά, αλλά αυτά ήταν δευτερεύουσας σημασίας σε σύγκριση με τη λαϊκή κινητοποίηση που δημιούργησε αυτόν τον λαό. Το παράδοξο της θεωρίας του Habermas (που αντηχεί το παράδοξο του νομοθέτη ο οποίος κυνηγά τον κλασικό ρεπουμπλικανισμό) είναι πως είναι δύσκολο να δει κανείς πώς μια τέτοια διαδικασία από τα πάνω προς τα κάτω θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν δημοκρατικό λαό ή να εκτελεστεί από δημοκρατικούς μεθόδους. Όπως οι κλασικές ρεπουμπλικανικές παραδόσεις, ο Habermas φαίνεται να κάνει το λάθος (που υπέδειξε και η Hannah Arendt) του να συγχέει την πολιτική δράση με τη δημιουργία πραγμάτων. Η «κατασκευή» ή η «οικοδόμηση» προϋποθέτει έναν τεχνίτη που θα ασκεί έλεγχο πάνω σε αδρανή υλικά, σε αντίθεση με την πολιτική η οποία είναι μια ποικιλόμορφη και ατίθαση υπόθεση πολλών πολιτικών φορέων οι οποίοι αντιδρούν στις πρωτοβουλίες του καθενός, με έναν τρόπο που περιπλέκει αρκετά τον δρόμο του σχεδίου από την τελική του υλοποίηση. Στις περιπτώσεις όπου πολλοί άνθρωποι δρουν μαζί μπορούν να δημιουργούν απροσδόκητα επίπεδα συλλογικής ισχύος, όπως οι λαϊκές κινητοποιήσεις έχουν επανειλημμένως δείξει. Σε πολλές περιπτώσεις, μια δυναμική ηγεσία αποτελεί κρίσιμο συστατικό. Αλλά η ποικιλόμορφη δυνατότητα δράσης που βρίσκεται στη ρίζα της πολιτικής συνεχώς ματαιώνει τις προσπάθειες να προβλεφθεί και να ελεγχθεί το αποτέλεσμα ενός σχεδίου, μαζί και αυτό της «οικοδόμησης του λαού» (Arendt 1998).

Η απόρριψη της Ρομαντικής ιδέας ότι ο λαός αποτελεί μια φυσική εξέλιξη δεν μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι είναι αποτέλεσμα ενός σχεδίου κατά παραγγελία. Αυτό που υπονοεί είναι πως η κατασκευή του λαού είναι μια τυχαία υπόθεση. Σκόπιμες προσπάθειες για να «οικοδομηθεί» ένας λαός θα μπορούσαν να βοηθήσουν μερικές φορές, αλλά δεν θα είχαν αποτέλεσμα ή ακόμα (όπως κάποιες λανθασμένες προσπάθειες «οικοδόμησης έθνους») πυροδοτούν αντιστάσεις οι οποίες καθιστούν μια τέτοια προσπάθεια αντι-παραγωγική. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορική εμπειρία της κατάστασης στην οποία μια κοινή λαϊκή κινητοποίηση συνέβη – σε αντίθεση με κάποιον εχθρό – μας λέει ότι ένας μελλοντικός Ευρωπαϊκός λαός θα μπορούσε να μην είναι ο φιλελεύθερος, ανεκτικός και εξωστρεφής λαός όπως θα ήθελε ο Habermas. Το πρόβλημά του είναι πως ενώ θα ήθελε να δει μια δυναμική Ευρωπαϊκή λαϊκή αλληλεγγύη να υπερβαίνει το εθνικό αίσθημα, αυτή η αλληλεγγύη θα ήταν ένα ξεχωριστό είδος, διότι θα έπρεπε να θέσει το πρώτο σκαλοπάτι στο δρόμο για την οικοδόμηση ενός οικουμενικού λαού. Οι δυσκολίες αυτού του αμφίθυμου σχεδίου είναι φανερές στη διάσημη ιδέα του Habermas σχετικά με τον «συνταγματικό πατριωτισμό» στον οποίο το αντικείμενο της πατριωτικής αφοσίωσης δεν είναι «η χώρα μου, σωστή ή λάθος» αλλά ένα συνονθύλευμα φιλελεύθερων δημοκρατικών αρχών που κατοχυρώνεται στο σύνταγμα της χώρας αυτής. Αυτό που θα αντικαθιστά την εθνική αφοσίωση σκοπεύει να είναι ταυτόσημο με τους δεσμούς πίστης σε μια συγκεκριμένη πολιτεία και ένα καθήκον στο οικουμενικό φιλελεύθερο ιδεώδες που υπερβαίνει όλα τα σύνορα (Habermas 1996a).

Έχει ήδη ασκηθεί κριτική στην ιδέα του «συνταγματικού πατριωτισμού» (πχ Canovan 2000) και είναι εύκολο να επισημάνει κανείς ότι το σχέδιο του Habermas για έναν Ευρωπαϊκό λαό θέλει να έχει δύο πράγματα μαζί: να έχει την λαϊκή συνείδηση και την αλληλεγγύη που μια ‘δημοκρατία’ χρειάζεται για να είναι η πολιτεία δυνατή και η κυβέρνηση υπεύθυνη, ενώ την ίδια στιγμή να αποφεύγει την ιδιαιτερότητα και την κλειστότητα, και να απλώνεται πάνω στα φτερά των οικουμενικών φιλελεύθερων αρχών για να αγγίξει όλους τους λαούς παντού. Θα πρέπει να γνωρίζουμε, ωστόσο, πως αυτή η ασυνέπεια είναι μια απάντηση σε ένα δίλημμα που βασανίζει τη φιλελεύθερη ‘δημοκρατία’ τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Ο Habermas, ο Andrew Liklater και άλλοι έχουν δίκιο να εστιάζουν την προσοχή στην ηθική ώθηση εντός του φιλελευθερισμού που έχει διευρύνει και εμβαθύνει τα πολιτικά δικαιώματα μέσα στα φιλελεύθερα κράτη, και να επισημαίνουν ότι αυτή η προοδευτική ενσωμάτωση ομάδων που είχαν περιθωριοποιηθεί θέτει ερωτήματα στην ουσιαστική διάκριση μεταξύ γηγενών και αλλοδαπών (Linklater 1998, 1999). Η κατασκευή ενός Ευρωπαϊκού λαού δεν υπερβαίνει αυτό το δίλημμα του αποκλεισμού· απλώς το μετατοπίζει σε διαφορετική τοποθεσία.

Το ουσιαστικό δίλημμα βρίσκεται στην ιδέα περί κυρίαρχου λαού. Ως συλλογικότητα, ο λαός πρέπει να έχει όρια, όμως τα σύνορα αυτά μπορούν να είναι μόνο τυχαία· γιατί λοιπόν η δημιουργία του λαού να σταματά σε ένα συγκεκριμένο σύνολο ορίων, ειδικά όταν οι λαοί κάνουν ουρά για να μπουν; Οι φιλελεύθεροι με το να αρνούνται τη Ρομαντική ιδέα του «φυσικού» λαού έχουν κατά κάποιον τρόπο οξύνει το δίλημμα της ενσωμάτωσης και του αποκλεισμού. Όσο περισσότερο αναγνωρίζουμε ότι τα σύνορα μεταξύ ξεχωριστών λαών είναι τυχαία, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να δικαιολογήσουμε τον αποκλεισμό συγκεκριμένων ανθρώπων στη συμμετοχή. Αυτή η αντίθεση μεταξύ οικουμενικού και συγκεκριμένου είναι εμφανής σε μετανάστες και αιτούντες ασύλου που τρέχουν σαν κοπάδια στις πλούσιες φιλελεύθερες ‘δημοκρατίες’ της Δύσης. Είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι η ιδέα του λαού είναι ξεχωριστή όχι μόνο από την δημιουργία του έθνους αλλά και από οποιαδήποτε σύνορα, πράγμα που υπαινίσσεται την οικουμενική ενσωμάτωση σε έναν λαό όλων των λαών; Τα πολιτικά και ηθικά διλήμματα που εμπλέκονται εδώ είναι βαθιά και επικίνδυνα…

Στο απόσπασμα χρησιμοποιείται η παρακάτω βιβλιογραφία.
Arendt, J. 1998. The Human Condition. Chicago: University of Chicago Press.
Canovan, M. 2000: Patriotism is not enough. British Journal of Political Ideologies, 3, 237-53.
Grimm, D. 1995: Does Europe need a constitution? European Law Journal, 1, 282-302.
Habermas, J. 1995: Remarks on Dieter Grimm’s ‘Does Europe need a constitution?’. European Law Journal, 1, 303-07.
Habermas, J. 1996a: Citizenship and national identity. In J. Habermas, Between Facts and Norms: Contributions to a Discourse Theory of Law and Democracy. Cambridge, Mass.: MIT Press.
Habermas, J. 1999: The European nation-state and the pressures of globalization. New Left Review, 235, 46-59.
Habermas, L. 2001: Why Europe needs a constitution. New Left Review, second series, 11, 5-26.
Hayard, J. (ed.) 1995: The Crisis of Representation in Europe. London: Oxford University Press.
Hont, I. 1994: The permanent crisis of a divided mankind: ‘Contemporary crisis of the nation state’ in historical perspective. Political Studies, 42, Special Issue, 166-231.
Liklanter, A. 1998. The Transformation of Political Community. Cambridge: Polity.
Liklanter, A. 1999: Cosmopolitan citizenship. In K. Hutchings and R. Dannreuther (eds) Cosmopolitan Citizenship, Basingstoke: Macmillan, 35-59.
Oldfield, A. 1990: Citizenship and Community: Civic Republicanism and the Modern World. London: Routledge.
Rahe, P. 1992: Republics Ancient and Modern: Classical Republicanism and the American Revolution. Chapel Hill: University of North Carolina Press.
Smith, G. 1976: The functional properties of the referendum. European Journal of Political Research, 4, 1-23.
Weiler, J. H. H. 1995: Does Europe need a constitution? Demos, Telos and te German Maastricth decision. European Law Journal, 1: 219-58.