«Υπάρχει μόνο ένα πράγμα στον κόσμο χειρότερο από το να μιλά κανείς για σένα· να μην μιλά για σένα κανείς»
Oscar Wilde – The Picture of Dorian Gray (σ.4)

Σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Christopher Lasch εκδίδει την Κουλτούρα του Ναρκισσισμού. Το πολυσυζητημένο αυτό βιβλίο θα γίνει αποδεκτό από ανθρώπους διάφορων πολιτικών χώρων, ενώ την ίδια στιγμή θα δεχθεί ποικίλες αντιδράσεις και σχόλια. Για τον Lasch, λοιπόν, στη μεταπολεμική Αμερική αναδύεται ένας τύπος ανθρώπου που σύμφωνα με τις κλινικές μελέτες εμπίπτει στην κατηγορία του «παθολογικού ναρκισσισμού». Αυτή η παθολογία δεν αφορά μονάχα την καθημερινή ναρκισσιστική συμπεριφορά, δηλαδή τον ηδονιστικό εγωισμό. Έχει να κάνει, εξίσου, και με την ατέρμονη ανάγκη μας για υπερβολικό αυτο-θαυμασμό, καθώς και με την έλλειψη κατανόησης των συναισθημάτων των άλλων. Επιπλέον, στο ίδιο βιβλίο, ο Lasch εντοπίζει εκδηλώσεις αυτής της διαταραχής σε διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής, και κυρίως στον χαρακτήρα διαφόρων διάσημων προσώπων (τα γνωστά celebrities), λόγω της τάσης τους να προσπαθούν συνεχώς να τραβήξουν τα φώτα της δημοσιότητας. Από τη στιγμή, βέβαια, που ο κόσμος των celebrity διεκδίκησε να παρουσιαστεί στο «δημόσιο βίο» ως κοινωνικό πρότυπο και δείγμα προσωπικής επιτυχίας στην κούρσα της κοινωνικής ανέλιξης, το αναμενόμενο επόμενο βήμα ήταν να εισβάλει στην πολιτική ζωή. Έτσι, από την εποχή του Ronald Reagan και του Silvio Berlusconi μέχρι και σήμερα, τον πολιτικό κόσμο κατακυριεύουν μηδαμινές περσόνες, άνθρωποι δίχως ίχνος ευπρέπειας και ευσυνειδησίας, που καταφεύγουν στον λαϊκισμό με στόχο -αποκλειστικά και μόνο- να εξυπηρετήσουν τη δίψα τους για λίγη δημοσιότητα. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, όχι μόνο δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, αλλά απεναντίας πρόκειται για μια από τις πιο θλιβερές αντανακλάσεις αυτής της διαβρωτικής κουλτούρας.

Ο εαυτός ως εμπόρευμα

Κατά τον Lasch, λοιπόν, νάρκισσος είναι αυτός που επιθυμεί όλος ο δημόσιος λόγος να εξαντλείται γύρω από το πρόσωπό του. Κανένα πολιτικό πρόσωπο δεν κατάφερε να πετύχει αυτόν τον στόχο τόσο καλά όσο ο Donald Trump. Όπως φαίνεται, από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε τον «αγώνα» του για τη διεκδίκηση του χρίσματος στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα βασική του επιδίωξη ήταν να στρέψει προς το πρόσωπό του όλα τα φώτα της δημοσιότητας. Φυσικά ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος δεν είναι απλά και μόνο ένας αμόρφωτος και απολίτιστος σεξιστής, όπως πολύ συχνά τον παρουσιάζει ο αριστερός και φιλελεύθερος καθεστωτικός τύπος. Όντας ένας πανούργος επιχειρηματίας γνωρίζει πολύ καλά πώς να προωθεί στην αγορά τα δικά του προϊόντα. Άλλωστε, η ίδια η επιχειρηματικότητα βασίζεται πάνω στη ναρκισσιστική λογική· μια εταιρία επιδιώκει μέσω της διαφήμισης και της προπαγάνδας να προσελκύσει όσο το δυνατό περισσότερη πελατεία, κάτι που επιτυγχάνεται μονάχα όταν τα προϊόντα προς πώληση απασχολούν το μυαλό και τη σκέψη του καταναλωτικού κοινού όσο το δυνατό περισσότερο γίνεται. Μόνο που αυτή τη φορά βασικό προϊόν του Trump κολοσσού δεν είναι ούτε κάποιος χώρος αθλητισμού, ούτε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, αλλά ο ίδιος του ο εαυτός. Όντας λοιπόν ο ίδιος «γάτος» στο επιχειρείν, χρησιμοποιεί άψογα όλες τις τεχνικές που θα μπορούσαν να καταστήσουν τον ίδιο αντικείμενο συνεχούς συζήτησης, δίχως να τον αφορά ιδιαίτερα αν τα σχόλια του τύπου είναι επικριτικά για το πρόσωπό του ή όχι. Ως ένα βαθμό θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι επιθέσεις του αριστερού καθεστωτικού τύπου εναντίον του όχι μόνο δεν καταφέρνουν να πλήξουν τη δημοτικότητά του, αλλά απεναντίας, την ενίσχυσαν, όσο και αν οι προθέσεις των δημοσιογράφων ήταν αντίθετες.

Από την πρώτη μέρα, λοιπόν, που εισήλθε στην κούρσα για το χρίσμα, ο Trump αρκούνταν στο να εκσφενδονίζει συνεχώς εκκεντρικά σχόλια. Χτυπώντας τα ταμπού της πολιτικής ορθότητας μέσα από δηλώσεις που αναπαράγουν σεξιστικά και ρατσιστικά υπονοούμενα, καταφέρνει να στρέψει εναντίον του τα βέλη τόσο των αριστερών υποστηρικτών του Bernie Sanders όσο και των τραπεζοτσολιάδων της Clinton και των νεοσυντηρητικών του Bush. Τη στιγμή, μάλιστα, που όλα αυτά τα πολιτικά πρόσωπα αποφασίζουν να βρεθούν σε κοινή συμμαχία εναντίον του Trump (όπως άλλωστε είδαμε και με τις συνεχόμενες προτροπές του Sanders υπέρ της Clinton μετά την αποτυχία του για την κούρσα των Δημοκρατικών), ο ίδιος  πετυχαίνει να προβληθεί ως ο «μόνος εναντίον όλων των καθεστωτικών δυνάμεων». Την ίδια στιγμή, έχοντας διαρρήξει το κέλυφος της politically correct κανονικότητας, καταφέρνει να αναδειχθεί ως «ο μοναδικός πολιτικός που ξεχωρίζει» και «δεν είναι σαν τους άλλους». Εκκεντρισμοί και δηλώσεις που προκαλούν, πύρινα λόγια και υποσχέσεις που οδηγούν τους αριστερούς και φιλελεύθερους στο να αναπαράγουν τη γνωστή ρητορική περί έλευσης ενός «νέου ολοκληρωτισμού», είτε να αναλώνονται σε αβάσιμες αναλύσεις αναφορικά με τους «κινδύνους του λαϊκισμού», όλα αυτά τον καθιστούν στο επίκεντρο όλων των συζητήσεων και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα άξιζε πραγματικά, στο σημείο αυτό, να αναρωτηθούμε αν όντως έχει υπάρξει κάποιο μέσο ενημέρωσης στο οποίο έστω και για μια μέρα δεν λαμβάνουν χώρα μία ή δύο αναρτήσεις για τον «αμφιλεγόμενο Trump». Βλέπουμε, λοιπόν, την αθυροστομία και τη θρασύτητα ενός ανθρώπου που επιλέγει να θυσιάσει κάθε αξιοπρέπεια στο βωμό της δημοσιότητας. Ποίοι κίνδυνοι απορρέουν από μια τέτοια διολίσθηση και πώς θα μπορούσε να απαντήσει σε όλα αυτά ένας δημοκρατικός πολιτικός λόγος;

Η συντριβή του δημόσιου λόγου

“Η εμμονή των φιλελευθέρων με το φασισμό … τους οδηγεί να βλέπουν «φασιστικές τάσεις» ή τάσεις «πρωτο-φασισμού» σε όλες τις απόψεις που αντιτίθενται στον φιλελευθερισμό, όπως ακριβώς και η ακροδεξιά ανιχνεύει «ύπουλο σοσιαλισμό» στον ίδιο τον φιλελευθερισμό. Παρότι οι φιλελεύθεροι έχουν πέσει θύματα αντικομμουνιστικών διώξεων, οι ίδιοι έχουν τελειοποιήσει τη δική τους τεχνική απόρριψης· επεκτείνουν την έννοια του φασισμού σε όλα όσα τάσσονται ενάντια στην παράδοση του Διαφωτισμού».
(Christopher Lasch – The True and Only Heaven, σ.305) [1]

Η συνεχόμενη τάση της μεταμοντέρνας, «αντιρατσιστικής» -και πολιτιστικά φιλελεύθερης- αριστεράς να ανακαλύπτει συνεχώς «φαινόμενα κοινωνικού εκφασισμού» έφτασε στο αποκορύφωμά της έπειτα από τη «νίκη» του Trump. Έκτοτε, άρθρα που συνεχώς μιλούν για την ανάδυση ενός «πρωτο-φασισμού» δίνουν και παίρνουν, φανερώνοντας το απογοητευτικό επίπεδο ανάλυσης που κυριαρχεί εντός αυτού του χώρου. Η μονομανία των νεοαριστερών αναλυτών με τον ολοκληρωτισμό, μια τάση που αποτελεί απόρροια των νεολαιίστικων κινημάτων της δεκαετίας του ’60, τα οποία είχαν σφυρηλατηθεί κάτω από το φαντασιακό του «αντι-ολοκληρωτισμού» και του «αντιεθνικισμού» -ακριβώς λόγω των διδαγμάτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης και της ατομικής βόμβας, όπως αναλύει η Hannah Arendt στο On Violence– φανερώνει την έλλειψη στοιχειώδους κοινωνικής ανάλυσης και, ως εκ τούτου, αδυναμία εκτίμησης της εκάστοτε συγκυρίας από μέρους τους (όπως είχα αναλύσει σε προηγούμενη ανάρτηση). Διότι ο μεγάλος κίνδυνος σήμερα δεν είναι τόσο η αυταρχικοποίηση του κράτους, ή ένας πιθανός ολοκληρωτικός Αρμαγεδδώνας, όσο η υποβάθμιση και υποτίμηση του πολιτικού λόγου εν γένει. Ο ναρκισσισμός του Trump, ο εκκεντρικός του χαρακτήρας, μαγνητίζει εκατομμύρια ανθρώπους στο πρόσωπό του, ενώ την ίδια στιγμή διατείνεται ότι αποτελεί τον βασικό εκφραστή ενός (κάποιου) κινήματος, μέσα από το οποίο δήθεν αναδύθηκε. Συνεπώς, κάθε ουσιαστική πολιτική συζήτηση εξαντλείται γύρω από μια περσόνα που υποτίθεται εκφράζει τους απλούς ανθρώπους (τους οποίους η καθεστηκυία τάξη παραμέλησε για δικό της όφελος) αντί να προωθείται ένας δημόσιος διάλογος με στόχο την εξεύρεση απαντήσεων σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα (όπως το μεταναστευτικό, η ανεργία και η διάλυση της κοινωνικής συνοχής). Διότι, η εξεύρεση απαντήσεων από μόνη της προϋποθέτει ένα τέλος, δηλαδή, έναν απώτερο σκοπό που πρέπει να εκπληρωθεί. Ο ναρκισσισμός του Trump, απεναντίας, οδηγεί στην ατέρμονη «κινητοποίηση» (δηλαδή στην περιστροφή όλων των συζητήσεων γύρω από τον ίδιο) και όχι στην επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου στόχου. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει να ποδηγετεί και να χειραγωγεί. Βέβαια, μια ναρκισσιστική προσωπικότητα, όπως ένα celebrity για παράδειγμα, που έχει καθηλώσει εκατομμύρια βλέμματα, γίνεται αντικείμενο μίμησης. Συνεπώς, όσοι φτάνουν στο σημείο να μιμηθούν το celebrity μιμούνται ταυτόχρονα και την ίδια του τη (ναρκισσιστική) συμπεριφορά. Έτσι και ο Trump, μετατρέπεται σε πρότυπο για χιλιάδες οπαδούς του, οι οποίοι τον αναπαράγουν έστω και υποσυνείδητα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες χιλιάδες «κλώνοι» του Trump ξεπηδούν, και όλοι μεταξύ τους ανταγωνίζονται στο ποιος θα καταφέρει να προσελκύσει όσο το δυνατό περισσότερα βλέμματα γίνεται.

Την ίδια στιγμή, όπως λέει η Hannah Arendt στο The Human Condition, o λόγος και η πράξις αποτελούν δύο από τα βασικότερα στοιχεία που συνθέτουν τη δημόσια σφαίρα, δηλαδή το πολιτικό πεδίο. Ο λόγος είναι απόλυτα συνυφασμένος με την πολιτική, τη διαβούλευση, την επικοινωνία και τις συλλογικές/δημόσιες αποφάσεις. Αυτό που οι Trump πετυχαίνουν είναι ένας ιδιότυπος πόλεμος εγωπάθειας «όλων εναντίον όλων» και όχι ο διάλογος και η συζήτηση γύρω από τα κοινά. Συγχρόνως, η επιθετική ρητορική των «κλώνων» και των υποστηρικτών του -ουρά των οποίων είναι και διάφορες εξτρεμιστικές οργανώσεις όπως η Κου Κλουξ Κλαν- δεν ανέχεται διαφωνίες ή κριτικές (πράγμα που αποτελεί πεμπτουσία της δημόσιας σφαίρας), καθώς οποιοσδήποτε αρνείται να στηρίξει τον Trump και το σύνθημα «Let’s Make America Great Again», αυτόματα θεωρείται πως είναι εχθρός του American Greateness (Jan-Werner Müller 2016, σ.38). H name calling τακτική των Τραμπιστών και ο αποκρουστικός τσογλανισμός του δεξιού όχλου λουμπενοποιεί τον δημόσιο λόγο και συνάμα, εμποδίζοντας τη δημόσια επικοινωνία με στόχο την εξεύρεση λύσεων και τη συνδιαμόρφωση πολιτικών προταγμάτων. Ως εκ τούτου, το φαινόμενο Trump, αντί να οδηγεί στην εμβάθυνση των κοινωνικών σχέσεων, στην αναγέννηση της λαϊκότητας και των παραδοσιακών αξιών οι οποίες στο πλαίσιο του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού σβήνουν και εξασθενούν (αξίες που ο ίδιος ο Trump υπόσχεται δήθεν να αναστηλώσει), ενισχύει την εκρίζωση και την κοινωνική αποσύνθεση που ο νεοφιλελευθερισμός έχει ήδη επιφέρει. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον διάλυσης κάθε επικοινωνίας και δημόσιας διαβούλευσης, με άλλα λόγια, μέσα σε ένα περιβάλλον που κάθε έννοια κοινής ευπρέπειας και κοινής λογικής αντικαθίσταται από έναν όχλο που επιδίδεται σε αλληλοκατηγορίες και ύβρεις, με το κυνήγι της προσωπικής προβολής να δίνει και να παίρνει σε μια ατμόσφαιρα ναρκισσιστικής εγωπάθειας και λουμπενισμού, το μοναδικό που θα μπορούσε να επιτευχθεί είναι όχι η ανατροπή του Trump στις επόμενες εκλογές, αλλά η νίκη ενός νέου χειρότερου προέδρου.

Από την αυτοπαγίδευση στην απομάγευση

Αυτές τις μέρες οι πλατείες των μεγάλων πόλεων της Αμερικής κατακλύζονται από διαδηλώσεις εναντίον του Trump. Βέβαια, η δήθεν αυτή «αντίσταση στον Trump» προϋποθέτει κατά κάποιον τρόπο ενασχόληση με το πρόσωπό του. Μήπως, τελικά, αυτές οι διαδηλώσεις είναι ακριβώς αυτό που και ο ίδιος ο Trump επιθυμεί, να επικρατεί ένα συνεχόμενο σούσουρο και ένας πανζουρλισμός γύρω από την περσόνα του; Τούτες οι χίπστερ διαδηλώσεις, λοιπόν, με τα ροζ σκουφάκια και τα γραφικά πλακάτ καθιστούν τον Trump κέντρο όλων των «δημόσιων» συζητήσεων, ενισχύοντάς τον αντί να τον αποδυναμώνουν. Στην τελική, τόσο το στρατόπεδο του Trump όσο και οι anti-Trump «ιππότες κοινωνικής δικαιοσύνης» αναπαράγουν την ίδια ναρκισσιστική νοοτροπία, αποτυπώνοντας έτσι τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος· όχι μόνο οι φωτογραφίσεις στις πλατείες με τα πανό και τα πλακάτ δίνουν και παίρνουν, με τη συνεχόμενη κοινοποίησή τους σε προσωπικούς λογαριασμούς «κοινωνικής δικτύωσης» όπως Facebook και Twitter  (και προσωπικά σχόλια του τύπου «ήμουν κι εγώ εκεί») να αποτελεί φυσική συνέχεια όλου αυτού του χιπστερικού happening, αλλά την ίδια στιγμή πλήθος από celebrities (όπως η Madonna και η Scarlet Johhanson) χαιρετίζουν αυτές τις «κινητοποιήσεις», μαζί και ηγετικά στελέχη του Δημοκρατικού κόμματος, όπως η Elisabeth Warren. Ως εκ τούτου, αν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε με μια γνωστή φράση τον αντι-Trump θίασο, δεν θα ήταν καθόλου άστοχο να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Lasch, «η εξέγερση των ελίτ». Ταυτόχρονα, όλο αυτό το χίπστερ σκηνικό αντικατοπτρίζει την υποκρισία και τον φιλοτομαρισμό της φιλελεύθερης αριστεράς, η οποία επιδιώκει να κινητοποιηθεί μονάχα όταν θίγεται ο ιδεολογικός της μικρόκοσμος από τις υστερικές κραυγές του Trump, μονάχα δηλαδή όταν ο ναρκισσισμός της πληγώνεται (πράγμα που την ωθεί στην ακατάσχετη αναπαραγωγή της ίδιας αερολογίας περί «νέου ολοκληρωτισμού» ή στις ελιτίστικες ύβρεις περί «κοινωνικού οχετού» [2]), τη στιγμή που καμία παρόμοια διαδήλωση δεν βλέπουμε υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών σε χώρες που επικρατεί ο Ισλαμικός νόμος, ή για τους θανάτους εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στη Συρία και τη βόρεια Αφρική (για τους οποίους ευθύνη φέρουν εξίσου και οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις της δυναστείας Bush και του «ανθρωπιστή» Obama, που οι συγκεκριμένοι «διαδηλωτές» υποστηρίζουν ενάντια στον «μισαλλόδοξο» Trump). Αν πραγματικά υπάρχει μια φράση που απεικονίζει στο ακέραιο το πνεύμα των ημερών (αναφορικά με τον θίασο αριστερών και φιλελεύθερων), δεν θα ήταν άλλη παρά «η εμμονή ορισμένων ανθρώπων με το δικαίωμά τους στην πολυτέλεια», ή ένας επιλεκτικός – και υποκριτικός – ψευτοανθρωπισμός.

Από τη άλλη, τα γενικευμένα μπάχαλα (που τις περισσότερες φορές γίνονται αντικείμενο θεαματικής εκμετάλλευσης από τα Μέσα Ενημέρωσης) δεν είναι παρά μια πράξη αυταρέσκειας μερικών αυτιστικών αναρχικών ομάδων, οι οποίες γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο Trump σε θέματα καταστολής δεν αστειεύεται. Η τάση τους να επιδίδονται σε τέτοιου είδους ενέργειες (που καμία σχέση δεν έχουν με τις προσπάθειες ανάδυσης ενός προτάγματος δημοκρατικής αναγέννησης) αποτελεί αφορμή να παρθούν δρακόντεια μέτρα από τη νέα κυβέρνηση, ώστε να μπορούν στη συνέχεια αυτές οι μικρές ομάδες να επαναλαμβάνουν την ίδια μεμψιμοιρία του φιλελεύθερου τύπου περί «κράτους έκτακτης ανάγκης». Άλλωστε, ο μεταμοντέρνος αναρχικός και η κρατική καταστολή δεν είναι παρά δύο αλληλένδετες υπάρξεις.

Σε αυτές τις συνθήκες βαθιάς πολιτικής κρίσης, λοιπόν, επείγει η ανάδυση ενός πολιτικού λόγου που δεν θα εξαντλείται σε κομματικές ηγεσίες (σαν αυτές του Bernie Sanders ή του Jeremy Corbyn) και δεν θα αναπαράγει τη νοοτροπία του «να φύγει αυτός» και να «σταματήσουν οι περικοπές στο Obamacare». Η τακτική των φιλελεύθερων και αριστερών είναι πέρα για πέρα τυχοδιωκτική, καθώς δεν καταφέρνει να αγγίξει τα πιο απο-πολιτικοποιημένα κομμάτια της Αμερικανικής κοινωνίας. Άλλωστε, αποτελεί ύψιστη αλαζονεία να περιμένει κανείς από τη βαθιά κρυμμένη Αμερική να ενδιαφέρεται για το αν στους δημόσιους χώρους θα υφίστανται άφυλες τουαλέτες (gender neutral toilets), ενώ ταυτόχρονα θα κυκλοφορούμε στους δρόμους φορώντας όλοι μας κραγιόν και φουστάνια. Η μοναδική κινητοποίηση που αξίζει να ασχοληθεί κανείς δεν είναι άλλη παρά αυτή που θα μετασχηματίσει την άρνηση σε μια θετική κατάφαση, αντιπροτείνοντας αλλαγή όλου του πολιτικού παραδείγματος, αντί να προβάλει τα ιδιαίτερα συμφέροντα των ΜΚΟ, ανάγοντας τον αντιρατσισμό σε ιδεολογία και θέτοντας ως απώτερο σκοπό μας το τέλος της προεδρίας του Trump και την αντικατάστασή του από έναν άλλο πιο φιλελεύθερο. Απαιτείται, κοντολογίς, μια αντιπολίτευση που θα επικεντρώνεται σε αιτήματα τα οποία αγγίζουν πιο ευρεία στρώματα της κοινωνίας (όπως οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι άνεργοι και οι αποκλεισμένοι πολιτικά, λευκοί ή μαύροι, Ινδιάνοι ή Latinos). Τι είναι λοιπόν αυτό που πράγματι επιθυμεί αυτός ο χίπστερ καρναβαλισμός των «ροζ διαδηλωτών»; Κατά βάση, τίποτα που να μην απολαμβάνει ήδη (δεδομένου ότι κανένα φιλελεύθερο κεκτημένο δεν κινδυνεύει από την εκλογή του Trump, πέρα από την ελευθερία της πολιτικής συμμετοχής, για την καταστρατήγηση της οποίας δεν ευθύνεται ο ίδιος, τουλάχιστον όχι όσο οι προκάτοχοί του από το 1960 και έπειτα). Ως εκ τούτου, το βασικό πρόβλημα της αριστερής ελίτ είναι αποκλειστικά αισθητικό· αντί δηλαδή για τον Trump θα επιθυμούσε έναν πολιτικό κομμένο και ραμμένο στα δικά της αισθητικά κριτήρια (έναν μαύρο, έναν ομοφυλόφιλο, ή έναν που χειρίζεται πιο σωστά τη γλώσσα της πολιτικής ορθότητας). Τέλος, σε αντίθεση με την υποκρισία του χιπστερικού ναρκισσισμού, αυτό που πραγματικά φαίνεται να έχει ανάγκη ο δυτικός κόσμος δεν είναι μια θεατρικού τύπου γκλίτερ κινητοποίηση, αλλά μια αντιπρόταση που θα θέτει ως βασικό της στόχο τη συνολική αλλαγή των πραγμάτων και θα αφορά πιο ευρεία τμήματα της κοινωνίας. Για παράδειγμα, όπως λέει, τέλος ο Lasch,

«το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στη δεκαετία του ’60, υπήρξε, από πολλές απόψεις, επιστροφή σε μια παλαιότερη αντίληψη για τη δημοκρατία. Απηχούσε εκείνους τους στόχους των Μαύρων που μπορούσαν να συγκινήσουν όλον τον κόσμο. Χτυπούσε τον ρατσισμό, όχι μόνο τον ρατσισμό των Λευκών, αλλά τον ρατσισμό γενικά».

Σημειώσεις

[1] Ο Lasch χρησιμοποιεί τον όρο «φιλελεύθερος» (liberal) με βάση την Αμερικανική του εκδοχή. Στην Ευρώπη – καθώς και σε άλλα μέρη του κόσμου -, φιλελεύθερος θεωρείται οποιοσδήποτε βάζει την ελεύθερη αγορά πάνω από κάθε επιδίωξη, στοχεύοντας στην ελαχιστοποίηση κάθε κρατικού παρεμβατισμού από την οικονομική δραστηριότητα, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα τα κοινωνικά δικαιώματα όλων των μειονοτήτων. Αντίθετα, στην Αμερικανική πολιτική σκηνή, φιλελεύθεροι προσδιορίζονται όσοι/ες αποσκοπούν στον κρατικό παρεμβατισμό, στην αύξηση της φορολογίας με στόχο την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας, δίνοντας έμφαση στα δικαιώματα των μειονοτήτων και στην πολιτική ορθότητα. Ένας Αμερικανός φιλελεύθερος, με άλλα λόγια, βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό που εμείς αποκαλούμε «σοσιαλδημοκράτης» ή κεντροαριστερός, ενώ ένας Ευρωπαίος φιλελεύθερος για τα Αμερικανικά δεδομένα συνήθως υπάγεται στον λιμπερταριανισμό (libertarian) ή στον συντηρητισμό (όχι όμως στον παλαιοσυντηρητισμό, όπου εκεί κυριαρχεί το στρατόπεδο των pro-life, των θρησκευόμενων της παραδοσιοκρατίας και του εθνικισμού, κάτι ανάλογο με την τάση του ΛΑ.Ο.Σ ή της Μαρίν Λεπέν).

[2] Παρόμοια κριτική στην αριστερά ασκεί ο Κριστόφ Γκιλουί, στο κείμενο ««Ζώντας μαζί» ή χωριστά;».

Πηγές
Christopher Lasch. 1979. The Culture of Narcissism. New York & London. W. W. Norton & Company. 
Christopher Lasch. 1991. The True and Only Heaven. New York & London. W. W. Norton & Company.
Jan-Werner Müller. 2016. What is Populism. Pennsylvania: University of Pennsylvania Press.
Hannah Arendt. 1970. On Violence. London: A Harvest Book.
Hannah Arendt. 1998. The Human Condition. Chicago & London: The University of Chicago Press.
Oscar Wilde. 1993. The Picture of Dorian Gray.. London: Everyman.