Του Χρήστου Χίου

Συνέχεια του Πρώτου μέρους…

Ακολούθησε το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, ίσως το γνωστότερό του έργο και απαρχή της ύστερης περιόδου του. Σε αυτό θα κάνει την εμφάνισή της η έννοια του υπερανθρώπου. Ο Νίτσε προόριζε την έννοια ως αναφορά στο επόμενο εξελικτικό στάδιο του ανθρώπου, στον εξελικτικό του απόγονο. Χρησιμοποίησε τη θεωρία της εξέλιξης ώστε με κέντρο την αυτοδημιουργία να παρέχει απάντηση στο ζήτημα της ύπαρξης. Ο υπεράνθρωπος θα είναι αυτό το οποίο υπερβαίνει τον άνθρωπο· στη δημιουργία του συνεισφέρουν όλοι με τη στάση και τις επιλογές τους, με τον Λόγο και το παράδειγμά τους. Η θρησκεία του Νίτσε δεν υπόσχεται κάποια λύτρωση έξω από τον φυσικό Κόσμο, ούτε ένα τελικό στάδιο της ύπαρξης. Υπόσχεται μονάχα ένα ακόμη έμβιο έργο Τέχνης, το τελειότερο απ’ όλα, το είδος το οποίο ακολουθεί. Κάθε φιλοδοξία και ματαιοδοξία σημαίνει μόνο τη συνεισφορά στον ερχομό του υπερανθρώπου. Η βιολογική υπόσταση είναι το ιερό και η μεταφυσική σε κάθε της μορφή είναι άρνηση της ζωής και μηδενισμός. Ως ευγενής ψυχή ο Νίτσε, δε θα γίνει ο ίδιος προφήτης του νέου αυτού δόγματος. Βάζει στη θέση του μια άλλη συμβολική μορφή, αυτήν του Ζωροάστρη. Φορώντας τη μάσκα του Ζωροάστρη δεν αντιτάσσεται σε κάτι, αντίθετα γίνεται δημιουργός αξιών για την ανθρωπότητα σε μια έξαρση του Διονυσιακού του πνεύματος. Η επιθυμία του δεν είναι να εξελίξει μόνο τον εαυτό του, αλλά και να αλλάξει τον κόσμο: Ο προφήτης Ζαρατούστρα αρχικά νιώθει αηδιασμένος με τα εγκόσμια, μα αναστοχάζεται κι εγκαταλείπει την απομονωμένη βουνοκορφή του, επιστρέφοντας στους ανθρώπους για να τους σμιλέψει, όπως ο γλύπτης την πέτρα.

Στο εν λόγω έργο ο Νίτσε μεγεθύνει την απόστασή του από τον καιρό του, χάνεται στον χρόνο δίνοντας μια υπόσχεση για ένα αύριο το οποίο μοιάζει υψηλότερο, υπεράνθρωπο. Σε προέκταση των υπολοίπων, διατυπώνει και τη θέληση για δύναμη, μια αδιάψευστη υπερέννοια συνένωσης κι ερμηνείας της προέλευσης όλων των φυσικών κινήσεων και των βιολογικών ορμών. Με βάση αυτήν τη σκέψη, πρώιμες μορφές της οποίας εμφανίζονται νωρίτερα στα γραπτά του με διαφορετικές ονομασίες, ο Νίτσε δίνει μια διαφορετική οπτική στις εκφράσεις, τις αιτίες, τις συμπεριφορές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Όλα τα ένστικτα της φυσικής ύπαρξης και της ζωής συνοψίζονται στη θέληση για δύναμη, με τους έμβιους οργανισμούς τελικά να λειτουργούν ως μονάδες αποφόρτισης της ζωτικής του ενέργειας μέσα από όλες τις μορφές της δράσης τους. Ο Νίτσε έχει ολοκληρώσει μια απόπειρα νοηματοδότησης της ύπαρξης μέσα από την αισθητική της πρόσληψη· μια απόπειρα ενθάρρυνσης του αγώνα για βελτίωση, μέσα από το ειδικό βάρος με το οποίο φορτώνει την κάθε πράξη η αιώνια επανάληψης της.

Η τελική συνεισφορά του φιλοσόφου, του οποίου η σκέψη μετά τον Ζαρατούστρα έχει πλέον ωριμάσει και κατασταλάξει, θα δοθεί σε πέντε ακόμη κύρια έργα, τα Πέρα από το καλό και το κακό, Γενεαλογία της ηθικής, Το λυκόφως των ειδώλων, Ο Αντίχριστος και Ίδε ο άνθρωπος, αλλά και δυο πολεμικές κατά του Βάγκνερ. Σε αυτά τα έργα η ώριμη νιτσεϊκή φιλοσοφία αποκαλύπτεται σε όλη της την έκταση, αν και αποσπασματικά, με υφολογική συνέπεια και κοινό λεξιλόγιο. Το κεντρικό θέμα αυτών των κειμένων, τα οποία εκδόθηκαν μεταξύ 1886 και 1888, είναι η λατρεία των λαξευμένων ενστίκτων και η κατακεραύνωση του χριστιανισμού. Η άρνηση του Νίτσε στο χριστιανικό πνεύμα είναι ακραία και απόλυτη· μάχεται για να προβάλλει τις δικές του αρχές, όπως τις είχε αναπτύξει τόσο μέσω του Ζαρατούστρα, όσο και στην πρωτύτερη φιλοσοφία του περί ηθικής. Όλη η νοητική πορεία που ακολούθησε, όλη αυτή η ανηθικολογία, θα τον οδηγούσε πλέον στην επισφράγηση του θανάτου του Θεού.

Μέσα από τη φιλοσοφία των μασκών του, επιδίδεται σε μια διαδικασία μόνιμου εντοπισμού και αποκάλυψης της χριστιανικής καταγωγής όλων των μεσαιωνικών και νεωτερικών ιδεών – το ίδιο θα κάνει και με σημείο αναφοράς τις διδαχές του Σωκράτη, οι οποίες διατηρούνταν ακόμη ζωντανές. Κάθε επικρατούσα φιλοσοφική ιδέα της εποχής του βασιζόταν σε μια μεταφυσική την οποία αντλούσε κατά κύριο λόγο από τον χριστιανισμό: Κάποια αντίληψη περί Καλού και Κακού, κάποια πίστη στο αλάθητο του ορθολογισμού, κάποια απόδοση αξίας η οποία δεν ήταν αυταπόδεικτη. Ο Νίτσε διέβλεπε πως καμία απολύτως έννοια δεν ευσταθούσε μόνη της, δίχως αυθαίρετες αρχικές υποθέσεις. Για τον ίδιο η γνώση δεν έπρεπε να είναι ο σκοπός στη φιλοσοφία, αλλά το μέσο για την έκφραση κάποιας άλλης ενόρμησης.1 Ούτε και η έννοια της αλήθειας έχει περιεχόμενο. Για παράδειγμα, το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» του Καρτέσιου προϋποθέτει ήδη την ύπαρξη ενός «εγώ», μια μορφής σκέψης και μιας γνώσης του «εγώ» περί του τι είναι η σκέψη.2

Η ίδια μέθοδος επεκτείνεται και στα γραπτά άλλων φιλοσόφων. Ο Νίτσε αποκαλύπτει την ηθική τους προκατάληψη και τις χριστιανικές τους καταβολές. Ο πραγματικός φιλόσοφος για τον Νίτσε δημιουργεί αξίες, δεν τις αναπαράγει· είναι «διοικητής και νομοθέτης».3 Επειδή αυτοί οι φιλόσοφοι σπανίζουν, ο θάνατος του Θεού υπήρξε ένα ατύχημα, ένα γεγονός τραγικό για τους ανθρώπους· όμως επήλθε αναπόφευκτα, μέσα από την ίδια τη θρησκευτική διδαχή περί Λόγου. Ο Θεός τελικά θυσιάστηκε από τους ανθρώπους, από σκληρότητα προς τον ίδιο τους τον εαυτό, όντας ό,τι πιο παρηγορητικό, ελπιδοφόρο, θεραπευτικό.4 Όμως οι άνθρωποι θα συνέχιζαν να ζουν για καιρό σαν αυτή η θυσία να μην είχε γίνει ποτέ.5 Οι διδαχές του Θεού θα εξακολουθούσαν να κυβερνούν τις ζωές τους, να καθορίζουν τις επιλογές και τις συνειδήσεις τους, να θεμελιώνουν τη σκέψη τους, τη στιγμή που η ύπαρξη του ίδιου του Θεού θα αμφισβητούνταν, που ο ίδιος ο Θεός θα έμενε χωρίς πιστούς.

Στον ύστερο Νίτσε συναντά κανείς και πάλι την αποκήρυξη του επιστημονισμού της νεωτερικότητας,6 τη σαφέστατη διατύπωση περί άμεσου ανταγωνισμού μεταξύ κράτους και κουλτούρας, κατά την οποία πολιτική ήττα συχνά σημαίνει πολιτισμική νίκη,7 αλλά και τον στιγματισμό της δημόσιας εκπαίδευσης ως κάτι το οποίο υποβαθμίζει κι εξαλείφει τον υψηλό πολιτισμό, με το να εξισώνει, να καθιστά κοινά τα πάντα και να απαλείφει τις εξαιρέσεις.8 Ο ελιτισμός και η αντιδημοκρατική προσέγγιση του Νίτσε στο ζήτημα του πολιτισμού γίνονται πιο αναντίρρητα από ποτέ. Ως φυσικό επακόλουθο, αναζητώντας τι είναι ευγενές, ο Νίτσε εκφράζει με σαφήνεια πως ο άνθρωπος εξυψώνεται μόνο μέσα σε αυστηρά ιεραρχικές κοινωνίες.9 Το πάθος της απόστασης είναι η τάση των ανθρώπων να εκφράζουν την ιεραρχική τους ανωτερότητα είτε μέσω της ανάπτυξης μιας ισχυρότερης υποκειμενικότητας είτε μέσω καλλιέργειας ιδιαιτεροτήτων, ή ακόμη και μέσω της αναζήτησης διεξόδων από τα κοινά χαρακτηριστικά, συναρτήσει του εγωισμού τους. Αυτός είναι και ο μηχανισμός αυτοϋπέρβασης του ανθρώπου.

Όμως οι υψηλές κάστες αρχικά συστάθηκαν μέσα από τη βαρβαρότητα και την ωμή βία. Η διατήρησή των ανθρώπων στη σφαίρα της υψηλής κάστας, οι ευκολίες, οι ανέσεις, η επιθυμία αυτοεπιβεβαίωσης και τελικά το πάθος της απόστασης τους οδηγούν στην υιοθέτηση μιας «ηθικής των κυρίων»: Αντιλαμβάνονται ως «καλό» τη διάθεση για ζωή, το αναζωογονητικό, την αναζήτηση του υψηλού, του βαθέως, του εκλεπτυσμένου, του δύσκολου· και το διαχωρίζουν από το «άσχημο», το οποίο συνίσταται στα ακριβώς αντίθετα. Η ηθική αυτή αντιπαρατίθεται στην «ηθική των δούλων», των μελών της κάτω κάστας, οι οποίοι μέσα στην κακουχία και το αίσθημα της απειλής ονομάζουν «καλό» το μαραμένο, το κατεταλμένο, το φιλόπονο, το ακίνδυνο, το χρηστικό, το εύκολο· το αντιπαραθέτουν στο «κακό», το οποίο συνίσταται στα αντίθετα. Οι δυο αυτές αντιλήψεις της ηθικής είναι σχεδόν αντίρροπες, εξαιρουμένων κάποιων επιπέδων νοήματος στα οποία δε συναντώνται. Αυτό σημαίνει πως κατά κανόνα το «καλό» για τον κύριο της άνω κάστας είναι το «κακό» για τον δούλο της χαμηλής κάστας και πως το «άσχημο» του κυρίου είναι το «καλό» του δούλου. Δεν είναι απλώς ηθικά συστήματα, αλλά συστήματα αξιολόγησης.

Η προσέγγιση του Νίτσε ορίζει πως αναλόγως με τους ειδικούς όρους της κάθε κοινωνίας, οι δούλοι αναπτύσσουν την ηθική τους με τον τρόπο που αρμόζει και τελικά η ηθική αυτή καταλήγει σε βάθος χρόνου να τους οδηγεί σε εξεγέρσεις, αν όχι σωματικές, οπωσδήποτε πνευματικές. Η χριστιανική ηθική αποτελεί για τον Νίτσε μια κατεξοχήν ηθική δούλων, η οποία προέκυψε ως αντίδραση στη δουλοκτητική κοινωνία. Η αυτοαναίρεσή της εντός των φεουδαρχικών κοινωνιών έγινε μέσα από παρακλάδια που γεννήθηκαν από αυτήν, όπως ο μεταφυσικός ορθολογισμός και η πίστη στην Ιστορία. Τα παρακλάδια αυτά έφεραν τις αστικές επαναστάσεις, με αποκορύφωμα φυσικά τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Νίτσε τάσσεται επανειλημμένα υπέρ της ηθικής των κυρίων, καθώς μόνο αυτή δυνητικά οδηγεί τον τύπο του ανθρώπου σε εξύψωση και αυτοϋπέρβαση. Επιστρέφοντας στις τοποθετήσεις του περί κίνησης της Ιστορίας, όπως αυτές διατυπώθηκαν στο Πάνω στην χρήση και κακοποίηση της Ιστορίας για την ζωή, υπενθυμίζεται πως για τον Νίτσε η Ιστορία είναι μια αλληλουχία οπισθοδρομήσεων. Στην Ιστορία ολοένα και πιο αδίστακτα, στρεβλά, μισαλλόδοξα και υπονομευτικά για τον άνθρωπο συστήματα ηθικής των δούλων, μαίνονται κατά της εκάστοτε ηθικής των κυρίων, υποσκάπτοντάς την νοητικά και συναισθηματικά. Έπειτα ίσως ακολουθεί και η κήρυξη επαναστατικού πολέμου. Ο χριστιανισμός μέσα από τις διδαχές του φόρτωσε με ενοχές και ψευδαισθήσεις τις συνειδήσεις των δουλοκτητών, καταστρέφοντας τη βαθιά τους κουλτούρα και ανατρέποντας τους όρους οι οποίοι της επέτρεψαν να αναπτυχθεί. Η χριστιανική ηθική σταδιακά έγινε η ηθική των κυρίων μέχρι και τον ύστερο μεσαίωνα, ώσπου ανετράπη με τη σειρά της από τα διαφωτιστικά προτάγματα, τα οποία εμφανώς ο Νίτσε βρίσκει ακόμη πιο χυδαία, ενθαρρυντικά προς τη ρευστότητα, την ομογενοποίηση και την ισοπέδωση, ακόμη πιο περιοριστικά προς τις σπουδαίες μοναδικότητες. Τούτο διότι αν δεν έφεραν αυτόν τον νέο, ασύλληπτο, άγνωστο μέχρι τότε δηλητηριώδη κυνισμό, δε θα κατάφερναν να συνταράξουν την παλιά ιεραρχία, η οποία είχε αποτυπωμένο μέσα της το πρότερο επίπεδο κυνισμού που την είχε εγκαθιδρύσει.

Αυτή η εξαιρετικά ζοφερή εικόνα της Ιστορίας υποθέτει πως το βαθύτερο και περισσότερο σύνθετο σύστημα της κάθε νέας ηθικής των δούλων είναι επίσης περισσότερο άσχημο, κατά την ηθική των κυρίων, από το προηγούμενο· και πως όλα μαζί είναι πολύ πιο άσχημα από την ωμή, ατεκμηρίωτη βία η οποία ασκήθηκε κατά τη σύσταση της πρώτης υψηλής κάστας. Η κάθε δουλική ηθική δεν είναι παρά μια νοητική εφεύρεση, ένα αυθαίρετο κατασκεύασμα με μοναδικό, αν και συνήθως ασυνείδητο σκοπό την υποβάθμιση των ισχυρότερων μορφών ζωής και τη συσπείρωση των αδυνάμων απέναντί της. Ο μηχανισμός που προβλέπει αυτές τις λειτουργίες εντοπίζεται στις διαφορές της ψυχολογίας μεταξύ των μελών της άνω κάστας σε σχέση με τα μέλη της κατώτερης. Η ανθρωπολογία η οποία υπονοείται από ένα τέτοιο σχήμα ξενίζει, υποστηρίζοντας μόνο το ένα κομμάτι της ανθρώπινης ψυχολογίας, αυτό το οποίο ενεργοποιείται στην ευγενή κάστα. Το προαιρετικό έργο της συνεισφοράς των μελών της άνω κάστας στη δημιουργία του διαρκούς, του υψηλού πολιτισμού, κρίνεται δυσκολότερο από αυτό της βιοπάλης. Στα γραπτά του Νίτσε γιορτάζεται η καταγωγή και η φυσικότητα, αλλά μονάχα το σκέλος της εκείνο το οποίο παράγει προαιρετικά και συνεισφέρει πολιτισμικά: Αυτό είναι που θεωρείται ανθρώπινο και τοποθετείται απέναντι στο ζωώδες του δούλου, ο οποίος αγωνίζεται για τη βιολογική επιβίωση με κάθε μέσο.

Το καμάρι του «ήδη νικητή» κυρίου, δημιουργεί τον άνθρωπο ο οποίος δεν ολισθαίνει στον εφησυχασμό, ο οποίος συνέχεια δημιουργεί στα όρια των δυνατοτήτων του κι εκφράζει τον καλύτερό του εαυτό. Έχει περιορίσει τη ζωώδη του πλευρά, εφόσον έχει εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Εκφράζει κυριότερα την ανθρώπινη, είναι ο άνθρωπος του πολιτισμού. Η καχυποψία του δούλου στην αντίπερα όχθη, τον οδηγεί ξανά στο πολιτικό: Τη διεκδίκηση, την εξαπάτηση, την παρέμβαση στο σύνολο είτε προς ίδιον όφελος είτε προς όφελος άλλων, έχοντας δεχθεί νοητικό προσηλυτισμό. Εστιάζει στους πόρους και την εξουσία, αυτά είναι που διεκδικεί μετά μανίας· σκέφτεται υλιστικά, οικονομιστικά, υπολογιστικά, δίχως αρχές, κατρακυλά στον εφησυχασμό και την αυταρέσκεια. Εντονότερα από ποτέ, ο άνθρωπος αυτός ενσαρκώνεται στον νεωτερικό ανθρωπότυπο. Ο Νίτσε προτιμά τον πολιτισμικό άνθρωπο της υπερπληρότητας, της απόλυτης αφοσίωσης στον σκοπό, του ανυπολόγιστου, του εγωισμού χωρίς μικροπρέπεια, τον ανήσυχο ο οποίος αυτοποιείται, παραμένει πάντα σε εγρήγορση, αναστοχάζεται και βρίσκει ικανοποίηση μόνο όσο νιώθει πως βελτιώνεται ως αισθητική υπόσταση.10 Πρέπει να τονιστεί ωστόσο πως ο Νίτσε ήταν πάνω απ’ όλα υποστηρικτής του Διονυσιακού φιλόσοφου, του δημιουργού νέων αξιών με βάση τον δεξιοτεχνικό χειρισμό των ενορμήσεών του. Αυτό σημαίνει πως ακόμη και την ηθική των κυρίων, ως προκαθορισμένο σύστημα, δεν τη θεωρούσε ιδεατή. Πρέπει επίσης να τονιστεί πως τα δυο αυτά συστήματα αξιολόγησης, των κυρίων και των δούλων, μπορούν να συνυπάρχουν στις ιδέες του ίδιου προσώπου,11 πιθανότατα σε ποικίλλες αναλογίες. Δεν πρόκειται για αυστηρό σχήμα κατάταξης ανθρώπων, αλλά για περιγραφικό μοντέλο των μετασχηματισμών που συντελούνται στις ιδέες μέσα στον χρόνο.

Ο χριστιανισμός ως ηθική των δούλων διαβάλλεται, βεβηλώνεται και βλασφημείται όσο τίποτε στο ύστερο έργο του Νίτσε. Η συγγραφή του Αντίχριστου, ενός έργου με τόσο εριστικό τίτλο, αποσκοπεί ακριβώς στο να προκαλέσει το κοινό αίσθημα και να εξασφαλίσει πως θα εγείρει έναν προβληματισμό. Χωρίς την πραγματική πίστη στον Θεό ως οντότητα, πίστη η οποία έδινε την αίσθηση περιεχομένου και σταθερότητας στους ανθρώπους, η χριστιανική ηθική που είχε παρεισφρήσει κυριολεκτικά στα πάντα, αποτελούσε πλέον μονάχα δηλητήριο για τον πολιτισμό, τροχοπέδη για την αυτοδημιουργία πάνω σε Διονυσιακές αρχές εορτασμού της ζωής. Η γραφή του Νίτσε στα τελευταία του κείμενα θα έπαιρνε μια εξαιρετικά σκοτεινή κι επιβλητική χροιά· προσπαθούσε να επισημάνει και να επισπεύσει το αυτονόητο για εκείνον, την έλευση μιας νέας θρησκείας για τους λαούς της Ευρώπης. Είχε ήδη προτείνει μια μέσα από τον Ζαρατούστρα του, μα ποτέ δεν έδειξε να πιστεύει πως αυτή θα υιοθετηθεί.

Συμπεράσματα

Ο Νίτσε σε κανένα σημείο του έργου του δεν αγνόησε το πολιτικό. Είναι μάλιστα από εκείνους τους στοχαστές για τους οποίους το πολιτικό ως κυριαρχία δε μπορεί να αναιρεθεί, να εξαλειφθεί ή να αποφευχθεί12 πόσο μάλλον να αγνοηθεί. Η ιδιαιτερότητα του ανάμεσα στους θεωρητικούς της νεωτερικότητας είναι πως δεν αναγνωρίζει το πρωτείο στο πολιτικό, αλλά ούτε και στην οικονομία: Ανήκει στην περιθωριακή ομάδα η οποία διακατέχεται από βαθιά αγάπη για την αισθητική. Τούτο έχει εμπεδωθεί ιδιαιτέρως καλά και αποτελεί το αίτιο γέννησης του «αισθητικού πειραματιστή» Νίτσε, όπως τον συνέλαβε ο Ντελέζ.13 Ο υποτιθέμενος αντιπολιτικός χαρακτήρας του έργου του Νίτσε εντοπίζεται στην εμμονή του με τη διανόηση, τις Τέχνες, τα γράμματα, τις ιδέες· με μια λέξη, με τον πολιτισμό, απέναντι στον οποίο τοποθετούσε την πολιτική ως ασυμβίβαστο πεδίο.14 Επιθυμία του δεν ήταν να εξαλειφθεί το πολιτικό κάτι τέτοιο το θεωρούσε τόσο αδύνατο, όσο και ανεπιθύμητο, δεδομένου του ότι μπορούσε να αποτελέσει πεδίο ανάπτυξης σπουδαίων αντρών, με εξέχον παράδειγμα τον Ναπολέοντα. Η λαχτάρα του Νίτσε αφορούσε σε μια περισσότερο ανεξέλεγκτη κι αυτονομημένη πολιτισμική σφαίρα. Παρά την αναγκαιότητά της, η πάλη για πολιτική κυριαρχία πρεσβεύει την απροσεξία και την ακατέργαστη δράση. Ιδανικά αποτελεί τη χρονικά πρωταρχική συνθήκη σταθερότητας, το θεμέλιο της ανάπτυξης πολιτισμού. Ο Νίτσε προτιμούσε τον πολιτισμό γιατί είναι στοχασμός, γιατί απαιτεί βεβαίωση και αυτοκυριαρχία, γιατί όσο λειτουργεί ορθά οδηγεί με σιγουριά στο καλύτερο. Άλλωστε και ο ίδιος ήταν άνθρωπος της κατανόησης και της απόστασης, όχι της δράσης. Ίσως και γι’ αυτό να καταλάβαινε την ουσία και την πραγματική αξία της δράσης καλύτερα από τον καθένα.15

Ο Νίτσε, εν τέλει, δείχνει αντιπολιτικός γιατί δεν ενδιαφέρεται να ρυθμίσει μέσα από την πολιτική τον κόσμο. Στοχάζεται κι ερμηνεύει το πολιτικό ως κυριαρχία βαθύτατα και ασταμάτητα, όμως επιθυμεί ο ίδιος να βρίσκεται έξω από την Ιστορία. Βασανισμένος από την αποξένωση, δραπετεύει προς άλλες εποχές μέσα από τα αναγνώσματα και τη φιλοσοφία του. Περιγράφοντας διαισθητικά τις ισχυρότερες διεργασίες των ανθρώπινων κοινωνιών μέσα από τις φιλοσοφικές του αφαιρέσεις, διάβασε τη θέληση για δύναμη των μεγάλων ανδρών ως μηχανή της Ιστορίας, ως υποκείμενο του πολιτικού. Στον αντίποδα, τοποθέτησε τις μάζες ως το μόνιμο θύμα και ποτέ τον δημιουργό,16 ως το αντικείμενο του πολιτικού. Εντούτοις, κατά τη νιτσεϊκή σκέψη, η ικανότητα της ηθικής των δούλων να συσσωρεύει και να εκτονώνει τα βάσανα, τις κακουχίες και τη μισαλλοδοξία των κατώτερων στρωμάτων, φέρνει τελικώς τον λαό στο προσκήνιο αν και ως καταστροφέα όσων αξίζουν στην ανθρώπινη κοινωνία. Μέσα από την εκάστοτε ηθική των δούλων παράγονται οι νέοι, υποδεέστεροι κώδικες των κοινωνιών, οι οποίοι όμως τελικά επιτυγχάνουν κι επικρατούν λόγω της ανταγωνιστικότητας και της εκδικητικότητας που φέρουν.

Η αγαπημένη αρχαιοελληνική πόλις του Νίτσε καθρεφτίζεται για εκείνον στα πιο πρόσφατα παραδείγματα της αναγεννησιακής ρεπούμπλικας και των μεγάλων αυτοκρατοριών, από τη ρωμαϊκή ως τη γαλλική: Δε θαύμαζε τις πολιτειακές δομές, αλλά τους ανθρώπους που αυτές παρήγαγαν (στην περίπτωση της αρχαίας Ελλάδας και της αναγεννησιακής Ιταλίας) ή τους ανθρώπους που τις δημιουργούσαν (στην περίπτωση των αυτοκρατοριών). Ιδιαίτερα τον άνθρωπο της αρχαίας Ελλάδας, τον έβλεπε αποτυπωμένο στις αρχαιοελληνικές θεότητες: Χαρακτηρίζονταν από όλα τα ανθρώπινα πάθη, πλην όμως είχαν κάποιες επιπρόσθετες δυνάμεις, με κυριότερη την αθανασία. Η αθανασία είναι που επέτρεπε στις θεότητες αυτές να είναι ριψοκίνδυνες και ανέμελες.17 Για τον Νίτσε οι θεότητες φέρονταν ελεύθερα, ακριβώς όπως οι αρχαίοι Έλληνες τις περιόδους της ακμής, όπως οι αριστοκράτες, όπως όλοι οι χαρακτηριζόμενοι από την ηθική των κυρίων. Όπως γράφει, σκεπτόμενος την έννοια της ελευθερίας:

«Η αξία ενός πράγματος δεν έγκειται μερικές φορές σ’ εκείνο που πετυχαίνουμε μ’ αυτό, αλλά σ’ εκείνο που πληρώνουμε γι’ αυτό -σ’ εκείνο που μας στοιχίζει. Δίνω ένα παράδειγμα. Οι φιλελεύθεροι θεσμοί παύουν να είναι φιλελεύθεροι από τη στιγμή που επιτυγχάνονται: λίγο αργότερα, δεν υπάρχει πιο μανιώδης και ριζικός εχθρός της ελευθερίας από τους φιλελεύθερους θεσμούς. Ξέρουμε ήδη τι συνεπιφέρουν αυτοί: υπονομεύουν τη θέληση για δύναμη, είναι η ισοπέδωση του βουνού και της κοιλάδας που έχει ανυψωθεί σε ηθική, σε κάνουν μικρό, δειλό και φιλήδονο -μ’ αυτούς θριαμβεύει κάθε φορά το αγελαίο ζώο. Φιλελευθερισμός: με άλλα λόγια, αγελαία αποκτήνωση… Οι ίδιοι θεσμοί έχουν τελείως διαφορετικά αποτελέσματα για όσον καιρό εξακολουθούμε να πολεμούμε γι’ αυτούς: τότε προωθούν πράγματι δυναμικά την ελευθερία. Ακριβέστερα, ο πόλεμος είναι εκείνος που προκαλεί αυτά τα αποτελέσματα, ο πόλεμος για φιλελεύθερους θεσμούς, ο οποίος, ως πόλεμος, αφήνει τα μη φιλελεύθερα ένστικτα να επιζούν. Και ο πόλεμος σε εκπαιδεύει στην ελευθερία. Γιατί, τι είναι ελευθερία; Είναι το να έχεις τη θέληση να αναλάβεις την ευθύνη για τον εαυτό σου. Το να διατηρείς την απόσταση που μας χωρίζει τον ένα από τον άλλο. Το να γίνεις πιο αδιάφορος απέναντι στον κόπο, τη δυσκολία, τη στέρηση, ακόμα και την ίδια τη ζωή. Το να είσαι έτοιμος να θυσιάσεις για την υπόθεσή σου ανθρώπους – δίχως να εξαιρείσαι ούτε εσύ ο ίδιος.»18

Είναι η πλήρης απουσία φόβου, υπολογιστικής σκέψης και όσο το δυνατόν και του ίδιου του ενστίκτου επιβίωσης, η οποία φέρνει την ελευθερία για τον Νίτσε. Ο άνθρωπος ξεδιπλώνεται, δρα θετικά για να παράξει και να συγκρουστεί με τη δυσκολία του εκάστοτε εγχειρήματος, αγνοώντας τις συνέπειες, μη λογαριάζοντας ωφέλειες ή κόστη. Η ελευθερία για τον Νίτσε είναι η πλήρως ασυγκράτητη έκφραση των δημιουργικών ενστίκτων της ζωής, της θέλησης για δύναμη σε όλη της την έκταση. Αυτή η ασυγκράτητη εκδήλωση είναι που δίνει και τη μεγαλύτερη αξία τελικά στην ίδια τη ζωή, εφόσον ο Νίτσε δε συμβιβάζεται με την ωφελιμιστική σύλληψη της αξίας της κάθε ζωής ως συνάρτηση της προσφοράς της στο σύνολο.19 Η ελαφρότητα της ύπαρξης και το χιούμορ απέναντι στις καταστάσεις είναι απαραίτητα συστατικά για το ξεκλείδωμα των δυνατοτήτων μιας υποκειμενικότητας κατά τη νιτσεϊκή θεώρηση. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να γκρεμίζει και να επανοικοδομεί τα πάντα όπως πρέπει, αναθεωρώντας συνεχώς, μέχρι να φέρει το κάθε τι στην αρτιότερη καλλιτεχνική του μορφή όχι με βάση κάποια αντικειμενικά κριτήρια, αλλά σύμφωνα με την προσέγγιση η οποία εκφράζει τον επίσης σμιλευμένο, περιορισμένο στις πιο αναπόσπαστες του πτυχές εαυτό του.

Η ενοποίηση του πολιτικού περιεχομένου της σκέψης του Νίτσε δε μπορεί παρά να παράξει μια αντιφιλελεύθερη τοποθέτηση. Η κριτική του στη φιλελεύθερη ανθρωπολογία είναι ολιστική. Αναθεματίζει το οικονομιστικό άτομο. Αμφισβητεί την επιδίωξη της ευτυχίας ως σκοπό του ανθρώπου, καθώς «ο πόνος δεν ισχύει σαν αντίρρηση κατά της ζωής: δεν έχεις πια καμιά άλλη χαρά, για να μου δώσεις, ωραία! τότε σου μένει ακόμη ο πόνος σου…‘».20 Περιγελά τον ορθολογισμό, διότι τον θεωρεί θεμελιωμένο στη μεταφυσική. Αποστρέφεται τον συμβιβασμό συμφερόντων ως θεμέλιο μιας κοινότητας, αλλά και τον πλουραλισμό, την αποδοχή των πάντων και τελικά τον εφησυχασμό που επέρχεται μέσα από αυτά. Δεν αναγνωρίζει το πρωτείο στην οικονομία και την υλική ευημερία, αλλά στον πολιτισμό. Απεχθάνεται σφόδρα την ισότητα, σχεδόν σε όλες της τις εκφάνσεις, θεωρώντας πως υποβαθμίζει την κουλτούρα. Απευθύνει κάλεσμα υπέρ αυστηρών ιεραρχικών δομών, ενός συστήματος αποτελούμενου από κάστες ή μιας νέας αριστοκρατίας.21 Διατυπώνει επίσης πως η ζωή είναι εκμετάλλευση και πως η άρνηση της εκμετάλλευσης είναι άρνηση της ζωής,22 υποδηλώνοντας την άρρηκτη σχέση μεταξύ πολιτικής κυριαρχίας και ύπαρξης. Δείχνει σκεπτικιστική στάση απέναντι στην έννοια της ελεύθερης βούλησης.23 Στο ύστερο έργο του απορρίπτει εν τέλει κάθε μορφής δικαιωματοκρατία, αν και η μέση περίοδος του έργου του χαρακτηρίζεται από αποκλίσεις όσον αφορά αυτό και άλλα σημεία.

Η μέση περίοδος μπορεί να γίνει κατανοητή ως ένα διάστημα μερικού ανοίγματος του Νίτσε προς τις φιλελεύθερες ιδέες. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν τη μεταβολή φαίνεται να έπαιξαν τα προβλήματα της υγείας του, η κακή του ψυχολογία, αλλά πιθανώς και η σύγχυση την οποία βίωνε. Υπήρξε περίοδος ψύχραιμου αναστοχασμού και επαναξιολόγησης των θέσεων του. Μπορεί να γίνει κατανοητό το πως σε έναν φιλόσοφο με τόσο έντονα θυμική γραφή μια πιο μαλακή και ζυγισμένη σκέψη είναι δυνατόν να οδηγεί και σε πιο μαλακές θέσεις. Άλλωστε η άποψη πως η καθαρά πολιτική τοποθέτηση του μέσου έργου του Νίτσε δεν είναι συνεπής προς αυτή στο υπόλοιπο έργο του, είναι διαδεδομένη.24 Ουδεμία αμφιβολία χωράει πάντως επί της ακραίας ριζοσπαστικοποίησης της σκέψης του, ιδιαίτερα από το έργο Πέρα από το καλό και το κακό κι έπειτα. Διόλου τυχαία ο Μπράντες βάφτισε τη νιτσεϊκή φιλοσοφία «ριζοσπαστικό αριστοκρατισμό», με τον Νίτσε να θεωρεί την ονομασία ό,τι εξυπνότερο είχε διαβάσει για τον εαυτό του.25

Αν θέλαμε να εντοπίσουμε την ουσία και την προέλευση αυτού του χαρακτηρισμού, οφείλουμε να εστιάσουμε αφενός στα στοιχεία τα οποία καθορίζουν την πολιτική σκέψη του Νίτσε, αφετέρου στην ακριβή διεργασία ριζοσπαστικοποίησης των στοιχείων αυτών στην οποία προβαίνει, καθιστώντας έτσι την πολιτική σκέψη του αιχμηρή. Κάνοντας μια απόπειρα να ταξινομήσει κανείς τον Νίτσε ως πολιτικό στοχαστή, μπορεί με αρκετή ευστοχία να τον τοποθετήσει σε μια πολιτικοφιλοσοφική παράδοση συντηρητισμού. Ο αναμφισβήτητός του σκεπτικισμός, η ισχνή του οντολογία, η οποία προκύπτει από τον επιμελή και συγκρατημένο εντοπισμό των λιγοστών σταθερών της βιωματικής και ιστορικής εμπειρίας, ο ομολογουμένως άστατος ρεαλισμός του σε συνδυασμό με τον σκληρό του πραγματισμό, ο ηθικός του αναρχισμός, ο ιρασιοναλισμός του, η απαισιόδοξή του ανθρωπολογία, η ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακή σκέψη του και το αυστηρό του αισθητικό κριτήριο, όλα δείχνουν εξαιρετικά συνεπή προς την πολιτικοφιλοσοφική παράδοση του συντηρητισμού, όπως αυτή διαμορφώθηκε τόσο πριν, όσο και μετά τον Νίτσε. Η κατανόηση του πολιτικού ως πολέμου και κυριαρχίας από πλευράς Νίτσε, παραπέμπει έντονα στον Μακιαβέλι και τον Κλάουζεβιτς

Η ξεχωριστή συνεισφορά του Νίτσε στη σχολή σκέψης του συντηρητισμού, ίσως και η κύρια απόκλισή του από τις εκφράσεις τις οποίες ο συντηρητισμός είχε βρει μέχρι τότε, εντοπίζεται στην πλήρη αποδόμηση των τυπικών αξιών του. Ο Νίτσε είναι ο πρώτος άθεος και άπατρις της Δεξιάς. Τεκμηριώνει την αποστροφή του προς την κοινωνική πρόοδο καθαρά στη βάση της πολιτισμικής καταγωγής, της διαχρονικότητας, της αφοσίωσης, της προσεκτικής οικοδόμησης, ίσως και του νατουραλιστικού Διονυσιακού ενστίκτου. Όντας μέγιστος θιασώτης του ολοκληρωτικού πολέμου, ελιτιστής, θεωρητικός της πλήρους απονοηματοδότησης της ζωής σε όρους ποσότητας, είναι μονάχα η αδιαφορία του απέναντι στην πραγματοποίηση του πολιτικού μύθου που τον κρατά από το πέρασμα στη θεωρητική παράδοσης της άκρας Δεξιάς. Η σύνδεσή του με τον ναζισμό δεν ήταν τυχαία αλλά ούτε κι επαρκώς βάσιμη, ενώ η ύστερη πρόσληψή του από τον ευρωπαϊκό μεταδομισμό έδωσε υπερβολικά απαλυντικές ερμηνείες στην πολιτική του σκέψη. Ο Νίτσε μπορεί να παρουσιαστεί συνεπέστερα ως ένας φιλόσοφος του ριζοσπαστικού συντηρητισμού και υπήρξε καταλύτης της αντιφιλελεύθερης πολιτικής (και όχι μόνο) φιλοσοφίας της γερμανικής Δεξιάς, όπως αυτή εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, με κύριους εκφραστές τους Σπένγκλερ, Σμιτ, Χάιντεγκερ και Στράους.

Εντοπίζοντας τη φιλελεύθερη ανθρωπολογία σχεδόν στο σύνολο των νεωτερικών ιδεών κι ερμηνεύοντάς την ως προέκταση της δουλικής χριστιανικής ηθικής, ο Νίτσε προσβλέπει στο να περιορίσει την επιρροή της, θεωρώντας την υπαίτιο πολλών δεινών. Ήδη από τη μέση περίοδό του έργου του επιδίδεται σε ένα πολύπλευρο θεωρητικό σφυροκόπημα των συνιστωσών και των προελεύσεών της φιλελεύθερης ανθρωπολογίας. Το σφυροκόπημα αυτό κορυφώνεται στο ύστερο έργο του. Η πιο ανατριχιαστική στιγμή της πολεμικής του αποκαλύπτεται στο κλείσιμο του Ίδε ο άνθρωπος: Προτού υπογράψει ως «Διόνυσος κατά Εσταυρωμένου» κι αφότου στα τελευταία του κείμενα έχει ήδη χρεώσει χριστιανική καταγωγή στο σύνολο της φιλοσοφικής και θεωρητικής παραγωγής όλων των προηγούμενων αιώνων, φοράει και πάλι τη μάσκα του Βολταίρου κι απαιτεί από τους αναγνώστες, με καταστροφική μανία αυτήν τη φορά: «Συντρίψτε τον Αχρείο!»

1Νίτσε, Φρίντριχ. ”Πέρα από το καλό και το κακό,” #6.

2Ό.π., #16.

3Ό.π., #211.

4Ό.π., #55.

5Νίτσε, Φρίντριχ. ”Η χαρούμενη επιστήμη,” #125.

6Νίτσε, Φρίντριχ. ”Το λυκόφως των ειδώλων,” Τι λείπει από τους Γερμανούς, #3.

7Ό.π., #4.

8Ό.π., #5.

9Βλ. υποσημείωση 39, #257.

10Crown-Weber, Andrew. “Autopoiesis: Self-Creation in Nietzsche.” Kaleidoscope 7.1 (2015): 11.

11Νίτσε, Φρίντριχ. ”Πέρα από το καλό και το κακό,” #260.

12Taureck, Bernhard HF. “Nietzsche’s Reasoning against Democracy: Why He Uses the Social Herd Metaphor and Why He Fails.” Nietzsche, Power and Politics: Rethinking Nietzsche’s Legacy for Political Thought (2009).

13Βλ. Deleuze, Gilles. Nietzsche and philosophy. Columbia University Press, (2006).

14Cominos, Marina. “The Question of Nietzsche’s Anti-Politics and Human Transfiguration.” Nietzsche, Power and Politics, Berlin/New York, Walter de Gruyter (2008): 85-103.

15Spengler, Oswald. “Nietzsche and His Century.” Reden und Aufsätze (1937).

16Ό.π.

17Detwiler, Bruce. “Nietzsche and the politics of aristocratic radicalism.” (1990).

18Νίτσε, Φρίντριχ. ”Το λυκόφως των ειδώλων,” Ακροβολισμοί ενός παράκαιρου ανθρώπου, #38.

19Βλ. υποσημείωση 53.

20Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ίδε ο άνθρωπος,” Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, #1.

21Detwiler, Bruce. “Nietzsche and the politics of aristocratic radicalism.” (1990).

22Νίτσε, Φρίντριχ. ”Πέρα από το καλό και το κακό,” #259.

23Gemes, Ken, and Christopher Janaway. “Nietzsche on free will, autonomy and the sovereign individual.” Proceedings of the Aristotelian Society, Supplementary Volumes (2006): 321-357.

24Βλ. υποσημείωση 59.

25Ό.π.

Βιβλιογραφία
1) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ανεπίκαιροι στοχασμοί,” Εκδοτική Θεσσαλονίκης (2006) (μτφ. Χριστοδούλου, Ι.Σ.)
2) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο,” Δαμιανός. (2006) (μτφ. Καλκάνη, Ελένη Δ.)
3) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Αυγή,” Δαμιανός. (1999) (μτφ. Καλκάνη, Ελένη Δ.)
4) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Γενεαλογία της ηθικής,” Πανοπτικόν. (2010) (Σαρίκας, Ζήσης)
5) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα,” Πανοπτικόν. (2010) (Σαρίκας, Ζήσης)
6) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Η γέννηση της Τραγωδίας,” Πανοπτικόν. (2010) (Σαρίκας, Ζήσης)
7) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Η χαρούμενη επιστήμη,” Πανοπτικόν. (2010) (Σαρίκας, Ζήσης)
8) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ίδε ο άνθρωπος,” Πανοπτικόν. (2010) (Σαρίκας, Ζήσης)
9) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ο Αντίχριστος,” Πανοπτικόν. (2010) (Σαρίκας, Ζήσης)
10) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Πέρα από το καλό και το κακό,” Πανοπτικόν. (2010) (μτφ. Σαρίκας, Ζήσης)
11) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Περί αλήθειας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια,” Εκκρεμές. (2010) (μτφ. Γιατζάκης, Πέτρος)
12) Νίτσε, Φρίντριχ. ”Το λυκόφως των ειδώλων,” Βάνιας. (2008) (μτφ. Σαρίκας, Ζήσης)
13) Cominos, Marina. “The Question of Nietzsche’s Anti-Politics and Human Transfiguration.” Nietzsche, Power and Politics, Berlin/New York, Walter de Gruyter (2008): 85-103.
14) Crown-Weber, Andrew. “Autopoiesis: Self-Creation in Nietzsche.” Kaleidoscope 7.1 (2015): 11.
15) Deleuze, Gilles. Nietzsche and philosophy. Columbia University Press, (2006).
16) Detwiler, Bruce. “Nietzsche and the politics of aristocratic radicalism.” (1990).
17) Gemes, Ken, and Christopher Janaway. “Nietzsche on free will, autonomy and the sovereign individual.” Proceedings of the Aristotelian Society, Supplementary Volumes (2006): 321-357.
18) Glenn, Paul F. “The politics of truth: Power in Nietzsche’s epistemology.” Political Research Quarterly 57.4 (2004): 575-583.
19) Luminet, Jean-Pierre. The wraparound universe. Wellesley, MA: AK Peters, (2008).
20) Spengler, Oswald. “Nietzsche and His Century.” Reden und Aufsätze (1937).
21) Taureck, Bernhard HF. “Nietzsche’s Reasoning against Democracy: Why He Uses the Social Herd Metaphor and Why He Fails.” Nietzsche, Power and Politics: Rethinking Nietzsche’s Legacy for Political Thought (2009).
22) Tanner, Michael. ”Nietzsche: A Very Short Introduction.” Oxford University Press (2000)
23) Von Der Luft, Eric. “Sources of Nietzsche’s” God is Dead!” and its Meaning for Heidegger.” Journal of the History of Ideas (1984): 263-276.