Προμετωπίδα του γάλλου χαράκτη Abraham Bosse στην έκδοση του Leviathan, Thomas Hobbes, 1651.

Κατά τον πολιτικό του ορισμό το κράτος είναι: «Ο θεσμός που αξιώνει να ασκεί ένα μονοπώλιο νόμιμης βίας στο πλαίσιο μιας ορισμένης εδαφικής επικράτειας» (Max Weber). Λέγεται πως ο Weber πήρε τον ορισμό του για το κράτος από τον Λέοντα Τρότσκι, καθώς ο ίδιος αναφέρει πως ο Τρότσκι φέρεται να είπε: «Κάθε κράτος είναι θεμελιωμένο μέσα στην βία». Πράγματι αυτό είναι σωστό και σύμφωνα με την παραπάνω διατύπωση σημαίνει πως δεν μπορούμε να μιλάμε για κράτος παρά μόνο μόνο μετά το 1789, και συγκεκριμένα από τον νόμο της υποχρεωτικής στράτευσης που επέβαλε για πρώτη φορά η εθνοσυνέλευση στους «Γάλλους πολίτες». Πριν το 1789 είναι δύσκολο να παρατηρηθούν μορφές κυριαρχίας που να εμπερικλείουν με ικανοποιητικό τρόπο και τα τέσσερα από τα κατηγορήματα που έθεσε ο Weber στον ορισμό του για το κράτος: μονοπώλιο, έδαφος, νομιμότητα και βία. Κυριαρχίες στην προ-νεωτερική εποχή με την μορφή imperium υπήρχαν πολλές. Καμία τους όμως δεν συμπεριέλαβε σε μια αφηρημένη μορφή και τα τέσσερα κατηγορήματα του Weber. Ο βασιλιάς δεν κατείχε ποτέ το μονοπώλιο της εξουσίας, και το μοιράζονταν με τον Θεό, ή τουλάχιστον με τους εκπροσώπους του επί της γης, και όσο αφορά το έδαφος, την νομιμότητα και την βία, αν πάρουμε μια ιδέα από τα τοπικά δικαστήρια, το εθιμικό δίκαιο και τα ένοπλα αγήματα, που διατηρούσε η κάθε κομητεία στην Ευρώπη, ή η κάθε κοινότητα και το κάθε μιλλέτ στην ανατολή, φαίνεται ξεκάθαρα πως, τουλάχιστον με βεμπεριανούς όρους, δεν μπορούμε να μιλάμε για κράτος παρά μόνο στην μορφή του έθνους – κράτους.

Όμως και το κράτος του Weber δεν ικανοποιεί πλήρως τα φαινόμενα και εγείρει επιπλέον συζητήσεις για τον ορισμό του. Η περίπτωση της εννοιολόγησης του κράτους εμπίπτει σε εκείνες τις θεωρητικές σπαζοκεφαλιές του πράγματος που όλοι ξέρουν πάρα πολύ καλά τι είναι αλλά δυσκολεύονται να το ορίσουν με ένα τρόπο επαρκώς ικανοποιητικό[1]. Κράτος είναι η αφηρημένη υπόσταση του πολιτικού συστήματος, είναι δύσκολο να οριστεί συγκεκριμένα. Κι όμως όλοι μας καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι σημαίνει κράτος όταν η ΕΛΤΑ μας φέρνει τα σημειώματα της εφορίας ή όταν διασταυρώσουμε τα βήματα μας με μια διμοιρία των MΑΤ.

Κατά την διαλεκτική το κράτος είναι και κάτι παραπάνω από την εδαφική οργάνωση της νόμιμης βίας, είναι η συμπυκνωμένη ιστορία ή αλλιώς η «υποστασιοποίηση του αφηρημένου» και η ανώτερη βαθμίδα της ανθρωπότητας (Hegel). Στον ιστορικό υλισμό η υποστασιοποίηση αυτή έγινε ακόμα πιο συγκεκριμένη και πήρε μορφή στο πρόσωπο της αστικής τάξης.

Αν πάρουμε την διαδικασία αυτή ανάποδα, θα δούμε πως η σχέση κοινωνικό – διαλεκτική – πολιτικό που περιγράφουμε, σημαίνει πως εν αρχή υφίσταται η Οικονομία, η οποία καθορίζει τα σύνορα του έθνους μέσα από το οποίο αναδύεται η αφηρημένη ιδέα του Κράτους την οποία εκπροσωπεί η νόμιμη Βία. Η αστική τάξη αποτελεί τον συμπυκνωτή αυτής της διαδικασίας αφού είναι η πιο προοδευτική και «επαναστατική» δυναμική της κοινωνίας και ως λογικό επακόλουθο τοποθετείται στο τιμόνι του κράτους το οποίο άλλωστε δεν είναι τίποτα λιγότερο από το όχημα της Ιστορίας. Για να έχεις λοιπόν κράτος χρειάζεται να έχεις αστική τάξη που να εκφράσει συγκεκριμένα την αφηρημένη ιδέα του και να την κάνει νόμιμη ασκώντας το μονοπώλιο της βίας. Δεν είναι άξιο απορίας λοιπόν που με βάση την κοινωνική θεωρία το ελληνικό κράτος αποτελεί ένα οξύμωρο στοιχείο.

Ήδη ο Παναγιώτης Κονδύλης στο βιβλίο του Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού αναφέρεται δεικτικά στην καχεξία του αστικού στοιχείου στην νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία και την απουσία διακριτής αστικής τάξης που θα ήταν απαραίτητα στοιχεία για την συγκρότηση ελληνικού κράτους. Κατά τον Κονδύλη το στοιχείο που συνέχει τα κράτη του 19ου αιώνα είναι η ύπαρξη μιας τολμηρής και με επίγνωση του ιστορικού της ρόλου αστικής τάξης η οποία εγκολπώνεται τον μηχανισμού του κράτους και τον χρησιμοποιεί ως όχημα για την επίτευξη των επιμέρους επιδιώξεων και στόχων της, η οποία όμως διατηρεί ταυτόχρονα και τον καθολικό, όσο αφορά τον επαναστατικό της χαρακτήρα, καθώς είναι μια «ανήσυχη προοδευτική δύναμη».

Ένας beyond κόσμος είναι εφικτός

Η υπαγωγή του κράτους στην υπηρεσία των σκοπών μιας τάξης ή μιας «ηγεμονικής μερίδας» (Πουλαντζάς) είναι κοινός τόπος όχι μόνο για την αστική ιδεολογία, αλλά όπως γνωρίζουμε πολύ καλά και για την μαρξιστική. Με την έμμεση στήριξη και τον θαυμασμό που προκάλεσε στον μαρξισμό ο «προοδευτισμός της αστικής τάξης», και η προσήλωση του στο πόρισμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, το κράτος έγινε το όχημα για την επιδίωξη των στόχων, όχι μόνο μιας ηγεμονικής μερίδας, αλλά και μεσσίας ενός κοινωνικού χιλιασμού. Και για τις δύο περιπτώσεις, είτε μιλάμε περί αστικής είτε περί εργατικής τάξης η σύνδεση του κράτους με την κοινωνία, δηλαδή η ένωση της διαίρεσης με το όλον, πραγματώνεται εννοιολογικά μόνο δια μέσου της προϋπόθεσης του έθνους, γιατί όπως και αν παρουσιάζεται στην θεωρία του καθολικού, στο τέλος η αφηρημένη τάξη για την οποία αναφερόμαστε (αστική ή εργατική) είναι εντέλει πάντα μια αγγλική ή μια πακιστανική ή μια ρώσικη τάξη. Αυτή η παρατήρηση αξιοποίθηκε με δημιουργικό τρόπο από την ιτνελιγκέντσια των μετά-θεωριών, οι οποίες αποδίδουν την αποτυχία του παρελθόντος να επιβεβαιώσει την κοινωνική θεωρία στο γεγονός ότι δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του τον περιορισμό του καθολικού που επιφέρει αναγκαστικά το έθνος. Με άλλα λόγια μπροστά στην αμηχανία που επιφέρει το γεγονός πως όλα τα μαρξιστικά έθνη-κράτη αναιρέσανε στο τέλος την μαρξιστική θεωρία, η εξήγηση που κατασκευάστηκε από την ιντελιγκέντσια της νέας αριστεράς ως απάντηση ήταν: Η επανάσταση θα είναι διεθνής ή τίποτα. Προκειμένου λοιπόν να διαμορφωθούν οι «πραγματικές» πραγματικές συνθήκες οφείλουμε να περιμένουμε στην δυναμική τάση της αστικής εποχής να «αποδομήσει» πρώτα τα επιμέρους προκειμένου να αναδυθεί η μετά-εποχή και να μπορέσει έτσι να καθολικοποιηθεί με τον τρόπο αυτό η θεωρία. Στην διαδικασία αυτή οτιδήποτε αποτελεί περιορισμός μπαίνει στο στόχαστρο: Μετά-έθνος, μετά-φύλο, μετά-Ευρώπη, μετά-κράτος, μετά-πολιτική, όλα γίνονται after ακόμα και ο άνθρωπος. Μια μανία με λέξεις κλειδιά κατακλύζει την νεογλώσσα: new, post, beyond, trance, la otra, άλλος/η κλπ, όλα τα παραπάνω προθέματα απλώνονται σαν δίχτυ στο λεξιλόγιο των ακτιβιστών και ότι είναι σώνει και καλά το πιο «προχώ-» γίνεται αυτομάτως το πιο επιθυμητό. Το σύνθημα όπου κανένας περιορισμός δεν θα υπόκειται από την δεσποτεία του συγκεκριμένου γίνεται έτσι κάτι παραπάνω από μια υποτακτική προαίρεση. Ένας μετά-κόσμος είναι εφικτός.

Είναι περιττό να αναφερθούμε στον χιμαιρικό χαρακτήρα αυτής της ιδεολογίας. Στην πράξη το σάλπισμα για την υπέρβαση του κράτους-έθνους δεν είναι τίποτα λιγότερο από την ανταλλαγή ενός μεγαλύτερου κράτους (Ευρωπαϊκή Ένωση) και ενός ακόμα μεγαλύτερου έθνους (Ευρωπαϊσμός) από ότι προσφέρονταν έως τώρα. Ιστορικά όση σχέση έχουν ένας Γασκόνος, Μασσαλιώτης, Βρετόνος, Φλαμανδός και κορσικανός με την Γαλλία άλλη τόση μπορεί να αποκτήσει ένας Ουκρανός, Ελβετός και Λουξεμβούργιος με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και στις δύο περιπτώσεις το ενοποιητικό (νομιμοποιητικό) στοιχείο εδραιώνεται επάνω στο μονοπώλιο της βίας και παρέχει άφθονο υλικό για ανέκδοτα με αφορμή τις αμβλωτικές διαφορές μεταξύ των επιμέρους εθνοτήτων. Ήδη μέσα στην «ευρωπαϊκή οικογένεια» ο «Έλληνας» έχει μετατραπεί σε υλικό για ανέκδοτα όπως άλλοτε ήταν οι πόντιοι ανέκδοτο για την «ελληνική». Στην θεωρία του μετά-έθνους που προκρίνουν οι θεωρητικοί της υπέρβασης αυτό που πραγματικά υπερβαίνουμε είναι να ανταλλάσσουμε ένα μικρό έθνος-κράτος με ένα μεγαλύτερο. Ο Λεβιάθαν δεν μας εγκατέλειψε ποτέ, απλά φόρεσε ευρωπαϊκό κοστούμι.

Η μετακουλτούρα μετά το κράτος χωρίς κουλτούρα

Εδώ διαπιστώνουμε και μια επιπλέον παράμετρο. Την ανάγκη συγκρότησης μιας μετά-κουλτούρας που να ενοποιεί τις επιμέρους πολιτισμικές κουλτούρες σε ένα αδιαίρετο κονιορτό ώστε να προσιδιάζει στην ανάγκη του μετά-κράτους για ιδεολογική νομιμότητα. Έχουμε αναφερθεί σε παλαιότερη εργασία μας για τον μονοδιάστατο πολιτισμό που προωθεί η πολυπολιτισμικότητα. Εδώ απλά θα επισημάνουμε την αναλογία του έθνους – κράτους με το μετά – κράτος. Βλέπουμε στην πρώτη περίπτωση ως πρώτο μέλημα του ελληνικού κράτους την γλωσσική ομοιομορφία που απαιτούσε τον θάνατο της ζωντανής ελληνικής γλώσσας και των εκατοντάδων τοπικών ιδιωμάτων της και επέβαλε την αντικατάσταση τους με μια ψευδό-λόγια από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του υπουργείου. Αναλογικά η ίδια διαδικασία ακολουθείται στα υποτίθεται μετά-μοντέλα της μη-βίαιης και ανοιχτόμυαλης εκπαίδευσης που ακολουθούν τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα της Ευρώπης. Την δημιουργία ενός γλωσσικού ιδιώματος κοινού σε όλους τους υπηκόους του μετά – κράτους. Η διαδικασία αυτή που εφαρμόστηκε πρώτα πειραματικά και με επιτυχία στους μετανάστες και εμιγκρέδες, τώρα λαμβάνει εύρος σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια. Χωρίς να είναι απαραίτητο να μετακινηθεί κάποιος από τον τόπο του «ξενίζεται» γλωσσικά από την επίπδραση των μέσων επικοινωνίας. Εξάλλου και η γλωσσική ομοιομορφία της ελληνικής επικράτειας επιτεύχθηκε μόνο από την δεκαετία του 1980 και μετά, όταν εισχώρησε για τα καλά η τηλεόραση μέσα σε κάθε σπίτι. Στην Ελλάδα αυτή την στιγμή δεν μιλάμε ακριβώς ελληνικά, μιλάμε την διάλεκτο του MEGA. Είμαστε ήδη στο σημείο όπου όπως πριν ένα αιώνα οι περισσότερες οικογένειες ήταν δίγλωσσες και μιλούσαν άλλη γλώσσα στους χώρους εργασίας (ειδικά του δημοσίου), και άλλες μέσα στην οικογένεια (βλάχικα, θεσσαλιώτικα, κρητικά), τώρα μετατρέπονται νέες μορφές διγλωσίας όπου η εθνική γλώσσα παραμένει ένα παλαιωμένο κατάλοιπο του οίκου, ενώ στον δημόσιο χώρο της αγοράς (ξεκινώντας από το διαδίκτυο) εδραιώνεται μια ευρωπαϊκή γλώσσα, της eurovision, ή αλλιώς και μια «κοινή γλώσσα» προκειμένου να εξασφαλίσει το απαραίτητο ιδεολογικό περιτύλιγμα των «commons», για να ακουστεί εύηχα στα αυτιά των ακτιβιστών της υπέρβασης, οι οποίοι είναι πρόθυμοι πάντα να διαδηλώσουν να καταργηθεί (επιτέλους) το απαρχαιωμένο μάθημα της πατριαρχικής ελληνικής γλώσσας.

Η ιστορία του κράτους – έθνους των τελευταίων δύο αιώνων έχει περάσει ποικίλες διαστάσεις και μορφές, άλλοτε φιλελεύθερες ή απολυταρχικές και άλλοτε εγκολπωμένες από τα αυστηρά συμφέροντα μιας μικρής πολιτικής τάξης μέχρι και την σύγχρονη μαζική του εκδοχή. Κάθε μια από αυτές τις μορφές έγειρε πολλών ειδών συζητήσεις και πολεμικές για ποιά εκδοχή κράτους είναι η καλύτερη και η πιο προσοδοφόρα για τους σκοπούς της κοινωνίας. Πράγματι θα είχε ενδιαφέρον να καταδειχθούν στην έκταση τους όλες οι απόψεις και οι μορφές του κράτους των τελευταίων 230 ετών. Σε κάθε περίπτωση όμως όποια εκδοχή κράτους και αν επιλέξουμε αυτό που θα μας αποκαλυφθεί είναι πως κανένα τους δεν εξυπηρέτησε και δεν εξέφρασε ποτέ του το σύνολο που ονομάστηκε έθνος. Διαπιστώνεται λοιπόν η εξής χιμαιρική αντίφαση. Ενώ το κράτος είναι δημιούργημα του έθνους προκειμένου να το εκπροσωπήσει πολιτικά, στην πραγματικότητα το κράτος λειτουργεί ως μια αποκομένη οντότητα από αυτό, και είτε μετατρέπεται σε όργανο μιας επιμέρους ομάδας του έθνους είτε γίνεται ρυθμιστής των αντιθέσεων εντός του έθνους· ένας όχι πάντα και τόσο αντικειμενικός διαιτητής, είτε στην σύγχρονη εκδοχή του, μια αυτοτελής δομή με δικό της σκοπό και επιδιώξεις.

Σήμερα που η κοινωνία έχει μετατραπεί σε ένα μαλντορορικό ιδιώτη, το κράτος το λαφυραγωγεί εξ ολοκλήρου μια αυτοαναφορική πολιτική τάξη ημέτερων, μυημένων στους κανόνες του κομματικού παιχνιδιού και των δημοσίων σχέσεων. Η κρατική τάξη παρόλο που κρατάει το savoir vivre της δημοκρατικής συμπεριφοράς, τα προσχήματα του πλουραλισμού, προωθεί τα ανοιχτά σύνορα, σέβεται τις διαφορετικότητες και είναι φιλική προς τις μειονότητες, στη ουσία λειτουργεί κατά αποκλειστικότητα για την διατήρηση και την διαιώνιση του πυρήνα του κράτους. Οι θεωρίες για την υπέρβαση του κράτους σε μία μέγιστη και διογκωμένη του μορφή, απλώς αναγάγουν αυτή την αυτοαναφορικότητα στα υψηλότερα μεγέθη που γνώρισε ποτέ η ιστορία της ανθρωπότητας.

Μέσα από τα αδιόρατα, από τα βλέμματα των υπηκόων με δικαιώματα, πεδία της πολιτικής και από ένα δημόσιο χώρο που συνθλίβεται σε ένα ακατάπαυστο κοινωνικό instagram, αναδύεται μπροστά μας ο μετά-κόσμος: όσο ποτέ άλλοτε χειραφετημένος και τόσο ασήμαντος.

[1] John Hoffman, Πέραν του κράτους, 1997, εκδ. ΣΤΑΧΥ