The Prince and the Pauper

Ο Mark Twain είναι ο συγγραφέας της νουβέλας Ο πρίγκιπας και ο φτωχός. Αν και το βιβλίο του συμπεριλαμβάνεται στην κατηγορία της νεανικής λογοτεχνίας, ο προνοητικός Mark Twain είχε φροντίσει από την πρώτη του έκδοση το 1882 να υποδείξει στον υπότιτλό του ότι το Ο πρίγκιπας και ο φτωχός ήταν «ιστορία γραμμένη για νέους όλων των ηλικιών». Πράγματι αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής οι νύξεις του βιβλίου για το κοινωνικό οικοδόμημα που καταπατά το δίκαιο της φυσικής κατάστασης και διασκορπίζει τους ανθρώπους, αν και γεννημένους χωρίς κοινωνικές διαφορές μεταξύ τους, σε διαφορετικές μοίρες. Το κύριο θέμα της ιστορίας είναι λίγο πολύ γνωστό. Δύο αγόρια γεννημένα την ίδια ημέρα που μοιάζουνε σαν δύο σταγόνες νερό. Ο ένας είναι ο διάδοχος του αγγλικού θρόνου, ο Edward γιός του Henry VIII, ενώ ο άλλος είναι απλώς ο Tom Canty, ένας πάμφτωχος ζητιάνος (Pauper) που είναι πάντοτε πεινασμένος.

Όταν μια μέρα τα δύο αγόρια συναντιούνται τυχαία ανακαλύπτουν την ομοιότητα τους και αυτό αποτελεί την αφορμή να διαπιστώσουν ότι παρά τις διαφορές τους στα ρούχα, τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση είναι απλώς δυο αγόρια που, όπως όλα τα αγόρια, παραπονιούνται με τον ίδιο τρόπο για τον πατέρα τους και κάνουν όνειρα να ζήσουν μια διαφορετική ζωή. Έτσι τούς γεννιέται η ιδέα να αλλάξουν ρούχα και ταυτότητα. Όμως η αλλαγή της εμφάνισης δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι ο Canty είναι τώρα απλώς ένα λαϊκό παιδί μέσα στα ρούχα ενός πρίγκιπα, και για κάποιο λόγο νιώθει πως η νέα του ζωή τού είναι αφύσικη και προτιμάει την παλιά κατάσταση στην οποία ένιωθε πιο οικεία. Ενώ ο Edward με την νέα του ταυτότητα  γνωρίζει το πρόσωπο της φτώχιας και ανακαλύπτει την ζοφερότητα του πραγματικού κόσμου. Ο Edward μαθαίνει την κακία που γεννάει η κοινωνική αδικία και την κλίμακα τής καταπίεσης από την κορυφή τής δικαιοσύνης μέχρι την οικογενειακή εστία. Ο ίδιος ο Edward γίνεται στόχος της δολιότητας μιας συμμορίας, γνωρίζει την φυλακή και τον βάναυσο τρόπο που κυβερνά ο John Canty, ο πατέρας του φίλου του Tom, την οικογένεια του Tom. Αφού τελειώσουν οι περιπέτειες του Edward από την θέση του πλέον ως βασιλιάς και έχοντας γνωρίσει τις δύο αντίθετες όψεις του κόσμου λέει: «Μόνο ο λαός μου κι εγώ ξέρουμε τι σημαίνει δυστυχία» και υπόσχεται να δώσει ένα τέλος στην αδικία που χωρίζει τα αγόρια σε πλούσια και σε φτωχά. Μόνο αυτός που θα γνωρίσει την δυστυχία μπορεί να θέλει να την σταματήσει αληθινά. Ο Mark Twain δεν επέλεξε τυχαία τον Edward Tudor για τον χαρακτήρα του πρίγκιπα του. Ένας τέτοιος ιδανικός πρίγκιπας δεν υπήρξε ποτέ. Ο πραγματικός νεαρός πρίγκιπας, βασιλιάς Edward VI πέθανε το 1553 σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών. Δεν πρόλαβε να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στον Tom Canty.

Ένα μέρος της γοητείας που ασκεί Ο πρίγκιπας και ο φτωχός στους νέους όλων των ηλικιών και όλων των εποχών είναι αναμφισβήτητα η αντίστιξη που προκαλεί η ομοιότητα των δύο αγοριών και η τεράστια διαφορά τής κοινωνικής τους θέσης. Το στοιχείο των αντιθέτων ανέκαθεν έθελγε την λογοτεχνία και έχει προσφέρει κατά το παρελθόν αξιολάτρευτα ζευγάρια άσπονδων φίλων και αταίριαστων συντρόφων.  Ο Τίμων ο Αθηναίος και ο δούλος του Φλάβιος, ο ανήσυχος αλχημιστής Faust και ο αρχιδιάβολος Mephistopheles και ανάμεσα τους, ίσως το πιο ξακουστό από όλα τα ζευγάρια, ο Don Quixote με τον πιστό του υπηρέτη Sancho Panza. Ένα τέτοιο άσπονδο ζευγάρι, από τα πιο αξιοσημείωτα αλλά και τα πιο παραγνωρισμένα, είναι εκείνο των πενήτων και των πλουσίων που έγραψε στον Διάλογο πλουσίων και πενήτων ο βυζαντινός λόγιος Αλέξιος Μακρεμβολίτης μεταξύ των ετών 1343-45.

 

Διαστρωματικές αντιθέσεις την εποχή των Παλαιολόγων

Ο συνολικός τίτλος αυτού του μικρού λογοτεχνικού διαλόγου είναι: Διάλογος πλουσίων και πενήτων∙ τίνας αυ είπον λόγους πένητες προς πλουσίους και τίνα αυ προς τους πένητας ούτοι, που σημαίνει: «τι θα μπορούσαν να έχουν πει οι φτωχοί στους πλούσιους και αφετέρου τι αυτοί στους φτωχούς». Ο Μακρεμβολίτης έγραψε αυτόν τον διάλογο  σε μια εποχή όπου διεξάγονταν αλλεπάλληλοι δυναστικοί εμφύλιοι μεταξύ διεκδικητών του αυτοκρατορικού θρόνου και ο πληθυσμός του Βυζαντίου, ιδιαίτερα ο αγροτικός, δεινοπαθούσε από τις επιδρομές των εχθρικών αλλά και των βυζαντινών μισθοφορικών στρατευμάτων και από την αβάσταχτη φορολογία και τον ανταγωνισμό της μοναστηριακής και αριστοκρατικής μεγαλογαιοκτησίας. Κατά την εποχή του Μακρεμβολίτη ο βυζαντινός κόσμος έψαχνε διαφυγή από την κατάρευση του αυτοκρατορικού συστήματος και στις πόλεις διεξάγονταν μια σειρά από αιματηρές στάσεις, μεταξύ αυτών η στάση των Ζηλωτών και δημώδης ηγεμονία τους στην Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο 1342-1349. Είναι επόμενο λοιπόν που ο διάλογος του Μακρεμβολίτη έχει εκτιμηθεί περισσότερο για την ιστορική του αξία και όχι για την λογοτεχνική και αφορά σήμερα περισσότερο τους ιστορικούς παρά τους αναγνώστες, και αυτό γιατί δίνει μια διαίτερη εικόνα για το κλίμα της εποχής εκείνης, τις αντιθέσεις της καθώς και την εχθρότητα που είχαν μεταξύ τους τα στρώματα των Αδύνατων και των Δυνατών.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ίδιος ο Μακρεμβολίτης καθώς αν και ο ίδιος ανήκε στις χαμηλόβαθμες κλάσεις των λόγιων και συχνά διαμαρτύρονταν στα συγγράμματά του για την κακή του οικονομική κατάσταση, εντούτοις δεν υποστήριζε τις εξεγέρσεις των δήμων και ήταν οπαδός της ησυχαστικής πτέρυγας του Γρηγόριου Παλαμά και της φιλοαριστοκρατικής παράταξης του Ιωάννη Καντακουζηνού, που ήτανε ο βασικός εχθρός των δήμων. Επομένως τα όσα παρουσιάζει ο Μακρεμβολίτης έχουν μια επιπλέον αξία καθώς δεν αποτελούν τις απόψεις ενός κάποιου οπαδού ριζοσπαστικών λύσεων.

Οι όροι που χρησιμοποιεί ο Μακρεμβολίτης, πένητες και πλούσιοι, δεν αποτελούν συγκεκριμένες κατηγορίες ή «τάξεις» του βυζαντινού κόσμου. Είναι περισσότερο «κουρτίνες» που πίσω τους ο Μακρεμβολίτης συμπεριλαμβάνει από την μία πλευρά όλες τις οικονομικά δυνατές τάξεις: αριστοκράτες, ευγενείς, προνοιάριους και κυβερνητικούς αξιωματούχους, και από την άλλη τους ελεύθερους πολίτες, τους δουλοπάροικους, γενικότερα όλους όσους όπως γράφει: «δουλεύουν την γη, τα σπίτια, τα πλοία, όλοι οι χειρώνακτες από τους οποίους αποτελούνται όλες οι πόλεις».

 

Η φυσικοποίηση των ανισοτήτων. Τότε όπως τώρα

Η κοινωνική θεωρία που προβάλλει ο διάλογος, αναδεικνύει ως ιδεώδες της το χριστιανογενές φυσικό δίκαιο και παρουσιάζει τον τρόπο που οι βυζαντινοί έβλεπαν τους Δυνατούς της εποχής τους. Οι πλούσιοι κατακρίνονται γιατί καταχρώνται τα κοινά αγαθά, «του κοινού Πατέρα», που αποτελούσαν κοινή ιδιοκτησία όλων των ανθρώπων, (όλα όσα παρήχθησαν για κοινή χρήση και ούτε η φύση των ζώων εμποδίζει την συμμετοχή σε αυτά∙ πώς θέλετε να είστε οι μόνοι κάτοχοι τους;). Κατηγορούνται επίσης ότι έχουν πάψει να νοιάζονται για το ευρύτερο σύνολο και το μόνο τους ενδιαφέρον είναι οι υλικές απολαύσεις και ο θησαυρισμός (τα ψήγματα χρυσού σαν τα μικρά ποντίκια μαζεύετε ψίχουλα και σαν τα μυρμήγκια κόκκους). Σύμφωνα με το χριστιανογενές δίκαιο ο πλούτος θεωρούνταν δοσμένος από τον «Δεσπότη» (Θεό) ως δάνειο. Η καλοτυχία των πλούσιων ήταν επομένως δεσμός που όφειλαν να τον διαθέτουν υπέρ φιλανθρωπικών έργων. Ο Μακρεμβολίτης παρουσιάζει τον ανελεήμονα πλούσιο σαν έναν άνθρωπο που στερείται την ικανότητα να αντιληφθεί την πραγματική ουσία του πλούτου:

«Όπως δεν μπορεί κανείς να πει φως το οποίο δεν διαλύει το σκοτάδι…ή να ονομάσει ρόδο κάποιο λουλούδι που δεν έχει την οσμή του ρόδου…ούτε άρτο να πει ένα ψωμί που δεν τρέφει το στομάχι, έτσι και δεν μπορεί να ονομαστεί πλούτος εκείνος που δεν διαλύει την φτώχεια και που δεν τρέφει τον φτωχό».

Οι πένητες βλέποντας τους πλούσιους να ζούνε μέσα στην τεμπελιά και την πολυτέλεια την στιγμή που οι ίδιοι «λιώνανε μέσα στο καμίνι της φτώχιας» μιλάνε για τα όσα οι ίδιοι στερούνται και τα αντιπαραθέτουνε στα όσα οι πλούσιοι απολαμβάνουν. Το παρακάτω χωρίο ξεχωρίζει για την ποιητική του ομορφιά και τον τρόπο που παρουσιάζει το πικρό παράπονο των πενήτων:

«Ας είναι δική σας η πολυτέλεια και δική μας η τροφή, όπως και τα μάτια δικά μας και ο λάρυγγας δικός σας∙ οι ρώγες δικές μας και δικός σας ο τρύγος, δικά σας το μοσχάτο κρασί και τα χρυσά κύπελλα και δικά μας το παλιό ξεθυμασμένο κρασί και τα πήλινα σκεύη∙ δικό σας το λαμπρό και χρυσοπλεγμένο ρούχο και δικά μας τα τρίχινα υφάσματα∙ δικά σας η χλιδή και οι διάφορες πίτες και δικά μας το άζυμο ψωμί και τα παστά∙ δικά σας τα νομίσματα από την πρώτη ποιότητα χρυσού που φυλάσσονται χύμα σε ξύλινα κιβώτια και δικά μας τα νομίσματα που αποτελούνται από ασήμι και χαλκό και προορίζονται για την καθημερινή μας τροφή∙ για εσάς όλα έχουν σκοπό την ευχαρίστηση, για εμάς την χρεία και την ανάγκη του σώματος∙ επειδή σε εσάς έχει δοθεί η αφθαρσία και σε εμάς έχει κατακυρωθεί η αθλιότητα».

Ο Μακρεμβολίτης στον διάλογο του αποτυπώνει τα αισθήματα αποστροφής των δύο τάξεων. Όταν οι πένητες ζητάνε από τους πλούσιους να απαλύνουν τα βάσανα τους αυτοί απαντούν με ένα ξερό, γεμάτο κυνισμό τρόπο: «Δεν είναι δίκαιο εμείς να τρέφουμε δωρεάν αυτούς που δεν δουλεύουν». Κατά τους πλούσιους οι πένητες δεν είναι τίποτα άλλο από κηφήνες, μέθυσοι, αποκρουστικοί απατεώνες και γυμνοί σοφιστές που υποκρίνονται τους αναξιοπαθείς για να κοροϊδεύουν τους συμπολίτες τους για να κερδίσουν χρήματα. Όταν οι πένητες τους κατηγορούν για την σκληρότητα τους, οι βυζαντινοί πλούσιοι απαντάνε πως δεν τους δεσμεύει καμία ηθική υποχρέωση απέναντί τους, και θυμίζοντας μας τον αντικειμενισμό με τον οποίο προσέγγισε τις «λάθος επιλογές των φτωχών» η βουλευτής του Ποταμιού Αντιγόνη Λυμπεράκη, προτάσσουν το παρόμοιο και τόσο δημοφιλές στην εποχή μας σκεπτικό: «έτσι έχει οριστεί ώστε οι φτωχοί πάντα να δυστυχούν και να υποφέρουν τα πάνδεινα ενώ για τους πλούσιους τα πράγματα να πηγαίνουν ομαλά».

Προλαμβάνοντας χρονικά, σημερινούς σταθερούς τόπους, οι πλούσιοι του Μακρεμβολίτη θεωρούν την φτώχια δεδομένη συνθήκη και την θεμελιώνουν επάνω στην ιεραρχική προσέγγιση του φυσικού δικαίου. Η θεϊκή τάξη τούς δικαιολογεί γιατί λένε έτσι έχει διαχωριστεί ο κόσμος ανάμεσα σε πλούσιους και σε φτωχούς (Ούτως ώρισται ο κόσμος αναγκαία φθαρτικός). Στους τελευταίους στίχους του διαλόγου οι πλούσιοι οχυρώνονται πίσω από την άκαμπτη θέση τους αποφασισμένοι να παλέψουν για τα κεκτημένα τους και έτοιμοι να υποστούν για χάρη τους το κάθε τίμημα: «Ο χρυσός είναι για εμάς αξεπέραστος και προτιμότερος από τις ψυχές μας και η απόκτηση και διαφύλαξη του από παντού είναι πολυπόθητη και ανεχόμαστε να πάθουμε για αυτόν τα πάντα». Το πνεύμα αντιπαλότητας μεταξύ πλούσιων και πενήτων που απηχεί ο διάλογος του Μακρεμβολίτη σε μεγάλο βαθμό αποτελεί προϊόν της διάχυτης απαισιοδοξίας της εποχής του. Κάποια ενδιάμεση λύση στο αδιέξοδο από το μεγάλο χάσμα της κοινωνικής αδικίας δεν φαίνονταν να υπήρχε άλλη εκτός από την ανοιχτή σύγκρουση που διεξάγονταν την εποχή εκείνη με την μορφή των στάσεων.

Ο Μακρεμβολίτης ίσως γιατί δεν ήθελε -και δεν μπορούσε- να αναλάβει δημόσια την διατύπωση μιας άλλης προοπτικής, ίσως γιατί απλά ήθελε να ελαφρύνει το λογοτέχνημά του, στο τέλος του διαλόγου έβαλε τους πένητες να προτείνουν στους πλούσιους την ουτοπική λύση του γάμου μεταξύ τους. Πρόταση που μόνο και το άκουσμα της προκάλεσε στους πλούσιους οργή και περιφρόνηση: «Αν σας δίναμε τα πλούτη μας, άθλιοι, τότε τα παιδιά μας θα γίνονταν σαν και εσάς».

Επισήμανση: Το κείμενο του διαλόγου που δημοσιεύουμε είναι μετάφραση πτυχιακής εργασίας του Γιώργου Γουσγουριώτη (2015) και είναι διαθέσιμο στην ψηφιοθήκη του ΑΠΘ.