Harold Copping – The Dunce (1886) ελαιογραφία σε καμβά

Επιμέλεια και μετάφραση: Γιώργος Κουτσαντώνης

Ακολουθεί η μετάφραση μιας ανάλυσης από το ιστολόγιο anticorpi.info με ιταλικό τίτλο Egemonia Culturale e Correttezza Politica (πηγές από τα άρθρα: The Origins of Political Correctness, και The Rise of Political Correctness). Το κείμενο συνοδεύεται από σχόλια.

————– / ————–

«Σύντροφε, είναι γεγονός ότι η δήλωσή σας είναι λανθασμένη.» «Όντως είναι. Ωστόσο είναι πολιτικά ορθή». (Angelo Codevilla)

Η έννοια της «πολιτικής ορθότητας» άρχισε να χρησιμοποιείται μεταξύ μαρξιστών το 1930 ως μια ημι-σοβαρή έκφραση για να υπογραμμίσει πως το συμφέρον του κόμματος πρέπει πάντα και σε κάθε περίπτωση να υπερισχύει της πραγματικότητας. Όλοι οι προοδευτικοί, επίδοξοι μηχανικοί της νέας ανθρώπινης πραγματικότητας, επιδίδονται πράγματι σε ένα διαρκή πόλεμο ενάντια στους νόμους και τα όρια της φύσης.

Ωστόσο -εφόσον η πραγματικότητα δεν υποκύπτει στους χειρισμούς τους, οι προοδευτικοί αποκτούν την τάση να ερμηνεύουν ατομικά και συλλογικά αυτές τις «νέες πραγματικότητες». Έτσι, ο ονομαστικός σκοπός κάθε προοδευτικού κινήματος καταλήγει να υποτάσσεται στην ιδεολογική του ανωτερότητα. Δεδομένου ότι αυτή η ανωτερότητα γίνεται ιδιαίτερα ανασφαλής κάθε φορά που κάποιος αποδεικνύεται ικανός να αντιταχθεί με λογική στα αξιώματά του, το ιδεολογικό κίνημα καταλήγει να αγωνίζεται όχι τόσο για να οικοδομήσει αυτές τις «νέες πραγματικότητες» που λατρεύει να θεωρητικοποιεί, αλλά κυρίως για να εξαναγκάσει τους απλούς ανθρώπους να μιλούν και να δρουν «προσποιούμενοι» ότι αυτές οι νέες θεωρητικές πραγματικότητες είναι όντως υπαρκτές.

Τα κομμουνιστικά κράτη μας παρείχαν την πιο εντυπωσιακή εκπροσώπηση αυτής της απόπειρας δημιουργίας μιας συλλογικής τεχνητής σκέψης. Ο Άγγλος συγγραφέας George Orwell υπήρξε ένας πεπεισμένος μαρξιστής μέχρι την στιγμή όπου διαπίστωσε προσωπικά τις αβυσσαλέες διαφορές μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας, όταν επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του οι πολιτικές του απόψεις είχαν αλλάξει ριζικά, σε σημείο που εμπνεύστηκε το αριστούργημά του με τίτλο 1984, μια δυνατή λογοτεχνική κραυγή που αργότερα θα χαρακτηρίσει αυτή που σήμερα ονομάζουμε «δυστοπική πολιτική μυθοπλασία».

Τα προοδευτικά κόμματα σε ολόκληρο τον κόσμο προσπάθησαν να μονοπωλήσουν τους θεσμούς της εκπαίδευσης και του πολιτισμού ώστε να αναγκάσουν τους ανθρώπους να «τραγουδήσουν το τραγούδι τους» ή αλλιώς να σωπάσουν. Ωστόσο, αφού στην «πραγματική» πραγματικότητα παρήγαγαν το ακριβώς αντίθετο της ευημερίας, της υγείας, και της ευτυχίας που τόσο προπαγάνδιζαν μέσα από τις ιδεολογίες τους, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι πολύ πιο βολικό να πιέσουν τους ανθρώπους να αγνοήσουν το χάσμα μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας. Μετά την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, πολλοί προοδευτικοί συνέχισαν να υποστηρίζουν ότι ο κομμουνισμός απέτυχε όχι τόσο λόγω έλλειψης στρατιωτικής ή οικονομικής τάξης, αλλά μάλλον λόγω της αδυναμίας να ξεπεραστεί το χάσμα μεταξύ πολιτικής και πραγματικότητας.

Σήμερα, προοδευτικοί δυτικής κοπής, πολλοί από τους οποίους κατέχουν υψηλές πολιτικές και διευθυντικές θέσεις, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι δεν μπορούν πλέον να ασκήσουν την σοβιετικού/φασιστικού τύπου βία και φυσική καταστολή (που θα τροφοδοτούσε τη λαϊκή αντίσταση ενάντια στους στόχους τους), έχουν αναπτύξει μια νέα προσέγγιση με στόχο τη συντριβή της πολιτισμικής αντίστασης μέσω του μονοπωλίου του πολιτισμού σε συνδυασμό με ένα είδος θεσμοθετημένης «αγελαίας νοοτροπίας». Ακριβώς, όπως ο «εκφοβισμός» και το «μπούλινγκ» που μόνο θεωρητικά δηλώνουν πως αντιμάχονται.

Όλο και πιο συχνά αναφέρουν το όνομα του Antonio Gramsci (1891-1937), ενός λαμπρού κομμουνιστή θεωρητικού, σύμφωνα με τον οποίο ο σκοπός και το κύριο όργανο του «αγώνα» είναι η επίτευξη της αποκαλούμενης «πολιτισμικής ηγεμονίας». Η κατασκευή δηλαδή μιας νέας κυρίαρχης κουλτούρας.

Πολιτισμικός πόλεμος

«Μου προκαλεί θλίψη η σκέψη ότι σε αυτή τη χώρα μπορεί κανείς να αντιταχθεί σε μια άποψη χαρακτηρίζοντάς την «προσβλητική». Λες και από μόνο του το προσβλητικό συνιστά και αντεπιχείρημα.» (Christopher Hitchens)

Κατά τον προηγούμενο αιώνα είδαμε κράτη στα οποία υπήρχε ένα καθεστώς λογοκρισίας και αστυνόμευσης της σκέψης και τα κρίναμε με οίκτο αλλά συχνά και με έναν υπαινιγμό ειρωνείας. Σήμερα όμως, αυτή την κατάσταση ήδη την βρίσκουμε μέσα σε πανεπιστημιακά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, και δείχνει να εξαπλώνεται ραγδαία σε ολόκληρη την κοινωνία.

Για πρώτη φορά στην ιστορία των «δυτικών δημοκρατιών», οι πολίτες ανακαλύπτουν ότι φοβούνται για αυτά που λένε, γράφουν και σκέφτονται. Μας κάνει να νιώθουμε άβολα η ιδέα και μόνο να χρησιμοποιήσουμε άθελά μας την «λάθος λέξη», να εκφράσουμε κάποια άποψη που θεωρείται προσβλητική, ή κάνει διακρίσεις ή είναι «αιρετική σε σχέση με τα επιστημονικά δόγματα» και ως εκ τούτου υπόκειται σε νομικές κυρώσεις ή σε κοινωνική αποδοκιμασία.

Το φαινόμενο αυτό, που είναι γνωστό ως «πολιτική ορθότητα», πάρα πολλοί εξακολουθούν να το αντιλαμβάνονται ως ένα είδος μιας όχι και τόσο σοβαρής «συνήθειας». Όμως στην πραγματικότητα είναι ένας δυνητικά θανατηφόρος ιός· ένα από τα σοβαρά συμπτώματα της μεγάλης ασθένειας του αιώνα μας. Η πολιτική ορθότητα δεν είναι διασκεδαστική είναι κάτι το άρρωστο.

Αν εξετάσουμε το θέμα αναλυτικά και ιστορικά, θα καταλάβουμε τι είναι στην πραγματικότητα. Η πολιτική ορθότητα δεν είναι παρά ένας πολιτισμικός μαρξισμός. Ο οικονομικός μαρξισμός μεταφράζεται με πολιτισμικούς όρους. Αυτή είναι μια μεθοδολογία δράσης που δεν ξεκινάει -όπως πολλοί πιστεύουν- κατά την δεκαετία του ’60 με τα κινήματα κατά του πολέμου, αλλά κατά την εποχή του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Αν συγκρίνουμε τις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής ορθότητας με εκείνες του κλασσικού μαρξισμού, οι αναλογίες είναι εμφανείς, όπως θα δείξουμε παρακάτω.

Κλασικός μαρξισμός και πολιτική ορθότητα

«Η πολιτική ορθότητα είναι η φυσική συνέχεια της κομματικής γραμμής. Αυτό που βλέπουμε και πάλι είναι μια ομάδα αυτόκλητων ρουφιάνων που επιβάλουν τις απόψεις τους στους άλλους. Είναι μια κληρονομιά του κομμουνισμού, αλλά λίγοι φαίνεται να το αντιλαμβάνονται.» (Doris Lessing)

«Οι δύο πυλώνες της πολιτικής ορθότητας είναι: α) μια εσκεμμένη άγνοια, β) μια σταθερή άρνηση να αντιμετωπιστεί η αλήθεια.» (George MacDonald Fraser)

Πρώτα απ ‘όλα, τόσο ο κλασικός μαρξισμός όσο και η πολιτική ορθότητα είναι ολοκληρωτικές μορφές ιδεολογίας. Ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της πολιτικής ορθότητας αποκαλύπτεται ξεκάθαρα στις αμερικανικές και καναδικές πανεπιστημιουπόλεις, οι οποίες μοιάζουν περισσότερο με βορειοκορεατικές εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις. Οι σπουδαστές αλλά και οι ακαδημαϊκοί των σχολών που θα τολμήσουν να αμφισβητήσουν τους ακρογωνιαίους λίθους των φεμινιστικών ιδεολογιών ή του φύλου, ή οποιαδήποτε άλλη έννοια η οποία προστατεύεται από τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, αποκτούν άμεσα προβλήματα πειθαρχικής φύσης. Στο στενό αυτό νομικό σύστημα των κολλεγίων, όποιος αρνείται να τηρήσει της επιταγές της πολιτικής ορθότητας βρίσκεται αργά ή γρήγορα αντιμέτωπος με κάθε είδους κυρώσεις.

Γνωρίζουμε ότι στη βάση τους όλες οι ιδεολογίες είναι ολοκληρωτικές, γιατί η πεμπτουσία μιας ιδεολογίας είναι το πάντρεμά της με το σύνολο μιας φιλοσοφίας, με βάση την οποία δηλώνεται ότι ορισμένα πράγματα πρέπει να ισχύουν κατ ‘αρχήν, ενώ άλλα επίσης κατ ‘αρχήν δεν πρέπει να ισχύουν. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη φεμινιστική/μαρξιστική ιδεολογική σκέψη, ολόκληρη η ιστορία του πολιτισμού μας θα ισοδυναμούσε με την ιστορία της καταπίεσης του θηλυκού φύλου. Καθώς όμως η πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με αυτή την παραδοχή, τότε θα χρειαστεί όσοι μπορούν να απαγορεύσουν ρητά την ελεύθερη πρόσβαση στην πραγματικότητα, να οικοδομήσουν -με τη βοήθεια των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των μέσων ενημέρωσης- μια πραγματικότητα που να ταιριάζει περισσότερο με τις ιδεολογικές τους επιταγές. Οι άνθρωποι έτσι αναγκάζονται να ζουν σε ένα επίμονο ψέμα. Αλλά επειδή οι άνθρωποι είναι φυσικά απρόθυμοι να ζουν μέσα σε ένα συνεχές ψέμα, και συχνά χρησιμοποιούν τα δικά τους αυτιά και μάτια για να αξιολογήσουν την πραγματικότητα, ερχόμενοι σε αντίθεση με τις επιταγές της ιδεολογίας, τότε κρίνεται αναγκαία η κρατική εξουσία η οποία έχει ήδη ταχθεί στο πλευρό του ψεύδους. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο μέσα από την επιβολή μιας ιδεολογίας δεν μπορεί παρά τελικά να προκύψει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.

Κατά δεύτερο λόγο ο πολιτισμικός μαρξισμός -όπως και ο οικονομικός μαρξισμός εξάλλου- τείνει να εντοπίσει ένα ενιαίο ερμηνευτικό κλειδί για το σύνολο της πραγματικότητας. Ο οικονομικός μαρξισμός δηλώνει ότι ολόκληρή η ιστορία της ανθρωπότητας έχει καθοριστεί από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ο πολιτισμικός μαρξισμός -γνωστός και ως πολιτική ορθότητα- δηλώνει ότι η ιστορία της ανθρωπότητας έχει καθοριστεί από την καταπίεση που ασκούν ορισμένες «κοινωνικές ομάδες» σε άλλες «κοινωνικές ομάδες». Στην ουσία δεν υπάρχει κανένα άλλο μέσο ανάγνωσης της ιστορίας του ανθρώπου. Καθετί λοιπόν που συνέβη στο παρελθόν συστηματικά μειώνεται σε μία μόνο πτυχή και όψη.

Στον οικονομικό μαρξισμό, ορισμένες κοινωνικές ομάδες -όπως οι εργαζόμενοι και αγρότες- χαρακτηρίζονται «φύσει» καλοί, ενώ άλλες κοινωνικές ομάδες – δηλαδή, για παράδειγμα οι αστοί και οι κάτοχοι κεφαλαίων, πολλοί από τους οποίους ήταν κάποτε αγρότες και εργάτες- χαρακτηρίζονται ως ανήθικοι και εξ ορισμού κακοί. Στον πολιτισμικό μαρξισμό, οι εξ ορισμού καλές ομάδες είναι οι φεμινίστριες (ενώ οι γυναίκες που δεν είναι φεμινίστριες επικρίνονται ή αγνοούνται παντελώς), μερικές φυλετικές κατηγορίες, οι ομοφυλόφιλοι, οι κολεκτιβιστές, οι προοδευτικοί, οι επιστήμονες κ.α. Οι εξ ορισμού κακοί είναι οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες, οι παραδοσιακοί, οι αυτονομιστές, οι καπιταλιστές, οι τοπικιστές, οι οπαδοί του δημιουργισμού, κ.α.

Επίσης, τόσο ο οικονομικός όσο και ο πολιτισμικός μαρξισμός βασίζονται σε ένα σύστημα απαλλοτρίωσης. Τόσο η υλική απαλλοτρίωση όσο και η πολιτισμική απαλλοτρίωση, με την έννοια του ξεριζώματος των παραδόσεων. Όταν οι κλασικοί μαρξιστές, κομμουνιστές, κατέκτησαν την εξουσία στη Ρωσία, πρώτα από όλα απαλλοτρίωσαν τα περιουσιακά στοιχεία της αστικής τάξης. Παρομοίως, όταν σήμερα οι πολιτισμικοί μαρξιστές αναλάβουν τον έλεγχο του campus μιας πανεπιστημιούπολης ή μιας κυβέρνησης, ασκούν άμεσα απαλλοτριώσεις που επιβάλλονται από το νόμο και είναι υπέρ των ιδεολογικά «προστατευμένων» κατηγοριών, εντός καθορισμένων «δημοκρατικών» μηχανισμών ή ακόμα και στην απαλλοτρίωση κάθε δημοκρατικότητας υποστηρίζοντας «τεχνικές και τεχνοκρατικές» κυβερνήσεις, οι οποίες δηλαδή δεν εκλέγονται από τον λαό. Ολόκληρη η σημερινή κοινωνία είναι ένα σύστημα που βασίζεται από την μια στην υλική απαλλοτρίωση (όχι πλέον βίαιη, αλλά διαμέσου κανονικοποιημένων συστημάτων όπως το χρέος και η φορολογική υπερφόρτωση) και από την άλλη στη πολιτισμική απαλλοτρίωση (μέσω του λεγόμενου «προοδευτισμού», με όλες τις παραλλαγές του).

Και οι δύο παραπάνω μορφές καταφεύγουν σε μια αναλυτική μέθοδο σχεδιασμένη κατάλληλα ώστε να παρέχει τις ιδεολογικά πιο βολικές απαντήσεις. Ο κλασικός μαρξιστής παρατηρεί τον κόσμο μόνο μέσα από το φακό του μαρξιστικού οικονομικού συστήματος. Ο πολιτισμικός μαρξιστής καταφεύγει στην συστηματική αποδόμηση. Η πολιτισμική αποδόμηση συνίσταται στην επανεξέταση οποιουδήποτε θέματος σε συνάρτηση με ένα ιδεολογικό παράδειγμα. Παίρνουμε ένα κείμενο ή ένα οποιοδήποτε θέμα, αφαιρούμε όλο περιεχόμενό του και οποιοδήποτε νόημα το οποίο θεωρείται ιδεολογικά ακατάλληλο και το επανασυνδέουμε έχοντας όμως εισάγει την έννοια που τώρα θεωρείται ιδεολογικά κατάλληλη. Έτσι βλέπουμε -για παράδειγμα- ότι ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ θα πρέπει να επικεντρωθεί στην έννοια της καταπίεσης του γυναικείου φύλου. Ή ότι η Βίβλος είναι ένα κείμενο εμπνευσμένο από το σεξισμό, την ομοφοβία και το ρατσισμό. Έργα που εξαντλούνται και γίνονται απλά καύσιμα μιας ιδεολογικής μηχανής.

Τέλος, κάθε μορφή μαρξισμού τρέφεται από την αναγνώριση ενός ή περισσοτέρων «αιώνιων εχθρών» στους οποίους αντιτίθεται και προς τους οποίους κατευθύνει το ιδεολογικό του μίσος. Δεν έχει υπάρχει ποτέ κανένας μαρξισμός χωρίς τους ορκισμένους εχθρούς του, όπως ο Orwell απεικονίζει άψογα στο 1984. Γιατί η σοβιετική επανάσταση κατέστρεψε τις περισσότερες από τις εκκλησίες, αλλά άφησε και λίγες; Και γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις το σοβιετικό καθεστώς φρόντισε να καταγγείλει τον εαυτό του στο εξωτερικό;

Ακόμη, γιατί το σοβιετικό καθεστώς όχι μόνο στήριξε την παρουσία των αντιφρονούντων στις τάξεις του, αλλά συνήθως επιφόρτιζε ορισμένα μέλη του κόμματος με την αποστολή να προσωποποιήσουν την αντιπολίτευση; Εν μέρει αυτό συνέβη επειδή η παρουσία πολιτισμικών εχθρών ενίσχυσε την εσωτερική ιδεολογική ταυτότητα του κόμματος. Έτσι, αν δεν υπήρχαν εχθροί ή αντιφρονούντες, ο κλασσικός μαρξισμός έτεινε να τους παράγει αυτόνομα, ακριβώς όπως συμβαίνει σήμερα, με την προσεκτική επιλογή απίθανων και ανύπαρκτων πολιτικών αντιπάλων (ελεγχόμενη αντιπολίτευση) και με την υποκριτική ανοχή προς κάθε στοιχείο του παραδοσιακού πολιτισμού, το οποίο όμως ταυτόχρονα σπρώχνεται στο βουλιμικό στόμα του «πολιτικά ορθού» που διασκεδάζει ονομάζοντάς το χυδαίο, φανατικό, οπισθοδρομικό, ανίδεο και ούτω καθεξής.

Δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι πολλές ομοιότητες μεταξύ του κλασσικού μαρξισμού της Σοβιετικής Ένωσης και του πολιτισμικού μαρξισμού που ενσωματώνεται σήμερα στην πολιτική ορθότητα. Αυτές οι ομοιότητες είναι πολυάριθμες και αυτό δεν συμβαίνει καθόλου κατά τύχη. Η ουσία του θέματος είναι ότι το σύστημα της πολιτικής ορθότητας έχει μια σαφή πολιτική γένεση· είναι μια ιστορία που ξεκίνησε πολύ πιο πριν από όσο τείνουμε να πιστεύουμε, από τις αρχές του εικοστού αιώνα, μια ιστορική περίοδο που οδήγησε και σε πολλές άλλες πολιτισμικές ασθένειες που σήμερα ταλαιπωρούν τις δυτικές κοινωνίες. Πρόκειται για μια μακρά ιστορία από απόπειρες, αποτυχίες και διορθώσεις…

Ο πρόγονος

«Ο σοσιαλισμός είναι μια θαυμάσια ιδέα. Όμως η μετάφρασή του στην πραγματικότητα ήταν καταστροφική. Ανάμεσα σε λαούς κάθε φυλής, χρώματος και θρησκευτικών πιστεύω, σε όλο τον κόσμο, ο σοσιαλισμός κατάφερε να οδηγήσει στην πείνα χώρες που προηγουμένως έκαναν εξαγωγές μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων. Ωστόσο, για πολλούς από εκείνους που ασχολούνται κυρίως με τις ιδέες, ο σοσιαλισμός παραμένει μια ελκυστική, σαγηνευτική ιδέα. Κάθε αποτυχία του καταλήγει να δικαιολογείται μέσα από την ανεπάρκεια συγκεκριμένων ηγετών». (Thomas Sowell)

Αρχικά η μαρξιστική θεωρία ισχυρίστηκε ότι, μόλις ο παγκόσμιος πόλεμος εκραγεί στην Ευρώπη (πράγμα που συνέβη το 1914), η εργατική τάξη κάθε έθνους θα οργανωθεί –με έναν συντονισμένο και συνεκτικό τρόπο- για να ανατρέψει τις αστικές κυβερνήσεις. Θεωρήθηκε ότι οι εργαζόμενοι κάθε έθνους θα κατέληγαν να ενωθούν με τους ομολόγους τους στα άλλα έθνη, αντί να στηρίζουν την αστική και τις άρχουσες τάξεις των πατρίδων τους. Λοιπόν, στην πραγματικότητα μετά το 1914 συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Σε όλη την Ευρώπη οι εργαζόμενοι συσπειρώθηκαν γύρω από τη σημαία της πατρίδας τους για να αγωνιστούν ο ένας δίπλα στο πλευρό του άλλου. Όταν ο Κάιζερ έσφιξε το χέρι των ηγετών του γερμανικού μαρξιστικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, τους είπε ότι δεν υπήρχαν πλέον πολιτικά κόμματα: υπήρχαν μόνο Γερμανοί πολίτες. Πράγμα που συνέβη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Επομένως κάτι είχε πάει στραβά.

Ωστόσο οι μαρξιστές ήταν πεπεισμένοι ότι αυτό δεν οφειλόταν στην «αδιαμφισβήτητη» θεωρία του «διεθνιστικού σοσιαλισμού». Το 1917, στη Ρωσία κατάφεραν να υπονομεύσουν το κράτος, εγκαθιδρύοντας μια νέα μαρξιστική επαναστατική κυβέρνηση, και έτσι η θεωρία θα μπορούσε να μεταφραστεί σε πράξη. Σύντομα όμως τα προβλήματα ήρθαν. Η ιδεολογία ήταν δύσκολο να εξαπλωθεί και αντιμετώπισε απρόσμενες δυσκολίες προσηλυτισμού ακριβώς από εκείνες της κοινωνικές ομάδες της οποίες φερόταν ότι ήρθε να υπερασπιστεί και να αγωνιστεί υπέρ τους. Υπήρξε επομένως η επανάσταση των σπαρτακιστών στο Βερολίνο, του Bela Kun κατά της ουγγρικής κυβέρνησης, του Μονάχου, αλλά σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις, οι ανατρεπτικές ενέργειες δεν υποστηρίχθηκαν από τους εργάτες.

Έτσι, οι «επαναστάτες» αναγνώρισαν ότι είχαν πρόβλημα, η επίλυση του οποίου ανατέθηκε σε δύο γνωστούς θεωρητικούς μαρξιστές: τον Antonio Gramsci στην Ιταλία και τον Georg Lukacs στην Ουγγαρία. Ο Gramsci ισχυρίστηκε ότι οι εργαζόμενοι θα υποστήριζαν τα ταξικά τους συμφέροντα -όπως αυτά ορίζονται από τη μαρξιστική ιδεολογία- μόνο αφού «απελευθερωθούν» από τη δυτική κουλτούρα και πάνω από όλα από τη χριστιανική θρησκεία, τους δυο δηλαδή ένοχους για την τύφλωσή τους. Ο Lukacs, θεωρούμενος από τον ίδιο τον Μαρξ ως ο πιο λαμπρός θεωρητικός [*], διερωτήθηκε το 1919, «Ποιος θα μας σώσει από τον δυτικό πολιτισμό;». Εν ολίγοις, σύμφωνα με αυτούς, το μεγαλύτερο εμπόδιο στη δημιουργία ενός μαρξιστικού παράδεισου ήταν ο δυτικός πολιτισμός· ένας πολιτισμός που όπως είχε διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια των χιλιετιών της Ιστορίας ήταν δύσκολη υπόθεση να καταστραφεί.

Σύντομα ο Lukacs είχε την ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή τις ιδέες του όταν διορίστηκε κομισάριος πολιτισμού από την ουγγρική μπολσεβίκικη επαναστατική κυβέρνηση του Bela Kun. Μια από τις πρώτες πολιτικές πράξεις ήταν η εισαγωγή της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα ουγγρικά σχολεία. Κίνηση που αποδοκίμασαν έντονα οι εργαζόμενοι, αλλά και η πλειοψηφία του ουγγρικού λαού, ο οποίος εναντιώθηκε στην κυβέρνηση του Bela Kun.

Η Σχολή της Φρανκφούρτης

«Στην πράξη καμία ιδέα δεν είναι υπερβολικά γελοία ώστε να μην γίνει αποδεκτή -ακόμη και από πολύ ευφυείς και άκρως μορφωμένους ανθρώπους- εάν αυτή τους προσφέρει έναν τρόπο να αισθάνονται ξεχωριστοί, καλύτεροι και σημαντικοί. Μερικοί άνθρωποι συγχέουν αυτή την αίσθηση με τον ιδεαλισμό» (Thomas Sowell)

Το 1923 στη Γερμανία δημιουργήθηκε μια ομάδα προβληματισμού (think-tank) με στόχο να μεταφράσει τον οικονομικό μαρξισμό με πολιτισμικούς όρους, ώστε να ξεκινήσει αυτή η επική μάχη ενάντια στο δυτικό καθεστώς (status quo). Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, πήρε σταδιακά μορφή η έννοια της «πολιτικής ορθότητας» και διαμορφώθηκε όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.

Όλα αυτά συνέβησαν επειδή ο Felix Weil, πλούσιος γόνος ενός Γερμανού εκατομμυριούχου, ο οποίος αφού αγκάλιασε τη μαρξιστική ιδεολογία χρησιμοποίησε σημαντικούς πόρους ώστε να οργανώσει μια μεγάλη συνάντηση που ονομάστηκε Πρώτη Εβδομάδα Μαρξιστικής Εργασίας, όπου βρέθηκαν εκτός από τον Lukacs και πολλοί άλλοι λαμπροί Γερμανοί στοχαστές.

Το μεγάλο αυτό think-tank που ίδρυσε ο Felix Weil προσχώρησε στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Αρχικά θα έπρεπε να ονομαστεί Ινστιτούτο Μαρξισμού, ωστόσο, οι υπεύθυνοι τελικά θεώρησαν ότι αυτή η ονομασία θα μπορούσε να τους φέρει σε μειονεκτική θέση. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το τελευταίο πράγμα που ήθελαν οι υποστηρικτές της πολιτικής ορθότητας ήταν αυτή να συνδεθεί με την ολοκληρωτική νοοτροπία του πολιτισμικού μαρξισμού. Έτσι αποφάσισαν να ονομάσουν το think-tank: Ινστιτούτο Κοινωνιών Ερευνών (Social Research Institute) και αργότερα απλά: Σχολή της Φρανκφούρτης.

Σε απόδειξη των παραπάνω, το 1917 ο Felix Weil παραδέχτηκε σε επιστολή του προς τον Martin Jay, αργότερα, συγγραφέας ενός βιβλίου για τις αρχές της Σχολής της Φρανκφούρτης: «Θέλω να δημιουργήσω έναν οργανισμό που θα γίνει γνωστός, ίσως διάσημος, χάρη στη συνεισφορά του στον μαρξιστικό αγώνα». Ο ίδιος ο Weil αναγνώρισε λοιπόν τους σκοπούς αυτής της οργάνωσης. Ο πρώτος διευθυντής του Ινστιτούτου, ο Carl Grunberg, Αυστριακός οικονομολόγος, ολοκλήρωσε την εναρκτήρια ομιλία του «δηλώνοντας ανοιχτά την προσωπική του πίστη στον μαρξισμό ως μια επιστημονική μεθοδολογία». (Martin Jay)

Το αρχικό έργο του Ινστιτούτου ήταν μάλλον συμβατικό, αλλά το 1930 διορίστηκε ένας νέος διευθυντής ο Max Horkheimer, του οποίου οι απόψεις ήταν εξαιρετικά αντισυμβατικές. Ο Horkheimer ενδιαφέρθηκε πολύ για την ψυχιατρική και τον S.Freud. Σύμφωνα με τον ίδιο, το κλειδί για την μετάφραση του οικονομικού μαρξισμού με πολιτισμικούς όρους ήταν ουσιαστικά η ενσωμάτωση του φροϋδισμού στη μαρξιστική θεωρία.

Ο Martin Jay γράφει: «Αν μπορούμε να πούμε ότι κατά τα πρώτα χρόνια της δραστηριότητάς του το Ινστιτούτο ασχολήθηκε κυρίως με την ανάλυση της κοινωνικοοικονομικής διάρθρωσης της αστικής κοινωνίας, τα έτη μετά το 1930 τα πρωταρχικά ενδιαφέροντα επικεντρώθηκαν στο πολιτισμικό εποικοδόμημα. Η παραδοσιακή μαρξιστική φόρμουλα πάνω στη σχέση μεταξύ των δύο πολιτισμών αμφισβητήθηκε από την Κριτική Θεωρία».

Η Κριτική Θεωρία

«Η πολιτική ορθότητα σκοτώνει τη συζήτηση» (Lars von Trier: σκηνοθέτης που απορρίφθηκε από το φεστιβάλ των Καννών το 2011 γιατί έκανε ένα πολιτικά μη ορθό αστείο)

Διάφορα θέματα με τα οποία ασχολούνται καθημερινά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως ο φεμινισμός, η κουλτούρα της επιτρεπτικότητας και της ξέφρενης διασκέδασης, η ομοφυλοφιλία, ο σεξισμός και ο αυνανισμός, ο αθεϊσμός, η άμβλωση, ο αντικαπιταλισμός, η δαιμονοποίηση του κέρδους, ο περιβαλλοντισμός, η κουλτούρα των φύλων – προέρχονται άμεσα από τη δεκαετία του 1930, όταν κωδικοποιήθηκαν από τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Στην ουσία, το έργο της Σχολής της Φρανκφούρτης ήταν να συνδυάσει τον Μαρξ με τον Φρόιντ για να δημιουργήσει ένα σύστημα σκέψης που ονομάζεται Κριτική Θεωρία.

Ο όρος είναι ιδιοφυής γιατί όταν κάποιος ρωτά ποια είναι η θεωρία, παίρνει την απάντηση ότι η ίδια η κριτική είναι η θεωρία. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την Κριτική Θεωρία, ο καλύτερος τρόπος για να καταρρεύσει η δυτική κουλτούρα και η καπιταλιστική τάξη δεν είναι να οικοδομήσουμε μια εναλλακτική λύση και στη συνέχεια να περιμένουμε υπομονετικά τους ανθρώπους να ενταχθούν αυθόρμητα. Σύμφωνα με τη θεωρία, οι άνθρωποι θα αρνούνται πάντα να ενταχθούν, διότι έχουν καταστεί αδύναμοι να φανταστούν μια εναλλακτική λύση πέρα από το status quo. Όσο οι άνθρωποι θα ζουν υπό την καταπίεση της υπεύθυνης οικονομικής τάξης (στη θεωρία τους) από την φροϋδική κατάσταση καταπίεσης- οι μάζες δεν θα είναι σε θέση να φανταστούν μια εναλλακτική λύση και να την αγκαλιάσουν. Μοιάζει με την πλοκή μιας γνωστής ταινίας, σωστά; Ο κινηματογράφος εξάλλου είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα εκπροσώπησης της Κριτικής Θεωρίας, όπως ακριβώς και η μεταμοντέρνα τέχνη και η ποπ μουσική.

Με άλλα λόγια, ο κύριος σκοπός της Κριτικής Θεωρίας ήταν πάντα η αποκοπή οποιασδήποτε πτυχής της παραδοσιακής κοινωνικής τάξης. Η προσέγγιση απαιτούσε η κριτική να είναι όσο το δυνατόν πιο καταστροφική, να πετιέται πάντα και το παιδί μαζί με τα βρομόνερα και να εκτρέπεται με κάθε δυνατό τρόπο. Όταν ακούμε από πολλά μέλη του φεμινιστικού κινήματος ότι ολόκληρη η κοινωνία πάντα συνωμοτεί για να κρατήσει τις γυναίκες σε μια κατάσταση σκλαβιάς, αυτή είναι μια προσέγγιση που συμμορφώνεται με τις επιταγές της Κριτικής Θεωρίας. Για μια πιο ξεκάθαρη ιδέα για το πόσο σήμερα τα μαζικά μέσα ενημέρωσης εξασκούν καθημερινά τη μέθοδο της Κριτικής Θεωρίας, σας καλούμε να παρακολουθήσετε μερικά βίντεο από το κανάλι στο YouTube Stop Moralism.

Επιστρέφοντας στη Σχολή της Φρανκφούρτης, εν ευθέτω χρόνω και άλλα βασικά μέλη αγκάλιασαν την Κριτική Θεωρία, μεταξύ των οποίων είναι απαραίτητο να αναφέρουμε τον Theodore Adorno και ιδιαίτερα τον Erich Fromm και τον Herbert Marcuse.

Ο Fromm και ο Marcuse εισήγαγαν ένα κεντρικό στοιχείο στα θέματα πολιτικής ορθότητας: το σεξουαλικό. Ο Marcuse, επικαλούμενος στα γραπτά του μια κοινωνία «πολύμορφης διαστροφής» δεν έκανε τίποτε άλλο από το να περιγράφει το μέλλον που σχεδίαζαν και που σήμερα βιώνουμε από πρώτο χέρι. Αν και υπάρχουν ορισμένες αξιόλογες έννοιες που πιστεύουμε ότι μπορούμε να μοιραστούμε με τη σκέψη του Fromm, η άποψή του για τη σεξουαλικότητα ήταν ένα καθαρό ιδεολογικό συμπύκνωμα. Από την σκοπιά του, η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα δεν είναι καθόλου αντανακλάσεις των «ουσιαστικών» σεξουαλικών διαφορών (βιολογικών), όπως θεωρούσαν εκείνοι τους οποίους ονόμασαν «Ρομαντικούς». Αντ ‘αυτού, προέκυψαν από τις διαφορές στα καθημερινά καθήκοντα, που καθορίστηκαν εν μέρει από τα ισχύοντα κοινωνικά πρότυπα. «Το φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή, ακόμη και οι σεξουαλικές διαφορές είναι μια κατασκευή

Άλλα εντυπωσιακά παραδείγματα είναι η έμφαση που δόθηκε στον περιβαλλοντισμό, ο οποίος ήταν επίσης ένα πρωταρχικό στοιχείο στην ανάπτυξη της κριτικής θεωρίας, στον αθεϊσμό, στον υλισμό και στον δαρβινισμό.

«Έχω διαβάσει πολλά πράγματα τις τελευταίες εβδομάδες, συμπεριλαμβανομένου του βιβλίου του Κάρολου Δαρβίνου (Φυσική Επιλογή), που αν και γραμμένο σε ακατέργαστο αγγλικό ύφος, περιέχει τη βάση της φυσικής ιστορίας για το όραμά μας». (Karl Marx, 1860)

Η εξέλιξη

«Μεγάλο μέρος της κοινωνικής ιστορίας του δυτικού κόσμου τις τελευταίες τρεις δεκαετίες οδήγησε στην αντικατάσταση αυτού που λειτουργούσε με αυτό που ηχούσε καλά». (Thomas Sowell)

Στις μέρες μας, αυτή η παλιά ιστορία δεν θα μας έλεγε και πολλά, αν αργότερα -κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα- δεν είχαν συμβεί δύο κρίσιμα γεγονότα. Το πρώτο ήταν η μεγάλη φοιτητική διαμαρτυρία στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο Herbert Marcuse -ο οποίος εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου- εντόπισε στην διαμαρτυρία της νεολαίας μια μεγάλη ευκαιρία: να μεταμορφώσει δηλαδή το έργο της Σχολής της Φρανκφούρτης στη θεωρητική βάση της νέας δυτικής Αριστεράς. Μεταξύ των πρώτων συνθημάτων που επεξεργάστηκε ο Marcuse, με στόχο να μεταμορφωθεί ο πασιφισμός που προέκυψε εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ σε μια συμπάθεια στην μαρξιστική ιδεολογία, υπήρξε το διάσημο: «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο».

Το δεύτερο γεγονός ήταν η δημοσίευση ενός κειμένου από τον Marcuse που στη δεκαετία του ’60 έγινε ένα είδος Αριστερής Βίβλου για τους επαναστατικούς φοιτητές. Μιλάμε για το Έρως και Πολιτισμός, έργο που πίσω από την φαινομενικά κοινωνιολογική ανάλυση του έργου του Φρόιντ κρύβεται ένα βαθύ ιδεολογικό πνεύμα. Σε αυτές τις σελίδες, ο Marcuse δήλωσε ότι η καταπίεση ήταν η ουσία του καπιταλισμού και ότι κάθε άτομο που ανήκε σε ένα καπιταλιστικό σύστημα ήταν μια συγκέντρωση νευρώσεων λόγω της πολιτισμικής καταπίεσης των σεξουαλικών ενστίκτων του. Όμως εκείνη την εποχή η πορνογραφία και ο αυτοερωτισμός ήταν σπάνια φαινόμενα: η ψυχιατρική βιομηχανία ουσιαστικά δεν υπήρχε, ενώ σήμερα υπό την προοδευτική πολιτισμική ηγεμονία η αγορά των ψυχοτρόπων φαρμάκων ακμάζει ιδιαίτερα.

Το μοναδικό μέλλον που μπορεί να φανταστεί κανείς σύμφωνα με τον Marcuse δεν μπορούσε να προκύψει χωρίς την καταστροφή της παλιάς καταπιεστικής τάξης και τη δημιουργία μιας κοινωνίας ερωτικής ελευθερίας που θα οδηγούσε σε έναν κόσμο «πολυμορφικής διαστροφής», στην οποία όλοι θα μπορούσαν να «κάνουν το δικό τους». Ασφαλώς, ένας νέος κόσμος στον οποίο δεν θα υπάρχει πλέον εργασία, αλλά μόνο σεξ και διασκέδαση (στην πραγματικότητα, σήμερα χάρη στις πολιτικές που εφαρμόζει ο προοδευτισμός σε συνεργασία με τους τεχνοκράτες της οικονομίας, η εργασία έχει σχεδόν πάψει να υπάρχει).

Μπορείτε να φανταστείτε με πόσο ενθουσιασμό αγκαλιάστηκε το όραμα του Marcuse από τους νέους της δεκαετίας του ’60. Ήταν παιδιά που ανήκαν στη γενιά του baby boom· που έχοντας μεγαλώσει σε μια ραγδαία αναπτυσσόμενη οικονομία δεν χρειαζόταν να ανησυχούν για τίποτα. Αυτό το βιβλίο δεν τους ζητούσε να μελετήσουν χιλιάδες επί χιλιάδων σελίδες σχετικά με τον ιστορικό, οικονομικό και φιλοσοφικό μαρξισμό.

Ο Marcuse περιορίστηκε στο να γράψει αυτό που ήθελαν να διαβάσουν πολλοί από εκείνους τους εύπορους και βαριεστημένους νέους: δηλαδή πλήθος από σλόγκαν και συνθήματα που στερούνται πραγματικής ουσίας, όπως το «να κάνεις το δικό σου», έως το «η φαντασία στην εξουσία», «κάνε αυτό που νοιώθεις». Ειδικότερα, αυτό το τελευταίο σλογκανάκι– σε συνδυασμό με αποκρυφισμούς τύπου Άλιστερ Κρόουλι (Do What Thou Wilt)- μας βοηθά να κατανοήσουμε τις διασυνδέσεις μεταξύ των ιδεολογιών που περιγράφονται σε αυτό το κείμενο και τις έννοιες που συνέβαλαν στη γέννηση της rock κουλτούρας και του ψυχεδελικού πολιτισμού της δεκαετίας του ’60.

Συμπέρασμα

«Η πολιτική ορθότητα είναι το δηλητήριο που ρέει στις φλέβες των ετοιμοθάνατων εθνών». (Rich Holland)

«Η πολιτική ορθότητα δεν προάγει την ανοχή, αλλά οργανώνει το μίσος». (Jacques Barzun)

Επί του παρόντος, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη υφίστανται έναν από τους βαθύτερους και άμεσους μετασχηματισμούς της ιστορίας τους. Μεταλλάσσονται σε ολοκληρωτισμούς στην υπηρεσία μιας επίσημης ιδεολογίας που προωθείται και προστατεύεται από την κρατική εξουσία. Χάρη σε νεολογισμούς και έννοιες όπως «υποκίνηση του μίσους προς αυτό το πράγμα, αλλά όχι προς εκείνο» ή «ο ιστορικός ρεβιζιονισμός εδώ επιτρέπεται, αλλά εδώ δεν επιτρέπεται» ή «απολογία για αυτό, αλλά όχι για το άλλο», σήμερα έχουμε δικαστικές αποφάσεις που τιμωρούν με φυλάκιση εκείνες τις πολιτικές και πολιτιστικές απόψεις που κρίνονται ακατάλληλες· άνθρωποι απομονώνονται, απολύονται ή αναγκάζονται να υποστούν διακρίσεις στην εργασία τους επειδή εκφράζουν απόψεις ή ξεστομίζουν μια μη πολιτικώς ορθή λέξη.

Οι κυβερνητικοί φορείς επιδίδονται στην περαιτέρω επέκταση του πεδίου λογοκρισίας. Η θετική τους στάση αποτελεί μέρος αυτής της επεκτατικής διαδικασίας, ακριβώς όπως λειτουργεί η παρενόχληση που υφίσταται οποιοσδήποτε παρεκκλίνει από το παράδειγμα της πολιτικής ορθότητας στις πανεπιστημιουπόλεις ή στο δημόσιο χώρο. Σε σημείο που έχει ήδη καθιερωθεί ένα διαστρεμμένο ψυχό-αστυνομικό καθεστώς, δηλαδή ή αυτολογοκρισία. Αυτό συνέβη πριν από έναν αιώνα στη Ρωσία και αργότερα στην Κίνα με τον κομμουνισμό, στη Γερμανία με το ναζισμό και στην Ιταλία με το φασισμό. Αλλά δεν μπορούμε ακόμη να αντιληφθούμε τον κίνδυνο, καθώς το πρόβλημα εξακολουθεί να κρύβεται πίσω από το πέπλο μιας αβλαβούς -ακόμη και ενάρετης- ευαισθησίας που ονομάζεται «πολιτική ορθότητα». Λοιπόν, να ξέρετε ότι δεν είναι καθόλου αβλαβής, ούτε ενάρετη. Είναι εδώ, επεκτείνεται και ποτέ δεν ήταν τόσο κοντά στον στόχο για τον οποίο σχεδιάστηκε: να καταστρέψει όλα όσα δημιουργήσαμε μέσα στους αιώνες ιστορίας από άποψη ελευθερίας και πολιτισμού.

[*] Προφανώς ο συντάκτης του κειμένου εννοεί «ο Λούκατς ακολούθησε τις συμβουλές του Μαρξ» ή  «ο Λούκατς θεωρείται ο πιο λαμπρός μαρξιστής θεωρητικός μετά τον ίδιο τον Μαρξ». Διότι είναι αδύνατο ο ίδιος ο Μαρξ να θεωρούσε τον Λούκατς λαμπρό θεωρητικό, καθώς ο Γκέοργκ Λούκατς γεννήθηκε το 1885, επομένως μετά τον θάνατο του Μαρξ (1883).

————– / ————–

Προτεινόμενες αναγνώσεις:


Σχόλιο του Γιώργου Κουτσαντώνη:

Ανώδυνη επιλεκτικότητα και υποκρισία

Η ιστορική διαδρομή και οι πραγματικές καταβολές της Πολιτικής Ορθότητας -που θίγονται στο παραπάνω κείμενο με κάποια μονομέρεια και πολεμική διάθεση- δεν μπορούν να εξαντληθούν σε λίγες σελίδες. Επιλέξαμε τη μετάφραση της ανάλυσης γιατί αναγνωρίζουμε τα ενδιαφέροντα στοιχεία της, αν και δεν εξετάζει όλες οι πτυχές του σύνθετου αυτού φαινομένου -όπως τη στενή του σχέση καί με τον φιλελευθερισμό. Επομένως θεωρούμε ότι πάνω στο αντικείμενο της καταγωγής οφείλουμε να επανέρθουμε με περισσότερες αναλύσεις.

Ωστόσο εκτός από την παραπάνω διαπίστωση για εμάς έχει σημασία να εντοπίσουμε την επιλεκτική (à la carte) ευαισθησία της Πολιτικής Ορθότητας, αλλά και την υποκρισία που την χαρακτηρίζει. Για παράδειγμα θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί στην τηλεόραση λέμε τόσα πολλά -και καλά κάνουμε- για την προστασία του περιβάλλοντος και των ζώων, αλλά ταυτόχρονα τόσο λίγα για την προστασία του ανθρώπου; Και φυσικά εδώ δεν αναφερόμαστε σε καμία μικρο-ομάδα δημοσίων υπαλλήλων που για να κάνει συνδικαλιστική μικροπολιτική φωνασκεί κατά παραγγελία μπροστά στις κάμερες και ικετεύει για το δικαίωμά της στη ζωή και στην αξιοπρέπεια. Το σουρωτήρι της Πολιτικής Ορθότητας δεν παρεμβάλλεται όταν πλήθη -συχνά παραπλανημένων και απελπισμένων ανθρώπων- μειώνουν τον εαυτό τους κάνοντας τον παλιάτσο στις διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές και ριάλιτι, ούτε «μαλώνει» εκείνους τους καλοπληρωμένους που υποτιμούν και κρίνουν πίσω από έναν πάγκο με αέρα noblesse oblige, ελιτισμό και ανωτερότητα. Κορίτσια και αγόρια γδύνονται με ευκολία μπροστά σε φακούς κινητών και τηλεκαμερών (βλ. Geordie Shore) προσφέροντας πρόθυμα τον «θάνατο της αξιοπρέπειάς τους» σε αντάλλαγμα με κάποια παροδική δημοφιλία ή μια τηλεοπτική συνέντευξη με την ελπίδα να κερδίσουν μερικά χρήματα. Καθώς τα προηγούμενα θεωρούνται χειραφέτηση, αυτοδιάθεση, ορθολογισμός και απελευθέρωση, η Πολιτική Ορθότητα εδώ κρίνεται ότι δεν έχει θέση, δικαίωμα και λόγο να αγγίξει τις (αλλού) υπερευαίσθητες χορδές μας. Ο έρωτας εκφυλίζεται σε όλες τις εκφάνσεις του, όμως την ίδια στιγμή το παραδοσιακό αγγλικό γλυκό Spotted Dick μετονομάζεται επισήμως σε Spotted Richard γιατί η αρχική ονομασία κρίνεται προσβλητική.

Η υποκρισία περισσεύει όταν στην αρχή των ειδήσεων στα τηλεοπτικά κανάλια επιδεικνύεται τόση ευαισθησία για τις οικονομικές ανισότητες και τη φτώχεια, αλλά το δελτίο κλείνει με αναφορές και θαυμασμό στην υπερπολυτελή ζωή των σταρ και των μεγιστάνων. Εδώ οι «χωροφύλακες του ορθού» στο facebook και στο twitter των καναλιών δεν εφορμούν κατά χιλιάδες που οι ανόητες υπερβολές (μέχρι σούσι μπαρ για σκύλους έχουμε σήμερα) και ο ηδονισμός της κατανάλωσης έχουν γίνει κάτι το αυτονόητο και το ιερό. Για την ΕΕ είναι μεγάλης σημασίας ζήτημα να παραμερίσουμε τις λέξεις Μητέρα και Πατέρας (τις οποίες θεωρεί κατασκευές και γραφειοκρατικές μορφές διατύπωσης) και έτσι μετά το «ληξιαρχικό brainstorming» να αρχίσουμε να καλούμε την μητέρα μας Γονέα Α και τον πατέρα μας Γονέα Β. Η Ευρωπαϊκή γραφειοκρατία δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα που οι αποτυχίες να δημιουργηθούν σταθερές οικογενειακές σχέσεις αγάπης τείνουν να γίνουν ο κανόνας, αλλά κόπτεται για την ορθή ληξιαρχική καταχώριση. Και σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ προτιμότερο να περιοριζόμαστε σε τρέντυ, fluffy και ανώδυνες κουβεντούλες, παρά να αναζητάμε και να συζητάμε τα μεγάλα Γιατί της διάλυσης και της γενικευμένης αδιαφορίας. Τέτοιου είδους Γιατί είναι προτιμότερο να τα καταχωνιάζουμε στο συρτάρι ή να τα κρύβουμε με γυαλιστερά περιτυλίγματα ώστε να μην χρειαστεί να τα αντιμετωπίσουμε.

Στην πραγματικότητα η Πολιτική Ορθότητα είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που διατείνεται. Αυτοπαρουσιάζεται ως κάτι το εκλεπτυσμένο, ευαίσθητο και δημοκρατικό, ενώ ως μια εν εξελίξει, δεσπόζουσα κουλτούρα (mainstream) αποδεικνύεται ένα ισχυρό πολιτικό όπλο (αυτο)λογοκρισίας και καταστολής του διαλόγου. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι οι ίδιοι προοδευτικοί που κάποτε στιγμάτιζαν -δικαίως και ομολογουμένως με θάρρος- τον θρησκευτικό φανατισμό, ξέχασαν την ανεκτικότητα και έχουν γίνει φανατικοί της Πολιτικής Ορθότητας συγχέοντάς την με την κοινή λογική και την ευπρέπεια. Αντιθέτως ήταν αναμενόμενο οι φιλελεύθεροι, σχεδόν όλων των αποχρώσεων, να βρουν στην Π.Ο. έναν αποτελεσματικό σύμμαχο στην ελιτιστική και αντιλαϊκιστική τους στρατηγική. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την πολεμική πάνω στη καταγωγή του φαινομένου -η οποία ασφαλώς έχει τη σημασία της- αυτό αναμφισβήτητα χαρακτηρίζεται από επιλεκτικότητα και υποκρισία.


Σχόλιο του Μιχάλη Θεοδοσιάδη:

Μια κοινωνία ελευθερίας λόγου

Δημοσιεύουμε το παραπάνω άρθρο παρά τις επί μέρους διαφωνίες μας σε ορισμένα κεντρικά ζητήματα που θίγονται (όπως η προβληματική ερμηνεία της σύμπλευσης μαρξισμού και πολιτικού φιλελευθερισμού, τα σχόλια πάνω στη ζωή του George Orwell, κ.α). Παρότι το άρθρο ενέχει νεοσυντηρητικές θέσεις, πολλές εκ των οποίων βασίζονται σε λογικά άλματα και ασύνδετα συμπεράσματα, η κριτική που ασκεί στην πολιτική ορθότητα διεγείρει προβληματισμούς πάνω σε ένα υπαρκτό πρόβλημα. Τελικά χρειάζεται κανείς να ανατρέξει σε νεοσυντηρητικούς κύκλους προκειμένου να ακούσει και να διαβάσει πράγματα που κατά τα άλλα θα όφειλαν να αποτελούν αντικέιμενο κριτικής εντός χώρων οι οποίοι εμπνέονται από το σύνθημα «η αλήθεια είναι πάντα επαναστατική». Όπως όλα δείχνουν, τούτοι οι χώροι βρίσκονται σε πλήρη διάσταση από τον πολιτικό ρεαλισμό, έχοντας κυριαρχηθεί από έναν εφηβικού τύπου συναισθηματισμό. Κάτι τέτοιο καθιστά ενοχλητικά αισθητή την απουσία ενδιαφέροντος για έργα θεωρητικών που μαραζώνουν στα ράφια μας, όπως του Reinhold Niebuhr. Τούτος ο συναισθηματισμός, βέβαια, δεν αποτελεί παρά εφαλτήριο όχημα στην προσπάθειά μας να ξεπλύνουμε την απογοήτευσή μας και τις προσωπικές μας δυστυχίες, αναζητώντας διέξοδο σε έναν παραμυθένιο κόσμο, όπου η ανθρωπότητα θα έχει ξεπεράσει κάθε εμπόδιο και δυστυχία (η κατεξοχήν προσδοκία της προοδευτικής ιδεολογίας). Η Πολιτική Ορθότητα επισκιάζει ακριβώς αυτή την δυστυχία, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει με έμμεσο τρόπο την αδυναμία μας να καταστήσουμε τους εαυτούς μας υπεύθυνους για την όλη κατάσταση. Ως εκ τούτου, η λογοκρισία που επιβάλουν οι ελεγκτές της γλώσσας δεν είναι παρά ένα δευτερεύον πρόβλημα.

Δευτερεύον μεν, σημαντικό ωστόσο! Διότι το πολιτμπιρό του politically correct savoir vivre αρέσκεται στο να θυματοποιεί συνεχώς συγκεκριμένους πληθυσμούς ώστε προσπαθεί να κερδίσει την δική του ηγεμονία. Έτσι, ο ελιτισμός που θέλει σύσσωμη την κοινωνία ένα μάτσο «ρατσιστών» και «σεξιστών» το μόνο που καταφέρνει είναι να απομακρύνει την ίδια την ισχύ και τη διάθεση για πάλη από τα άτομα που θεωρούνται «ευάλωτα», ενισχύοντας την εξουσία των αυτόκλητων εξυπνάκιδων σωτήρων. Αν πραγματικά υπάρχει κάτι που μας εμπνέει σε όλα τα αντιρατσιστικά κινήματα, αν θεωρούμε τον Martin Luther King μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του προηγούμενου αιώνα, τότε καλούμαστε να απομακρύνουμε τη λογική που θεωρεί ότι κάποιοι άνθρωποι μπορούν να καταστούν «ευάλωτοι» λόγω της γλώσσας, αδύναμοι να παλέψουν από μόνοι τους ενάντια στις διακρίσεις. Φρονούμε, ωστόσο, πως κάθε κριτική στο «πολιτικά ορθό» θα πρέπει να περιστρέφεται γύρω από η υποκρισία της ίδιας της Πολιτικής Ορθότητας, η οποία μας απομακρύνει από κάθε ανάληψη ευθύνης (δεδομένου ότι μόνο μέσα από την ρητή αναγνώριση της συμμετοχής μας στο αδιέξοδο θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε την χαμένη μας τιμιότητα).

Επιπλέον, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης, παρότι είναι ένα ζήτημα υψίστης σημασίας, ουδέποτε θα εκλείψει. Οι νόμοι και οι κανόνες, που κάθε κοινωνία και κοινότητα ανθρώπων, θεσπίζουν και ακολουθούν, δεν είναι παρά ένα σύνολο περιορισμών. Όπως υφίστανται, λοιπόν, περιορισμοί στη συμπεριφορά μας, έτσι θα υφίστανται και περιορισμοί στον λόγο. Μια κοινωνία απόλυτης ελευθερίας λόγου δεν μπορεί παρά να είναι μια κοινωνία απόλυτου μηδενισμού. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η ελευθερία του λόγου σε καμία ανθρώπινη κοινωνία δεν θα μπορέσει να καταστεί πλήρως ελεύθερη, και η πάλη ανάμεσα στη λογοκρισία και την επιτρεψιμότητα πάντα θα βρίσκονται στο προσκήνιο. Οφείλουμε, ωστόσο, να αντιμετωπίζουμε αυτή την ατέλειωτη πάλη με όσο το δυνατό πιο διαλεκτικά μέσα γίνεται, ώστε να απομακρύνεται οποιαδήποτε άδικη φίμωση, η οποία θα μπορούσε να ωθήσει τις λογοκριμένες φωνές να κινηθούν υπόγεια, με άμεσο κίνδυνο να γίνουν ένα με τις συνωμοσιολογικές αντιλήψεις!