Francesco Hayez, Λαοκόων (1812)

Επιμέλεια: Γιώργος Κουτσαντώνης

Με μια ευρύτατη έννοια του όρου, η πολιτική, είναι η δραστηριότητα μέσω της οποίας οι άνθρωποι ορίζουν, τηρούν και τροποποιούν τους γενικούς κανόνες βάσει των οποίων ζουν [1]. Ασφαλώς οι ορισμοί της πολιτικής είναι πολυάριθμοι και ορισμένες φορές αρκετά διαφορετικοί μεταξύ τους· σε σημείο που όσο περισσότερο κανείς αναζητά τον «σωστό» ορισμό, τόσο συνειδητοποιεί το αδιέξοδο αυτής της προσπάθειας [2]. Η παραπάνω προσέγγιση του Α. Heywood είναι χρήσιμη επειδή είναι αρκετά πλατιά ώστε να περικλείει περισσότερες αντιτιθέμενες οπτικές.

Ο Αριστοτέλης αναφερόμενος στην πολιτική έχει στο νου του τη μελέτη της ανθρώπινης «πράξης» είτε σε ατομικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο [3]. Πάντως ένα κοινό στοιχείο, σε όλους σχεδόν τους ορισμούς, είναι η δραστηριότητα με την έννοια της δράσης/πράξης. Η πολιτική επομένως δεν μπορεί παρά να είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με φαινόμενα σύγκρουσης αλλά και συνεργασίας, (άρα δράσης και αντίδρασης), ακριβώς επειδή οι άνθρωποι διαφωνούν, όχι μόνο ως προς το πώς πρέπει να ζουν, αλλά και ως προς το ποιος πρέπει να παίρνει τί. Πώς πρέπει να διανέμονται η εξουσία ή οι πόροι. Διαφωνούν επίσης για το πώς πρέπει να επιλύονται τέτοιου είδους ζητήματα, ποιος δικαιούται να έχει λόγο, πόση επιρροή μπορεί να ασκεί ένα άτομο κ.ο.κ. Η πολιτική επομένως, γράφει ο Heywood είναι μια κοινωνική δραστηριότητα, η οποία προϋποθέτει πάντα διάλογο και ποτέ μονόλογο. Απομονωμένα άτομα, όπως ο Ροβινσώνας Κρούσος του Ντάνιελ Νταφόε, μπορούν ίσως να αναπτύξουν μια απλή οικονομία, να κάνουν τέχνη κλπ., δεν μπορούν όμως ν ’ασχοληθούν με την πολιτική. Η πολιτική εμφανίζεται μόνο μετά την άφιξη του Παρασκευά [4]. Ένα ακόμη κοινό στοιχείο, το οποίο αναγνωρίζεται από τους περισσότερους ανθρώπους, είναι ότι προκειμένου αυτοί να επηρεάσουν τους κανόνες ή να διασφαλίσουν την ισχύ τους πρέπει να συνεργαστούν με άλλους ανθρώπους. Συχνά η ουσία της πολιτικής περιγράφεται ως μια διαδικασία διευθέτησης των συγκρούσεων, κατά την οποία αντίθετες απόψεις ή ανταγωνιζόμενα συμφέροντα εναρμονίζονται. Ωστόσο, η πολιτική με αυτή την ευρεία έννοια είναι καλύτερο να προσεγγίζεται ως η αναζήτηση διευθέτησης της σύγκρουσης παρά ως επίτευξή της, μια και δεν διευθετούνται ή δεν μπορούν να διευθετηθούν όλες οι συγκρούσεις.

Στην καθημερινή της χρήση η «πολιτική» είναι μια βεβαρυμμένη λέξη πολύ συχνά έρμαιο προσχηματισμένων απόψεων. Πολλοί σκέφτονται την πολιτική σαν μια «βρώμικη λέξη» που ανασύρει εικόνες έντασης, διάσπασης, βίας, απάτης, χειραγώγησης, ψεύδους. Το 1775 ο Samuel Johnson είπε: «Η πολιτική δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα μέσο κοινωνικής ανόδου», ενώ ο Αμερικανός ιστορικός Henry Adams όρισε την πολιτική ως τη «συστηματική οργάνωση των εχθροτήτων». Για τον Max Weber «πολιτική είναι ο αγώνας για την κατάκτηση ή τη διανομή της εξουσίας… για τη νομή των δημοσίων θέσεων», ενώ για τον Paul Valéry «πολιτική είναι η τέχνη να εμποδίζεις τους ανθρώπους να ασχολούνται με ό,τι τους αφορά». Κάθε απόπειρα ορισμού της πολιτικής συνεπώς, προϋποθέτει την προσπάθεια απεμπλοκής του όρου από τέτοιου είδους προκατασκευασμένους συνειρμούς. Ακόμα και αναγνωρισμένες αυθεντίες δεν μπορούν να συμφωνήσουν πάνω στη φύση του αντικειμένου. Έτσι η πολιτική ορίζεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους: ως η άσκηση εξουσίας, η άσκηση αυθεντίας, η λήψη συλλογικών αποφάσεων, η κατανομή περιορισμένων πόρων, η πρακτική της εξαπάτησης και της χειραγώγησης κ.λπ. Σε ό,τι αφορά την επίμαχη συζήτηση γύρω από το «τι είναι πολιτική» υπάρχουν πάρα πολλές θεωρητικές και ιδεολογικές διαφωνίες που κάνουν τη συζήτηση όχι μόνο περίπλοκη, αλλά συχνά και αδιέξοδη. Αναμφισβήτητα η πολιτική είναι μια επίμαχη έννοια από τη στιγμή όπου ο όρος επιδέχεται πλήθος αποδεκτές ή δικαιολογημένες σημασίες.

Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο Εισαγωγή στην Πολιτική του Andrew Heywood, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006. Η επιλογή αυτή έγινε γιατί πιστεύουμε ότι βασικά και εισαγωγικά κείμενα όπως αυτό που ακολουθεί είναι χρήσιμα, κυρίως ως υπενθύμιση. Πράγματι συχνά ξεχνάμε ότι η πολιτική είναι πολύ περισσότερα πράγματα από αυτό που μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας.

————- / ————-

Η πολιτική ως η τέχνη του κυβερνάν

«Η πολιτική δεν είναι επιστήμη… αλλά τέχνη», φημολογείται ότι είπε ο καγκελάριος Bismarck στο γερμανικό κοινοβούλιο. Η τέχνη που είχε κατά νου ο Bismarck ήταν η τέχνη του κυβερνάν, η άσκηση ελέγχου στην κοινωνία μέσω της λήψης και εφαρμογής συλλογικών αποφάσε­ων. Αυτός είναι ίσως ο κλασικός ορισμός της πολιτικής, που η αρχική σημασία του όρου ανάγεται στην αρχαία Ελλάδα.

Η λέξη «πολιτική» παράγεται από τη λέξη πόλις, πού σημαίνει κυριολεκτικά πόλη-κράτος. Η αρχαιοελληνική κοινωνία ήταν χωρι­σμένη σε πολλές ανεξάρτητες πόλεις-κράτη, καθεμιά εκ των οποίων διέθετε το δικό της σύστημα διακυβέρνησης. Η μεγαλύτερη, τόσο σε μέγεθος όσο και σε επιρροή, πόλη-κράτος ήταν η Αθήνα, που συχνά περιγράφεται ως το λίκνο της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί να υποστηριχτεί ότι η πολιτική αναφέρεται στις υπο­θέσεις της πόλεως -δηλαδή, σε «ό,τι αφορά την πόλιν». Η σύγχρονη εκδοχή αυτού του ορισμού είναι λοιπόν: «ό,τι αφορά το κράτος». Αυτή η άποψη για την πολιτική γίνεται αντιληπτή στην καθημερινή χρήση του όρου: οι άνθρωποι θεωρείται ότι «ασχολούνται με την πολιτική» ή «μπαίνουν στον πολιτικό στίβο», όταν κατέχουν κάποιο δημόσιο αξί­ωμα ή επιθυμούν να κατέχουν κάποιο δημόσιο αξίωμα αντιστοίχως. Πρόκειται επίσης για έναν ορισμό στη διαιώνιση του οποίου συνέβαλε η ακαδημαϊκή πολιτική επιστήμη.

Η άποψη πως πολιτική είναι «ό,τι αφορά το κράτος» είναι υπό πολλές έννοιες η παραδοσιακή άποψη του κλάδου, που αντανακλάται στην τάση της ακαδημαϊκής μελέτης να επικεντρώνεται στο προσω­πικό και στο μηχανισμό της κυβέρνησης. Η μελέτη της πολιτικής είναι στην ουσία η μελέτη της κυβέρνησης ή, ευρύτερα, η μελέτη της άσκη­σης της αυθεντίας [5]. Αυτή η άποψη προκρίνεται και στα γραπτά του σημαντικού Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα David Easton (1979, 1981), που όρισε την πολιτική ως την «επίσημη  κατανομή αξιών». Με αυτό εννοούσε ότι η πολιτική συνοψίζει τις ποικίλες διαδικασίες μέσω των οποίων η κυβέρνηση απαντά στις πιέσεις της κοινωνίας, κυρίως κατανέμοντας προνόμια, ανταμοιβές και κυρώσεις. «Επίσημες αξίες» είναι συνεπώς αυτές που αποδέχεται ευρέως η κοινωνία και θεω­ρούνται δεσμευτικές από την πλειονότητα των πολιτών. Μ’ αυτή την έννοια η πολιτική συνδέεται με την «κρατική πολιτική», δηλαδή με επίσημες ή κυβερνητικές αποφάσεις που καθορίζουν ένα σχέδιο δράσης για την κοινότητα.

Το αξιοσημείωτο, ωστόσο, μ’ αυτό τον ορισμό είναι ότι προσφέρει μια εξαιρετικά περιορισμένη θεώρηση της πολιτικής. Η πολιτική είναι ό,τι λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας πολιτείας, ενός συστήματος κοι­νωνικής οργάνωσης πέριξ του μηχανισμού της κυβέρνησης. Συνεπώς η πολιτική ασκείται σε υπουργικά γραφεία, κοινοβουλευτικές αίθουσες, κυβερνητικά κλιμάκια και τα συναφή, και μ’ αυτήν ασχολείται μία περιορισμένη και συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, κυρίως πολιτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι και εκπρόσωποι ομάδων συμφερόντων. Αυτό σημαίνει ότι η πλειονότητα των ανθρώπων, των θεσμών και των κοι­νωνικών δραστηριοτήτων μπορούν να θεωρηθούν ως «εκτός πολιτικής». Οι επιχειρήσεις, τα σχολεία και άλλοι εκπαιδευτικοί θεσμοί, οι κοινότητες, η οικογένεια κλπ. είναι μ’ αυτή την έννοια «μη πολιτικά», εφόσον δεν ασχολούνται με τη «διοίκηση της χώρας». Επιπλέον, το να περιγράφει κανείς την πολιτική ως δραστηριότητα που περιστρέφεται ουσιαστικά γύρω από το κράτος, σημαίνει να αγνοεί την αυξανόμενη σημασία διεθνών ή παγκόσμιων επιρροών στη σύγχρονη ζωή, όπως είναι η επίδραση της υπερεθνικής τεχνολογίας και των πολυεθνικών εταιρειών. Έτσι ιδωμένος, αυτός ο ορισμός μοιάζει με απομεινάρι της περιόδου όταν το έθνος-κράτος μπορούσε ακόμη να θεωρείται αυτό­νομος δρων στην παγκόσμια πολιτική. Εξάλλου, όλο και περισσότεροι συμφωνούν ότι η διοίκηση περίπλοκων κοινωνιών είναι ένα έργο που δεν εκτελείται πλέον μόνο από την κυβέρνηση, αλλά απαιτεί τη συμ­μετοχή σωμάτων από ένα ευρύ φάσμα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Αυτό αντανακλάται στην ιδέα ότι η κυβέρνηση αντικαθίσταται από τη «διακυβέρνηση» [6].

Αυτός ο ορισμός, ωστόσο, μπορεί να γίνει ακόμα στενότερος. Αυτό είναι πρόδηλο στην τάση να εξισώνεται η πολιτική με τα κόμματα. Με άλλα λόγια, ο χώρος «του πολιτικού» περιορίζεται σ’ εκείνους τους κρατικούς λειτουργούς που κινητοποιούνται συνειδητά από ιδεολο­γικές πεποιθήσεις, τις οποίες προσπαθούν να προωθήσουν μέσω της συμμετοχής τους σ’ έναν επίσημο οργανισμό, όπως είναι το πολιτικό κόμμα. Με αυτή ακριβώς την έννοια, οι πολιτικοί περιγράφονται ως «πολιτικά πρόσωπα», ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι θεωρούνται «μη πολιτικά πρόσωπα», αρκεί, φυσικά, να ενεργούν με τρόπο ουδέτερο και επαγγελματικό. Με το ίδιο σκεπτικό, και οι δικαστές Θεωρούνται «μη πολιτικά πρόσωπα», στο βαθμό που ερμηνεύουν το νόμο αμερόλη­πτα και σύμφωνα με τα διαθέσιμα αποδειχτικά στοιχεία, ενώ μπορεί να κατηγορηθούν για «πολιτικοποίηση» αν η κρίση τους επηρεαστεί από προσωπικές αντιλήψεις ή όποια άλλη μορφή προκατάληψης.

Η ταύτιση της πολιτικής με τις υποθέσεις του κράτους μπορεί επίσης να εξηγήσει γιατί συχνά η πολιτική περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα. Αυτό συμβαίνει επειδή για τον πολύ κόσμο η πολιτική είναι στενά συνδεδεμένη με τις δραστηριότητες των πολιτικών. Για να το θέσουμε ωμά, οι πολιτικοί συχνά θεωρούνται υποκριτές που στοχεύουν στην εξουσία κρύβοντας τις προσωπικές τους φιλοδοξίες πίσω από τη ρητορική του κοινού συμφέροντος και της ιδεολογίας. Πράγματι, αυτή η αντίληψη έχει καταστεί κοινός τόπος στις μέρες μας, καθώς οι καθη­μερινές αποκαλύψεις των ΜΜΕ φέρνουν στο φως της δημοσιότητας χτυπητά παραδείγματα διαφθοράς και ανεντιμότητας, προκαλώντας το φαινόμενο της αντιπολιτικής. Αυτή η απόρριψη του προσωπικού και του μηχανισμού της συμβατικής πολιτικής ζωής έχει τις ρίζες της σε μια θεώρηση της πολιτικής ως ιδιοτελούς, διπρόσωπης και ανήθικης δρα­στηριότητας, θεώρηση που αποκαλύπτεται ξεκάθαρα με τη χρήση υπο­τιμητικών φράσεων, όπως «μικροπολιτική» και «πολιτικαντισμός». Μια τέτοια εικόνα της πολιτικής ανάγεται συχνά στα γραπτά του Niccolo Machiavelli, ο οποίος, στον Ηγεμόνα (1531), έκανε μια αυστηρά ρεα­λιστική περιγραφή της πολιτικής, τονίζοντας την απάτη, τη σκληρότητα και τη χειραγώγηση που χρησιμοποιούν οι πολιτικές ηγεσίες.

Μια τέτοια αρνητική θεώρηση της πολιτικής αντανακλά τη φιλελεύ­θερη αντίληψη ότι, καθώς τα άτομα είναι ιδιοτελή, η πολιτική εξουσία διαφθείρει επειδή ενθαρρύνει αυτούς που είναι «στην εξουσία» να εκμεταλλευτούν τη θέση τους προκειμένου ν’ αποκτήσουν πλεονέκτημα εις βάρος των άλλων. Αυτό εκφράζει και ο περίφημος αφορισμός του Λόρδου Acton (1834-1902): «Η εξουσία διαφθείρει, και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Όπως και να ‘χει, λίγοι μεταξύ όσων βλέπουν την πολιτική υπό αυτό το πρίσμα αμφισβητούν το γεγονός ότι η πολιτική δραστηριότητα είναι ένα ειδοποιό και μόνιμο χαρακτηριστικό της κοινωνικής ζωής. Όσο άπληστοι κι αν είναι οι πολιτικοί, υπάρχει μια γενική, έστω απρόθυμη, παραδοχή ότι είναι πάντα στο πλευρό μας. Χωρίς κάποιου είδους μηχανισμό για την επίσημη κατανομή αξιών, η κοινωνία απλά θα περιέπεφτε στον εμφύλιο πόλεμο όλων εναντίον όλων, όπως υποστήριζαν οι πρώτοι θεωρητικοί του κοινωνικού συμ­βολαίου. Έτσι, αυτό που πρέπει να γίνει δεν είναι να καταργηθούν οι πολιτικοί και να τερματιστεί η πολιτική, αλλά να διασφαλιστεί ότι αυτή θα διεξάγεται μέσα σ’ ένα πλαίσιο ελέγχων και περιορισμών που θα εγγυώνται ότι ουδείς θα καταχράται την κυβερνητική εξουσία.

Η πολιτική ως η ενασχόληση με τα κοινά

Μια δεύτερη και ευρύτερη αντίληψη της πολιτικής κινείται πέρα από το στενό πεδίο της κυβέρνησης, σε ό,τι εννοείται ως «δημόσια ζωή» ή «τα κοινά». Μ’ άλλα λόγια, η διάκριση μεταξύ «πολιτικού» και «μη πολιτικού» συμπίπτει με τη διάκριση ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Μία τέτοια άποψη ανάγεται συχνά στο έργο του διάσημου φιλόσοφου Αριστοτέλη.

Στα Πολιτικά, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό», εννοώντας ότι μόνο μέσα στην πολι­τική κοινότητα μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν τον «ευδαίμονα βίο». Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η πολιτική είναι μία ηθική δραστηρι­ότητα που στοχεύει στη δημιουργία μιας «δίκαιης κοινωνίας»· ό,τι ο Αριστοτέλης αποκαλούσε κυριωτάτη επιστήμη. Ποια όμως είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ «δημόσιας» και «ιδιωτικής» ζωής; Η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας συμπίπτει με τη διάκριση ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία των πολιτών [7].

Οι θεσμοί του κράτους (κυβερνητικός μηχανισμός, δικαστήρια, αστυνομία, στρατός, σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, κλπ.) μπορούν να θεωρηθούν «δημόσιοι» καθώς είναι υπεύθυνοι για τη συλλογική οργάνωση της ζωής της κοινότητας. Επιπλέον, χρηματοδοτούνται από το δημόσιο μέσω της φορολογίας. Αντίθετα, η κοινωνία των πολιτών αποτελείται απ’ ό,τι ο Edmund Burke αποκαλούσε «μικρές διμοιρίες», θεσμούς όπως η οικογένεια και τα οικογενειακά δίκτυα, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα συνδικάτα, οι όμιλοι, οι κοινότητες, κλπ., που είναι ιδιωτικοί υπό την έννοια ότι ιδρύονται και χρηματοδοτούνται από μεμονωμένους πολίτες μάλλον για τα δικά τους συμφέροντα, παρά της ευρύτερης κοινωνίας. Με βάση αυτή τη διάκριση «δημόσιου/ιδιωτι­κού» η πολιτική περιορίζεται στις δραστηριότητες του ίδιου του κρά­τους και τις αρμοδιότητες που ασκούνται από τους δημόσιους φορείς. Εκείνα τα πεδία της ζωής τα οποία τα άτομα μπορούν και πράγματι διαχειρίζονται μόνα τους (η οικονομική, κοινωνική, οικογενειακή, προσωπική, πολιτιστική, καλλιτεχνική σφαίρα, κλπ.) είναι συνεπώς ξεκάθαρα «μη πολιτικά».

Εναλλακτικά, η διάκριση «δημόσιου/ιδιωτικού» περιγράφεται μερικές φορές με τους όρους μιας περαιτέρω και πιο επεξεργασμένης διάζευξης, της διάζευξης μεταξύ «πολιτικού» και «προσωπικού» (βλ. Σχήμα 1).

Αν και διακρίνεται από το κράτος, η κοινωνία των πολιτών περιλαμ­βάνει παρόλα αυτά ένα φάσμα θεσμών που θεωρούνται «δημόσιοι» υπό ευρύτερη έννοια, καθότι είναι ανοικτοί, λειτουργούν δημόσια και το κοινό έχει πρόσβαση σ’ αυτούς. Μία από τις σημαντικές συνέπειες αυτού του σκεπτικού είναι ότι διευρύνει την έννοια του πολιτικού, μεταφέροντας ιδιαίτερα την οικονομία από το ιδιωτικό στο δημόσιο πεδίο. Μια μορφή πολιτικής, συνεπώς, μπορεί να βρεθεί και στο χώρο της εργασίας. Ωστόσο, αν και αυτή η άποψη θεωρεί θεσμούς όπως οι επιχειρήσεις, οι κοινότητες, οι όμιλοι και τα συνδικάτα «πολιτικούς», παραμένει μια περιοριστική αντίληψη της πολιτικής. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η πολιτική δεν παραβιάζει, και δεν θα έπρεπε να παραβι­άζει, «προσωπικές» υποθέσεις και θεσμούς. Φεμινίστριες θεωρητικοί ιδιαίτερα έχουν επισημάνει πως κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η πολιτική σταματά στο κατώφλι του σπιτιού: δεν επεμβαίνει στην οικογένεια, τη ζωή στο σπίτι ή τις διαπροσωπικές σχέσεις. Αυτή την άποψη αντα­νακλά, λόγου χάρη, η τάση των πολιτικών να τραβούν μια σαφή δια­χωριστική γραμμή ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική ή οικογενειακή τους συμπεριφορά. Κατατάσσοντας, για παράδειγμα, την ερωτική απιστία ή την κακή συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά τους στα «προσωπικά» ζητήματα, μπορούν ν’ αρνηθούν την πολιτική σημασία μιας τέτοιας συμπεριφοράς, υποστηρίζοντας ότι είναι άσχετη με τη διαγωγή τους στα δημόσια πράγματα.

Η θεώρηση της πολιτικής ως ουσιωδώς «δημόσιας» δραστηριό­τητας έχει προκαλέσει θετικές όσο και αρνητικές περιγραφές. Στην αριστοτελική παράδοση, η πολιτική έχει αντιμετωπιστεί ως ευγενής και πεφωτισμένη δραστηριότητα, ακριβώς λόγω του «δημόσιου» χαρακτήρα της. Αυτή την άποψη υιοθέτησε η Hannah Arendt, η οποία, στην Ανθρώπινη κατάσταση (1958), υποστήριξε ότι η πολιτική είναι η σημαντικότερη μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας, επειδή προϋποθέ­τει σχέσεις μεταξύ ελεύθερων και ίσων πολιτών. Δίνει έτσι νόημα στη ζωή και επιβεβαιώνει τη μοναδικότητα του κάθε ατόμου. Θεωρητικοί, όπως ο Jean-Jacques Rousseau και ο John Stuart Mill, που περιέ­γραφαν την πολιτική συμμετοχή ως αγαθό καθαυτό, κατέληγαν σε παρόμοια συμπεράσματα. Ο Rousseau υποστήριξε πως μόνο μέσω της άμεσης και διαρκούς συμμετοχής όλων των πολιτών στην πολιτική ζωή μπορεί να δεσμευτεί το κράτος στην επιδίωξη του κοινού καλού, ή μέσω αυτού που ονόμασε «γενική βούληση». Για τον Mill, η συμμετο­χή στις «δημόσιες» υποθέσεις είναι παιδευτική καθόσον προάγει την προσωπική, ηθική και πνευματική ανάπτυξη του ατόμου.

Εντελώς αντίθετα, ωστόσο, η πολιτική ως δημόσια δραστηριότητα έχει επίσης περιγραφεί ως μια μορφή ανεπιθύμητης παρέμβασης. Ιδιαίτερα οι φιλελεύθεροι θεωρητικοί έχουν εκφράσει την προτίμησή τους για την κοινωνία των πολιτών σε σύγκριση με το κράτος, υποστη­ρίζοντας ότι η «ιδιωτική» ζωή είναι ένα πεδίο επιλογής, προσωπικής ελευθερίας και ατομικής ευθύνης. Αυτό καταδεικνύεται σαφέστατα στις προσπάθειες να περιοριστεί το πεδίο του «πολιτικού», οι οποίες συνήθως εκφράζονται με την ευχή «να μείνει η πολιτική έξω από» ιδιωτικές δραστηριότητες, όπως οι επιχειρήσεις, ο αθλητισμός και η οικογενειακή ζωή. Από αυτή τη σκοπιά, η πολιτική είναι επιζήμια για τον απλό λόγο ότι εμποδίζει τους ανθρώπους να ενεργούν κατ’ επιλογή· μπορεί να επεμβαίνει, για παράδειγμα, στον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις κάνουν τη δουλειά τους ή στο πώς και με ποιον αθλούμαστε ή στο πώς ανατρέφουμε τα παιδιά μας.

Η πολιτική ως συμβιβασμός και συναίνεση

Η τρίτη σύλληψη της πολιτικής δεν σχετίζεται τόσο με την αρένα εντός της οποίας διεξάγεται η πολιτική όσο με τον τρόπο λήψης των αποφάσεων. Η πολιτική, συγκεκριμένα, αντιμετωπίζεται σαν ένας ιδιαίτερος τρόπος επίλυσης των συγκρούσεων — κυρίως με το συμ­βιβασμό, τη συναίνεση [8], την εξομάλυνση και τη διαπραγμάτευση μάλλον παρά με τον εξαναγκασμό και την ωμή βία. Αυτό εννοείται όταν η πολιτική περιγράφεται ως «η τέχνη του εφικτού». Ένας τέτοιος ορισμός είναι συμφυής στην καθημερινή χρήση του όρου. Όταν, για παράδειγμα, η λύση ενός προβλήματος περιγράφεται ως «πολιτική», εννοείται ότι επιτεύχθηκε με ειρηνικό διάλογο και επιδιαιτησία, σε αντίθεση με αυτό που συχνά ονομάζεται «στρατιωτική» λύση. Και αυτή η άποψη περί πολιτικής παραπέμπει στα γραπτά του Αριστοτέλη και ιδιαίτερα στην πεποίθησή του ότι αυτό που αποκαλούσε «πολιτεία» είναι το ιδανικό σύστημα διακυβέρνησης, καθώς είναι «μεικτό», με την έννοια ότι συνδυάζει αριστοκρατικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Ένας από τους κυριότερους σύγχρονους υποστηρικτές αυτής της άποψης είναι ο Bernard Crick. Στην κλασική του μελέτη με τίτλο In Defence of Politics, ο Crick πρότεινε τον ακόλουθο ορισμό:

Πολιτική [είναι] η δραστηριότητα μέσω της οποίας αντιτιθέμενα συμφέροντα, μέσα σ’ ένα δεδομένο πλαίσιο κανόνων, συμβιβάζονται παίρνοντας το καθένα μερίδιο εξουσίας ανάλογα με τη σημασία του για την ευημερία και την επιβί­ωση ολόκληρης της κοινότητας (Crick [1962], 2000:21).

Σύμφωνα με αυτή την άποψη, επομένως, το κλειδί της πολιτικής είναι μια ευρεία διάχυση της εξουσίας. Αποδεχόμενος ότι η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, ο Crick υποστήριξε ότι, όταν κοινωνικές ομάδες και συμφέροντα έχουν εξουσία, πρέπει να συμβιβάζονται· δεν μπορούν μόνο να συγκρούονται. Γι’ αυτόν το λόγο περιέγραψε την πολιτική ως «εκείνη τη λύση του προβλήματος της τάξης η οποία επιλέγει τη συμφι­λίωση μάλλον παρά τη βία και τον εξαναγκασμό». Μια τέτοια άποψη για την πολιτική δείχνει βαθιά δέσμευση σε φιλελεύθερες-ορθολογι­στικές αρχές. Βασίζεται στην ακλόνητη πίστη στην αποτελεσματικό­τητα του διαλόγου και της συζήτησης καθώς και στην πεποίθηση ότι η κοινωνία χαρακτηρίζεται μάλλον από τη συναίνεση παρά από την ασυμφιλίωτη σύγκρουση. Με άλλα λόγια, οι τυχόν διαφωνίες μπορούν να επιλύονται χωρίς προσφυγή στον εκφοβισμό και τη βία. Οι κριτικοί, ωστόσο, επισημαίνουν ότι η αντίληψη του Crick για την πολιτική είναι εμφανώς προκατειλημμένη υπέρ της μορφής της πολιτικής που ισχύει στις δυτικές πλουραλιστικές δημοκρατίες, με αποτέλεσμα να εξισώνει την πολιτική εν γένει με την εκλογική διαδικασία και τον κομματικό ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, το μοντέλο του δεν έχει πολλά να μας πει για τα μονοκομματικά συστήματα ή τα στρατιωτικά καθεστώτα.

Αυτή η άποψη για την πολιτική έχει έναν απαραγνώριστο θετικό χαρακτήρα. Σίγουρα, η πολιτική δεν είναι καμιά ιδανική λύση (συμ­βιβασμός σημαίνει πως πρέπει να γίνουν υποχωρήσεις από όλες τις πλευρές, με αποτέλεσμα κανείς να μη μένει απόλυτα ικανοποιημένος), αλλά είναι χωρίς αμφιβολία προτιμότερη από άλλες λύσεις, από την αιματοχυσία και τη βαρβαρότητα. Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική μπορεί να θεωρηθεί μια πολιτισμένη και εκπολιτιστική δύναμη. Οι άνθρωποι πρέπει να ενθαρρύνονται να σέβονται την πολιτική ως δραστηριότητα και να είναι έτοιμοι να ασχοληθούν με την πολιτική ζωή της δικής τους κοινότητας. Ωστόσο, ο Crick είδε την πολιτική ως απειλούμενη και συχνά παραμελημένη δραστηριότητα. Θεωρούσε κυριότερο εχθρό της την «επιθυμία για βεβαιότητα με κάθε κόστος», και προειδοποίησε ότι αυτή η τάση είχε πολλές εκφάνσεις, μεταξύ των οποίων η σαγηνευτική επιρροή των πολιτικών ιδεολογιών, η τυφλή πίστη στη δημοκρατία, η επίδραση του ακραίου εθνικισμού και η υπό­σχεση της επιστήμης να αποκαλύψει την αντικειμενική αλήθεια.

Η πολιτική ως εξουσία

Ο τέταρτος ορισμός της πολιτικής είναι αφενός ο ευρύτερος κι αφετέ­ρου ο πλέον ριζοσπαστικός. Αντί να περιορίζει την πολιτική σε κάποια συγκεκριμένη σφαίρα (την κυβέρνηση, το κράτος ή τον «δημόσιο» χώρο), η άποψη αυτή βλέπει την πολιτική παρούσα σε όλες τις κοι­νωνικές δραστηριότητες και σε κάθε γωνιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως διακήρυξε ο Adrian Leftwich στο What Is Politics? The Activity and Its Study (1984:64), «η πολιτική βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε συλλογικής κοινωνικής δραστηριότητας, επίσημης ή ανεπίσημης, δημόσιας ή ιδιωτικής, σε όλες τις ομάδες ανθρώπων, τους θεσμούς και τις κοινωνίες». Έτσι εννοούμενη, η πολιτική διεξάγεται σ’ όλα τα επί­πεδα των κοινωνικών σχέσεων. Βρίσκεται εξίσου μέσα σε οικογένειες και παρέες όσο και μεταξύ εθνών και στην παγκόσμια σκηνή. Τι είναι όμως αυτό που διακρίνει την πολιτική δραστηριότητα; Τι κάνει την πολιτική να ξεχωρίζει από άλλες μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς;

Η πολιτική, υπό την ευρύτατη έννοια, αφορά την παραγωγή, τη διανομή και τη χρήση των πόρων στην πορεία της κοινωνικής ζωής. Η πολιτική είναι, ουσιαστικά, εξουσία: η δυνατότητα να πετυχαίνει κανείς το επιθυμητό αποτέλεσμα με οποιοδήποτε μέσο. Αυτή η ιδέα συνοψίστηκε εύστοχα στον τίτλο του βιβλίου του Harold Lasswell, Politics: Who Gets What, When, Ηοw? (1936). Από αυτή τη σκοπιά, η πολιτική έχει να κάνει με την αντίθεση και τη σύγκρουση, αλλά το σημαντικό στοιχείο είναι η σπάνις, δηλαδή το απλό γεγονός ότι, ενώ οι ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες είναι άπειρες, οι διαθέσιμοι πόροι για την ικανοποίησή τους είναι πάντα περιορισμένοι. Η πολιτική, συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί αγώνας για την σπάνι των πόρων, η δε εξουσία [9] μπορεί να θεωρηθεί ως το μέσο διά του οποίου διεξάγεται ο αγώνας αυτός.

Στους υπέρμαχους αυτής της άποψης περιλαμβάνονται οι φεμινί­στριες και οι μαρξιστές. Οι σύγχρονες φεμινίστριες έχουν επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιδέα του «πολιτικού». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραδοσιακοί ορισμοί της πολιτικής εξαιρούν τις γυναίκες από την πολιτική ζωή. Παραδοσιακά, οι γυναίκες περι­ορίζονταν σε μια «ιδιωτική» σφαίρα ύπαρξης επικεντρωμένη στις ανάγκες της οικογένειας και του νοικοκυριού. Αντίθετα, οι άνδρες κυριαρχούσαν ανέκαθεν στη συμβατική πολιτική και σε άλλους τομείς της «δημόσιας» ζωής. Γι’ αυτόν το λόγο, ριζοσπάστριες φεμινίστριες επιτέθηκαν στη διάκριση «δημόσιου/ιδιωτικού», διακηρύσσοντας αντί­θετα ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό». Αυτό το σλόγκαν περικλείει τη ριζοσπαστική-φεμινιστική άποψη πως οτιδήποτε συμβαίνει στο σπίτι, στην οικογένεια ή την προσωπική ζωή είναι σαφώς πολιτικό, είναι μάλιστα η βάση όλων των άλλων πολιτικών αγώνων. Είναι φανερό πως πίσω από αυτή τη θέση βρίσκεται μια πιο ριζοσπαστική άποψη για την πολιτική. Αυτή η άποψη συνοψίστηκε από την Kate Millett στο Sexual Politics (1969:23), όπου η πολιτική ορίζεται ως «εξουσια­στικά δομημένες σχέσεις, διακανονισμοί μέσω των οποίων μία ομάδα ανθρώπων ελέγχεται από μία άλλη». Μπορεί επομένως να πει κανείς ότι οι φεμινίστριες ενδιαφέρονται για την «πολιτική της καθημερινής ζωής». Κατά τη γνώμη τους, οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, μεταξύ των συζύγων και μεταξύ γονιών και παιδιών είναι στον ίδιο βαθμό πολιτικές με τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή μεταξύ κυβερνήσεων και πολιτών.

Οι μαρξιστές έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιήσει τον όρο πολι­τική με δύο έννοιες. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, ο Μαρξ χρησιμοποίησε την «πολιτική» με συμβατικό τρόπο, προκειμένου ν’ αναφερθεί στο μηχανισμό του κράτους. Έτσι, στο Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος ([1848], 1967:105), όρισε την πολιτική εξουσία ως «απλώς [την] οργανωμένη εξουσία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης». Για τον Μαρξ, η πολιτική, μαζί με το δίκαιο και την κουλτούρα, είναι μέρος ενός «εποικοδομήματος» διακριτού από την οικονομική «βάση», η οποία είναι το πραγματικό θεμέλιο της κοινωνικής ζωής. Δεν θεωρούσε, ωστόσο, την οικονομική «βάση» και το νομικό και πολιτικό «εποικοδόμημα» απόλυτα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Πίστευε ότι το «εποικοδόμημα» διαμορφώνεται και αντανακλά την οικονομική «βάση». Σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, συνεπώς, η πολιτική εξουσία, στο ίδιο θεωρητικό πλαίσιο, ριζώνει στο ταξικό σύστημα. Όπως το έθεσε ο Λένιν, «η πολιτική είναι η πιο συμπυκνωμένη μορφή της οικονομίας». Αντί να περιορίζουν την πολιτική στο κράτος και τη δημόσια σφαίρα, οι μαρξιστές φαίνεται να πιστεύουν ότι «το οικονο­μικό είναι πολιτικό». Από αυτή τη σκοπιά, η κοινωνία των πολιτών, με κύριο χαρακτηριστικό, κατά τους μαρξιστές, την ταξική πάλη είναι το επίκεντρο της πολιτικής.

Τέτοιες θεωρητικές τοποθετήσεις περιγράφουν την πολιτική με μελανά χρώματα. Η πολιτική έχει πολύ απλά να κάνει με την καταπί­εση και την υποταγή. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες υποστηρίζουν ότι η κοινωνία είναι πατριαρχική, στο βαθμό που οι γυναίκες υποβιβάζο­νται συστηματικά και υπόκεινται στην εξουσία των ανδρών. Οι μαρξι­στές παραδοσιακά ισχυρίζονταν ότι η πολιτική σε μια καπιταλιστική κοινωνία χαρακτηρίζεται από την εκμετάλλευση του προλεταριάτου από την αστική τάξη. Από την άλλη πλευρά, αυτές οι αρνητικές σημα­σίες εξισορροπούνται από το γεγονός ότι η πολιτική θεωρείται επίσης το μέσο διά του οποίου μπορούν ν’ αμφισβητηθούν η αδικία και η κυριαρχία. Ο Μαρξ, για παράδειγμα, προέβλεψε ότι η ταξική εκμε­τάλλευση θα ανατρεπόταν από μια προλεταριακή επανάσταση, ενώ οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες επικαλούνται την ανάγκη αναδιάταξης των σχέσεων των δύο φύλων μέσω μιας σεξουαλικής επανάστασης. Είναι επίσης ξεκάθαρο, ωστόσο, πως, όταν η πολιτική αναπαριστά­νεται ως εξουσία και κυριαρχία, δεν είναι απαραίτητο να θεωρείται παράλληλα ειδοποιό χαρακτηριστικό της κοινωνικής ζωής. Οι φεμινί­στριες προσδοκούν ένα τέλος της «έμφυλης πολιτικής», το οποίο θα επέλθει μέσω της οικοδόμησης μιας μη σεξιστικής κοινωνίας όπου οι άνθρωποι θα αξιολογούνται σύμφωνα με την προσωπικότητά τους και όχι βάσει του φύλου τους. Στον μαρξισμό υπάρχει η πεποίθηση ότι η «ταξική πολιτική» θα τερματίσει με την εγκαθίδρυση μιας αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Αυτή με τη σειρά της, θα οδηγήσει εντέλει στο «μαρασμό του κράτους», επιφέροντας συγχρόνως το τέλος της πολιτικής με τη συμβατική έννοια του όρου.


[1] Heywood, Andrew. Εισαγωγή στην Πολιτική, Πόλις 2006

[2] Κατά μια άποψη, πολιτική είναι η συντονισμένη δράση ατόμων ή κοινωνικών ομάδων με σκοπό να πετύχουν στόχους που αφορούν το κοινωνικό σύνολο. Πράγματι η Hannah Arendt στον ορισμό της για την πολιτική εξουσία μιλάει για «συντονισμένη δράση». Στο λήμμα «πολιτική» η ελληνική έκδοση της Wikipedia (Βικιπαιδεία) δίνει τον ορισμό: πολιτική εννοείται το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται και των μεθόδων και διαδικασιών που ακολουθούνται, μέσω των οποίων, ομάδες ανθρώπων οργανώνονται και λειτουργούν, προκειμένου να πετύχουν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο και με το μικρότερο δυνατό κόστος τους σκοπούς που επιδιώκουν σε διάφορους τομείς δραστηριοτήτων. Για κάποιους άλλους -συνήθως επαγγελματίες πολιτικούς- η πολιτική είναι κάθε κίνηση, σκέψη και πράξη που επιχειρεί να συμβάλλει στη βελτίωση της ζωής όλων των πολιτών. Πολιτική είναι επίσης ένα ακαδημαϊκό αντικείμενο που ασχολείται με την μελέτη αυτής της δραστηριότητας- πράγμα που μερικές φορές υποδεικνύεται με τη χρήση του όρου «Πολιτική» με κεφαλαίο Π.

[3] ο Αριστοτέλης ονομάζει την πολιτική «κυριωτάτη και αρχιτεκτονική» επιστήμη, (Ηθικά Νικομάχεια 1094a26-27).

[4] Heywood, Andrew (βλ. παραπομπή 1).

[5] Ο απλούστερος τρόπος ορισμού της αυθεντίας είναι ως «νόμιμη εξουσία». Ενώ η εξουσία είναι η δυνατότητα να επηρεάζει κανείς τη συμπεριφορά των άλλων, αυθεντία είναι το δικαίωμα να το κάνει. Η αυθεντία συνεπώς βασίζεται σε ένα αναγνωρισμένο καθήκον υπακοής, παρά σε οποιαδήποτε μορφή εξαναγκασμού ή χειραγώγησης. Υπό αυτή την έννοια, η αυθεντία είναι εξουσία περιβεβλημένη με το μανδύα της νομιμοποίησης ή του δικαιώματος.

[6] Η διακυβέρνηση είναι όρος ευρύτερος της κυβέρνησης. Αν και δεν έχει ακόμη σαφή ή κοινά αποδεκτό ορισμό, αναφέρεται, υπό την ευρύτατη έννοια, στους ποικίλους τρόπους μέσω των οποίων ρυθμίζεται η κοινωνική ζωή. Η κυβέρνηση, συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους θεσμούς που εμπλέκονται στη διακυβέρνηση. Μπορεί να υπάρχει «διακυβέρνηση χωρίς κυβέρνηση» (Rhodes, 1996). Οι κυρίαρχοι τρόποι διακυβέρνησης είναι οι αγορές, οι ιεραρχίες και τα δίκτυα. Η ευρύτερη χρήση του όρου αντανακλά το ξεθώριασμα της διάκρισης μεταξύ κράτους και κοινωνίας, που προκλήθηκε υπό αλλαγές όπως η ανάπτυξη νέων μορφών δημόσιας διοίκησης, η αύξηση της συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, η αυξανόμενη σημασία των δικτύων δημόσιας πολιτικής και η μεγέθυνση της επίδρασης τόσο υπερεθνικών όσο και υποεθνικών οργανισμών («πολυεπίπεδη διακυβέρνηση»). Ενώ μερικοί συνδέουν τη διακυβέρνηση με μία στροφή από τους μηχανισμούς εξουσίας και ελέγχου σε μορφές διαλόγου και διαπραγμάτευσης, άλλοι υποστηρίζουν ότι αντιπροσωπεύει μια προτίμηση για «λιγότερη κυβέρνηση» και για ελεύθερη αγορά.

[7] 0 όρος «κοινωνία των πολιτών» έχει περιγραφεί με διάφορους τρόπους. Αρχικά, σήμαινε την «πολιτι­κή κοινότητα» μια κοινωνία που ρυθμίζεται από το νόμο, υπό την αυθεντία του κράτους. Γενικότερα, η κοινωνία των πολιτών δια­κρίνεται από το κράτος και ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει θεσμούς που είναι «ιδιωτικοί», υπό την έννοια ότι είναι ανεξάρτητοι από την κυβέρνηση και οργανώνονται από τα άτομα προς επιδίωξη των δικών τους σκοπών. Η «κοινωνία των πολιτών», λοιπόν, ανα­φέρεται σ’ ένα πεδίο αυτό­νομων ομάδων και ενώσε­ων, όπως οι επιχειρήσεις, οι ομάδες συμφερόντων, οι όμιλοι, οι οικογένειες, κλπ. Ο Hegel, ωστόσο, διέκρινε την οικογένεια από την κοινωνία των πολιτών, θεω­ρώντας τη δεύτερη σφαίρα.

[8] 0 όρος συναίνεση σημαίνει συμφωνία, αλλά συνήθως αναφέρεται σε μία συμ­φωνία ιδιαίτερου τύπου. Υπονοεί, πρώτον, μία γενική συμφωνία οι όροι της οποί­ας γίνονται αποδεκτοί από ένα ευρύ φάσμα ατόμων ή ομάδων. Δεύτερον, μία συμφωνία πάνω σε θεμελιώ­δεις ή βασικές αρχές, σε αντίθεση με μία λεπτομερή ή συγκεκριμένη συμφωνία. Με άλλα λόγια, η συναίνεση επιτρέπει τη διαφωνία σε ζητήματα έμφασης ή λεπτο­μέρειας. Ο όρος «πολιτική της συναίνεσης, χρησιμο­ποιείται με δύο έννοιες. Μια διαδικαστική συναίνεση είναι η προθυμία να λη­φθούν αποφάσεις μέσω διαβουλεύσεων και δια­πραγματεύσεων, είτε μεταξύ πολιτικών κομμάτων είτε μεταξύ της κυβέρνησης και των μεγάλων συμφερόντων. Μία ουσιαστική συναίνεση είναι η σύμπλευση δύο ή περισσότερων κομμάτων, η οποία αντανακλάται στη συμφωνία πάνω σε θεμελιώ­δεις στόχους της πολιτικής. Παραδείγματα αποτελούν η μεταπολεμική σοσιαλδημο­κρατική συναίνεση στη Μ. Βρετανία και η κοινωνική οικονομία της αγοράς στη Γερμανία.

[9] Όψεις» της εξουσίας: εξουσία ασκείται όταν ο Α βάζει τον Β να κάνει κάτι που ο Β δεν θα έκα­νε από μόνος του. Ωστόσο, ο Α μπορεί να επηρεάσει τον Β με πολλούς τρόπους. Αυτό μας επιτρέπει να διακρίνουμε μεταξύ διαφορετικών δια­στάσεων ή «όψεων» της εξουσίας. Η εξουσία ως λήψη αποφάσεων: Αυτή η όψη της εξουσίας συγκρο­τείται από συνειδητές πράξεις που με κάποιο τρόπο επηρεάζουν το περιεχόμενο της απόφασης. Ο κλασικός απολογισμός αυτού του είδους εξουσίας βρίσκεται στο βιβλίο του Robert Dahl, Who Governs? Democracy an Power in an American City (1961), στο οποίο ο συγ­γραφέας αποφαίνεται για το ποιος έχει εξουσία, αναλύοντας αποφάσεις υπό το φως των γνωστών προτιμήσεων των εμπλεκόμενων δρώντων. Τέτοιες αποφάσεις, ωστόσο, μπορούν να επηρεαστούν με πολλούς τρόπους. Στο Three Faces of Power (1989), ο Keith Boulding διέκρινε ανάμεσα στη χρήση βίας ή εκφοβισμού (η ράβδος), τις εποικοδομητικές συνομιλίες με αμοιβαίο κέρδος (η συμφωνία), και τη δημιουργία υπο­χρεώσεων, αφοσίωσης και δέσμευσης (το φιλί). Η εξουσία ως καθορισμός της ημερήσιας διάταξης: Η δεύτερη όψη της εξουσίας, όπως υποστήριξαν οι Bachrach και Baratz (1962), είναι η δυνατότητα να εμποδίζει κανείς τη λήψη αποφάσεων, πράγμα που στην πράξη σημαίνει «εξουσία ως μη λήψη αποφάσεων». Τούτο έχει να κάνει με τη δυνατότητα να καθορίζει ή να ελέγχει κανείς την πολιτική ατζέντα, εμποδίζοντας έτσι θέματα και προτάσεις ακόμα και να τεθούν. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, για παράδειγμα, μπορεί ν’ ασκήσουν εξουσία είτε κάνοντας εκστρατεία εναντίον προτεινόμενης νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή (πρώτο στάδιο) είτε πιέζοντας παρασκηνιακά κόμματα και πολιτικούς προκειμένου να εμποδίσουν τη δημόσια συζήτη­ση για τα δικαιώματα του καταναλωτή (δεύτερο στάδιο). Η εξουσία ως έλεγχος της σκέψης: Η τρίτη όψη της εξουσίας είναι η δυνατότητα να επηρεάζει κανείς τον άλλο επεμβαίνοντας σ’ αυτό που σκέφτεται, θέλει ή έχει ανάγκη ο τελευταίος (Lukes, 1974). Πρόκειται για εξουσία που εκφράζεται ως ιδεολογική κατήχηση ή ψυχολογικός έλεγχος.  Ένα σχετικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η δυνατότητα της διαφημιστικής βιομηχανίας να χαλαρώνει την πίεση για αυστηρότε­ρους νόμους προστασίας του καταναλωτή, πείθοντας τους καταναλωτές ότι οι εταιρείες ήδη φροντίζουν τα συμφέροντά τους (με τη μορφή π.χ. «φιλικών προς το περιβάλλον» προϊόντων). Στην πολιτική ζωή, η άσκηση αυτού του είδους εξουσίας εντοπίζεται στη χρήση της προπαγάνδας και, γενικότερα, στην επιρροή της ιδεολογίας.