Robert Alexander Hillingford – Famiglia ciociara

Φτάσαμε στο σημείο να μην σκεφτόμαστε σχεδόν καθόλου, σε κανένα τομέα, παρά να παίρνουμε θέση «υπέρ» ή «κατά» μιας γνώμης και μόνο στη συνέχεια να αναζητούμε επιχειρήματα, ανάλογα με την περίπτωση, είτε υπέρ, είτε κατά. (Σιμόν Βέιλ)

Μετά την νίκη του «ΟΧΙ» στο ιταλικό συνταγματικό δημοψήφισμα στις 4 Δεκέμβρη του 2016, πέντε βουλευτές του Κινήματος των Πέντε Αστέρων (M5S) που ίδρυσε ο Μπέπε Γκρίλο, ζήτησαν την άμεση προκήρυξη εκλογών. Ας θυμηθούμε ότι ο Ματέο Ρέντσι του Δημοκρατικού Κόμματος (PD), προκειμένου να τελειοποιήσει τη στρατηγική επικοινωνίας του «ΝΑΙ», είχε φροντίσει να προσλάβει και τον αναλυτή Jim Messina, ο οποίος υπήρξε στενός συνεργάτης-σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα. Ωστόσο, παρά το εκλεκτό σταφ συμβούλων και αναλυτών, ο Ρέντσι στο συνταγματικό δημοψήφισμα έχασε κατά κράτος και στην συνέχεια παραιτήθηκε. Προφανώς η προαναγγελία της παραίτησής του δεν εξυπηρέτησε και τις αναμενόμενες επικοινωνιακές σκοπιμότητές της, αν και η συνέπεια του «λέγειν-πράτειν» αξίζει να σημειωθεί. Αργότερα στις 22 Οκτωβρίου 2017 έγινε δεύτερο δημοψήφισμα, αυτή τη φορά συμβουλευτικού χαρακτήρα, με αντικείμενο τη μεγαλύτερη αυτονομία της Λομβαρδίας και του Βένετο από αυτό που οι υποστηρικτές του «ΝΑΙ» ονόμασαν συγκεντρωτικό και σπάταλο Ιταλικό κράτος της Ρώμης: σε αυτό κέρδισε το «ΝΑΙ». Στη γειτονική μας χώρα στις 4 Μαρτίου 2018 θα γίνουν εθνικές εκλογές με τον νέο εκλογικό νόμο [1] και η μέχρι στιγμής προεκλογική περίοδος δείχνει ότι, από τις λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις, έχει δοθεί μεγάλο βάρος στην αποφυγή του εκφασισμού των νέων.

Μάλιστα τις προάλλες μερικές δεκάδες χιλιάδες Ιταλοί βγήκαν στους δρόμους της πόλης Ματσεράτα (Macerata) για να διαδηλώσουν ενάντια στο φασισμό. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους έχουν την πεποίθηση ότι η Ιταλία κινδυνεύει διότι οδεύει ολοταχώς προς τον εφιάλτη της δικτατορίας. Όμως λίγες ώρες αργότερα, δώδεκα εκατομμύρια Ιταλοί κάθισαν ήσυχα στον καναπέ τους για να παρακολουθήσουν τον τελικό του μουσικού φεστιβάλ Σανρέμο. H ιταλική κοινωνία δεν μοιάζει να βρίσκεται σε επίπεδο συναγερμού και δεν βλέπει κάποια «επιστροφή του φασισμού». Φυσικά κάποιοι, και δικαίως, θα πουν ότι η κοινωνία εκφασίζεται σταδιακά δίχως καν να το συνειδητοποιεί. Άλλωστε η ιστορία έχει διδάξει ότι η προσκόλληση σε άρτο και θεάματα αδρανοποιεί κάθε πολιτική σκέψη και, κατά συνέπεια, κάθε κριτική στάση στην υφιστάμενη εξουσία και τάξη πραγμάτων [2]. Υπό αυτή την έννοια είναι τελικά η ίδια η απάθεια που συνιστά συστατικό στοιχείο ενός ενδεχόμενου εκφασισμού. Κανείς, ούτε φυσικά ο γράφοντας, δεν είναι σε θέση να κάνει προβλέψεις, διότι όπως μας δίδαξε ο πατέρας του πολιτικού πραγματισμού Νικολό Μακιαβέλλι, κανείς δεν γνωρίζει τις ορέξεις της fortuna και τίποτε δεν αποκλείεται στην πολιτική. Πάντως ορισμένα σημεία δείχνουν ότι στην Ιταλία έχουμε να κάνουμε περισσότερο με μια αυταρχικοποίηση στον εργασιακό χώρο (βλ. Jobs Act)[3], παρά με διαφαινόμενα στοιχεία εκφασισμού. Προκαλεί όμως εντύπωση που ο επερχόμενος εκφασισμός φαίνεται να είναι το κυρίαρχο (και συχνά το βασικό) θέμα που εκφράζει με επιμονή στην προεκλογική της εκστρατεία η ιταλική Κεντροαριστερά και όχι μόνο.

Ειδικά αν σκεφτούμε ότι σήμερα υπάρχουν τόσα θέματα και ένας τεράστιος όγκος προβλημάτων για τα οποία θα έπρεπε να ανησυχεί, με σοβαρότητα, σύσσωμος ο ιταλικός πολιτικός κόσμος: όπως η απίσχναση του Κοινωνικού Κράτους που επιβάλλει επανεξέταση του μοντέλου, ο θηριώδης ανταγωνισμός στους νέους για την εύρεση μιας θέσης εργασίας, οι γίγαντες της Silicon Valley και άλλες πολυεθνικές εταιρείες και ιδρύματα που συνεχίζουν να συγκεντρώνουν τεράστια κεφάλαια, χωρίς να πληρώνουν στα κρατικά ταμεία τους αναλογούντες φόρους. Το τεράστιο απόστημα όπου πολυεθνικοί κολοσσοί έχοντας εδραιώσει ένα παγκόσμιο σύστημα διαπλοκής, πλημυρίζουν τα κράτη με σκάνδαλα μίζας και πολιτικής διαφθοράς, εκφυλίζοντας και μεταλλάσσοντας κάθε τομέα: της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Εάν μια πολιτική δύναμη ήθελε κάτι να πει στους σύγχρονους Ιταλούς, θα έπρεπε επομένως να εστιάσει πρωτίστως στην δικαιοσύνη και στην κάθαρση. Όμως για όλα εκείνα τα ιταλικά σκάνδαλα, δεξιάς και αριστερής κοπής, από τη δεκαετία του ’70 κανείς δεν μιλάει με το φόβο μη δυσαρεστήσει κάποιους και έτσι χάσει τις ψήφους που απαιτούνται για την επανεκλογή του. Το δημόσιο χρέος (2,31 τρισεκατομμύρια ευρώ, κοντά στο «βιώσιμο» 136% του ιταλικού ΑΕΠ), οι ιδιωτικοποιήσεις, τα κόκκινα δάνεια, τα ποσοστά των γεννήσεων, το ελλειμματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, η αυξανόμενη ανεργία, η μετανάστευση των νέων, η ανταγωνιστικότητα της ιταλικής οικονομίας μέσα σε ένα σκληρό και αυταρχικό ευρώ, είναι μερικά από τα θέματα που θα έπρεπε να κυριαρχούν κατά την προεκλογική περίοδο. Όμως στην περίπτωση της Ιταλίας κανείς (πολιτικά κόμματα, εφημερίδες, διανοούμενοι, οδηγητές γνώμης) προφανώς δεν είναι σε θέση, ή δεν επιθυμεί, όχι μόνο να φανταστεί, αλλά ούτε και να αναγνωρίσει την ύπαρξη ενός εναλλακτικού ή οποιουδήποτε ιταλικού μέλλοντος.

Η έλλειψη και η απουσία πολιτικών που απευθύνονται στους νέους έχει να κάνει με την (αυτο)τύφλωση και με την αδυναμία τόσο της Ιταλικής Κεντροαριστεράς, που κυβερνούσε μέχρι χθες, όσο και της Κεντροδεξιάς, να αναγνωρίσουν και επομένως να αποδεχτούν το γεγονός ότι ο κόσμος από τον Μάη του ’68 έχει προχωρήσει πολύ και ότι από την «ασπρόμαυρη» πραγματικότητα, που πολλοί ακόμη διατηρούν με την πιο γλυκιά γεύση στη μνήμη τους, δεν έχει μείνει τίποτα. Έτσι, με τη βοήθεια της παγκόσμιας «φούσκας» που χαρακτηρίζει το σήμερα, το ιταλικό μέλλον και ο ιταλικός πολιτικός κόσμος κινούνται σε δύο διαφορετικές διαστάσεις. Σαν τις παράλληλες γραμμές ενός τρένου που αδυνατούν να συναντηθούν. Αρκεί να δούμε τις θερμές εκκλήσεις αρκετών 60-70χρονων αγωνιστών που έσπευσαν να δηλώσουν: «μην αφήνετε την πλατεία στα χέρια των φασιστών». Προφανώς αυτές οι βαρύγδουπες δηλώσεις τους έκαναν να αισθανθούν ξανά νέοι χαρίζοντάς τους την ψευδαίσθηση ότι εκείνες οι παλιές εποχές επέστρεψαν. Βέβαια εάν η Κεντροαριστερά σταματήσει να θεωρεί τον εαυτό της ηθικώς ανώτερο και το κέντρο του σύμπαντος, θα συνειδητοποιήσει ότι οι περισσότεροι από τους εικοσάχρονους νέους που βγήκαν στους δρόμους δεν έχουν ιδέα, ούτε θέλουν να μάθουν, ποιος ήταν ο Mάριο Καπάνα της προλεταριακής δημοκρατίας ή ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ του ΙΚΚ. Όχι όμως γιατί αυτοί οι νέοι είναι ανίδεοι, ακαλλιέργητοι και άσωτοι. Άλλωστε μια από τις πρώτες επιθέσεις κατά της «άσωτης» νεολαίας καταγράφεται ήδη το 1532 από τον Μακιαβέλλι στον Ηγεμόνα. Αντίθετα οι νέοι της σημερινής Ιταλίας, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, γνωρίζουν ότι ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει, ο ναζισμός και ο κομμουνισμός είναι πράγματα πιο νεκρά και πιο ζόμπι από αυτά που βλέπουν στην τηλεοπτική σειρά The Walking Dead. Οι νέοι σήμερα δεν έχουν ζήσει τα πολλά και πολύ τραγικά γεγονότα που θυμούνται οι 70χρονοι/ες και αυτό είναι γεγονός. Η φράση: «οι νέοι είναι το μέλλον» είναι αναμφισβήτητη αλήθεια. Όμως, για να μην περιορίζεται σε πολιτικές κουβέντες καφενείου, χρειάζονται στοχευμένες πολιτικές και όχι μόνο ρητορείες και δασκαλέματα.

Από την άλλη σε αυτή την φάση της ιστορίας του δυτικού κόσμου, οι νέοι ηλικιακά πολίτες δεν δείχνουν να διψούν τόσο για πολιτική εξουσία και συμμετοχή, ως αναπόδραστο επακόλουθο της ταξικής τους θέσης, όσο για ελεύθερη βούληση, ίσους όρους και δικαιοσύνη. Δεν πιστεύουν πλέον στις λευκές επιταγές και στις υποσχέσεις και δεν χαρίζουν την εμπιστοσύνη τους σε αφηρημένες ιδέες και ανύπαρκτους αγωνιστές. Οι νέοι σήμερα -μπορεί να ζουν τις δικές τους αντινομίες και αντιφάσεις- όμως ζητούν χειροπιαστά πράγματα και αποτελέσματα. Τα παραπάνω ασφαλώς δεν σημαίνουν ότι έπαψαν οι κοινωνικές συγκρούσεις: η κοινωνική σύγκρουση είναι ακόμα εδώ, μάλιστα εμφανίζεται ιδιαίτερα ισχυρή, διότι ο νεοφιλελευθερισμός γίνεται όλο και πιο τερατώδης. Ένα σύστημα που μετατρέπει κάθε πόλη, κάθε γειτονιά και κάθε δρόμο σε μια αίθουσα αναμονής διεθνούς αεροδρομίου, που όλοι κάτι περιμένουμε, και που κανείς δεν καταλαβαίνει τί του γίνεται, πού πάει και πώς θα του ξημερώσει. Οι αναπαραστάσεις σήμερα έχουν αλλάξει και τα προβλήματα συνεχίζουν να συσσωρεύονται και να πιέζουν. Η προσπάθεια να κρατηθεί επ ‘αόριστον το μέλλον έξω από την Ιταλία και αυτή έξω από τις εξελίξεις, απλά επιδεινώνει το παρόν το οποίο εδώ και σχεδόν μια δεκαετία θυμίζει όλο και περισσότερο την αρχαιοελληνική τραγωδία που ζούμε στην Ελλάδα.

Διότι όταν μια χώρα, εγκαταλείψει τους νέους της στην μοίρα τους, αυτοί θα αντιδράσουν αναλόγως: οι πιο θαρραλέοι, ή τυχεροί, ή προνομιούχοι θα φύγουν στο εξωτερικό, καταδικάζοντας τελικά τη χώρα σε έναν αργό θάνατο. Ενώ άλλοι θα αφήσουν τους εαυτούς τους να βυθιστούν στον ψηφιακό κόσμο και να παρασυρθούν από την ψηφοθηρική ψευδολογία, που τους βλέπει ως ιδανικές λιχουδιές. Αν και πρέπει να αναφερθεί ότι η πλειοψηφία των νέων στην γειτονική Ιταλία, απλά δεν ενδιαφέρεται για μια χώρα που αδιαφορεί. Δεν είναι τυχαίο ότι η αποχή στους Ιταλούς κάτω των 25 ετών υπερβαίνει το 60%. Για να το πούμε χοντρά: το γεγονός ότι πολύς νέος κόσμος θα απέχει από τις επόμενες εκλογές δεν δείχνει κάποια τάση εκφασισμού, αλλά ότι εκείνοι που θα πάνε να ψηφίσουν είναι μια μειοψηφία τριών βασικών κατηγοριών: οι πιο βολεμένοι, οι πιο παραμυθιασμένοι και οι πιο πορωμένοι. Αλλά και ότι οι περισσότεροι δεν πιστεύουν πλέον τις πολιτικές υποσχέσεις και τα προγράμματα.

Μια λεγόμενη προοδευτική δύναμη, όπως αυτή του Ρέντσι, που αδυνατεί να βρεθεί στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων, στους πιο δραστήριους, δυναμικούς και νεανικούς τομείς της κοινωνίας, συνιστά από μόνη της μια τεράστια αντίφαση. Όμως αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ιταλία, η χώρα -παρά το μέγεθός της και την ισχύ της- έχει περάσει σε θέση πολιτικής «αναμονής» περιμένοντας τις εξελίξεις από κάπου αλλού. Μάλλον θα χρειαστεί μια ολόκληρη πολιτιστική επανάσταση που θα δώσει αξία, θα στηρίξει και θα κάνει πρώτη προτεραιότητα τους νέους. Όμως για να γίνει αυτό, σε αυτές τις συνθήκες λιτότητας και υπό την βαριά γερμανική μπότα, θα πρέπει να υπάρξουν πολιτικές που θα αγγίξουν και θα θίξουν τα προνόμια των σημερινών εξηντάρηδων (και άνω) οι οποίοι με περισσή ευκολία βγάζουν από τη ναφθαλίνη τις κόκκινες σημαίες και κουνάνε το δάκτυλο στους άχρηστους νέους που δεν ξέρουν από φασισμό. Πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που για δεκαετίες χρησιμοποιούσαν την ηθική ανωτερότητα της ιδεολογίας τους για να αποκτούν προνόμια αφήνοντας τους «άλλους» να διαλύουν τα πάντα και ταυτόχρονα να ακρωτηριάζουν όποιον τολμούσε να μιλήσει για πραγματικές μεταρρυθμίσεις και εκδημοκρατισμό. Είναι οι ίδιοι που παρουσίαζαν τα δημοψηφίσματα ως κίνδυνο για τη δημοκρατία, την πολιτική ηρεμία και την τάξη. Ενώ οι ίδιοι με την προτεινόμενη αναθεώρηση του ιταλικού Συντάγματος [4] (το οποίο έχει διατυπωθεί με γνώμονα την αποφυγή επανόδου δικτατόρων), έκαναν μια αποτυχημένη, πλην όμως ξεκάθαρη, προσπάθεια να εκχωρηθούν περισσότερες εξουσίες στο Κοινοβούλιο και στον πρωθυπουργό, αποδυναμώνοντας τη Γερουσία. Είναι οι ίδιοι που είδαν τον εφιάλτη του φασισμού στον Μπερλουσκόνι, μετά στον Γκρίλο και τώρα τον βλέπουν στον Σαλβίνι. Είναι οι ίδιοι που εάν αύριο ακολουθηθούν ακόμη πιο σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές στην Ιταλία, θα γκρινιάζουν έχοντας όμως σχεδόν όλα τα προνόμιά τους -ή έστω με κάποιες περικοπές- και πάνω από όλα θα έχουν την υπέροχη ηθική τους ανωτερότητα. Και αν αύριο ή μεθαύριο ή σε 10 χρόνια, δούμε όντως ένα κίνημα με πραγματικά φασιστικά χαρακτηριστικά να εξαπλώνεται, θα είναι ξανά αυτοί, της ίδιας αντίληψης άνθρωποι, που θα βγουν πρώτοι να πουν «εμείς τα λέγαμε». Κάνοντας δυσδιάκριτη την κρυφή επιθυμία να επιβεβαιωθεί η θεωρία τους, σαν αυτο-εκπληρούμενη προφητεία, από την αγνή πρόθεση και την προσπάθεια να μην καταντήσει ο κόσμος να αναζητά στο φασισμό μια σανίδα σωτηρίας.

Είναι όλοι αυτοί που έχουν χάσει τον μπούσουλα, τα αυγά και τα πασχάλια, αλλά συνεχίζουν να γνωρίζουν πως το καλό και το αγαθό είναι να μην πας με εκείνους που είναι όλοι τους ακροδεξιοί, φασίστες και αυτονομιστές και θα πάνε με τον Σαλβίνι, ή με τους άλλους που είναι όλοι ψεκασμένοι, αμόρφωτοι και κλέφτες και θα πάνε με τον Λουίτζι ντι Μάιο (επικεφαλής του M5S στη θέση του Μπέπε Γκρίλο). Κανείς όμως δεν μιλά για το γεγονός ότι η εσωτερική μετανάστευση, για εύρεση εργασίας, των νότιων Ιταλών προς τον Βορρά, έχει σταματήσει χρόνια τώρα, διότι δεν υπάρχουν θέσεις στο Βορρά και έχει κορεστεί πλέον αυτή η δυναμική. Ο Ιταλικός Νότος μάλλον θα ψηφίσει M5S [5] και αυτό δείχνει να συνδέεται με το γεγονός ότι πλέον ο Γκρίλο και ο Λουίτζι ντι Μάιο έπαψαν να μιλούν για διενέργεια δημοψηφίσματος για έξοδο της Ιταλίας από την ΕΕ. Πράγμα που δείχνει, πάνω από όλα, τον φόβο των Ιταλών μπροστά στην απουσία κάποιας δομημένης και σοβαρής εναλλακτικής. Όλοι τελικά μοιάζει να απευθύνονται στον Νότο, ο οποίος είναι ένας ολόκληρος κόσμος 21 εκατομμυρίων ανθρώπων, που αισθάνεται αποκλεισμένος, αφημένος στις τοπικές μαφίες, και που θέλει επιτέλους κάτι να πει και να ακουστεί. Στο Νότο που πάρα πολλές φορές, στο παρελθόν, ξεχάστηκε από την κεντρική πολιτική ατζέντα και από τις λεγόμενες δυνάμεις του συστήματος -που για δεκαετίες ολόκληρες είχε μείνει έξω από τα μεγάλα ιταλικά έργα υποδομών και ανάπτυξης. Μιλάμε για αυτούς που, ακόμη και σήμερα, πολλοί «εργατικότατοι» Βορειοευρωπαίοι και Βορειοιταλοί ονομάζουν τεμπέληδες και λούζερς, χωρίς τίτλους και πτυχία που καί δεν μπορούν καί δεν θέλουν να γίνουν αυτοδημιούργητοι και κύριοι του εαυτού τους.

Το ιταλικό πολιτικό σύστημα μοιάζει να απαρτίζεται από ανθρώπους που δεν έχουν τη στοιχειώδη σοβαρότητα, ή την διάθεση, να κάτσουν να αναλογιστούν τη θέση της χώρας τους στον κόσμο, ούτε τις πραγματικές αιτίες της νίκης του Trump στις ΗΠΑ και του Brexit στην Βρετανία. Ο ιταλικός Τύπος αυτό τον καιρό μοιάζει με μια επικοινωνιακή μηχανή που εξυπηρετεί μόνο συγκεκριμένους ιδεολογικούς σκοπούς ή προσεγγίσεις και κανένα εθνικό σχεδιασμό. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία, και όχι μόνο, είναι μάλλον μια πολιτική «άμπωτη» και μια απονοηματοδότηση που κάνει ορατά κάποια μεμονωμένα στοιχεία (επικοινωνιακής ακρότητας και αντίδρασης) τα οποία φαίνεται να βγαίνουν στην επιφάνεια όταν αποσύρονται οι πολιτικές του ρεαλισμού και του πραγματισμού. Έτσι οι πολιτικοί περιορίζονται σε επικοινωνιακές «μάχες» και αφηρημένες αλληλοκατηγορίες. Οι λέξεις και οι έννοιες χάνουν το ιστορικό τους βάρος και περιεχόμενο και δεν πείθουν κανέναν. Ενδεικτικό της παρακμής του πολιτικού λόγου και του αδιεξόδου στην γείτονα χώρα είναι ότι το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι δείχνει να ανεβαίνει. Το κόμμα του ανθρώπου που έχει δηλώσει: «το 87% (κανείς δεν γνωρίζει πώς το μέτρησε) των ψηφοφόρων του M5S δεν έχει κάνει ποτέ φορολογική δήλωση, δεν έχει εργαστεί ποτέ και δεν έχει καταφέρει ποτέ τίποτα». Δήλωση που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την οπτική του Θ. Πάγκαλου με το «όλοι μαζί τα φάγαμε». Όταν το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) χρησιμοποιεί (ξανά) την ρητορική περί αμορφωσιάς και άγνοιας των νότιων ως «πολιτικό» όπλο ενάντια στους λεγόμενους «γκριλίνους» (των 5 αστέρων), στην ουσία υποβαθμίζει τον πολιτικό λόγο σε ένα είδος «φυλετικού» ζητήματος που οδηγεί κατευθείαν στην αιώνια αντιπαράθεση: εμείς του Βορρά είμαστε έξυπνοι, καλλιεργημένοι, ορθολογικοί, ενώ εσείς του Νότου προληπτικοί, ψεκασμένοι και φανατικοί. Τελικά οι πολιτικές προτάσεις περιορίζονται σε αόριστες υποσχέσεις επαναδιαπραγμάτευσης με την ΕΕ (M5S), στην ενδεχόμενη δημιουργία ενός παράλληλου νομίσματος (Λίγκα του Βορρά και Μπερλουσκόνι), στην αύξηση του βασικού μισθού και άμεση μείωση της φορολογίας (Ρέντσι – PD). Ασφαλώς η συζήτηση για το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί σταθερά την επιτομή του σύγχρονου πολιτικού καιροσκοπισμού και της υποκρισίας, καθώς φαίνεται ότι όλοι έχουν και από μια «πρόταση» (Λίγκα του Βορρά και Φόρτσα Ιτάλια) ώστε να τσιμπήσουν ένα, έστω μικρό, κομματάκι από την πίτα των ψηφοφόρων και την «αγορά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Και μιλάμε για την απόλυτη υποκρισία καθώς όλοι γνωρίζουν ότι οι αποφάσεις για τα συγκεκριμένα ζητήματα, και πολλά ακόμη, βρίσκονται πλέον στα χέρια πολιτικών ελίτ, εκτός Ιταλίας, στους λεγόμενους ισχυρούς παίκτες της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Διότι αυτή είναι η αλήθεια και όχι απλά ό,τι μας τυφλώνει παρέα, ώστε να φοβόμαστε για τα χειρότερα και όλο να ξεχνάμε ότι υπήρχε ζωή και προ Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με ενδεχόμενο μια Ευρώπη δυο ταχυτήτων, μπορεί κάποιοι να ελπίζουν και σε μια Ιταλία δυο ή και τριών ταχυτήτων, όμως εάν πράγματι αυτός είναι ο στόχος τους, το να ζητούν την ψήφο του Νότου χωρίς να ασχολούνται με τα προβλήματά του, και ειδικά των νέων, συνιστά απόλυτο πολιτικό θράσος. Από την άλλη είναι λογικό και θεμιτό όσοι βλέπουν ή θεωρούν ότι η ζωή τους βελτιώνεται από τις ευρωπαϊκές πολιτικές των τελευταίων δέκα ετών, να τις στηρίζουν. Όμως είναι απολύτως φυσικό να υπάρχουν -τα σημεία δείχνουν ότι υπάρχουν- πάρα πολλοί Ιταλοί που στην καθημερινότητά τους βλέπουν ακριβώς το αντίθετο, όσο κι αν η φιλό-ευρωπαϊκή ρητορική προσπαθεί να υποβαθμίσει αυτή την πραγματικότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιταλική οικονομία πέρα από την μεγάλη και βαριά βιομηχανία, που και αυτή συμπιέζεται, βασίζεται και σε ένα πολύ πυκνό πλέγμα μικρών και μεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων, οι οποίες καιρό τώρα συμπιέζονται, άλλες εξαγοράζονται από κολοσσούς, και άλλες κλείνουν γιατί δεν μπορούν να επιβιώσουν.

Η Ευρώπη από την αρχή ήταν μια κατασκευή που φαινόταν τεχνοκρατική. Ξεκίνησε από χειροπιαστά πράγματα, από τον άνθρακα και το χάλυβα, αλλά οι ιδρυτές της είχαν ένα όραμα. Ο άνθρακας και ο χάλυβας στο εγγύς μέλλον θα είναι ο πολιτισμός και τα δικαιώματα. Σε αυτά θα βασιστεί η Ευρώπη μας […] To μέλλον ονομάζεται Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης (ΗΠΕ) […] Η μάχη θα είναι μεταξύ εκείνων που πιστεύουν στις ΗΠΕ και εκείνων της Παδανίας και των αεροψεκασμών. Πάμε να κερδίσουμε! (Ματέο Ρέντσι) [6]

Η κόπωση των φιλελεύθερων «δημοκρατιών» είναι πλέον ορατή με γυμνό μάτι. Το αντιπροσωπευτικά συστήματα είναι κουρασμένα, κυρίως γιατί είναι προϊόντα του 19ου αιώνα, χαρακτηρίζονται δηλαδή από όλες τις αντιφάσεις του παρελθόντος. Επομένως δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν τις νέες αντιφάσεις και την γενικευμένη αξιακή αποδόμηση που επέφερε η παγκοσμιοποίηση, η μαζικοποίηση της κοινωνίας και ο σκληρός νεοφιλελευθερισμός κατά τον 21ο αιώνα. Στην Ιταλία αναστέλλοντας εν τη γενέσει της οποιαδήποτε πιθανότητα πολιτικής ανυπακοής [7] και αποτρέποντας κάθε ουσιαστική αλλαγή πορείας της χώρας, η παλιά καλή φρουρά των ειλικρινών «δημοκρατών», μέσα στη θαλπωρή των προνομίων της κοινωνικής τους τάξης και θέσης, θα συνεχίσουν να καταδικάζουν ολόκληρα κοινωνικά στρώματα σε μια κατάσταση όπου οι μόνες λύσεις για τους νέους, όλο και περισσότερο, θα είναι: φυγή προς άλλες χώρες ή βορά στο στόμα της υποσχεσιολογίας που υπάρχει για να λέει πολλά και να κάνει ελάχιστα. Με άλλα λόγια το προεκλογικό σλόγκαν, γενικής ισχύος, στην Ιταλία είναι: ΗΠΕ και ξερό ψωμί, ή έξω από εδώ και μακριά, μια έκδοση αλάΤΙΝΑ, με πολύ ηνωμένο πολιτισμό και δικαιώματα.


[1] Στις επερχόμενες ιταλικές εκλογές θα εφαρμοστεί o νέος εκλογικός νόμος με την ονομασία Rosatellum bis που καθορίζει ένα μεικτό εκλογικό σύστημα και έρχεται να αντικαταστήσει τον παλαιότερο εκλογικό νόμο με την ονομασία Italicum. Σε αντίθεση με το παρελθόν οι Ιταλοί ψηφοφόροι δεν θα ψηφίσουν μόνο το πολιτικό κόμμα που επιθυμούν, αλλά και τον συγκεκριμένο βουλευτή που θέλουν να εκλεγεί σε επίπεδο τοπικής περιφέρειας. Με τον νέο εκλογικό νόμο το 37% (δηλαδή 232 από τις 630 έδρες) του ιταλικού Κοινοβουλίου (κάτω βουλή) και το 30% (δηλαδή 109 από τις 315 έδρες) της Γερουσίας (πάνω Βουλή) θα εκλεγεί σε τοπικό επίπεδο. Το εκλογικό σύστημα που θα ακολουθηθεί για τον συγκεκριμένο αριθμό εδρών θα είναι καθαρά πλειοψηφικό. Για την εκλογή του υπολειπόμενου 63% του Κοινοβουλίου, οι έδρες θα κατανεμηθούν στα κόμματα με κλειστή λίστα. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, το Κίνημα των 5 Αστέρων (M5S) με επικεφαλής τον Λουίτζι ντι Μάιο θα είναι το πρώτο κόμμα στη νότια Ιταλία, αν όχι σε όλη τη χώρα. Το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) του Ματέο Ρέντσι φαίνεται να σημειώνει απώλειες και δείχνει δεύτερο, ενώ τρίτο ακολουθεί το Φόρτσα Ιταλία (FI) του Σίλβιο Μπερλουσκόνι με ενισχυμένα ποσοστά και μετά η Λίγκα του Βορρά (LN) με υποψήφιο τον Ματέο Σαλβίνι. Ασφαλώς οι προβλέψεις είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι με το νέο εκλογικό σύστημα οι τοπικοί υποψήφιοι θα έχουν περισσότερη δύναμη να επηρεάσουν τη δυναμική των κομμάτων. Είναι επίσης λογικό το κύριο βάρος να δοθεί στην προσωπικότητα και το κύρος των πολιτικών που θα ζητήσουν την ψήφο.
[2] Βλ. Σκέψεις πάνω στον Machiavelli, Respublica.gr, Μιχάλης Θεοδοσιάδης 2016.
[3] Με τον νέο ιταλικό νόμο για την απασχόληση (Jobs Act), για παράδειγμα, εκχωρήθηκαν ευρύτερες ελευθερίες στους επιχειρηματίες που θέλουν να ελέγξουν τα smartphones και tablets των υπαλλήλων τους που χρησιμοποιούνται και για τη σύνδεσή τους με το κοινωνικό τους προφίλ στα social media. Η απόφαση του Ανώτατου Ιταλικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου (απόφαση 782/2016) διατύπωσε ευνοϊκή γνώμη για την απόλυση ενός εργαζομένου ο οποίος, σύμφωνα με τον εργοδότη του, περνούσε πολύ χρόνο στο διαδίκτυο. Εάν αυτό κρίνεται σωστό ή λάθος είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης. Ωστόσο ένα Ανώτατο Δικαστήριο σε μια χώρα της ΕΕ έκρινε θεμιτό τον έλεγχο του ιστορικού πλοήγησης και την εκτύπωσή του, χωρίς να θεωρείται πλέον ότι θίγεται η προστασία της ιδιωτικότητας (privacy) του εργαζομένου. Αν και πολύ ενδιαφέρον, είναι άγνωστο εάν αυτό θα δημιουργήσει ένα ιταλικό νομικό προηγούμενο και για περιπτώσεις υπαλλήλων και στελεχών που εμπλέκονται σε περιπτώσεις διαφθοράς και σκανδάλων.
[4] Μπολτέτσου Ευαγγελία, Συγκριτική Θεώρηση Ελληνικού και Ιταλικού Συντάγματος με βάση τη δομή του Ελληνικού, http://www.greeklaws.com/pubs/uploads/word/772.doc
[5] Η εφημερίδα ‘La Stampa’ έγραψε: «ο Νότος παραμένει -σταθερά και ξεκάθαρα- στα χέρια του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, επιτυγχάνοντας έτσι μια ιστορική ανατροπή: αν σκεφτούμε ότι στα 72 χρόνια της Ιταλικής Δημοκρατίας οι ψηφοφόροι του Νότου ανταμείβουν πάντα τα κυρίαρχα συστημικά κόμματα, Dc, Forza Italia, Ulivo και ποτέ και σε καμία περίπτωση ένα αντι-συστημικό κίνημα».
[6] Από την ομιλία του Μ. Ρέντσι στο Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) στο Μιλάνο στις 20/01/2018.
[7] Γιώργος Ν. Πολίτης, Το Δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής – η νόμιμη άμυνα στην αυθαίρετη εξουσία, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2012.