Ζαν Λουί Πετίτ (1795–1876) – Φάρος στο Gatteville

Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης

Τόσο στην Ελλάδα της κρίσης, όσο και πριν η οικονομική κατάρρευση σαρώσει τη χώρα, συναντά κανείς περιπτώσεις δημόσιων προσώπων και γνωστών διανοούμενων, που μέσα από τα βιβλία τους, την αρθρογραφία τους και τις ομιλίες τους, χαρακτηρίζουν τους Έλληνες «κλειστόμυαλους» και μη ανεκτικούς. Για αυτούς, ο μέσος Έλληνας παραμένει προσκολλημένος στο οικογενειακό μοντέλο και στη λεγόμενη «παρωχημένη κοινωνία» που «διέπεται από απαρχαιωμένες της αξίες», αρνούμενος πεισματικά να δεχθεί την εξέλιξη, την πρόοδο και την «πορεία προς τα εμπρός». Αυτή την αντίληψη, αναφορικά με την ελληνική πραγματικότητα, συναντά κανείς ακόμα και σε πλατιά τμήματα της ίδιας της κοινωνίας, εφόσον έχει γίνει κοινός τόπος σε αρκετούς συμπολίτες μας η δήθεν «αναγκαιότητα να εκμοντερνιστούμε», πάντα στα πρότυπα των δυτικών μητροπόλεων. Αυτή η προσέγγιση, κατά βάση, πηγάζει από την εξιδανίκευση του βορειοευρωπαϊκού και αγγλοσαξονικού κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου, έτσι όπως καλλιεργήθηκε κατά τη δεκαετία του ’60 και έπειτα, και ιδίως κατά τη δεκαετία του ’90, μέχρι και το 2008. Πιο χαρακτηριστική είναι όμως η ύπαρξη ιδιωτικών οργανισμών, όπως ο διαΝΕΟσις, ο οποίος μέσα από έρευνες γνώμης διατείνεται ότι χαρτογραφεί τις αξιακές, πολιτικές και πολιτισμικές αντιλήψεις των Ελλήνων. Όπως μάλιστα λένε κάποιοι, που προσφάτως συμμετείχαν στο 3ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, η ελληνική κοινωνία είναι «μέχρι το μεδούλι συντηρητική και κλειστή», ενώ η σχέση της με το κράτος «παραμένει πελατειακή». Επίσης συχνά τονίζεται το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι, νεότεροι στην ηλικία, τα τελευταία χρόνια, έφυγαν από την Ελλάδα για χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά ή άλλαξαν ακόμη και ήπειρο, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στις «αναπτυγμένες» χώρες. Αντιθέτως όσοι παρέμειναν συχνά κατηγορούνται ότι είναι αποτυχημένοι, τεμπέληδες και ανίκανοι, που παρασιτούν και βασίζονται στην οικογενειακή και κρατική πρόνοια.

Θα δανειστούμε ένα ανέκδοτο από τον Ian Stewarts (Concepts of Modern Mathematics) που αναδεικνύει τις διαφορετικές προσεγγίσεις απέναντι σε αυτά που προσλαμβάνουν οι αισθήσεις μας: Ένας αστρονόμος, ένας φυσικός και ένας μαθηματικός ταξιδεύουν προς την Σκωτία με το τρένο. Από το παράθυρο βλέπουν ένα μαύρο πρόβατο στην μέση ενός λιβαδιού. «Ενδιαφέρον», λέει ο αστρονόμος, «όλα τα πρόβατα στην Σκωτία είναι μαύρα». Σ’αυτό απαντά ο φυσικός: «Μα όχι βέβαια, μερικά πρόβατα στην Σκωτία είναι μαύρα». Ο μαθηματικός, στρέφοντας το βλέμμα του παρακλητικά στον ουρανό, ξεστομίζει: «Στην Σκωτία υπάρχει τουλάχιστον ένα λιβάδι, με τουλάχιστον ένα πρόβατο, το οποίο είναι μαύρο, τουλάχιστον από την μια πλευρά».

Το παραπάνω μπορεί να ακούγεται απλοϊκό, διότι είναι περιορισμένο στις ανθρώπινες αισθήσεις, όμως δίνει μια αρκετά καλή, γενική περιγραφή, της αντίληψης που έχουν πολλοί για τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Για την κοινή λογική (common sense) τα δεδομένα πράγματα, στο ανέκδοτο, θα έπρεπε να είναι μόνο το λιβάδι και το πρόβατο. Σε αυτά θα έπρεπε να συμφωνούμε όλοι, και όμως, παραδόξως, αυτά ακριβώς είναι που σήμερα αδυνατούμε να εντοπίσουμε και να αναγνωρίσουμε. Αυτό γιατί, εκτός των άλλων, μέσα από δημοσκοπήσεις και έρευνες γνώμης, μας έχει καταπιεί όλους η προπαγάνδα, η απώλεια προσοχής και κριτικής, οι γενικεύσεις-υπεραπλουστεύσεις, αλλά και ο σχετικισμός, σε όλες τις μορφές του, από τις πιο ελαφριές μέχρι και τις πλέον φονταμενταλιστικές.

Ο σκεπτικισμός μας, όπως κάθε λογικού ανθρώπου, για τέτοιου είδους «ανεξάρτητες» και αδιαφανείς έρευνες, είναι ρητός και ξεκάθαρος: αφορά την ορθότητα των συμπερασμάτων, τα κίνητρα, αλλά κυρίως αφορά τη χρησιμότητά τους για την ελληνική κοινωνία εν γένει. Ωστόσο δεν θα επιμείνουμε στις, κατά παραγγελία, ξεκαρδιστικές έρευνες γνώμης, γιατί ο στόχος αυτού του κειμένου, σε αντιπαράθεση με «φρονηματικές» πεποιθήσεις, είναι να αναδείξει δυο πραγματικότητες. Η πρώτη είναι ότι η ελληνική κοινωνία, μέσα στα χρόνια της κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της στάσης της απέναντι στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, απέδειξε ότι είναι περισσότερο ανεκτική, συνεκτική και ανοιχτή, σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η δεύτερη είναι ότι το μισό εκατομμύριο νέων Ελλήνων, κατ’ εκτίμηση, που έφυγαν στο εξωτερικό δεν συνιστά, σε καμία περίπτωση, μια ομοιογενή ομάδα ανθρώπων, από οικονομική και πολιτισμική σκοπιά, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με όσους παρέμειναν στη χώρα. Χωρίς κριτική και αντίλογο, αυτού του είδους οι κολοσσιαίες γενικεύσεις και οι ισοπεδωτικοί αφορισμοί, καθώς αναπαράγονται άκριτα από τα ΜΜΕ, καλλιεργούν ένα σύνολο αληθοφανών (πλην όμως ψευδών) αντιλήψεων που δημιουργούν σύγχυση. Κατά τη γνώμη μας η αυξανόμενη δημοφοβία, από την πλευρά του υπάρχοντος οικονομικο-κοινωνικού κατεστημένου, είναι ένα από τα ενδεικτικά σημεία ενός πολιτικού αδιεξόδου που σταδιακά δείχνει να γενικεύεται. Αδιέξοδο που παίρνει τη μορφή ενός πανικού ο οποίος εκφράζεται, και στο διαδίκτυο, μέσα από τις άναρχες κραυγές οργανικών διανοούμενων, δημοσιογράφων και πολιτικών. Ένας βόμβος από φωνές μεγαλομανών που απευθύνονται στο υπερεγώ τους, στο ελιτίστικο ακροατήριό τους, αλλά πάνω απ’ όλα στους χορηγούς τους.

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα του «μη ανεκτικού» και «ρατσιστή Έλληνα» (επιχείρημα που αναπαράγουν όχι μόνο οι φιλελεύθεροι του «ακραίου κέντρου», αλλά σε μεγάλο βαθμό και οι λεγόμενοι «ακτιβιστές» της Αριστεράς και της Αναρχίας) αξίζει μονάχα να υπολογίσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία συνέδραμε στη φιλοξενία των προσφύγων, ενώ αρκετές οικογένειες που άνοιξαν την πόρτα τους κινδύνευσαν να κατηγορηθούν ακόμη και για διακίνηση. Όλα αυτά μάλιστα σε μια στιγμή που από τη χώρα απουσιάζουν οι υποδομές που θα μπορούσαν να περιθάλψουν έναν τόσο τρομακτικό αριθμό μετακινούμενων μαζών. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα, αλλά ας θυμηθούμε ένα ακόμα περιστατικό: πριν από μερικά χρόνια στο Ηράκλειο της Κρήτης κάηκε το μίνι μάρκετ ενός μετανάστη από το Μπαγκλαντές. Οι αιτίες την πυρκαγιάς παράμειναν αδιευκρίνιστες (αν και υπήρξαν υποψίες ακροδεξιάς εμπλοκής). Ωστόσο άμεσα σύσσωμη η γειτονιά βοήθησε να καθαριστεί ο χώρος και συγκέντρωσε χρήματα για την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών. Ήταν οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι της γειτονιάς που έσπευσαν να βοηθήσουν τον μετανάστη συνάνθρωπό τους με τον οποίο προφανώς ζούσαν αρμονικά. Δεν ήταν οι οργανωμένοι σε κάποια Μη Κυβερνητική Οργάνωση, δεν ανήκαν σε κομματικές παρατάξεις· δεν ήταν αναρχικά γκρουπούσκουλα, ούτε οι λεγόμενοι Μαχητές της Κοινωνικής Δικαιοσύνης (SJWs)· ενδεχομένως κάποτε, κάποιοι από αυτούς, να παπαγάλισαν κάτι από τις συνωμοσίες ενός «γέροντα Παΐσιου», ίσως κάποια στιγμή είδαν τον εαυτό τους να αγανακτεί λόγω των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών (και της αδιαφορίας που επιδεικνύουν οι χώρες του Βορρά), ή πίστεψαν κάποια από τις μισαλλόδοξες φωνές εκπροσώπων της θρησκείας. Αντίθετα, η στάση αρκετών πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών, με οργανωμένες υποδομές φιλοξενίας (και σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση), επένδυσαν περισσότερο στον φόβο, για σαφώς μικρότερο αριθμό μεταναστών. Πράγμα που έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές στην Αυστρία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και αλλού.

Είναι αναγκαίο να λάβουμε και πάλι υπόψη μας την οικονομική κατάσταση της χώρας, που εν μέσω της τρομερής αυτής κρίσης, οι δείκτες ανεργίας είχαν σκαρφαλώσει στο 27% μεταξύ 2013 και 2014. Ποσοστό που αντιστοιχεί μονάχα σε χώρες που μαστίζονται από εμφύλιους πολέμους, δηλαδή σε κάποια αποτυχημένα κράτη (failed states) όπως η Σομαλία και η Υεμένη.

Και όπως, λοιπόν, ειπώθηκε και παραπάνω, η ίδια η χώρα εν μέσω ανυπέρβλητων δυσκολιών, δέχτηκε δυσανάλογο αριθμό μεταναστών, για το μέγεθός και τις δυνατότητές της. Έτσι το γεγονός ότι ένα ακραίο κόμμα, όπως αυτό της Χρυσής Αυγής, δεν ξεπέρασε κατά πολύ το 10% αποτελεί μάλλον δείγμα ανεκτικότητας και όχι κλειστότητας. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι το κόμμα αυτό αποκλείεται κάποια στιγμή να βρεθεί στην εξουσία, δεδομένου ότι η πραγματικότητα μεταβάλλεται με γοργό ρυθμό, και ουδείς μπορεί να γνωρίζει τις ορέξεις της fortuna, όπως θα έλεγε και ο Μακιαβέλλι (καθώς είναι απρόβλεπτη η έκβαση μιας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας). Θα πρέπει, βέβαια, να σκεφτεί κανείς ότι σε άλλες χώρες, με το φόβο και μόνο ότι μπορεί να δεχθούν μετανάστες, λαϊκιστικά δεξιά και αντιμεταναστευτικά κόμματα συμμετέχουν ήδη στη κυβέρνηση. Ας αναλογιστούμε τί θα γινόταν αν στην ίδια μοίρα με την Ελλάδα (όντας πύλη εισόδου μεταναστών στην Ευρώπη και με ποσοστά ανεργίας άνω του 20%) βρίσκονταν η Γαλλία ή ίσως η Βρετανία και ποιά πραγματικά θα ήταν η απάντησή τους σε ένα τέτοιο κοσμογονικό φαινόμενο;

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν σημαίνει ότι ο μέσος Έλληνας έγινε ξαφνικά ρατσιστής ή φασίστας -όπως, αντίστοιχα, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 δεν υποδηλώνει απαραίτητα και κάποια αριστερή στροφή της ελληνικής κοινωνίας. Ως εκ τούτου, ο ρατσιστικός λόγος, στις περισσότερες περιπτώσεις, στην ουσία εκφράζει κυρίως μια ρητορική αγανάκτησης, αυτό μάλιστα φαίνεται πιο έντονα στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης στο διαδίκτυο. Ένα χαρακτηριστικό, μέρους της ελληνικής κοινωνίας, βέβαια, είναι η συνεχόμενη μεμψιμοιρία και η γκρίνια για καθετί που συμβαίνει γύρω μας -συνεπώς καί για το μεταναστευτικό. Όμως κατά βάθος μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο μέσος Έλληνας είναι περισσότερο ανεκτικός, για παράδειγμα, από τον μέσο Γάλλο. Μπορεί ο ατομικισμός να έχει κυριαρχήσει (όπως άλλωστε και σε κάθε χώρα δυτικού τύπου) μαζί και η κουλτούρα του καταναλωτισμού, ωστόσο -όπως άλλωστε μαρτυρά το έντονο λαϊκό στοιχείο που ακόμα δεν έχει σβήσει από την ελληνική καθημερινότητα- σε σχέση με τις αγγλοσαξονικές κυρίως χώρες, σε δύσκολες στιγμές, η συλλογική αλληλοβοήθεια εκφράζεται με πολύ πιο έντονο τρόπο από ότι στις ευρωπαϊκές χώρες του Βορρά. Εκεί δηλαδή όπου τον ρόλο της κοινωνικής αλληλεγγύης, που εκφράζεται σε επίπεδο γειτονιάς και χωριού, έχει αντικαταστήσει σχεδόν πλήρως το θεραπευτικό κράτος. Ας μην ξεχνάμε ότι στη Γερμανία, την ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τους δείκτες ανεργίας να μην ξεπερνούν ούτε καν το 3.6 %, λόγω της αθρόας εισροής προσφύγων, το λαϊκιστικό δεξιό κόμμα Alternative für Deutschland συγκεντρώνει ποσοστό της τάξης του 15%, και παλεύει ακόμα και για την δεύτερη θέση.

Αναμφισβήτητα, στην ελληνική κοινωνία (που δεν είναι μια μονολιθική ολότητα), υπάρχουν κακώς κείμενα και στρεβλές-προβληματικές νοοτροπίες που βεβαίως μπορούν και πρέπει να βελτιωθούν! Η Εκκλησία, για παράδειγμα, συνεχίζει να ασκεί εξουσία ανεξέλεγκτη, παρασιτώντας στην πλάτη του ελληνικού κράτους. Δίχως βέβαια κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι ενστερνιζόμαστε τις υπερβολές που αναπαράγουν οι προοδευτικοί χώροι, για παράδειγμα ότι «είμαστε ένα θεοκρατικό κράτος όπως το Ιράν». Σαφώς μια από τις απαραίτητες πολιτειακές αλλαγές, που η Ελλάδα έχει άμεση ανάγκη, είναι και η αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας. Επίσης τα φαινόμενα βίας κατά των γυναικών στην Ελλάδα, αποτελεί ανοιχτή πληγή. Τούτα τα προβλήματα, ωστόσο, δεν δύναται να εκλείψουν μέσα από τα λεγόμενα «κοινωνικά προγράμματα», βάσει των οποίων μια χούφτα εξυπνάκηδες θα έρθουν να μας «διαφωτίσουν», ώστε να γίνουμε «προοδευτικοί και ανοιχτόμυαλοι», αλλά μονάχα μέσα από έναν αυτο-διαφωτισμό. Δηλαδή από τη δική μας προσπάθεια αναγνώρισης των πιο σκοτεινών πτυχών του εαυτού μας, από την αναγνώριση πως η ύβρις βρίσκεται μέσα μας και οφείλουμε να αυτο-περιοριζόμαστε. Επιπλέον, πρέπει να τονίσουμε ότι κάποια αρνητικά γνωρίσματα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικές ιδιαιτερότητες, ούτε και καθιστούν σύσσωμη την ελληνική κοινωνία «κλειστή» και «μη ανεκτική». Επίσης, δεν ασπαζόμαστε τις ουτοπικές ιδεολογίες που μιλούν για την ανάδυση μιας κοινωνίας απόλυτα ανοιχτής, που θα είναι (υποτίθεται) απαλλαγμένη από όλες τις προκαταλήψεις και ταυτόχρονα όλα τα μέλη της θα είναι υποδείγματα καλών τρόπων και ήθους. Η αλήθεια είναι ότι κατά τα χρόνια της κρίσης δημιουργήθηκε ένα κλίμα θυμού, αγανάκτησης, μνησικακίας και συχνά απόγνωσης που εκφράζεται και μέσα από λούμπεν πολιτικούς σχεδιασμούς. Πράγματι υφίστανται στην ελληνική κοινωνία ακροδεξιοί θύλακες (όπως και σε κάθε έθνος, βέβαια) ως απομεινάρια της μετεμφυλιακής Δεξιάς. Όμως αυτοί δεν συνθέτουν την συνολική εικόνα της χώρας. Την ίδια στιγμή θα πρέπει να σημειώσουμε την ανάγκη μέτρων πρόληψης και αποτροπής της ανησυχητικής τάσης αύξησης των φαινομένων παραβατικότητας και εγκληματικότητας από μερίδα μεταναστών. Κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε προπαγάνδα, αλλά ούτε φαντασίωση: είναι πολυάριθμες οι περιπτώσεις διαρρήξεων, κλοπών και ξυλοδαρμού ηλικιωμένων ανθρώπων, αλλά και βιασμού που πολλές φορές αποδεδειγμένα συνδέονται με μετανάστες, πρόσφυγες ή Ρομά, όσο και αν συγκεκριμένοι πολιτικοί χώροι το αρνούνται. Οποιαδήποτε άρνηση να αποδεχτούμε αυτή την πραγματικότητα αφήνει ανοιχτό πεδίο πλεύσης για ακροδεξιές φωνές να ισχυροποιήσουν τη θέση τους. Φωνές που με αφορμή τέτοιου είδους περιστατικά, προωθούν δρακόντεια μέτρα, ενώ παράλληλα επιδιώκουν και την επιβολή μιας μισόξενης ατζέντας. Ατζέντα που κάθε ευπρεπής άνθρωπος οφείλει να απορρίψει ως επιζήμια, όπως οφείλει να απορρίψει και την ανοχή στο έγκλημα από όποιον και αν διαπράττεται.

Επιστρέφοντας στο θέμα της φυγής, αρκετοί συμπολίτες μας αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό για να επιβιώσουν και η στάση τους αυτή είναι όχι μόνον λογική, αλλά και απολύτως θεμιτή. Ειδικά τη στιγμή που κανένα πολιτικό σώμα δεν φαίνεται να αναδύεται ώστε να τους κρατήσει στον τόπο τους με στόχο την αλλαγή της κατάστασης. Όμως επίσης πολλοί, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, έφυγαν για να αυξήσουν κατακόρυφα τις πιθανότητες της επαγγελματικής τους εξέλιξης, ενώ άλλοι έφυγαν απλά με στόχο να ακολουθήσουν τη ζωή του περιπλανώμενου αερόφυτου. Άσχετα εάν κάποιοι από όλους αυτούς τους νέους επιστρέφουν ή θα επιστρέψουν σύντομα, διότι συνειδητοποιούν ότι η ζωή στις «αναπτυγμένες» και «σοβαρές» χώρες δεν είναι όπως ακριβώς την παρουσίαζαν οι προπαγανδιστές του εκσυγχρονισμού. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που συχνά αφηγούνται, με τρόπο εξιδανικευμένο, τα τηλεοπτικά κανάλια και οι διάφοροι τρέντυ δημοσιολόγοι. Ο λεγόμενος κόσμος των start-ups δεν είναι παρά μερικά μεμονωμένα και στιγμιαία παραδείγματα των οποίων η πορεία (και επομένως οι πολυάριθμες αποτυχίες) δεν παρακολουθείται διότι η αποτυχία δεν κάνει είδηση. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν νέοι άνθρωποι που εργάζονται και δεν επιβαρύνουν, ούτε τρώνε από τους γονείς, αλλά αντιθέτως τους βοηθούν και σε αρκετές περιπτώσεις τους συντηρούν πλήρως. Αυτές τις καθημερινές μεγάλες αλήθειες (και τους ωραίους ανθρώπους που βρίσκονται από πίσω τους) για να τις αναγνωρίσει κανείς πρέπει να τις δει μπροστά του, να τις βιώσει, πράγμα που δεν μπορεί φυσικά να συμβεί στην περίπτωση των ακριβοπληρωμένων αναλυτών που κλεισμένοι στα πολυτελή γραφεία τους (μακριά από την κοινωνία), καταγράφουν, εν είδει δημοσκόπησης και έρευνας γνώμης, τις δικές τους υποθέσεις και πεποιθήσεις, οι οποίες παρουσιάζονται στη συνέχεια στα ΜΜΕ και σε γκλαμουράτα συνέδρια.

Για την ελληνική κοινωνία, τίποτε χρήσιμο δεν μπορεί να προκύψει μέσα από γενικεύσεις, αναθέματα και ακραία, μεμονωμένα παραδείγματα. Για παράδειγμα, δεν έχει κανένα νόημα η άκαρπη διαμάχη μεταξύ εκείνων που από την μια υποστηρίζουν ότι οι ισχυροί δεσμοί εντός της οικογένειας είναι υπεύθυνοι για όλα τα κακά σε αυτή την χώρα, και εκείνων που την θεωρούν αλάθητη συνταγή και υπέρτατο αγαθό. Γιατί οι πρώτοι δαιμονοποιούν και συνδέουν με τρόπο αυθαίρετο (και προκλητικό) το νοιάξιμο για τα μέλη της οικογένειας με τις πελατειακές σχέσεις και την ευνοιοκρατία-νεποτισμό. Ξεχνούν όμως ότι τα μεγαλύτερα σκάνδαλα είναι απόρροια της δράσης, και της απληστίας, συγκεκριμένων φατριών (και επιφανών με γνωστά ονοματεπώνυμα) που εξακολουθούν να λυμαίνονται τη χώρα από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της, μέχρι και σήμερα. Αυτές οι φατρίες εγκαθίδρυσαν τις ρυπαρές πελατειακές σχέσεις με το ελληνικό κράτος, και όχι οι απλές-τυπικές οικογένειες των Ελλήνων που με την εργατικότητά τους οικοδόμησαν τη χώρα κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Από την άλλη, οι δεύτεροι θεωρούν την οικογένεια θεόσταλτη αξία που δεν επιδέχεται καμία κριτική, φτάνοντας μάλιστα στην υπερβολή, δηλαδή σε μια υπερπροστασία των παιδιών, που τα καθιστά ανίκανα να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές δυσκολίες της ζωής. Βάσει μιας τέτοιας «λογικής», ο θεσμός της οικογένειας, που νοείται ως ιδιαίτερα ισχυρός στις ιταλικές μαφίες, θα έπρεπε και να θεωρείται κάτι το καλό. Ταυτόχρονα, ως άλλοι κήνσορες, επιφανείς επικριτές του θεσμού, συνεχίζουν να θεωρούν καλές και αγαθές τις γνωστές μεγαλο-οικογένειες που κυβερνούν την χώρα εδώ και πάνω από μισό αιώνα και την οδήγησαν στην καταστροφή. Ας σκεφτούμε ότι η οικογένεια δεν είναι ένα πράγμα σε όλη την επικράτεια τη Δύσης. Τα θετικά και αρνητικά στοιχεία του θεσμού (και οι διάφορες κρίσεις που διέρχεται) δεν εκφράζονται ούτε στον ίδιο βαθμό, ούτε με τον ίδιο τρόπο παντού. Μπορούμε ωστόσο να πούμε, με σιγουριά, ότι ο θεσμός της οικογένειας, προσφέρει την απαραίτητη προστασία των πιο αδύναμων (παιδιών και ηλικιωμένων), αλλά ταυτόχρονα παράγει και αντιφατικά φαινόμενα τα οποία στο σύνολο τους είναι αχαρτογράφητα. Αυτό γιατί οι συνθήκες δεν παραμένουν ποτέ σταθερές, ούτε σε επίπεδο πόλης, ούτε καν ενός χωριού, πόσο μάλλον σε επίπεδο χώρας ή διαφορετικών μεταξύ τους χωρών. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι άλλη η οικογένεια που δεν έχει πόρους να τραφεί, μεταναστεύει, συσπειρώνεται και γίνεται μια γροθιά για να επιβιώσει, και είναι άλλη μια οικογένεια που έχει λύσει όλα τα οικονομικά της προβλήματα και προσπαθεί να επεκτείνει το κύρος και την επιρροή της. Από την δική μας οπτική, η τυπική και απλή οικογένεια ήταν και παραμένει, κατά κύριο λόγο, το στήριγμα του αδύναμου και απροστάτευτου ανθρώπου, αυτού που διαχρονικά συνθέτει την πλατιά θάλασσα των μη προνομιούχων.

Βίνσεντ βαν Γκογκ – Ψαρόβαρκες στην ακτή του Λε Σεν-Μαρί-ντε-λα-Μερ (1888)

Αντί επιλόγου

Είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστούν οι φλυαρίες των σύγχρονων δημοφοβικών που συνομιλούν με τον εαυτό τους και (αυτο)αρέσκονται να αναπαράγουν τον γνωστό «ελιτισμό» (σαν αυτόν που συναντά κανείς σε τμήμα της αρθρογραφίας της Lifo). Ότι δηλαδή ο μέσος άνθρωπος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μίασμα, ένα σκουπίδι, ή πως καθήκον κάθε αντιρατσιστή είναι να μισεί και να αποστρέφεται μετά βδελυγμίας τον μέσο Έλληνα (όπως διατείνονται κάποιες ελευθεριακές ομάδες). Αυτό που, στην ουσία, οι φιλελεύθεροι (κάθε κοπής) καταπολεμούν ως «συντηρητικό» και «απαρχαιωμένο», δεν είναι τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά αντιθέτως τα πιο όμορφα και πολύτιμα χαρακτηριστικά της που έχουν επιβιώσει κάτω από τον οδοστρωτήρα της μαζικής κουλτούρας: ένα σύνολο εθιμικών στοιχείων, μια λαϊκότητα και τον θεσμό της οικογένειας. Ως εκ τούτου, οι φιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές, κυρίως αυτοί, αυτό που επιθυμούν είναι οι γυάλινοι ουρανοξύστες και ένα άχρωμο, πειθήνιο πλήθος που θα συγκεντρώνεται, για κατανάλωση, στα εμπορικά mall κάθε Σαββατοκύριακο. Κατά βάθος, αυτό που δεν συνειδητοποιούν οι φιλελεύθεροι κοσμοπολίτες, είναι πως δεν μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη προς κανέναν (γηγενή ή μετανάστη), αν πρώτα απ’ όλα δεν συντηρηθεί ένα σύνολο αξιών που καλλιεργούν ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς. Επιπλέον, θα έπρεπε να είναι σαφές ότι μια κοινωνία είναι δεκτική μονάχα όταν μεταξύ τους οι άνθρωποι γνωρίζονται και αλληλοϋποστηρίζονται. Συνεπώς, σε σύγκριση με αυτές που πρεσβεύουν οι οργανικοί διανοούμενοι του προοδευτισμού, πολύ πιο κοσμοπολίτικες (με τη Στωική έννοια του όρου) είναι εκείνες οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από αυτό που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως ευπρεπή συντηρητισμό. Δηλαδή από την ανάγκη διατήρησης της λαϊκότητας και της ταυτότητας (όχι φυσικά όλων των αξιακών στοιχείων που συνθέτουν την ταυτότητα αυτή). Εάν υιοθετήσουμε την έννοια της οικείωσης -δηλαδή το οικουμενικό ενδιαφέρον για όλους τους ανθρώπους- όπως την αναλύει ο Ιεροκλής ο Στωικός (να μην συγχέεται με τον Ιεροκλή της Αλεξάνδρειας), κατά τις περιγραφές του Aulus Gellius, θα δούμε ότι καμία οικείωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, κανέναν άνθρωπο δεν θα μπορέσουμε να ενσωματώσουμε μέσα στον κύκλο μας, αν δεν επιδιώξουμε να συντηρήσουμε αυτόν τον κύκλο. Οι επιθέσεις προς οτιδήποτε το οικείο, στο όνομα του εκσυγχρονισμού και του ψεύτικου αντιρατσισμού, στην ουσία δεν εξυπηρετούν ούτε τον ουμανισμό, ούτε την αλληλεγγύη.  

Αντί ωστόσο να αναδύονται λογικές φωνές, αντί να γινόμαστε μάρτυρες και κοινωνοί μιας δημοκρατικής μεταστροφής και ενός ρεύματος αυτο-διαφωτισμού, βυθιζόμαστε σε μια υπεραφθονία εικόνας και πληροφορίας που έχει αναισθητοποιήσει την κριτική ικανότητα και την εμπειρία της λαϊκής καθημερινότητας. Όπως έλεγε ο Πλούταρχος, η καλοσύνη, η ευπρέπεια και η αρετή είναι διδακτικές αρχές που προσφέρονται δωρεάν από την τοπική ανθρώπινη κοινότητα -σε όλους, σε κάθε γενιά. Μια συλλογική σοφία που έχει δώσει σημαντικούς αξιακούς καρπούς στο παρελθόν και ευτυχώς συνεχίζει ακόμη να παράγει ανθρωπιά στις γειτονιές της Ελλάδας, δίνοντας ένα απτό παράδειγμα λαϊκού οικουμενισμού. Ενός οικουμενισμού (όπως τον είχε πάνω-κάτω εκφράσει η Simone Weil), που αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα πολιτισμικά γνωρίσματα κάθε λαού, αλλά την ίδια στιγμή μιλά για την ανάγκη εύρεσης μιας γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων. Φυσικά η οργή και το μίσος καιροφυλακτούν και μπορεί να προσβάλλουν κάθε περιοχή και κάθε ηλικιακή ομάδα. Είναι αλήθεια ότι σήμερα υπάρχει μια πικρή αντιπαλότητα: μεταξύ εκείνων που θα κληθούν να σώσουν, στην πράξη, τη φήμη της χώρας (και την ίδια) και εκείνων -των κατά βάση προνομιούχων- που την έχουν δυσφημίσει και συνεχίζουν να την δυσφημίζουν. Αρκετοί νέοι άνθρωποι που, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, έχουν παραμείνει στην χώρα, βρίσκονται σε μια φτωχότερη και περισσότερο μπερδεμένη Ελλάδα, με λιγότερες ευκαιρίες και περισσότερο ανταγωνισμό. Πολλοί από αυτούς είναι άνθρωποι έτοιμοι να αδράξουν την ημέρα, γιατί ασφαλώς δεν έχουν υποκύψει, όλοι τους, στην αιώνια τεμπελιά, όπως συχνά κατηγορούνται. Μάλιστα επικριτές τους είναι πολλές φορές γνωστοί «εργατικότατοι», ανεπάγγελτοι κηφήνες ή και κάποιοι υπερ-επιτυχημένοι, αυτοδημιούργητοι, των παλαιότερων εποχών της αφθονίας, που με ευκολία ξεστομίζουν, εκ του ασφαλούς, μεγαλοστομίες τύπου: «Navigare necesse est, vivere non est necesse» (Η πλεύση είναι απαραίτητη, όχι η επιβίωση).

Περπατάει στα νύχια να φύγει. Ο φόβος μήπως ξαναγυρίσει τον τρομάζει. Αλλά πριν σκεφτεί ακόμη τίποτε, προλαβαίνει να σβήσει το φως απάνω στο τραπέζι. Είναι ένα άστραμμα του ενάρετου εγώ που καραδοκεί. (Μιχάλης Περάνθης – Ο Κοσμοκαλόγερος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι δεν είμαστε πάντα σε ετοιμότητα να καταλάβουμε σε ποιες ωδές πρέπει να κλείνουμε τ’ αυτιά μας, γιατί δυστυχώς κάθε τόπος έχει και τις Σειρήνες του. Αυτές μάλιστα έχουν συχνά την μορφή προβεβλημένης «αυθεντίας» ή έγκριτου, εντέχνως θελκτικού, think tank που προσπαθεί να παραπληροφορήσει και να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη, βαπτίζοντας τον αυτονόητο αντίλογο, ακόμη και τη στοιχειώδη λογική: «λαϊκισμό». Πέρα από τον απαραίτητο αναστοχασμό, γύρω από τα χρόνια της κρίσης, κατά τη γνώμη μας, είναι σημαντικό το ενδιαφέρον και η προσπάθεια, όλων μας, να κατανοήσουμε σε βάθος τη στάση και τα λαϊκά αντανακλαστικά των Ελλήνων (μειοψηφιών και πλειοψηφιών), όπως αυτά εκφράστηκαν στο παρελθόν και καταγράφονται στη μνήμη των γηραιότερων και στα σχετικά βιβλία. Γιατί χωρίς στοιχεία διαφοροποίησης και σύγκρισης δεν μπορεί να σχηματιστεί κριτική σκέψη, σοβαρός αντίλογος και αντιπροτάσεις. Τα διδάγματα από την πιο πρόσφατη ιστορία της χώρας, που πέρασε έναν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα τραγικό εμφύλιο και μια δικτατορία, μέχρι να φτάσει στη μεταπολίτευση και στη σημερινή παρακμή, είναι πολύτιμα. Ίσως έτσι ξεκαθαρίσει κάπως το τοπίο και αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ποια θα μπορούσε να είναι σήμερα η στάση μας. Με άλλα λόγια να αποφασίσουμε τι να διατηρήσουμε από το παρελθόν, τι να απορρίψουμε και τι να μεταβάλουμε. Να οραματιστούμε ένα μέλλον, πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, που δεν θα ταυτίζεται με την στείρα νοσταλγία, την σπασμωδική αντίδραση ή την μοιρολατρική αναμονή της ολοκληρωτικής παρακμής του δυτικού πολιτισμού. Αντιθέτως, μια δημιουργική νοσταλγία θα μας ωθούσε να εξετάσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία, από το παρελθόν, που αξίζει να διασώσουμε, στοιχεία που σιγοσβήνουν μέσα στο μηδενισμό. Ποια άλλα θα μπορούσαν να είναι, αν όχι η ίδια μας η λαϊκότητα, οι στενοί κοινωνικοί δεσμοί, η απλότητα και η έμφαση στις πιο αυθόρμητες καθημερινές στιγμές. Αν κάτι φάνηκε ξεκάθαρα τα τελευταία χρόνια, είναι ότι η μαζική σύγχυση εξυπηρετεί καλά τις απρόσωπες αγορές και το τοπικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο (establishment). Δεν μοιάζει τυχαίο ότι από τα σύγχρονα ΜΜΕ και τις νέες τεχνολογίες προωθείται συστηματικά η χαοτική μικρο-επικοινωνία, η ποσότητα της πληροφορίας (έναντι της ποιοτικής πληροφόρησης), ο ατομικισμός και οι πλασματικές ανάγκες σε βάρος του λαϊκού πολιτισμού. Γιατί ο λαϊκός πολιτισμός βασίζεται στη βιωμένη εμπειρία και στην επίγνωση των πραγματικών αναγκών, που είναι απαραίτητες τόσο για την επιβίωση, όσο και για την αρμονική ανθρώπινη συνύπαρξη. Άλλωστε δεν είναι γνωστοί οι βαθύτεροι νόμοι που διέπουν τις ανθρώπινες κοινωνίες· γνωστό είναι ότι η δημοφοβία, οι πολιτικές ουτοπίες, τα ιδεολογήματα, και η επαγγελματική ρητορική των ειδικών, αυτό που κάνουν είναι να συσκοτίζουν συστηματικά την πραγματικότητα, υπονομεύοντας κάθε προσπάθεια ουσιαστικής βελτίωσης.