Ilya Repin – Διαδήλωση του 17ης Οκτώβρη 1905

Αποσπάσματα από «Το Πρόσωπο και το Ιερό» της Simone Weil

Μετάφραση και σχόλιο: Αλέξανδρος Μπριασούλης

Παρουσιάζουμε παρακάτω μερικά αποσπάσματα από το σύντομο κείμενο της Simone Weil «Το πρόσωπο και το ιερό»1 (η γαλλική έκδοση του οποίου συνοδεύεται από μια εισαγωγή του Giorgio Agamben), που φανερώνουν τις απόψεις της Γαλλίδας φιλοσόφου σε σχέση με ένα ακανθώδες ζήτημα που η γενικότερη οικονομική και κοινωνική κρίση το έχει φέρει στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Τί είναι το δικαίωμα, ποιά η σχέση του με τον άνθρωπο και με την ευρύτερη έννοια της δικαιοσύνης και ποιά η θέση του στην μοντέρνα κοινωνία και πολιτική. Αυτό που γίνεται αμέσως φανερό διαβάζοντας «Το Πρόσωπο και το Ιερό», είναι ότι η σκέψη της Weil είναι μοναδική και πρωτότυπη. Αυτός είναι ένας χαρακτηρισμός που αποδίδεται συνήθως, και με περισσή ευκολία, στη σκέψη πολλών στοχαστών, έχοντας πάντα το ίδιο νόημα: αυτό δηλαδή μιας σκέψης δημιουργημένης σχεδόν ex nihilo, πρωτάκουστης, που αποκαλύπτει καινούριες αλήθειες. Είναι τέτοιο το κύρος που απολαμβάνει η έννοια της πρωτοτυπίας στο δυτικό πολιτισμό, που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή η αντίφαση που υπάρχει μεταξύ της πραγματικής σημασίας και της χρήσης της λέξης αυτής. Κι αυτό γιατί «πρωτότυπο» σημαίνει πρώτος τύπος, δηλαδή το πρότυπο, ή αυτό που βρίσκεται όσο πιο κοντά σ’ ένα γενικό και έγκυρο για όλους πρότυπο. Αντίθετα με την άποψη που επικρατεί σήμερα, οι ανθρώπινες δημιουργίες δεν μπορεί να είναι ολότελα πρωτότυπες και ταυτόχρονα μοναδικές: όσο περισσότερο πλησιάζουν στο πρότυπο, τόσο περισσότερο «απανθρωποποιούνται», ενώ όσο πιο πολύ εξατομικεύονται και διαχωρίζονται από το σύνολο, τόσο περισσότερο απομακρύνονται από το πρότυπο. Ο στοχασμός της Weil που ξετυλίγεται στο «Πρόσωπο και το Ιερό» οφείλει να διαβαστεί σε σχέση μ’ αυτή την απλή αλήθεια. Τότε μόνο θα γίνει κατανοητό ότι η συγγραφέας, προκειμένου να πραγματευτεί τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής της, πορεύεται συνειδητά προς την πρωταρχική και άμεση σημασία των λέξεων, προς τις πηγές και τις ρίζες της σκέψης. Θα μπορούσαμε όμως να χαρακτηρίσουμε, χωρίς να αντιφάσκουμε, την σκέψη της Weil ως ριζοσπαστική; Ναι, αν έχουμε κατά νου ότι κάθε ρήξη προϋποθέτει τη συνέχεια και το αντίστροφο: ότι δηλαδή κάθε προσπάθεια επαναπροσέγγισης των προτύπων δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει την απόσταση, και άρα τη διαφοροποίηση που τα χωρίζει από το παρόν αλλά και επίσης ότι κάθε προσπάθεια ρήξης και αποκοπής από τις θεμελιώδεις αρχές καταλήγει να τις επιβεβαιώνει ως αξεπέραστα σημεία αναφοράς, αναπόφευκτα για την εξέλιξη του στοχασμού. Η Weil αποδεικνύει μ’ αυτό το κείμενο ότι η σκέψη για προχωρήσει δεν έχει απαραίτητα την ανάγκη να εφεύρει νέες έννοιες και «νέες» αλήθειες, αλλά να αναμετρηθεί θαρραλέα με τις αρχετυπικές, θεμελιακές ιδέες.

Εξαιτίας αυτού του σημείου, που διαφοροποιεί τη Weil από το μεγαλύτερο μέρος της νεωτερικής φιλοσοφίας, η πρωτοτυπία της κινδυνεύει να περάσει απαρατήρητη. Είναι η περίπτωση της κριτικής που της ασκεί ο Agamben στην εισαγωγή του. Παρά τη θαυμαστή διαύγεια της σκέψης της, υποστηρίζει ο Ιταλός φιλόσοφος, η Weil δεν κατάφερε τελικά να βρει το αντίδοτο για το κακό που διέγνωσε, αλλά ούτε και τις κατάλληλες λέξεις για το εκφράσει2. Αυτή η απαίτηση για προγραμματική δράση, δείγμα του σύγχρονου πραγματισμού και τόσο χαρακτηριστική της μοντέρνας νοοτροπίας που θέλει πάντα να βρίσκει λύσεις, τυφλώνει τον επαγγελματία φιλόσοφο. Οι λέξεις αυτές υπάρχουν στο κείμενο: η αλήθεια, η δικαιοσύνη κι η ομορφιά, σε αδιάσπαστη ενότητα, βρίσκονται στον πυρήνα του κειμένου της Weil. Το σύγχρονο όμως πνεύμα, υποψιασμένο από αιώνες πολιτικής και ιδεολογικής χειραγώγησης και παραχάραξης, και εθισμένο στην κριτική ειρωνεία, δεν βλέπει σ’ αυτές τις έννοιες τίποτε άλλο παρά προπαγανδιστικά μέσα και λέξεις κενές περιεχομένου. Επιπλέον, αυτές οι λέξεις έχουν το μειονέκτημα ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν εννοιολογικά εργαλεία στην υπηρεσία μιας αναλυτικής, επιστημονικού τύπου, έρευνας. Γι’αυτό και σ’ένα άλλο σημείο του προλόγου, ο Agamben κριτικάρει την προσπάθεια της Weil να αντικαταστήσει τις έννοιες του δικαίου και του προσώπου με άλλες «…τέλεια ομογενοποιημένες, αλλά συμμετρικά αντίθετες, όπως υποχρέωση, ευθύνη, τιμωρία…». Έτσι, συνεχίζει ο Agamben, «όταν γράφει η Weil στην αρχή του Ανάγκη για Ρίζες, ότι « …η έννοια της υποχρέωσης υπερέχει αυτής του δικαιώματος, η οποία είναι δευτερεύουσα και σχετική», δεν αντιλαμβάνεται αυτό που κάθε νομικός γνωρίζει στην εντέλεια, ότι δηλαδή η υποχρέωση είναι η άλλη όψη του δικαιώματος κι ότι και οι δύο είναι ενταγμένες στο ίδιο σύστημα»3. Για τον Agamben, το συγκεκριμένο ζήτημα οριοθετήθηκε και ταχτοποιήθηκε στα πλαίσια του αστικού κώδικα, και άρα δεν έχουμε παρά να περιμένουμε από τα μέλη της κοινότητας να σεβαστούν τα συμπεφωνημένα. Η αποδοχή του κοινωνικού συμβολαίου και των διάφορων υποσυστημάτων του λύνει αυτόματα όλα τα επιμέρους προβλήματα και μετατρέπει την περίπλοκη δυναμική των ζωντανών σχέσεων σε απλό ζήτημα επιστημονικής διατύπωσης. Η Simone Weil μας υποδεικνύει αντίθετα ότι οι θεσμοί που ορίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις δεν θεμελιώνονται αποκλειστικά και μόνο σε διαπροσωπικό επίπεδο, αλλά σε μια άλλη, απρόσωπη και ανώτερη οικουμενική τάξη, η οποία είναι και η μόνη που μπορεί να προσδώσει πραγματικό κύρος στις κοινές αξίες. Η τυφλή πίστη στην επιστήμη, δηλαδή στην ανθρώπινη νόηση, είναι ειδωλολατρία, γράφει η Weil, και οδηγεί σε σύγχυση μέσων και σκοπών. Στον μοντέρνο κόσμο, η αυστηρή συστηματοποίηση όλων των πεδίων της γνώσης συγχέεται τόσο με την ίδια τη γνώση, όσο και με το σκοπό της, την παραγωγή νοήματος. Η κατασκευαστική ορθότητα του συστήματος γίνεται έτσι σημαντικότερη απ’την αναζήτηση της αλήθειας.

Αυτή η νοοτροπία ορθολογικού διακανονισμού όλων των πνευματικών ζητημάτων, οδηγεί τον Agamben σ’ ένα άλλο σημείο του προλόγου να αντιπαραβάλει την έννοια της δυστυχίας, όπως αυτή εμφανίζεται στο «Πρόσωπο και το Ιερό», με τον επικουρισμό4, με προφανή σκοπό να οριοθετήσει το πεδίο που καταλαμβάνει η σκέψη της Weil στην ιστορία της φιλοσοφίας. Έτσι, ερμηνεύει αυτή τη λέξη ως μια «έννοια-κλειδί», ως ένα γενικό ερμηνευτικό σχήμα και θεμέλιο λίθο ενός φιλοσοφικού συστήματος. Η δυστυχία της Weil δεν είναι όμως φιλοσοφικός όρος, ούτε έκφραση ενός πεσιμιστικού «μοντέλου ζωής», αλλά μοιάζει περισσότερο με τα βάσανα των μικρών παιδιών στους «Αδελφούς Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι, η βουβή δυστυχία των οποίων σπρώχνει τον Ιβάν στη μεταφυσική εξέγερση. Αποτελεί δηλαδή την πέτρα του σκανδάλου, ένα υπαρξιακό και συνειδησιακό τραύμα που αφυπνίζει την ανάγκη για σκέψη και που αν θα έπρεπε να τη συγκρίνουμε με κάτι ανάλογο αυτό θα ήταν το αρχαιοελληνικό θαυμάζειν. Είναι φανερό ότι για τον Agamben, όπως εξάλλου και για τους περισσότερους σύγχρονους φιλόσοφους, οι λέξεις δεν έχουν ούτε ηθικό έρμα, ούτε αντίκρισμα στην πραγματικότητα, αλλά αποτελούν μέρη μιας εξειδικευμένης ορολογίας, σκοπός της οποίας είναι η ανάπτυξη ενός αυτοτελούς, θεωρητικού συστήματος, όπου μέτρο και εγγύηση της αλήθειας είναι η ίδια η λογική συνοχή της αποδεικτικής του μεθόδου. Η οικοδόμηση τέτοιων συστημάτων, δέσμια σε μεγάλο ακόμα βαθμό του γερμανικού ιδεαλισμού, βασίζεται σε αφηρημένες κατηγορίες και εννοιολογικά δίπολα, στοχεύοντας πάντα το ιδεώδες της επιστημονικής εγκυρότητας. Είναι ακριβώς αυτό το ιδεώδες που έκανε τους μοντέρνους φιλόσοφους να πιστέψουν ότι θα μπορούσαν να επέμβουν αποτελεσματικά στην κοινωνία κατασκευάζοντας και προτείνοντας νέα μοντέλα πολιτικών θεσμών και ανθρώπινων σχέσεων. Ο 20ός αιώνας έδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο ότι οι φιλόσοφοι έκαναν λάθος. Η σκέψη της Simone Weil αποτελεί για μας σήμερα ένα μονοπάτι που μπορεί να μας οδηγήσει έξω από τον λαβύρινθο των αφηρημένων φιλοσοφικών συστημάτων, προτείνοντάς μας ταυτόχρονα το νήμα ενός πραγματικά ανθρωποκεντρικού στοχασμού.

~

Επειδή το πρόσωπο υποτάσσεται από τη φύση του στο συλλογικό, δεν μπορεί να υφίσταται γι’ αυτό η έννοια του φυσικού δικαίου. Έχουμε δίκιο όταν λέμε ότι στην Αρχαιότητα δεν υπήρχε η ιδέα του σεβασμού στο πρόσωπο. Η αρχαία σκέψη ήταν πολύ διαυγής για να συλλάβει μια τέτοια θολή έννοια.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από το συλλογικό παρά μόνον εάν υψωθεί πάνω από το προσωπικό για να διεισδύσει στο απρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή υπάρχει κάτι μέσα στην ψυχή του, ένα μικρό κομματάκι, στο οποίο το συλλογικό δεν μπορεί να ασκήσει κανένα έλεγχο. Αυτός που έχει την ικανότητα να ριζώσει στο απρόσωπο καλό, αυτός που μπορεί δηλαδή να αντλήσει απ’ αυτό ενέργεια, μπορεί ανά πάσα στιγμή κι όποτε αισθανθεί την υποχρέωση, να στραφεί εναντίον οποιασδήποτε συλλογικότητας με μια δύναμη σίγουρα μικρή, αλλά πραγματική. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια απειροελάχιστη δύναμη αποδεικνύεται αποφασιστική. Μια συλλογικότητα είναι πιο δυνατή από έναν άνθρωπο μόνο. Όλες όμως οι συλλογικότητες προκειμένου να υπάρξουν έχουν ανάγκη από δράσεις, των οποίων η αριθμητική πρόσθεση είναι το πιο στοιχειώδες παράδειγμα, που πραγματοποιούνται μόνο όταν το πνεύμα απομονώνεται. Αυτή η ανάγκη θα μπορούσε να επιτρέψει στο απρόσωπο να θέσει υπό έλεγχο το συλλογικό, αν μπορούσαμε να βρούμε μια μέθοδο χρήσης της. Όποιος κατάφερε να διεισδύσει στο πεδίο του απρόσωπου αναλαμβάνει μια ευθύνη απέναντι σε όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Αυτή του να προστατεύσει, όχι το πρόσωπό τους, αλλά όλες εκείνες τις εύθραυστες πιθανότητες πρόσβασης προς το απρόσωπο, που ασφυκτιούν κάτω απ’ το πρόσωπο.

Το πρόσωπο στον άνθρωπο είναι κάτι που βρίσκεται σε κατάσταση άγχους, που κρυώνει και αναζητά καταφύγιο και ζεστασιά. Αυτό είναι κάτι που αγνοούν όλοι αυτοί των οποίων η προσωπικότητα απολαμβάνει τη θέρμη της κοινωνικής αποδοχής. Γι’ αυτό το λόγο, το ρεύμα του περσοναλισμού5 στη φιλοσοφία γεννήθηκε και διαδόθηκε όχι στα λαϊκά στρώματα, αλλά μέσα στο σινάφι των συγγραφέων, οι οποίοι εξαιτίας του επαγγέλματός τους ελπίζουν να κάνουν όνομα και να κατακτήσουν τη φήμη. Οι σχέσεις συλλογικού και προσωπικού οφείλουν να εδραιωθούν στην αναγκαιότητα να εξουδετερωθεί οτιδήποτε θα μπορούσε να εμποδίσει την ανάπτυξη και το μυστηριώδες βλάστημα του απρόσωπου μέρους της ψυχής. Αν αυτό είναι το καλό, τότε δύσκολα μπορούμε να βρούμε κάτι πιο κακό από τη σύγχρονη κοινωνία, ακόμα και τη δημοκρατική. Ιδίως το μοντέρνο εργοστάσιο αγγίζει τα όρια του τρόμου. Εκεί ο άνθρωπος τελεί υπό συνεχή παρενόχληση, όντας υποχείριο μιας αλλότριας θέλησης, την ίδια στιγμή που η ψυχή του βυθίζεται στο ψύχος, το άγχος και την εγκατάλειψη. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από σιωπηλή θαλπωρή και τον ρίχνουν σ’ ένα παγωμένο πανδαιμόνιο. Γι’ αυτό, ο εξευτελισμός την εργασίας είναι μια πράξη ιερόσυλη, όπως ακριβώς είναι ιεροσυλία να ποδοπατάς την θεία μετάληψη.

Όταν μιλάνε στους εργάτες για τη μοίρα τους, τους μιλάνε συνήθως για τον μισθό τους. Κι αυτοί, τσακισμένοι από την πολλή κούραση που κάνει ακόμα πιο επίπονο το να εστιάσουν κάπου την προσοχή τους, υποδέχονται με ανακούφιση την εύκολη σαφήνεια των αριθμών. Ξεχνούν έτσι ότι το αντικείμενο γύρω απ’ το οποίο στήνεται όλο αυτό το παζάρι δεν είναι άλλο απ’ την ψυχή τους. Ας υποθέσουμε ότι ο διάβολος θέλει να αγοράσει την ψυχή ενός φουκαρά, κι ότι κάποιος, από λύπηση γι’ αυτόν τον δύστυχο, παρεμβαίνει στην αγοραπωλησία λέγοντας: «Ντροπή σας να δίνετε μόνο τόσα! Το προϊόν κοστίζει τουλάχιστον τα διπλά». Αυτή είναι η άσχημη φάρσα που παίζεται στο εργατικό κίνημα, με τα συνδικάτα του, τα κόμματά του και τους αριστερούς του διανοούμενους. Αυτή η νοοτροπία του παζαρέματος ήταν ήδη παρούσα στην έννοια του δικαιώματος που οι άνθρωποι του 1789 είχαν την αφροσύνη να τοποθετήσουν στο κέντρο του προσκλητηρίου που απεύθυναν στην ανθρωπότητα. Κατέστρεψαν έτσι εκ των προτέρων την αρετή του.

Αν πούμε σε κάποιον: «Αυτό που μου κάνετε είναι άδικο», μπορούμε να αγγίξουμε στην πηγή του και να αφυπνίσουμε το πνεύμα της περισυλλογής και της αγάπης. Δεν συμβαίνει το ίδιο αν πούμε: «Έχω το δικαίωμα να…» ή «Δεν έχετε το δικαίωμα να…» Αυτά τα λόγια κλείνουν μέσα τους τη σύγκρουση και προετοιμάζουν τον πόλεμο. Η έννοια του δικαιώματος, τοποθετημένη στο επίκεντρο των κοινωνικών συγκρούσεων, καθιστά αδύνατη κάθε μορφή ελέους.

Ένας χωρικός που πουλά τα αυγά του στο παζάρι και πιέζεται από τον υποψήφιο αγοραστή να τα δώσει φθηνά, μπορεί κάλλιστα να απαντήσει: «Έχω το δικαίωμα να κρατήσω τα αυγά μου, αν δεν μου δώσετε τα χρήματα που ζητώ». Μια νέα κοπέλα όμως, που τη σέρνουν με το ζόρι για να την κλείσουν σ’ ένα πορνείο, δεν θα μιλήσει για τα δικαιώματά της. Σε μια τέτοια κατάσταση, αυτή η λέξη είναι ανεπαρκής και γελοία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το κοινωνικό δράμα, που είναι ανάλογο της δεύτερης περίπτωσης, δια μέσου της χρήσης αυτής της λέξης εμφανίζεται ανάλογο της πρώτης. Αυτό που θα ‘πρεπε να είναι μια κραυγή βγαλμένη απ’ τα σπλάχνα, κατάντησε, εξαιτίας της χρήσης αυτής της λέξης, σε μια αναποτελεσματική και υστερόβουλη οχλαγωγία από τσιρίδες και αντικρουόμενες διεκδικήσεις.

Η έννοια του δικαιώματος φέρνει μαζί της, και εξαιτίας της ίδιας της της μετριότητας, την έννοια του προσώπου, γιατί το δικαίωμα είναι σχετικό με τις προσωπικές υποθέσεις, σ’ αυτό το επίπεδο είναι τοποθετημένο. Προσθέτοντας στη λέξη δικαίωμα τη λέξη πρόσωπο, πράγμα που μας οδηγεί σ’ αυτό που ονομάζουμε épanouissement (προσωπική πλήρωση και ικανοποίηση, σ.τ.μ.), κάνουμε ακόμα μεγαλύτερο κακό. Η κραυγή των καταπιεσμένων ξεπέφτει πιο χαμηλά κι απ’ την απλή διεκδίκηση και μεταβάλλεται σε φθόνο. Γιατί το πρόσωπο δεν αισθάνεται ικανοποίηση παρά μόνο όταν φουσκώνει από το κοινωνικό πρεστίζ. Η πλήρωση που νιώθει είναι ένα κοινωνικό προνόμιο. Αυτό όμως δεν το λέμε ξεκάθαρα στα πλήθη όταν τους μιλάμε για τα προσωπικά τους δικαιώματα, τους λέμε το αντίθετο. Και τα πλήθη δεν διαθέτουν αρκετή αναλυτική ικανότητα για να το αναγνωρίσουν. Διαισθάνονται όμως την αλήθεια κι η καθημερινή εμπειρία τούς επιβεβαιώνει αυτή τη διαίσθηση.

Στην εποχή μας της συσκοτισμένης νόησης, διακηρύσσουμε χωρίς δυσκολία την ισότητα στα προνόμια, σε πράγματα που είναι κατ’ ουσία προνόμια. Αυτή είναι μια διεκδίκηση παράλογη και φθηνή· παράλογη γιατί το προνόμιο είναι άνισο από τη φύση του· φθηνή γιατί δεν αξίζει τον κόπο να το επιθυμούμε. Αλλά η κατηγορία των ανθρώπων που διαμορφώνουν τις διεκδικήσεις και όλα αυτά τα πράγματα, αυτοί που κατέχουν το μονοπώλιο της γλώσσας, είναι η κατηγορία των προνομιούχων. Δεν πρόκειται ποτέ να πούνε ότι το προνόμιο δεν αξίζει τον κόπο να είναι επιθυμητό. Δεν το πιστεύουν, αλλά, κυρίως, θα ήταν απρεπές εκ μέρους τους να το παραδεχτούν.

Πολλές βασικές αλήθειες που θα μπορούσαν να σώσουν τους ανθρώπους δεν λέγονται για παρόμοιους λόγους· αυτοί που θα μπορούσαν να τις πουν δεν μπορούν να τις εκφράσουν κι αυτοί που θα μπορούσαν να τις εκφράσουν δεν μπορούν να τις πουν. Το να βρεθεί το αντίδοτο γι’ αυτό το κακό θα αποτελούσε ένα από τα επείγοντα προβλήματα μιας πραγματικής πολιτικής.

Η δυστυχία είναι από τη φύση της άναρθρη. Οι δυστυχείς παρακαλούν σιωπηλά να τους δοθούν λέξεις για να εκφραστούν. Κάποιες φορές δεν εισακούονται. Άλλες φορές πάλι, οι λέξεις που τους δίνονται δεν είναι σωστά διαλεγμένες, γιατί αυτοί που τις διαλέγουν είναι ξένοι ως προς τη δυστυχία που καλούνται να ερμηνεύσουν. Το πιο συχνά, είναι απλά απομακρυσμένοι εξαιτίας των περιστάσεων. Αλλά ακόμα κι αν βρίσκονται πιο κοντά στη δυστυχία, ή κι αν έχουν υπάρξει οι ίδιοι δυστυχείς μια περίοδο της ζωής τους, ακόμα και πρόσφατη, παραμένουν ξένοι γιατί αποξενώθηκαν αμέσως μόλις μπόρεσαν. Η δυστυχία απωθεί τη σκέψη, όπως ο θάνατος απωθεί τη ζωντανή σάρκα. Όσο πιθανό είναι να πέσει ηθελημένα ένα ελάφι στα δόντια μιας αγέλης λύκων, άλλο τόσο είναι πιθανό ένα πνεύμα, ενώ έχει την δυνατότητα να την αποφύγει, να στρέψει την προσοχή του σε μια κοντινή και πραγματική δυστυχία. Αυτό όμως που είναι απαραίτητο για το καλό, ακόμα κι αν είναι αδύνατον φυσικά, είναι πάντα δυνατόν υπερφυσικά.

Το υπερφυσικό καλό δεν είναι ένα είδος συμπληρώματος του φυσικού καλού, όπως έχουμε την τάση να πιστεύουμε, με τη βοήθεια και του Αριστοτέλη. Θα ήταν πολύ άνετο και πολύ ευχάριστο να είναι έτσι, αλλά δεν είναι. Σε όλα τα επείγοντα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, η μόνη επιλογή είναι πάντα μεταξύ του μεταφυσικού καλού και του κακού. Το να βάζουμε στο στόμα των δυστυχισμένων λέξεις που ανήκουν στη μεσαία κλίμακα των αξιών, όπως δημοκρατία, δικαίωμα ή πρόσωπο, σημαίνει να τους κάνουμε ένα δώρο που μάλλον δεν θα τους φέρει τίποτα καλό και σίγουρα θα τους προκαλέσει πολύ κακό. Αυτές οι έννοιες δεν έχουν θέση στα ουράνια, αλλά αιωρούνται στον αιθέρα και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο δεν μπορούν να αφήσουν τα ίχνη τους στη γη. Μόνο το συνεχές φως που σκορπά στη γη ο ουρανός μπορεί να δώσει στο δέντρο την απαιτούμενη ενέργεια για να βυθίσει τις ρίζες του στη γη. Στην πραγματικότητα, το δέντρο ριζώνει στον ουρανό. Και μόνο ό,τι προέρχεται απ’ τον ουρανό μπορεί να αφήσει ίχνη στη γη.

Η αλήθεια, η ομορφιά, η δικαιοσύνη, η συμπόνια είναι παντού και πάντοτε με το καλό. Κι αν θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι θα απαντήσουμε στις ανάγκες των δυστυχισμένων με τα κατάλληλα λόγια, τότε φτάνει να χρησιμοποιούμε φράσεις που εκφράζουν παντού και πάντα το καλό. Αυτός είναι ο ένας τρόπος με τον οποίο μπορούμε να τους βοηθήσουμε. Ο άλλος είναι να χρησιμοποιούμε λέξεις που εκφράζουν την αλήθεια της δυστυχίας τους, που κάνουν να ακουστεί μέσα στις περιστάσεις της ζωής η άναρθρη κραυγή: «Γιατί μου κάνουν κακό;» Οι δυστυχείς δεν μπορούν να βασίζονται γι’ αυτό σε ανθρώπους ταλαντούχους, σε διασημότητες, σε προσωπικότητες, ούτε καν σε μεγαλοφυΐες, με την έννοια που δίνουμε σ’ αυτή τη λέξη συγχέοντάς την με το ταλέντο. Μπορούν να βασίζονται μόνο σε μεγαλοφυΐες πρώτης τάξεως, όπως στον ποιητή της Ιλιάδας, στον Αισχύλο, στον Σοφοκλή, στον Σαίξπηρ όταν έγραφε τον Βασιλιά Ληρ, στον Ρακίνα όταν έγραφε την Φαίδρα. Αντί να προωθούμε την καλλιέργεια των ταλέντων, όπως προτάθηκε το 1789, οφείλουμε να αγκαλιάσουμε με τρυφερό σεβασμό την άνθηση της μεγαλοφυΐας· γιατί μόνο οι πραγματικά αγνοί ήρωες, οι άγιοι κι οι μεγαλοφυΐες μπορούν να βοηθήσουν τους δυστυχείς. Οι ταλαντούχοι, οι έξυπνοι, οι άνθρωποι της δράσης κι οι δυνατοί χαρακτήρες υψώνονται μπροστά στους δυστυχισμένους σαν φράγμα και τους εμποδίζουν να δεχτούν αυτή τη βοήθεια. Δεν πρέπει να κάνουμε κανένα κακό σ’ αυτό το φράγμα, απλά να το βάλουμε απαλά στην άκρη προκειμένου να εμποδίζει όσο γίνεται λιγότερο. Το φράγμα που πρέπει να σπάσουμε είναι αυτό που στήνει το συλλογικό, να καταργήσουμε κάθε μέρος των θεσμών και των ηθών μας που εμφορείται από το πνεύμα του κομματισμού. Ούτε τα κόμματα ούτε οι προσωπικότητες δεν μπορούν να αφουγκραστούν την αλήθεια και τη δυστυχία.

Απορροφημένοι απ’το συλλογικό, οι άνθρωποι δεν μπορούν να έχουν καμιά επαφή με το απρόσωπο. Μια ομάδα ανθρώπων δεν μπορεί να κάνει ούτε μια πρόσθεση. Ένα πνεύμα μπορεί να κάνει μια πρόσθεση μόνο αν ξεχάσει προς στιγμήν ότι υπάρχουν άλλα πνεύματα. Το προσωπικό αντιτίθεται στο απρόσωπο, αλλά μπορεί να υπάρξει δίοδος από το ένα στο άλλο. Δεν μπορεί όμως να υπάρξει καμιά δίοδος από το συλλογικό στο απρόσωπο. Μια συλλογικότητα θα πρέπει πρώτα να αποσυντεθεί σε ξεχωριστά άτομα προκειμένου να μπορέσει να εισέλθει το άτομο στο απρόσωπο. Υπό αυτή την έννοια, το πρόσωπο συμμετέχει πολύ περισσότερο στο ιερό απ’ τη συλλογικότητα. Η συλλογικότητα όχι μόνο είναι ξένη προς το ιερό, αλλά λειτουργεί και παραπλανητικά γιατί αποτελεί μια απομίμησή του. Το λάθος εκείνο που αποδίδει στη συλλογικότητα έναν χαρακτήρα ιερό, είναι η ειδωλολατρία. Πρόκειται για το πιο διαδεδομένο έγκλημα, σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες.

Μόνο η υπερφυσική δράση της χάριτος μπορεί να επιτρέψει σε μια ψυχή να φτάσει, διά μέσου της εκμηδένισής της, στον τόπο εκείνο όπου, γεμάτη περισυλλογή, θα αφουγκραστεί την αλήθεια και τη δυστυχία. Είναι η ίδια περισυλλογή που απαιτείται και για τις δύο. Είναι μια προσοχή έντονη, αγνή, ανυστερόβουλη, γενναιόδωρη. Κι αυτή η προσοχή είναι αγάπη. Επειδή η αλήθεια κι η δυστυχία έχουν ανάγκη το ίδιο είδος προσοχής για να ακουστούν, το πνεύμα της δικαιοσύνης και το πνεύμα της αλήθειας είναι το ίδιο πράγμα. Το πνεύμα της δικαιοσύνης και το πνεύμα της αλήθειας δεν είναι άλλο από ένα είδος προσοχής που είναι καθαρή αγάπη. Χάρη στη Θεία Πρόνοια, οτιδήποτε κάνει ένας άνθρωπος κάτω από την εξουσία του πνεύματος της δικαιοσύνης και της αλήθειας είναι ενδεδυμένο με τη λάμψη της ομορφιάς. Όταν η αλήθεια κι η δικαιοσύνη δεν μπορούν να μιλήσουν από μόνες τους, μόνο στη βοήθεια της ομορφιάς μπορούν να ελπίζουν. Ούτε αυτή έχει μια γλώσσα· δεν ομιλεί· δεν λέει κάτι. Έχει όμως φωνή και καλεί. Καλεί και δείχνει την αλήθεια και τη δικαιοσύνη που είναι άλαλες. Όπως ένα σκυλί που γαβγίζει για να καλέσει κάποιον δίπλα στον κύριό του που κείται αναίσθητος στο χιόνι. Δικαιοσύνη, αλήθεια, ομορφιά είναι αδελφές και σύμμαχοι. Με τέτοιες τόσο όμορφες λέξεις, δεν έχουμε ανάγκη να ψάχνουμε γι’ άλλες.

Το πρόσωπο δεν μπορεί να προστατευτεί από το συλλογικό, ούτε κι η δημοκρατία να εδραιωθεί, αν δεν ξεκαθαρίσουμε ποιό είναι το ανώτατο καλό στο δημόσιο βίο, το καλό αυτό που είναι απρόσωπο και εντελώς άσχετο με οποιαδήποτε μορφή πολιτικής. Η λέξη πρόσωπο, είναι αλήθεια, συσχετίζεται συχνά με τον Θεό. Στο σημείο όμως εκείνο που ο Χριστός υποδεικνύει το Θεό ως το πρότυπο τελειότητας που οι άνθρωποι οφείλουν να μιμηθούν, δεν τον παρουσιάζει σαν πρόσωπο, αλλά σαν μια απρόσωπη τάξη. «…ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»6. Αυτή η απρόσωπη και θεϊκή τάξη του σύμπαντος έχει για μας την εικόνα της δικαιοσύνης, της αλήθειας και της ομορφιάς. Τίποτε κατώτερο απ’ αυτό δεν αξίζει να εμπνεύσει τους ανθρώπους που δέχονται να πεθάνουν. Πέρα και πάνω από τους θεσμούς που προστατεύουν το δίκαιο, τα πρόσωπα, τις δημοκρατικές ελευθερίες, οφείλουμε να φτιάξουμε κι άλλους που σκοπό θα έχουν να καταστρέψουν όλα αυτά που στη σύγχρονη ζωή συντρίβουν τις ψυχές με την αδικία, το ψεύδος και την ασχήμια. Είναι επιτακτική ανάγκη να τους ανακαλύψουμε, γιατί, ακόμα κι αν είναι άγνωστοι, μας είναι αναμφίβολα απαραίτητοι.

1Simon Weil, La Pesonne et le Sacré, Editions Payot & Rivages, Paris 2017. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Σ. Ζουμπουλάκη.

2ό.π., σελ. 22

3ό.π., σελ. 20

4ό.π., σελ. 21

5Φιλοσοφικό ρεύμα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, που ιδρύθηκε από τον Emmanuel Mounier και που προσπάθησε να συμβιβάσει τις ιδεολογικές ακρότητες του φιλελεύθερου καπιταλισμού και του μαρξισμού, τοποθετώντας την έννοια του προσώπου στο κέντρο μιας πνευματικής αναγέννησης της κοινωνίας.

6Κατά Ματθαίον, 5:45.