J. Alfonso Toft (1866-1964) – Rural landscape with cottage

Από το βιβλίο του Christopher Lasch, The True and Only Heaven (1991), New York: W .W. Norton & Company, Inc.
Μετάφραση (του Μιχάλη Θεοδοσιάδη) της εισαγωγής της ενότητας Memory or Nostalgia (σ.82-83) και Images of Childhood: From Gratitude to Pathos (σ.87-92) του τρίτου κεφαλαίου Nostalgia: The Abdication of Memory (σ.82-119).


Η νοσταλγία, όντας ένας ιδεολογικός συγγενής της προόδου, καταρρακώνει κάθε μας προσπάθεια να κοιτάζουμε το παρελθόν με κριτική ματιά, όπως ακριβώς η πρόοδος μας στερεί την ικανότητα να προσεγγίσουμε το μέλλον με τρόπο έξυπνο. Τούτες οι φαινομενικά αντικρουόμενες νοοτροπίες φαίνεται πως συγκλίνουν σε αρκετά σημεία. Βέβαια, όλο και λιγότερο πειστική καθίσταται η έντονη εξιδανίκευση του παρελθόντος, μια τάση ακατανόητη για τα άτομα που ενστερνίζονται το ευαγγέλιο της προόδου.

Όπως θα έπρεπε να επανεξετάσουμε το συσχετισμό της προόδου με το συναίσθημα της ελπίδας, έτσι ακριβώς οφείλουμε να διαχωρίσουμε τη νοσταλγία από τη γλυκιά ανάμνηση κάποιας όμορφης στιγμής, η οποία βλέπει το παρόν ως συνέχεια του παρελθόντος και ταυτόχρονα προωθεί την ιδέα του κοινοτικού ριζώματος. Η νοσταλγία, που βασίζεται στην τάση μας να απορρίπτουμε το παρόν συλλήβδην, δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με τη συναισθηματική επίκληση σε κάποιες όμορφες στιγμές που χαράζονται στη μνήμη μας. Η νοσταλγία πηγάζει από το συναίσθημα πως το παρελθόν θα μπορούσε να προσφέρει ευχάριστες στιγμές που πλέον δεν υφίστανται· επικαλείται αναπαραστάσεις που έχουν χαθεί μια για πάντα, και για το λόγο αυτό εκλαμβάνονται ως αιώνιες αλήθειες που μένουν αναλλοίωτες στο χρόνο. Αυστηρά μιλώντας, η νοσταλγία δεν προϋποθέτει εξάσκηση της μνήμης, από τη στιγμή που το χθες εξιδανικεύεται και εκλαμβάνεται ως μια οντότητα σταθερή και τελειοποιημένη, που δεν μεταβάλλεται στο χρόνο. Παρότι η μνήμη τείνει να εξιδανικεύει το παρελθόν, την ίδια στιγμή δεν καταδικάζει συλλήβδην το παρόν. Από το χθες αντλούμε ελπίδα και θαλπωρή, αποσκοπώντας να εμπλουτίσουμε το παρόν, ώστε να καταστήσουμε τον εαυτό μας ικανό να αντιμετωπίσει τις επικείμενες προκλήσεις με τρόπο ευχάριστο. Η μνήμη συνδέει το χθες με το σήμερα και το αύριο· δεν ενδιαφέρεται τόσο για την απώλεια ενός χαμένου κόσμου, όσο για το γεγονός ότι στο ίδιο μας το παρελθόν οφείλουμε αρκετά, ότι το χθες αποτελεί διαφωτιστική επιρροή που εξακολουθεί να ζει στον τρόπο ομιλίας μας, στις συνήθειές μας, στα κριτήρια αξίας που αναγνωρίζουμε, στις απαιτήσεις μας και στις προδιαθέσεις μας για τον γύρω κόσμο μας.

Η νοσταλγία πηγάζει από το έντονο συναίσθημα απογοήτευσης, ως απόρροια της αδυναμίας να επανακτήσουμε την πρώιμη αθωότητά μας. Ως εκ τούτου, γκρεμίζει κάθε γέφυρα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Βλέπει την αντίθεση του τώρα με το χθες σα να πρόκειται για μια αντιπαράθεση μεταξύ ενός τρόπου ζωής που κυριαρχείται από απλότητα και ενός άλλου που τον διακρίνουν οι περίπλοκοι και βεβαρημένοι ρυθμοί. Συνεπώς, η νοσταλγία βρίσκει ως πρωταρχική της έκφραση τον παστοραλισμό (τον απλό τρόπο ζωής της επαρχίας). Η γοητεία του παστοραλισμού δεν βασίζεται στην εγκόλπωση της επαρχιακής ζωής, αλλά στη φαντασίωση κάποιας παιδικής απλότητας και ασφάλειας. Ο παστοραλισμός εξυμνεί έναν κόσμο δίχως εργασία, γάμο, ή πολιτικές ίντριγκες, έναν κόσμο απόλυτης ξεγνοιασιάς. Δεν προσπαθεί να περιγράψει τη ζωή στην επαρχία όπως ακριβώς αυτή υφίσταται. Ως εκ τούτου, η παστοραλιστική αντίληψη, σε συνδυασμό με την απουσία ρεαλισμού που τη διακρίνει, αυτοπαρουσιάζεται ως αλάνθαστη και αψεγάδιαστη. Ο C. S. Lewis που υπερασπίζεται τον παστοραλισμό επισημαίνει τις δυσκολίες να αλλάξουν γνώμη όσοι δεν πιστεύουν πραγματικά πως οι άνθρωποι της υπαίθρου είναι πιο ευτυχισμένοι και πιο ενάρετοι από τους υπόλοιπους. Υπάρχουν βέβαια, τονίζει στη συνέχεια, αρκετοί βάσιμοι λόγοι που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν διάφορα σύμβολα τα οποία παραπέμπουν στον τρόπο ζωής και στα επαγγέλματα των ανθρώπων της επαρχίας, ένας τρόπος ζωής που δεν υπάρχει πια και, για το λόγο αυτόν, θα πρέπει να τα φέρνουμε στο νου μας συνεχώς. Ο Lewis ανακαλεί τον ουτοπισμό του Karl Manjeim: δίχως εξιδανικευμένες εικόνες ενός καλύτερου μέλλοντος, ο κόσμος μας θα υπέφερε από έλλειψη νοήματος.

Εικόνες της παιδικής ηλικίας: ευγνωμοσύνη και πάθος

Η πρώτη κραυγή διαμαρτυρίας ενάντια στη νέα εποχή, και πιο πολύ ενάντια στο συναίσθημα διάλυσης της ιστορικής σύνδεσης του τώρα με το χθες, εκφράστηκε μέσα από τον Ρομαντισμό, και κυρίως μέσα από εικόνες που αντιπαραθέτουν την ύπαιθρο με την πόλη, την παιδική αθωότητα με την εμπειρία, έναν βουκολικό – αλλά απειλούμενο με εξαφάνιση – κόσμο, εντός του οποίου κύρια ενασχόληση όλων των ανθρώπων είναι «κυνήγι και η ζωοτροφία», σε αντίθεση με τη ζωή της μητρόπολης που τη χαρακτηρίζουν η «άρρωστη βιασύνη, η απουσία κοινών στόχων, οι σκοτούρες και η συναισθηματική παράλυση». Πρόκειται για «μια παράξενη ασθένεια της σύγχρονης ζωής», με βάση το Scolar Gypsy του Matthew Arnold. Σε μια εποχή αλλαγών, όπως το έθετε ο John Stuart Mill στο Πνεύμα της Εποχής (The Spirit of the Age) «η ιδέα της σύγκρισης μιας εποχής με τις παλαιότερες» κατάφερε να κυριαρχήσει στο βαθμό που κατέστη ψυχωτική συνήθεια για πρώτη φορά στα δεδομένα. Σε κάποιους «το πνεύμα των καιρών» προξενούσε απέχθεια· σε άλλους αγαλλίαση. Όμως, το σημαντικό που θίγει ο Mill, και μάλιστα με τρόπο έντονο και ιδιαίτερα στοχαστικό, είναι πως το πρόβλημα αυτό πρέπει να εξηγηθεί με τέτοιους όρους. «Το Πνεύμα της εποχής», προσθέτει, «αποτελεί … λογοτεχνική έκφραση όχι μεγαλύτερη των πενήντα χρόνων».

Από τη στιγμή που το όραμα του παστοραλισμού συνδέθηκε με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, με την (υποτιθέμενα) ανθηρή ή έστω οικεία και διαχειρίσιμη αγροτική κοινότητα που η βιομηχανοποίηση κατέστρεφε, ήταν αναπόφευκτο για όλους όσους ζούσαν στην «εποχή της μετάβασης», κατά τον Mill, να στραφούν στην αναζήτηση μιας εικόνας που θα μπορούσε πιστά να αναπαραστήσει τη χαμένη αθωότητα των παιδικών τους χρόνων. Ο δέκατος ένατος αιώνας «στράφηκε προς το παιδί … μια σκοτεινή παράδοση παστοραλισμού», όπως αναφέρει ο William Empson. Ο Rousseau είχε ήδη φτάσει στο σημείο να θεωρεί κανόνα την εσωστρέφεια, θεωρώντας «αλάνθαστες τις πρώτες παρορμήσεις της φύσης»· την ίδια στιγμή ισχυριζόταν πως «δεν υπάρχει αμαρτία στην ανθρώπινη καρδιά». «Αγάπα την παιδική σου ηλικία· νιώσε ικανοποίηση με τα παιχνίδια της, τις απολαύσεις και την αγάπη που τρέφει για τη φύση. Ποιός δεν κοίταξε πίσω, νοσταλγώντας μια εποχή που το γέλιο κρέμονταν πάντα από τα χείλη και η διάθεση ήταν πάντα ειρηνική»; Για τον Rousseau, τον Wordsworth, τον Blake, την Charlote και την Emily Brontë, τον Dickens, τον Hardy, τον Lewis Caroll και ένα σωρό λιγότερο ταλαντούχους συγγραφείς, η παιδική ηλικία προσέφερε γόνιμο έδαφος ώστε «η νοοτροπία της απώλειας» να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί σε μελέτες κοινωνικής κριτικής, όπως επίσης στην ποίηση και στην πεζογραφία, ή να καταστεί αντικείμενο τυπικού συναισθηματισμού, πως είναι δήθεν ευτυχία να πεθαίνει κανείς νέος.

Οι λογοτεχνικές αναζητήσεις που εμπνέονται από την παιδική ηλικία, όπως τα ποιήματα μεγάλης έκτασης του Wordsworth μέχρι και τον συναισθηματισμό που αναδύεται στο έργο του  J. M. Barrie, βοηθούν να διασαφηνιστεί η διαφοροποίηση μεταξύ της νοσταλγίας και ενός πιο δραστήριου τύπου μνήμης, ικανού να αναζητά τις επιρροές του παρελθόντος στο παρόν. Ο Samuel Taylor Coleridge αντιπαραθέτει τις ευεργετικές ιδιότητες της «ευτυχισμένης και τρυφερής» μνήμης με την απόρριψη του παρελθόντος που οδηγεί τους ανθρώπους να «γελούν με τα ψεύδη που τους είχαν επιβληθεί κατά την παιδική τους ηλικία». Ωστόσο, η αξιοσημείωτη τούτη ανάλυση αναφορικά με την άβυσσο που χωρίζουν τις δύο αυτές τάσεις αφορά εξίσου και τη νοσταλγική νοοτροπία, ένας άλλος τρόπος για να καταδικάζει κανείς το παρελθόν. Ούτε η απόρριψη της παιδικής ηλικίας -σαν μια εποχή επιβολής και μόνο (αναφέρει ο Coleridge)- μήτε η επίκληση σε αυτήν -σαν μια κατεξοχήν εποχή ευτυχίας και αθωότητας- μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον εαυτό μας πιο καθαρά.

Καμία από αυτές τις τάσεις δεν μας προσφέρει την ικανότητα να διαυγάσουμε το παρελθόν μας εδώ και τώρα, με στόχο να παράξουμε έναν ενάρετο τρόπο σκέψης, που θα μας κάνει ικανούς αναγνωρίσουμε τη χρονική συνέχεια και, κατ’ επέκταση, την αυτο-γνωσία μας που η ίδια η φύση έχει καταστήσει νόμο ζωτικής σημασίας. Η απουσία ευγνωμοσύνης, η φιληδονία και η σκληρότητα, όλα πηγάζουν από την ίδια δεξαμενή. Οι άνθρωποι παύουν να είναι ευγνώμονες όταν σταματούν να ανατρέχουν στο παρελθόν του εαυτού τους με ευτυχία και τρυφερότητα. Υφίστανται μόνο ως θραύσματα που εξαφανίζονται όπως το παρελθόν· είναι νεκροί για το μέλλον, ή ψάχνουν τις αποδείξεις του παντού, όχι όμως εκεί που πραγματικά μπορούν να τις βρουν, στον ίδιο τους τον εαυτό.

Γράφοντας γύρω στο 1809, ο Coleridge ξεχωρίζει τον Wordsworth σαν έναν ποιητή που «κατάφερε να εκφράσει και να απεικονίσει τούτη τη συνειδητή εμπειρία, φτάνοντας στο σημείο να εξισορροπήσει το συναίσθημα με τη λογική». Ο ίδιος ο Wordsworth θεωρούσε το έργο του μια προσπάθεια να εξερευνήσουμε την «καρποφόρα», «ζωηρή» και «αναζωογονητική αρετή» της μνήμης [1]. Ιδίως στο Περλούδιο (Prelude), o ποιητής αντιλαμβάνεται την αμεσότητα της παιδικής εμπειρίας του «φόβου και της αγάπης», σαν βάση και θεμέλιο για τις μετέπειτα εμπειρίες μας, σαν αφετηρία και πηγή για πιο ώριμους στοχασμούς. Και δεν θα ήταν καθόλου λάθος αν λέγαμε ότι στον Ρομαντισμό του Wordsworth αυτή η αυστηρή και μή συναισθηματική προσήλωση στις παιδικές αναμνήσεις εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό που εξυπηρετεί η εξύμνηση του κλασικού ρεπουμπλικανισμού από τους Ιδρυτές Πατέρες (παρά τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των δύο παραδόσεων), παροτρύνοντας μας έτσι να σκεφτούμε τη σοβαρότητα αλλά και την ευχάριστη της ύπαρξής μας, και πιο συγκεκριμένα να αναγνωρίσουμε αυτά που οφείλουμε στο ίδιο μας το παρελθόν και, κατ’ επέκταση, να στρέψουμε την προσοχή μας σε αυτό [2].

Η ευγνωμοσύνη και όχι κάποιο συναίσθημα λύπης για τούτη τη χαμένη αθωότητα αποτελεί κυρίαρχο συναίσθημα που κατακλύζει το πρώιμο έργο του Wordsworth, όταν μιλά για τον παράδεισο μέσα στον οποίο έζησε τα πρώτα του χρόνια, αντιπαραθέτοντας τον τρόπο ζωής των παιδιών κοντά στη φύση με αυτόν που βυθίζεται στη μηδαμινότητα (‘the perpetual whirl / of trivial objects’). Ωστόσο, ο ίδιος δυσκολευόταν να αποδώσει τούτο συναίσθημα ευγνωμοσύνης που αποκόμισε μόλις μέσα σε ένα στίχο. Κι έτσι το ερμήνευσε με ελεγειακή διάθεση στο ποίημα Immitations of Immortality, που έμπρακτα χαίρει μεγάλης απήχησης, και οι θαυμαστές του το βρήκαν συμπαθή, και όπως τελικά προέκυψε, πιο οικείο και επομένως πιο αναζωογονητικό (σε σύγκριση με το κουραστικό Prelude).

Whither is fled the visionary gleam?
Where is it now, the glore and the dream?

Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται ο Wordsworth,

We will not grieve not, rather find
Strength in what remains behind,

Πρόκειται για ένα έπος στην αθανασία που προσπαθεί να ερμηνεύσει «τον θάνατο της παιδικής ηλικίας» πιο έντονα από ότι φιλοσοφικά έργα επιχειρούν να προσεγγίσουν το συναίσθημα της παρηγοριάς [3]. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο δέκατος ένατος αιώνα κατέστησε τον Wordsworth είδωλο, σα να πρόκειται για έναν ποιητή που προωθεί την οριστική ρήξη με το παρόν (‘rupture now forever flown’). Οι Βικτωριανοί συγγραφείς  όλο και λιγότερο ενδιαφέρονταν για τις αντιλήψεις του πάνω στην παιδική μνήμη ως άσυλο από το οποίο αντλούμε δύναμη (‘hiding-places of man’s power’). Πολύ λιγότερο ενδιαφέρον έδειξαν για την αυστηρή του κριτική στις μνήμες της παιδικής ηλικίας. Οι ίδιοι έβλεπαν το παιδί όχι σαν μια πρώιμη εκδοχή της ωρίμανσης του ανθρώπου αλλά ως ένα παθητικό και αδιάφορο ον υπό την κυριαρχία των ενήλικων. Βασική θέση Wordsworth στο Πρελούδιο [Prelude] είναι ο τρόπος με τον οποίο η παιδική ευαισθησία, η γέννηση του εαυτού μας, εξελίσσεται αλλά την ίδια στιγμή μπορεί και συντηρείται…

Whereby this infant sensibility,
Great birthright of our being, was in me
Augmented and sustained

Σε γενικές γραμμές, για τους Ρομαντικούς ποιητές η παιδική αθωότητα υπήρξε «πολύτιμη αφετηρία για την εξέλιξη του ατόμου», όπως ορθά το θέτει ο Peter Convey. Ωστόσο, το ενδιαφέρον Βικτοριανών στράφηκε εξ’ ολοκλήρου προς την ίδια την αθωότητα, «όχι σαν έκφραση ανθεκτικότητας της ανθρώπινης ακεραιότητας, αλλά κυρίως σα να πρόκειται για μια στατική εικόνα που μένει αναλλοίωτη παρά τις εμπειρίες· σα να πρόκειται για μια τάση φυγής».

Αυτή η υποχώρηση άρχισε να βρίσκει ολοένα και πιο έντονα το κύριο σύμβολό της στη σκηνή του θανάτου, μέσα σε μυθιστορήματα που επιδίωκαν να γίνουν δημοφιλή. Σε αυτά τα μυθιστορήματα συναντά κανείς παραμελημένα παιδιά, καταπιεσμένα ή που έχουν εγκαταλειφθεί δίχως ντροπή από εκείνους που θα έπρεπε να είχαν αναλάβει την προστασία τους. Βλέπει κανείς ενήλικες που συναινούν με άψογο τρόπο στην καταπίεση των παιδιών, είτε διότι ευθύνονται άμεσα για τέτοιες τραγωδίες, είτε γιατί μένουν παθητικοί θεατές στην εξαθλίωσή τους. Στον κόσμο του βικτοριανού και μεταβικτοριανού μελοδράματος, μοναδικός ρόλος της αθωότητας είναι να βρει το θάνατό της με όσο το δυνατό πιο έντονο τρόπο γίνεται. Η Henry Wood έθεσε τις βάσεις αυτής της αντίληψης στο East Lynne (1861), το πιο ευρέως διαδεδομένο αγγλικό μυθιστόρημα του αιώνα: «Μη κλαις πατέρα, δεν φοβάμαι να πεθάνω, ο Ιησούς έρχεται για μένα». Αλλά ήταν η Marie Corelli, στο The Mighty Atom (1896), στην ερώτηση «θα αισθάνονταν αρκετά παιδιά περισσότερο ευτυχισμένα αν δεν ενηλικιώνονταν καθόλου;» αποκαλύπτει τη σημασία του έργου της, συμβουλεύοντας τους αναγνώστες της να μη θρηνούν για τα τόσα αγαπημένα παιδιά που πεθαίνουν νέα: «γνωρίζουμε, ακόμη και χωρίς τη βοήθεια της παρηγοριάς που προσφέρουν τα Ευαγγέλια πως είναι «πολύ καλύτερα» μαζί τους». Η ιδέα ότι είναι προτιμότερο τα παιδιά να πεθαίνουν νέα ρίχνει φως στη μακάβρια πτυχή της τάσης του δέκατου ένατου αιώνα να καθίσταται το παιδί αντικείμενο λατρείας, στερώντας του την  δυνατότητα να αφοσιωθεί στην αναπόφευκτη ανάπτυξή του, η οποία θα εμπλουτίσει τις πρώιμες εμπειρίες του και θα ενισχύει τις αντιλήψεις του με αυτές που αρμόζουν σε ενήλικες. Επιπλέον, βαφτίζοντας την ενήλικη ζωή ως «φρικιαστική», σε αντίθεση με τα παιδιά που τα διακρίνει μια ανέμελη ευτυχία (κατά το πρότυπο της επιθυμίας του Πήτερ Πάν – μια επιθυμία που μόνο οι τρελοί θα μπορούσαν να σκεφτούν), αυτή η τυπικά συμπαθητική προσέγγιση της πρώιμης ηλικίας παραποίησε εκείνο το στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως δεξαμενή από την οποία αντλεί κανείς δύναμη.

[1] Μια περιγραφή του συναισθήματος της γοητείας που ασκεί στον Wordsworth η μνήμη θα απαιτούσε ένα βιβλίο από μόνο του. Για την ώρα, κρίνεται αρκετό να σημειώσουμε ότι η δομή του Prelude, η πλοκή του, για να το πούμε διαφορετικά, απεικονίζει τον θρίαμβο των πρωταρχικών αναμνήσεων έναντι της πολιτικής «ειδωλολατρίας» στην οποία ο Wordsworth υπέκυψε τόσο λόγω του ενθουσιασμού του τόσο για τη Γαλλική Επανάσταση όσο και για την δυνατότητα των ίδιων των αναμνήσεων να καλλιεργούν ένα αίσθημα αισιοδοξίας τη στιγμή που η μελαγχολία (ως αποτέλεσμα της απογοήτευσης λόγω αποτυχίας της ίδιας της Επανάστασης) είχε καταρρακώσει κάθε ελπίδα. O Coleridge είχε προτείνει στον Wordsworth να συγγράψει ένα πεζό ποίημα «για όλους αυτούς που λόγω της αποτυχίας της Γαλλικής Επανάστασης, απώλεσαν όλες τους τις ελπίδες σχετικά με την αλλαγή της ανθρωπότητας, και αντ’ αυτού, βυθίστηκαν σε έναν επικούρειο εγωισμό, τον οποίο προσπαθούσαν να συγκαλύψουν με έμμεσο τρόπο κάτω από ισχυρισμούς υπέρ της προσκόλλησης στον ιδιωτικό βίο και απόρριψης κάθε φιλοσοφικού οράματος». Σε αντίθεση με αυτά που πολλοί είχαν ισχυριστεί, ότι η προσπάθεια του Wordsworth να απαντήσει με μια δουλειά που θα αποτιμούσε θετικά τη δυνατότητα της μνήμης να αποκαθιστά το παρελθόν οδηγεί -κατά κάποιον τρόπο- στην απόσυρση από την πολιτική ζωή, και πως -κατά βάση- επρόκειτο για μια μή κριτική αποδοχή των Βρετανικών εθνικών αξιών, βλέπουμε ότι στην πραγματικότητα η δουλειά αυτή ενισχύει την εμβάθυνση πολιτική σκέψης.

[2] Τούτη η υπόθεση ενισχύεται από τον τρόπο που ο Wordsworth συνδέει τη μνήμη με την «αρετή». Μιλά λοιπόν για τη Σικελία, όπου ο Coleridge ζούσε τη στιγμή που ο ίδιος συνέθεσε ένα από τα πολλά προσχέδια του The Prelude. Μια γη σπαρμένη με τα «ερείπια των πιο όμορφων χρόνων» (‘the wreck of loftier years’) αλλά χαμένη στην «ικανότητα της μνήμης να αναζωογονεί» (the ‘reanimating influence’ of ‘memory’), «στη χαμένη αρετή και ελπίδα» (‘to virtue lost and hope’). Εδώ η «αρετή» αποκτά ολοφάνερα πολιτική αλλά και ευρύτερη σημασία (κάτι που πολύ συχνά συναντά κανείς στη χρήση αυτού του όρου στον Wordsworth), όπως για παράδειγμα η ζωτικότητα, η κινούμενη δύναμη, ακόμα και η ανδροπρέπεια. Αλλού, ο Wordsworth περιγράφει την έμπνευση που τα παιδιά αντλούν από τη φύση, και πιο συγκεκριμένα, τη μνήμη αυτής της έμπνευσης (‘a breeze, that gently moved / With quiockening virtue, but is now become / A tempest, a redundant energy, / Vexing its own creation’). Σε κάποιο άλλο υπαινικτικό πέρασμα, χαρακτηρίζει την ασφάλεια που αισθάνεται ένα βρέφος στην αγκαλιά της μητέρας του σαν μια αρετή που ακτινοβολεί (‘a virtue which irradiates and exalts’) στον γύρω κόσμο, ενώ προσπαθεί να συνδέσει το βρέφος με τον κόσμο αυτόν (‘connect him with the world’). Είναι η βαθιά μνήμη των προγονικών εμπειριών αυτού του είδους που καθιστά την απλή παιδική ηλικία θεμέλιο (‘simple childhood something of the base’) πάνω στο οποίο τα μεγάλα επιτεύγματα των ανθρώπων βρίσκουν στήριγμα.

[3] Όπως παρατηρεί ο Philip Davis, οι αναγνώστες του δέκατου ένατου αιώνα εστίασαν την προσοχή τους στο τέλος ενός συγκεκριμένου στοίχου, όπου Wordsworth μιλά για το νεαρό παιδί:

Full soon thy sould have her earthly freight
And custom lie upon thee with a weight
Heavy as frost, and deep almost as life

Αντίθετα, στην αρχή του επόμενου στοίχου ο ποιητής λέει τα εξής:

O Joy! that in our embers
Is something that doth live
That nature yet remembers What was so fugitive.