Netherlandish Proverbs (Φλαμανδικές παροιμίες), Pieter Bruegel the Elder, 1559, Oil-on-panel, 117 cm × 163 cm (46 in × 64 in), Berlin.

Erga omnes (για όλες τις χρήσεις)

Όσο και αν θέλει κανείς να εκφράσει έναν αμερόληπτο και αντιδογματικό προβληματισμό για την ονομασία της Μακεδονίας είναι πλέον δύσκολο, ίσως και εντελώς αδύνατο, να μην πληγώσει τα βαθιά αισθήματα και τις αξίες των ανθρώπων που έχουν διαφορετική άποψη. Όταν ακόμα και η πιο μετριοπαθής κουβέντα αποτελεί μαχαιριά για τον ακροατή που την ακούει, τότε αυτό σημαίνει ότι ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετοι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε συνένοχους των κακών. Βέβαια οι απλοί άνθρωποι δεν είναι ένοχοι. Στον κουρνιαχτό των εξελίξεων για το Μακεδονικό Ζήτημα η ελληνική κοινωνία σύρεται στην αλληλοκτονία. Δεν πάει μόνη της, κάποιοι τη σπρώχνουν προς τα εκεί.

Τα πάθη που εγέρθηκαν, ένθεν και εκείθεν γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών, μόνον επιφανειακά είχαν ως μέλημα τους το όνομα Μακεδονία[1]. Η αντιπαράθεση για την ονομασία του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας αποτελεί απλώς το πρόσχημα που υποκρύπτει τη θεμελιώδη αντίθεση του ειδικού (Ονομασία) με το γενικό (Ισχύς). Πίσω από τα σχήματα αυτά κρύβεται ένα ιδιαίτερο συμφέρον, το οποίο είναι αδιαχώριστο από την ενεργή ανάπτυξη της καταστατικής αρχής για το πώς θα διαμορφωθούν από εδώ και πέρα οι όροι ύπαρξης και αναπαραγωγής της ελληνικής και της βορειομακεδονικής κοινωνίας – αυτό που ο φιλόσοφος της Ιένας αποκαλούσε List der Vernunft (η πανουργία του Λόγου). Αυτό το ιδιαίτερο συμφέρον εξυπηρετούν (ακόμα και αν δε το γνωρίζουν, ή μάλλον κυρίως τότε) όσοι προβάλλουν σήμερα επιχειρήματα υπέρ ή κατά, της μιας ή της άλλης πλευράς, για το Μακεδονικό Ζήτημα. Το βασικό τους κίνητρο δεν είναι ποτέ η ιστορική αλήθεια ή τα δικαιώματα των λαών, αλλά το πώς θα καταφέρουν να επιβληθούν κατά κράτος στους πολιτικούς τους αντιπάλους.

Έτσι το παράδοξο του Μακεδονικού Ζητήματος δεν είναι τόσο η διαπίστωση ότι μια διακρατική υπόθεση κατέληξε να μετατραπεί σε πιόνι της διεθνούς γεωστρατηγικής σκακιέρας, αυτό άλλωστε είχε ομολογήσει ήδη από το 2017 η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ Φεντερίκα Μογκερίνι, αλλά ότι η διένεξη αυτή λαμβάνει στο εσωτερικό των δύο χωρών ένα αποκλειστικά ομφαλοσκοπικό χαρακτήρα.

Το γκροτέσκ αφήγημα του μακεδονικού στη Βόρεια Μακεδονία είναι ασφαλώς σε όλους γνωστή υπόθεση, ακόμα και σε εκείνους που από την εδώ μεριά των συνόρων κάνουν τα στραβά μάτια. Το Μακεδονικό Ζήτημα προσκρούει στη γείτονα χώρα στις τυπικές αντιφάσεις που έχει κάθε εθνικό αφήγημα. Το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας, πρώην Vardar Banoniva, όπως ονομαζόταν μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν διαχωρίστηκε από την Σερβία από το Στρατάρχη Τίτο και μετονομάστηκε σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», αποτελεί κάθε άλλο παρά ένα συμπαγή εθνικό κορμό. Η ΒΜ πρόκειται στην κυριολεξία για μια «μακεδονική» σαλάτα εθνοτήτων (Αλβανοί, Σλάβοι, Βούλγαροι, Βλάχοι ή Aromanian, Ρομά, Τορμπέσι [Σλάβοι μουσουλμάνοι], Έλληνες, Σέρβοι, Βόσνιοι και Τούρκοι). Η εθνολογική σύνθεση αυτής της χώρας αναιρεί τις προσδοκίες της Συμφωνίας των Πρεσπών για ένα βορειομακεδονικό κράτος με μία (μακεδονική) ιθαγένεια[2]. Στο σύνολο των δύο εκατομμυρίων πολιτών της ΒΜ οι 509.000 χιλιάδες (25,2%) αυτοπροσδιορίζονται με βάσει την απογραφή του 2002 ως Αλβανοί. Στην βόρεια Βόρεια Μακεδονία μάλιστα, οι Αλβανοί υπερβαίνουν το 50% της σύνθεσης του πληθυσμού, ακόμα και το 70%. Το ποσοστό των Βουλγάρων υπηκόων στη ΒΜ  είναι μόνο 0,1%, αλλά η κοινοτική τους παρουσία αποτελεί ένα αγκάθι για τα Σκόπια. Όλο και περισσότεροι κάτοικοι του βορεομακεδονικού κράτους υποστηρίζουν ότι είναι Βούλγαροι και όχι Μακεδόνες και ζητούν αλλαγή υπηκοότητας. Η βουλγαρική κυβέρνηση δήλωσε το 2012 ότι έως τότε 87 χιλιάδες μετανάστες από τη ΒΜ είχαν ζητήσει βουλγαρικό διαβατήριο δηλώνοντας ότι είναι Βούλγαροι. Οι Τούρκοι βορειομακεδόνες αποτελούν το 3,9% του πληθυσμού, νούμερο όμως που έχει αυξητικές τάσεις, καθώς  οι μουσουλμάνοι Τορμπέσι, Torbeşler της ΒΜ, που εκτιμούνται από τη βορειομακεδονική κυβέρνηση  σε 40 χιλιάδες, αποτελούν μια ενδιαφέρουσα μειονότητα, καθώς είναι εξισλαμισμένοι Σλάβοι, που όπως και οι Έλληνες μουσουλμάνοι είναι πολύ εύκολο, λόγω του θρησκεύματος που έχουν, να προσεγγιστούν από την Άγκυρα και να αυτοπροσδιοριστούν ως Τούρκοι. Άλλες εθνότητες με βάση τα στοιχεία από την απογραφή του 2002 είναι οι Ρομά 2,7%, οι Σέρβοι 1,8%, οι Κροάτες 0,1%, οι Μαυροβούνιοι 0,1%, οι Βόσνιοι 0,84%, οι Βλάχοι 0,5%,  και άλλες λοιπές κοινότητες 0,7%. Οι παραπάνω αριθμοί έχουν ως αποτέλεσμα το τελικό ποσοστό των πολιτών της ΒΜ που δηλώνουν συνειδητά Μακεδόνες να μην υπερβαίνει το 64%.

Στην πραγματικότητα επομένως το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας υποφέρει από εσωτερική ροπή διάλυσης, αφού η πιο σθεναρή από τις εθνικές κοινότητες (Αλβανοί) έχει εντελώς διαφορετικές προσδοκίες για τη χώρα της Βόρειας Μακεδονίας και τη γύρω περιοχή. Ήδη στα πρότυπα της συμφωνίας των Πρεσπών προγραμματίζεται η ίδρυση του κράτους της Δημοκρατίας του Κοσόβου στην υπογάστρια ζώνη της Σερβίας, για το οποίο το UCK επιδιώκει -ενδεχομένως- να συμπεριληφθούν και μέρη της βόρειας Βόρειας Μακεδονίας. Καθώς στην Βαλκανική Χερσόνησο οι ανακατατάξεις ονομασιών και συνόρων φαίνεται να μη σταματούν ποτέ, η Τουρκία του Ερντογάν παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις, ορεγόμενη -ενδεχομένως- για τη Ροδόπη μια παρόμοια συμφωνία που να αναγνωρίζει τα διοικητικά δικαιώματα της κοινότητας των Ελλήνων μουσουλμάνων. Για την ώρα το σενάριο αυτό ανήκει ασφαλώς στη χώρα της φαντασίας. Όμως δεν θα είναι η πρώτη φορά που μια «Δημοκρατία» στα Βαλκάνια θα έχει ανακηρύξει μονομερώς την απόσχιση της από ένα εθνικό κράτος. Αρκεί η αναγνώρισή της από της ΗΠΑ για να κάνει τη φαντασία πραγματικότητα ή εφιάλτη, αναλόγως το πώς και ποιος θα ευνοηθεί απ’ αυτή. Πρόθυμοι, όπως είδαμε, υπάρχουν στην Αθήνα πολλοί για να υποστηρίξουν κάθε είδους συνοριακές μεταβάσεις, αν τους δοθούν από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ τα απαραίτητα ανταλλάγματα και εξασφαλίσουν για τους ίδιους τη διοίκηση της υπόλοιπης Ελλάδας. Κάθε άλλο λοιπόν παρά σταθερότητα εμπνέουν στην περιοχή τα μεγαλεπήβολα σχέδια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Εκτός όμως από αυτού του είδους τις εντροπικές δυνάμεις που απειλούν την ειρήνη στην περιοχή, υπάρχει μια σεβαστή μερίδα βορειομακεδόνων πολιτών, που εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για τη μακεδονική τους ταυτότητα, θεωρώντας ότι η σλαβική ιστορία έχει να τους προσφέρει ένα πλουσιότερο και περισσότερο ευγενικό  γι’ αυτούς παρελθόν απ’ ότι η μακεδονική. Αντιπροσωπευτική είναι, η γνωστή πια στο ελληνικό κοινό, περίπτωση του Ljubco Georgievski, πρώην πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ με ταραχώδη πολιτική καριέρα, ο οποίος αν και συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση του «μακεδονισμού» ως προπαγάνδα στη γείτονα χώρα, μετατοπίστηκε ιδεολογικά, και τώρα είναι ηγέτης του φιλο-βουλγαρικού κόμματος VMRO-NP, έχοντας μάλιστα ο ίδιος αποκτήσει βουλγαρική υπηκοότητα.

Περισσότερο πάντως αξιοπρόσεκτη είναι η περίπτωση του Miroslav Grčev, αρχιτέκτονα και πρώην δημάρχου Σκοπίων, ο οποίος δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση για τις ιδεολογικές καταβολές του βορειομακεδονικού κράτους[3]. Σύμφωνα με τον Miroslav ο προσανατολισμός της γιουγκοσλαβικής ΣΔΜ (Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας) στο γροτέσκο παρόν της, δεν ήταν τόσο η «αφύπνιση» μιας μακεδονικής ταυτότητας που βρίσκονταν σε ύπνωση και περίμενε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας για να εμφανιστεί στο προσκήνιο της ιστορίας, όσο μια συνειδητή πολιτική επιλογή των αντιδραστικών αντισοσιαλιστικών κέντρων που ανέλαβαν μετά το 1992 να οδηγήσουν τη χώρα στην μετά-γιουγκοσλαβική της μετάβαση. Στην προσπάθειά τους να αντικαταστήσουν τους δυνατούς και αγαπητούς στον γιουγκοσλαβικό πληθυσμό συμβολισμούς της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, οι αντιδραστικοί της ΣΔΜ αναζήτησαν νέους συμβολισμούς προκειμένου να διακόψουν την ιστορική συνοχή της ΣΔΜ με το σοσιαλιστικό της παρελθόν. Από την ανάγκη αυτή προέκυψε το αφήγημα του μακεδονισμού. Όπως λέει ο Miroslav Grčev, η μνήμη της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας (Yugonostalgia) βρίσκεται σήμερα υπό διωγμό στο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας.

Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επιτυχία της συμφωνίας των Πρεσπών δεν εξαρτάται τόσο από τη στάση της ελληνικής πλευράς, αυτή είναι πέρα από βέβαιο ότι θα εξακολουθήσει να παραμείνει το ίδιο πειθήνια και στο μέλλον, αλλά από τις εξελίξεις που ενδέχεται να συμβούν στο εσωτερικό της Βόρειας Μακεδονίας. Ήδη οι πρώτες αντιδράσεις ξεκίνησαν στη ΒΜ εξαιτίας της σύγχυσης που προκάλεσε το άρθρο 1β, (Ιθαγένεια) και άρθρο 1γ (Γλώσσα) της  Συμφωνίας των Πρεσπών[4]. Η διάταξη της συμφωνίας ότι η ιθαγένεια και η γλώσσα της ΒΜ είναι η «μακεδονική» προσκρούει στην εθνολογική πολυμορφία της χώρας της και προκάλεσε τη μήνιδα των αλβανικών κομμάτων, ιδιαίτερα της Δημοκρατικής Ένωσης για την Ενσωμάτωση (BDI), που είναι το μεγαλύτερο αλβανικό κόμμα της ΒΜ (υπάρχουν άλλα 3 αλβανικά κόμματα στη βουλή). Το BDI, το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι αντλεί τις ιδέες του από την ίδια ιδεολογική δεξαμενή με το UCK, πέτυχε να διακριθεί στο νέο σύνταγμα της ΒΜ ο όρος «Ιθαγένεια» από τον προσδιορισμό «Εθνότητα». Η τροποποίηση αυτή βέβαια αποτελεί απλώς μια λογική ακροβασία, και εντείνει παρά διευθετεί το κομφούζιο, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για νέες περιπέτειας στο μέλλον. Στις δικές μας ταυτότητες για παράδειγμα, όπως και σ’ όλο τον κόσμο, οι έννοιες «Ιθαγένεια» και «Εθνότητα» είναι απλώς ταυτόσημες.

Οι διχασμένες Μακεδονίες και το μέλλον τους

Οι επόμενες γενεές βορειομακεδόνων, απαλλαγμένες από το συναισθηματικό φορτίο των τωρινών πατριωτών τους, ενδέχεται να δούνε με ένα περισσότερο κριτικό μάτι το «μακεδονικό» αφήγημα, και να αντιληφθούν ότι το κράτος τους δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια κατασκευή των υπερεθνικών οργανισμών. Αναμφίβολα σε μια τέτοια περίπτωση η χώρα της Βόρειας Μακεδονίας θα διχαστεί μεταξύ μιας νέας γενιάς που θα αποδομήσει τον βορειομακεδονικό εθνικισμό (ακριβώς όπως η δική μας γενιά αποδομεί τώρα τον «νοτιομακεδονικό» εθνικισμό) και θα αναζητήσει την ταυτότητά της είτε στον πλουραλισμό της βυζαντινής και οθωμανικής της ιστορίας, ή, το πιο πιθανό, στην κοσμοπολίτικη αγκαλιά της ΕΕ, ανταλλάσσοντας τα σύνορα του κράτους της με τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τον δικό της εθνικισμό με τον ευρωπαϊκό «κοσμοπολιτισμό». Κανείς ασφαλώς δεν μπορεί να προδιαγράψει τη μορφή που θα πάρει το μέλλον. Βέβαιο είναι πάντως ότι όπως και στην περίπτωση της δική μας χώρας οι προοδευτικές φωνές της ελληνικής κοινωνίας αποφάσισαν να έρθουν αντιμέτωπες με την παράδοση και την κληρονομιά των γενεών που τους χάρισαν τη χώρα και την ελευθερία να την αμφισβητούν κατά το δοκούν, έτσι -ενδεχομένως- να συμβεί με τις επόμενες γενεές τις βορειομακεδονικής κοινωνίας. Με τη σειρά του λοιπόν το αφήγημα της Συμφωνίας των Πρεσπών θα αμφισβητηθεί από τους ίδιους τους υπηκόους του κράτους της Βορείου Μακεδονίας. Είτε από μια εθνικιστική έξαρση των εθνικών κοινοτήτων, που αποτελούν μέρος του κράτους αυτού και δεν συμμερίζονται την ιδέα του μακεδονισμού, είτε από την εναντίωση των προοδευτικών του βορειομακεδονικού κράτους.

Για την ώρα πάντως η ελληνική αριστερά μοιάζει να αγνοεί τόσο την πολυπολιτισμική εθνολογία όσο και τις φωνές της βόρειας Μακεδονίας που εναντιώνονται στο αφήγημα του μακεδονισμού. Αποτελεί ειρωνεία η σκέψη πως όσοι δείχνουν αλληλεγγύη σήμερα στο δικαίωμα της Βόρειας Μακεδονίας για αυτοδιάθεση παραβλέπουν το γεγονός ότι στηρίζουν ότι πιο αντιδραστικό επιβίωσε μετά τη διάλυση της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Οι σύγχρονοι αριστεροί ξέχασαν τις βασικές αρχές του διεθνισμού. Η αλληλεγγύη των λαών είναι υπόθεση σοσιαλιστών με σοσιαλιστές όχι σοσιαλιστών με αντιδραστικούς.

Η συνέχεια στο δεύτερο μέρος: Οι διχασμένες Μακεδονίες και το μέλλον τους.

………………………………………………………………………………………………………………………………………

[1] Η κανονική ονομασία της συμφωνίας είναι μάλλον υπερφίαλη: «Τελική συμφωνία για την επίλυση των διαφορών, όπως περιγράφονται στις αποφάσεις του συμβουλίου ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995, και την εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των μερών».

[2]Τα στοιχεία για την πληθυσμιακή σύσταση της ΒΜ.

[3] Απόσπασμα από μαγνητοσκοπημένη διάλεξη του Miroslav Grčev, Order of the Yugoslav Big Star, με θέμα την ιδεολογική σημασία του γιουγκοσλαβικού άστρου στις σημερινές χώρες της πρώην γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας,

[4] Άρθρο 1 παρ. 3 β, «Η ιθαγένεια του Δεύτερου μέρους θα είναι μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και Άρθρο 1 παρ.3 γ, «Η επίσημη γλώσσα του Δεύτερου  θα είναι η “Μακεδονική γλώσσα”».