Birthday, Marc Chagall (1915)

Στο θολό τοπίο της σύγχρονης ποίησης στον ελληνικό χώρο φαίνεται να μπορεί να βρει κανείς όλο και λιγότερα αξιόλογα έργα, με τους (επίδοξους) ποιητές να προσπαθούν να αναδειχτούν είτε μέσα από τους λιγοστούς διαύλους των εκδοτικών οίκων και των ποιητικών ‘κύκλων’, είτε  δημοσιεύοντας ποιήματα στο διαδίκτυο. Οι διαδικτυακές σελίδες που δημοσιεύουν ποιήματα, μεταξύ άλλων λογοτεχνημάτων, είναι αρκετές, και είναι σχετικά εύκολο να δημοσιεύσει κανείς τα ποιήματά του σε αυτές. Τα κριτήρια επιλογής δεν είναι ιδιαίτερα αυστηρά, καθώς εκεί δημοσιεύονται ποιήματα ποικίλων διαβαθμίσεων ποιότητας, με τα πραγματικά ποιοτικά έργα να χάνονται συχνά μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού μετριοτήτων. Δεν είναι, παρόλα αυτά, απολύτως κατακριτέα η επιλογή των συντακτών να δημοσιεύουν ποιήματα διαφόρων ποιοτήτων, καθώς δίνεται έτσι μια ευκαιρία στους ποιητές να δουν τα ποιήματά τους δημοσιευμένα (έστω και στο διαδίκτυο), να μετρήσουν τις δυνάμεις τους, και να διαβαστούν από ένα τμήμα του αναγνωστικού κοινού. Το κατά πόσο, βέβαια, διαβάζονται τα ποιήματα αυτά και από πόσους, είναι σχετικό λόγω της πληθώρας των δημοσιεύσεων. Το πιθανότερο είναι πως διαβάζονται κυρίως από τους γνωστούς και φίλους του/της ποιητή/ποιήτριας.

Είναι θεμιτό, επίσης, να θεωρούνται ως ένα βαθμό σχετικά τα κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητας και να υπάρχει μια ελαστικότητα στην επιλογή έργων προς δημοσίευση, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις ποιητών που μπορεί να ξεκινήσουν με μια μέτρια σε δυνατότητα παρουσία, και με τον καιρό να εξελίξουν την τέχνη τους με ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Το κυρίως πρόβλημα εντοπίζεται περισσότερο σε έναν αριθμό ποιητών που λόγω της κοινωνικής προβολής που εξασφαλίζουν για τον εαυτό τους, καταφέρνουν και ξεχωρίζουν ανεξαρτήτως της ποιότητας του έργου τους. Κερδίζουν κρατικά βραβεία, μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες, και πρωταγωνιστούν στον δημόσιο διάλογο στον χώρο των τεχνών γενικότερα.

Την κατάσταση του τοπίου της ποιητικής εκδοτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα δίνει ο σημαντικός ποιητής της γενιάς του 1970, Αντώνης Φωστιέρης, σε συνέντευξή του του 2018. Εξηγεί μεταξύ άλλων με ποιον τρόπο έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες η αγορά στον τομέα της ποίησης, και πώς τα κριτήρια πολλών εκδοτικών οίκων για την έκδοση ποιητικών συλλογών δεν βασίζονται στην ποιότητα του εκδιδόμενου έργου:

“Παλαιότερα, μια ποιητική συλλογή που κυκλοφορούσε από εκδοτικό οίκο είχε, αν μη τι άλλο, το εχέγγυο της επιλογής της από κάποια επιτροπή ή από τον ίδιο τον εκδότη, ο οποίος εντάσσοντάς τη στο πρόγραμμά του διακινδύνευε όχι μόνο το κύρος του αλλά και το κόστος παραγωγής του βιβλίου. […] Σήμερα, είναι παγκοίνως γνωστό ότι αρκετοί εκδοτικοί οίκοι είναι πρόθυμοι να εκδώσουν οποιοδήποτε βιβλίο με κλειστά μάτια, χωρίς καμιά διαδικασία επιλογής, αρκεί να εισπράξουν ένα ποσόν, καθόλου ευκαταφρόνητο συνήθως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η κατ’ ουσίαν ιδιωτική έκδοση εμφανίζεται ψευδώς ως επιλογή του εκδοτικού οίκου και ο ανύποπτος αναγνώστης πελαγοδρομεί πάλι, στη θάλασσα των βιβλίων αυτή τη φορά. Γι’ αυτό και κανένας αναγνώστης δεν είναι ανύποπτος πλέον.”

Εν ολίγοις, ο καθένας σήμερα μπορεί να εκδώσει ό,τι θέλει, ανεξαρτήτως ποιότητας, αρκεί να μπορεί να υποστηρίξει την έκδοση οικονομικά (και ενίοτε και κοινωνικά). Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο Φωστιέρης αναφέρεται στην γνωστή σε όλους απουσία συστηματικής κριτικής, και στις φιλοφρονήσεις που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι κύκλοι των ποιητών, πράγμα που επιβεβαιώνει πως ο καλλιτέχνης σε πολλές περιπτώσεις δεν δέχεται ευθεία και ανεξάρτητη κριτική, γιατί δεν βρίσκονται οι άνθρωποι ή οι φορείς με κύρος που θα του/της ασκήσουν αυτή την κριτική.

Προκειμένου να μην αναφερθώ σε συγκεκριμένα δείγματα κακής ή μέτριας ποίησης, θα παραθέσω παρακάτω ένα ‘ποίημα’ γραμμένο εκ του προχείρου, χάριν παραδείγματος:

Το τετελεσμένο γεγονός που σήμερα δεν επέτρεψε
στον ίσκιο μου
να σμίξει
με τον ίσκιο της λεύκας
περιπλανώμενο και ξερακιανό
έπειτα από την συναναστροφή με τους λουόμενους του απομακρυσμένου κάβου
πρώτη φορά παραδομένος σε πληγωμένες όψεις και στείρα νεύματα
ήταν ο ίδιος άντρας που με είχε αρπάξει
που τα χέρια του δεν έκλεψαν ποτέ
τα φυλαγμένα με σπασμένα λουκέτα μαγαζιά των λεωφόρων
μόνο τα τύμπανα τα φρυγικά ξέρει πώς ταλανίζονται
αυτό του φτάνει για να λέει με λύσσα
το όνομά μου
είμαστε δίδυμοι
εγώ κι αυτός
ίδιοι κόσμοι που μάθανε τον πόνο της απόστασης να διαχειρίζονται
και αλυχτούν
κι η νύχτα του στη νύχτα μου ακουμπάει
όμορες χώρες
η μια δίπλα στην άλλη
εξαφανίζονται.

Γραμμένο σε λιγότερο από δέκα λεπτά, το παραπάνω στιχούργημα, μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχει φτιαχτεί με ευαισθησία και με παράθεση εσωτερικευμένων ποιητικών εικόνων, αλλά στην πραγματικότητα μοιάζει περισσότερο με σακί γεμάτο με τυχαίες λέξεις παρά με ποίημα. Μεγάλο μέρος της ‘ποίησης’ που κυκλοφορεί στον έντυπο ή διαδικτυακό τύπο, είναι παρόμοιου ύφους και ποιότητας. Εικόνες και λέξεις με χαλαρή ή ανύπαρκτη σύνδεση μεταξύ τους (εν είδει ποιητικής αδείας), με κάποιες ίσως ενδιαφέρουσες στιγμές, που δεν καταφέρνουν ωστόσο να αποτελέσουν αυτό που θα λέγαμε συνεκτική ποίηση. Όταν το ύφος αυτό επαναλαμβάνεται από διάφορους ποιητές, μεταξύ των οποίων και κάποιοι που συνεχίζουν να προβάλλονται ως αυθεντίες του ελληνικού καλλιτεχνικού στερεώματος, τότε γίνεται απογοητευτικά αντιληπτή η ένδεια που επικρατεί στην σύγχρονη ποιητική παραγωγή στον ελληνικό χώρο.

Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς πως η συνεκτικότητα στην ποίηση δεν αποτελεί πια το ζητούμενο, καθώς η μετάβαση της ποιητικής τέχνης από την παραδοσιακή, έμμετρη στιχουργική στον ελεύθερο στίχο ήταν προϊόν επαναστατικής, μεταμορφωτικής διαδικασίας, που δοκίμασε τα όρια της ποίησης, δίνοντας ως αποτέλεσμα μεγάλα έργα λογοτεχνίας. Η εξέλιξη της μοντέρνας ποίησης είναι γνωστή και τα επιτεύγματά της σημαντικά. Η διαφορά, ωστόσο, μεταξύ της ποιοτικής και της ευτελούς χρήσης του μοντερνισμού στην ποίηση γίνεται εμφανής όταν ο στιχουργός, αδυνατώντας να εκφραστεί διαφορετικά, αντιμετωπίζει την ποίηση ως ένα πεδίο τυχαίας τοποθέτησης λέξεων και εικόνων, προσδοκώντας να παρουσιάσει ως ποίηση τις συνειρμικές του σκέψεις. Η συνοχή, γλωσσική και θεματική, θα πρέπει να παραμένει ένας από τους κύριους στόχους του ποιητή, αν θέλει το πόνημά του να διεκδικεί τον τίτλο της ποιητικής δημιουργίας. Όσο ελαστικά κι αν έχουν γίνει τα όρια της σύγχρονης ποίησης – με αποτέλεσμα να έχουμε είδη όπως η συγκεκριμένη ή η οπτική ποίηση – οι πειραματισμοί με την αποδόμηση του λόγου φαίνεται να έχουν κι αυτοί τα δικά τους όρια. Ενδιαφέρον δείγμα αποδομημένης γραφής είναι το παρακάτω (συγκεκριμένο) ποίημα του Μιχαήλ Μήτρα:

ΕΠΑΦΗ

την αγγίζει όταν αγγίζονται αγγίζει
αγγίζονται αγγίζεις τον αγγίζει
και με αγγίζει όταν αγγίζονται
αγγίζομαι αγγίζει όταν αγγίζει
αγγίζονται αγγίζονται την αγγίζει
με αγγίζει όταν σε αγγίζω και
αγγίζει αγγίζονται όταν την αγγίζει
αγγίζονται αγγίζεις όταν αγγίζεις
με αγγίζεις όταν σε αγγίζω με

Αυτού του είδους η ποίηση, παρόλο που παίζει με τα όρια της ποιητικής τέχνης, κινδυνεύοντας αλλά μην πέφτοντας στην παγίδα να καταλήξει απλώς μια σειρά από λέξεις, περιέχει μια δυναμικότητα και αίσθηση του ρυθμού, που φανερώνουν την συγγένεια του ποιητικού λόγου με την μουσική, την αρχιτεκτονική, τον κινηματογράφο. Διαβάζοντας τους παραπάνω στίχους μπορούμε να φανταστούμε να συνοδεύονται από εικόνες video art, live performance ή μουσική, αλλά και να στέκονται αυτοτελείς ως πειραματική ποιητική άσκηση.

Γίνεται φανερό, ωστόσο, ότι αυτό το είδος παραμένει πειραματικό, δεν αναμένεται δηλαδή να αντικαταστήσει αυτό που θα λέγαμε, χάριν συντομίας, συμβατική ποίηση, κύρια δουλειά της οποίας είναι να βασιστεί στην δύναμη της γλώσσας για να εκφράσει έναν προσωπικό λυρισμό (δεδομένου ότι έχουμε να κάνουμε με λυρική ποίηση, και ότι η επική και η δραματική ποίηση βρίσκονται έξω από τις επιδιώξεις των σύγχρονων ποιητών). Εν ολίγοις, όταν διαβάζουμε ένα ποίημα, θέλουμε κατα κύριο λόγο να δούμε κατά πόσο ο ποιητής έχει καταφέρει να τιθασεύσει την δύναμη του λόγου και να δώσει μορφή στην ακατάστατη αλληλουχία της σκέψης του, παρά να δούμε το αποτέλεσμα των προσπαθειών που έχει κάνει για να ξεφύγει από την δύναμη αυτή. Ποίηση όπως αυτή των ντανταϊστών, μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια εξέγερση του καλλιτέχνη ενάντια στο λόγο: μια σειρά από συλλαβές που σκοπό έχουν να δείξουν πως δεν χρειαζόμαστε πια τον λόγο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το φωνητικό ποίημα Karawane του Γερμανού συγγραφέα Hugo Ball:

KARAWANE

jolifanto bambla ô falli bambla
grossiga m’pfa habla horem
égiga goramen
higo bloiko russula huju
hollaka hollala
anlogo bung
blago bung
blago bung
bosso fataka
ü üü ü
schampa wulla wussa ólobo
hej tatta gôrem
eschige zunbada
wulubu ssubudu uluw ssubudu
tumba ba- umf
kusagauma
ba – umf

Με την ποίηση αυτή ο Ball ισχυρίζεται πως επιστρέφει σε ένα είδος “εσωτερικής αλχημείας του λόγου”, και πως εφευρίσκει έναν νέο τρόπο έκφρασης που δεν υπόκειται στους κανόνες της συμβατικής γλώσσας. Η αυταπάτη πως μπορούμε να φτιάξουμε εκ του μηδενός μια καινούργια γλώσσα, μπορεί να γίνει κατανοητή ως προϊόν συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας (της εποχής του Ευρωπαϊκού μεσοπολέμου), αλλά δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από τις ασυνάρτητες κραυγές του Karawane για να συνεχίσουμε να λέμε πως γράφουμε και διαβάζουμε ποίηση. Χρειαζόμαστε τον λόγο.   

Το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ποίησης στον ελληνικό χώρο χαρακτηρίζεται από μετριότητα, όχι γιατί προσπαθεί να πρωτοτυπήσει επαναστατώντας ενάντια στον λόγο (όπως ανεπιτυχώς αλλά με θεμιτό τρόπο προσπάθησαν να κάνουν οι ντανταϊστές), αλλά γιατί νομίζει πως χειρίζεται τον λόγο ενώ στην πραγματικότητα φαίνεται να μην μπορεί να το κάνει. Δεν υπάρχουν συνταγές ή μαθήματα γραφής που μπορούν να δώσουν σε κάποιον να καταλάβει πώς να γράψει ποίηση. Το μόνο που υπάρχει είναι ποιήματα. Παρακάτω ένα δείγμα ποίησης με συνοχή, ρυθμό, λυρική δύναμη και συναισθηματικό πλούτο, που επιλέγει να χρησιμοποιεί στοιχεία παραδοσιακής ποίησης.

O Θρήνος της Λίλιθ [απόσπασμα]

‘Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,’ λέω και σε μένα
κάνοντας πρόβες για να σ’ το πω από κοντά
όταν το τείχος που το λεν της ντροπής μου
τους δύο κόσμους μας χώρια θ’ αδυνατεί να κρατήσει
και υποχωρώντας στο ρεύμα μπροστά της ιστορίας
με παλιοπράγματα θα γεμίσει των πάλαι ποτέ αντιπάλων χωρών τα υπόγεια
μα δεν σπουδάζω εγώ των υπογείων τα ύποπτα ραγίσματα
δεν ξέρω πώς το νερό, που τον δρόμο του βρίσκει, από ανάγκη γίνεται πρόβλημα
– μα μη δεν είναι οι ανάγκες προβλήματα
που λίγο λίγο μαθαίνουν στο φτωχό λογικό όποιου ψάχνει απαντήσεις
πως να μείνουνε άλυτα μονάχα μπορούν να ελπίζουν –
εγώ σπουδάζω κοιτώντας επίμονα εσένα
στης υγρασίας τον αχάριστο όγκο πώς βάζεις φωτιά και πώς σώζεσαι
απ’ των άπειρων όντων την αθλία συντροφιά
και διασκεδάζω αλησμόνητα στον λαϊκό σηκωμό που τον λεν των σπουδαίων πανηγύρι
όπου σκληρό παρατσούκλι μου δώσανε, ‘μαζώχτρα λέξεων ώριμων’
μα καμιά άγουρη στο καλάθι όταν βρίσκω, την θέλω κι αυτή
και στη θέση της, όπου πονάει περισσότερο, από διαστροφή τη βάζω
‘σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ’ ξαναλέγοντας όσο ακόμα ανασαίνοντας κάνω πως ζω
και με ήχους παράφωνους την ανάγκη μου κράζω.

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, και ας φαίνεται
ο κλαυθμός μου, για την ώρα, απ’ το δέρμα πιο μέσα να μην μπορεί να σ’ αγγίξει
αγγίζει εμένα ωστόσο κάθε τι που τυχαία πάνω σου σαν δέρμα τεντώνεται
κάθε τι που με σχέδιο τους κορμούς των ποδιών σου σαν κισσός τριγυρίζει
και φροντίζω η δική σου η βούληση, που είναι μύθος πως είναι ελεύθερη
να δεθεί, αντιστεκόμενη μάταια, με ανίκητα ξόρκια
τη χαρά της ζωης στο δαιμόνιο κορμί μου χαρίζοντας
για ν’ ακούσω σ’ αυτό, κι όχι σ’ άλλο της ζωής επεισόδιο να με λέγεις Σοφία
και να πάψεις να μπερδεύεις τα ονόματα σκεπασμένος απ’ το πένθος της πάχνης
γιατί άλλη γυναίκα, εγώ έτσι το θέλησα, από μένα την Λίλιθ δεν ψάχνεις.