Περιοδικό ResPublica, τχ 1, 2019

μτφρ.: Γκιμπιρίτης Νικόλας

Γνωριμία με μια δυσφημισμένη τάξη

Καμία αύξηση του υλικού πλούτου δεν μπορεί να ξεπληρώσει…
συμφωνίες που προσβάλλουν την αυτοεκτίμηση και
βλάπτουν την ελευθερία.
R.H. Tawney[1]

 Είναι καιρός να πούμε μια καλή κουβέντα για τους μικροαστούς. Σε αντίθεση με την εργατική τάξη και τους καπιταλιστές, οι οποίοι βρίθουν από εκπροσώπους, οι μικροαστοί σπάνια, έως καθόλου, μιλούν εξ ονόματός τους. Και ενώ οι καπιταλιστές μαζεύονται στους συνδέσμους βιομηχάνων και στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, και η εργατική τάξη συναθροίζεται στα συνέδρια των συνδικάτων, η μία και μοναδική φορά, απ’ όσο θυμάμαι, που η μικροαστική τάξη μαζεύτηκε εις το όνομά της ήταν το 1901 στο Πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Μικροαστών στις Βρυξέλλες. Δεύτερο Συνέδριο δεν υπήρξε ποτέ.

Γιατί να πάρουμε τα όπλα για την υπεράσπιση μιας τάξης που παραμένει σχετικά ανώνυμη και που σίγουρα δεν είναι, κατά τη μαρξιστική διάλεκτο, μια τάξη für sich [δι’ εαυτή]; Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτον και κυριότερον, πιστεύω ότι η μικροαστική τάξη και η μικροϊδιοκτησία εν γένει αναπαριστούν μια πολύτιμη ζώνη αυτονομίας και ελευθερίας μέσα σε κρατικά συστήματα που όλο και περισσότερο κυριαρχούνται από μεγάλες δημόσιες και ιδιωτικές γραφειοκρατίες. Η αυτονομία και η ελευθερία είναι, μαζί με την αμοιβαιότητα, στο επίκεντρο της αναρχικής ευαισθησίας. Δεύτερον, είμαι πεπεισμένος ότι οι μικροαστοί επιτελούν ζωτικές κοινωνικές και οικονομικές υπηρεσίες υπό οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα.

Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη έναν εύλογα γενναιόδωρο ορισμό των ταξικών τους ορίων, οι μικροαστοί αντιστοιχούν στη μεγαλύτερη κοινωνική τάξη στον κόσμο. Αν δεν συμπεριλάβουμε μόνο τους εμβληματικούς καταστηματάρχες αλλά επίσης και τους μικροκαλλιεργητές, τους μάστορες, τους μικροπωλητές, τους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες και τους μικρεμπόρους, των οποίων η μοναδική ιδιοκτησία πιθανότατα να είναι μια χειράμαξα ή μια βάρκα και μερικά εργαλεία, τότε τα ταξικά τους όρια εκτοξεύονται στα ύψη. Αν υπολογίσουμε και την περιφέρεια αυτής της τάξης, φερ’ ειπείν, τους κολίγους, τους ζευγίτες, τους ρακοσυλλέκτες και τις πλανόδιες πωλήτριες, όπου η αυτονομία είναι περιορισμένη και η ιδιοκτησία πράγματι ασήμαντη, η τάξη μεγαλώνει ακόμα πιο πολύ. Παρ’ όλα αυτά, το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών, που τους διακρίνει τόσο απ’ τους υπαλλήλους όσο και απ’ τους βιομηχανικούς εργάτες, είναι ότι σε μεγάλο βαθμό θέτουν υπό έλεγχο την εργάσιμή τους μέρα και εργάζονται με λίγη ως καθόλου επιτήρηση. Θα μπορούσε κάποιος όντως να θεωρήσει αυτή την αυτονομία αμφιλεγόμενη, μιας και πρακτικά σημαίνει το να δουλεύει κανείς δεκαοχτώ ώρες ημερησίως με απολαβές που να προσφέρουν μια μετά βίας επιβίωση. Και παρ’ όλα αυτά είναι ξεκάθαρο ότι, όπως θα δούμε, η επιθυμία για αυτονομία και έλεγχο της εργάσιμης ημέρας, καθώς και η αίσθηση της ελευθερίας και της αυτοεκτίμησης που αυτός ο έλεγχος παρέχει, είναι μια αρκετά υποτιμημένη κοινωνική προσδοκία για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.

Η αιτιολόγηση της καταδίκης

Προτού αρχίσουμε την εξύμνηση των μικροαστών, καλό θα ήταν να κάνουμε μια παύση για να αναλογιστούμε γιατί, σαν τάξη, έχουν τέτοια ρετσινιά. Η μαρξιστική καταδίκη των μικροαστών είναι, εν μέρει, δομική. Η καπιταλιστική βιομηχανία δημιούργησε το προλεταριάτο και, ως εκ τούτου, είναι μόνο η χειραφέτηση του προλεταριάτου που εμπεριέχει την υπέρβαση του καπιταλισμού ως συστήματος. Περιέργως, αλλά όχι δίχως λογική εξήγηση, οι μαρξιστές δείχνουν έναν ζηλόφθονο θαυμασμό για τους καπιταλιστές, οι οποίοι υπερέβησαν τον φεουδαλισμό και απελευθέρωσαν τις πελώριες παραγωγικές δυνάμεις της νεωτερικής βιομηχανίας. Προετοίμασαν το έδαφος, που λέει ο λόγος, για την προλεταριακή επανάσταση και τον θρίαμβο του κομμουνισμού εν μέσω υλικής αφθονίας. Οι μικροαστοί, εν αντιθέσει, δεν είναι ούτε κρέας, ούτε ψάρι∙ είναι κατά κύριο λόγο φτωχοί, αλλά φτωχοί καπιταλιστές. Υπάρχει περίπτωση, κατά καιρούς, να συμμαχούν με την Αριστερά, αλλά πρόκειται περί λυκοφιλίας∙ η πολιτική τους αφοσίωση είναι εγγενώς αναξιόπιστη καθώς πατούν με το άλλο τους πόδι στο αντίπαλο στρατόπεδο και επιθυμούν να γίνουν μεγάλοι καπιταλιστές.

Η απευθείας μετάφραση του γαλλικού «petite» [μικρός] στα αγγλικά ως «petty» [μηδαμινός], αντί, ας πούμε, ως «small» [μικρός], κάνει ακόμα μεγαλύτερη ζημιά. Έτσι, δεν φαίνεται απλά να σημαίνει μικρός αλλά, εξίσου, αξιοκαταφρόνητος, όπως λέμε «pettifoggery» [χαζοκαυγάς], «petty cash» [«ψιλά»] ή απλώς «petty» [τιποτένιος][2]. Κι όταν συνδυάζεται στη λέξη «petty-bourgeoisie» [μικροαστική τάξη], τότε συνενώνεται με την καταδίκη των μαρξιστών, της ιντελιγκέντσιας και της αριστοκρατίας του φιλισταϊκού γούστου και της χοντροκομμένης ανησυχίας για τα φράγκα και την περιουσία των νεόπλουτων. Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, η ταμπέλα του μικροαστού έφτανε να σημαίνει φυλακίσεις, εξορίες ή θάνατο. Η καταδίκη των μικροαστών συναντήθηκε με τη σπερματική θεωρία περί αρρώστιας με όρους που προεικόνιζε τον ναζιστικό αντισημιτισμό. Ο Μπουχάριν, θέλοντας να στιγματίσει τους απεργούς εργάτες και ναύτες της Κροστάνδης, τόνισε ότι «η μικροαστική μόλυνση έχει εξαπλωθεί από την αγροτιά σε ένα τμήμα της εργατικής τάξης»[3]. Όλοι εκείνοι οι μικροί αγρότες που αντιστάθηκαν στην κολεκτιβοποίηση διαπομπεύτηκαν με παρόμοιο τρόπο: «ο πραγματικός κίνδυνος του μπουρζουάδικου μιάσματος και του μικροαστικού βακίλου παραμένει – η απολύμανση είναι απαραίτητη»[4]. Σ’ αυτή την τελευταία αναφορά, οι βάκιλοι που επικρίθηκαν ήταν σχεδόν όλοι οι μικροπαραγωγοί με μια μετριασμένη υπεραξία, που τους επέτρεπε, κατά τη διάρκεια της σοδειάς, να προσλάβουν μερικούς εργάτες γης. Και, φυσικά, η συντριπτική πλειοψηφία των μικροαστών είναι σχετικά φτωχοί, δουλευταράδες και η ιδιοκτησία που τους ανήκει με το ζόρι τους επιτρέπει να τα βγάζουν πέρα∙ η εκμετάλλευση που ασκούν περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό εντός της πατριαρχικής οικογένειας – αυτό που ένας συγγραφέας αποκάλεσε «αυτο-εκμετάλλευση»[5].

Θαρρώ πως η αποστροφή για τους μικροαστούς έχει επίσης μια δομικού τύπου πηγή την οποία μοιράζονται εξίσου το σοσιαλιστικό μπλοκ και οι καπιταλιστικές μαζικές δημοκρατίες. Είναι γεγονός ότι σχεδόν κάθε είδος μικρής ιδιοκτησίας κατέχει τα μέσα για να διαφεύγει τον κρατικό έλεγχο: η επιτήρηση, η φορολόγηση και η αστυνόμευση της μικρής ιδιοκτησίας είναι δύσκολο έργο∙ αντιστέκεται στον έλεγχο και την επιβολή του νόμου εξαιτίας της πολυπλοκότητας, της ποικιλότητας και της κινητικότητας των δραστηριοτήτων της. Η κρίση του 1929, που οδήγησε στην ορμητική καμπάνια κολεκτιβοποίησης του Στάλιν, οφειλόταν ακριβώς στην αποτυχία οικειοποίησης επαρκών σιτηρών από την αγροτιά. Κατά γενική ομολογία, όλα τα κράτη ανεξάρτητα απ’ τη μορφή τους ήταν σχεδόν πάντα ορκισμένοι εχθροί των διακινούμενων ανθρώπων –των τσιγγάνων, των βοσκών, των πλανόδιων εμπόρων, των γεωργών, των μετακινούμενων εργατών– καθώς οι δραστηριότητές τους είναι θολές και ευκίνητες, πετούν πάνω απ’ τα ραντάρ του κράτους. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο τα κράτη προτιμούν την αγροβιομηχανία, τα κρατικά αγροκτήματα, τις φυτείες και τις κρατικές επιχειρήσεις αντί της μικροϊδιοκτησιακής αγρικουλτούρας και του μικρεμπορίου. Προτιμούν τις μεγαλοεταιρείες, τις τράπεζες και τους επιχειρηματικούς ομίλους από το εμπόριο και τη βιομηχανία μικρής κλίμακας. Οι πρώτες είναι συχνά λιγότερο αποδοτικές από τις τελευταίες, αλλά οι δημοσιονομικές αρχές μπορούν ευκολότερα να τις επιβλέψουν, να τις μεταρρυθμίσουν και να τις φορολογήσουν. Όσο πιο διεισδυτική γίνεται η δημοσιονομική αρπαγή του κράτους, τόσο πιο πιθανό είναι ότι θα αναδυθεί μια «γκρίζα» ή «μαύρη» άτυπη και λαθραία οικονομία προκειμένου να του ξεφύγει. Κι εξυπακούεται ότι το τεράστιο μέγεθος και οι γεμάτες τσέπες των μεγάλων οργανισμών τούς εγγυώνται μια προνομιακή θέση στους θώκους της εξουσίας.

Μικροαστικά όνειρα: το δέλεαρ της ιδιοκτησίας

Για να μην τα πολυλογούμε, ο homo sapiens εμφανίστηκε πάνω-κάτω πριν από 200.000 χρόνια. Τα κράτη «επινοήθηκαν» μόλις πέντε χιλιάδες χρόνια πριν, και μέχρι πριν περίπου καμιά χιλιετία η πλειοψηφία της ανθρωπότητας ζούσε έξω απ’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κράτος. Όσοι ζούσαν εντός εκείνων των κρατών ήταν μικροϊδιοκτήτες (γεωργοί, τεχνίτες, καταστηματάρχες, έμποροι). Και, όταν αναπτύχθηκαν συγκεκριμένα δικαιώματα εκπροσώπησης από τον 17ο αιώνα κι έπειτα, αυτά αποδόθηκαν βάσει του κοινωνικού κύρους και της ιδιοκτησίας. Οι καταγωγές των μεγάλων γραφειοκρατικών οργανισμών που χαρακτηρίζουν τη νεωτερική εποχή θα μπορούσαν να ανιχνευθούν στα μοναστήρια και στους στρατώνες, αλλά επί της ουσίας είναι προϊόν των τελευταίων δυόμιση αιώνων. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι υπάρχει μια μακρά ιστορία έξω απ’ το κράτος και ότι η ζωή εντός του κράτους πριν τον 18ο αιώνα χωριζόταν με αυστηρούς όρους μεταξύ, αφενός, ενός τυπικά ανελεύθερου πληθυσμού (σκλάβοι, δουλοπάροικοι και εξαρτημένοι) και, αφετέρου, ενός πλήθους μικροϊδιοκτητών που διέθεταν, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, μια σειρά συγκεκριμένων δικαιωμάτων για την εγκαθίδρυση οικογένειας: κατοχή και κληρονόμηση γης, ίδρυση εταιρειών, εκλογή τοπικών αρχόντων και ψήφιση κυβερνώντων. Ως εκ τούτου, η σχετική αυτονομία και ανεξαρτησία των υποτελών τάξεων έπαιρνε δυο μορφές: μια ζωή στο περιθώριο, έξω από τη δικαιοδοσία του κράτους ή μια ζωή εντός του κράτους με ένα μίνιμουμ δικαιωμάτων που συνδέονταν με τη μικρή ιδιοκτησία.

Υποψιάζομαι ότι η ακαταμάχητη επιθυμία που θα μπορούσε να διακρίνει κανείς σε τόσες και τόσες κοινωνίες για ένα κομμάτι γης, μια κατοικία, ένα κατάστημα οφείλεται όχι μόνο στα περιθώρια ανεξαρτησίας για δράση, αυτονομίας και ασφάλειας που απονέμονται, αλλά εξίσου και στην αξιοπρέπεια, την υπόληψη και την τιμή που συνδέονται με την ιδιοκτησία απέναντι τόσο στο κράτος, όσο και στους γείτονες. Για τον Thomas Jefferson, η ανεξάρτητη μικροκαλλιέργεια προωθούσε κοινωνικές αρετές και ήταν ο βράχος του δημοκρατικού πολίτη:

Οι καλλιεργητές της γης είναι οι πιο πολύτιμοι πολίτες, είναι οι πιο δραστήριοι, οι πιο ανεξάρτητοι, οι πιο ενάρετοι και είναι δεμένοι με την πατρίδα τους και νυμφευμένοι με την ελευθερία της μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός τους[6].

Την περίοδο που μελετούσα και ζούσα μέσα σε αγροτικές κοινωνίες, μου φαινόταν αδύνατο να μην λάβω υπόψη το απίστευτο σθένος με το οποίο πολλοί περιθωριοποιημένοι μικροϊδιοκτήτες γαντζώνονταν ακόμα και στο μικρότερο κομμάτι γης. Όταν η καθαρή οικονομική λογική πρότεινε ότι θα ήταν πολύ καλύτερα γι’ αυτούς αν έψαχναν μια προσοδοφόρα ενοικίαση γης ή ακόμη και να μεταναστεύσουν στην πόλη, αυτοί γραπώνονταν από την ιδιοκτησία τους με νύχια και με δόντια για όσο το δυνατόν περισσότερο. Όσοι δεν κατείχαν καθόλου γη να καλλιεργήσουν έβλεπαν τις μακροχρόνιες μισθώσεις, κατά προτίμηση από συγγενικά τους πρόσωπα, ως τη δεύτερη καλύτερη επιλογή από τη σκοπιά του κύρους, του να κατέχει δηλαδή κανείς τη δική του γη. Όσοι δεν είχαν ούτε δική τους γη αλλά ούτε και την επιλογή μιας βιώσιμης ενοικίασης και περιορίζονταν να δουλεύουν για άλλους, βαστούσαν γερά τη μοίρα του σπιτικού τους στο χωριό μέχρι να έρθει το πικρό τους τέλος. Με αμιγείς εισοδηματικούς όρους, ένας σεβαστός αριθμός ενοικιαστών καλλιεργητών βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση από τους μικροϊδιοκτήτες, και ένας σεβαστός αριθμός μεροκαματιάρηδων βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση από τους μικρο-ενοικιαστές. Για την αγροτιά, παρ’ όλα αυτά, η διαφορά στην αυτονομία, την ανεξαρτησία και, επομένως, στην κοινωνική υπόληψη ήταν αποφασιστικής σημασίας. Ο μικροϊδιοκτήτης, σε αντίθεση με τον μισθωτή, δεν εξαρτιόταν από κανέναν για την καλλιέργεια γης και ο μισθωτής, σε αντίθεση με τον μεροκαματιάρη, είχε τουλάχιστον στη διάθεσή του γη για εποχιακή χρήση και τον έλεγχο της εργάσιμης ημέρας του, ενώ ο μεροκαματιάρης σερνόταν σ’ αυτό που θεωρούνταν ως απαξιωτική εξάρτηση από τις καλές προθέσεις των γειτόνων και των συγγενών του. Ο τελικός εξευτελισμός ήταν να χάσει κανείς αυτό το τελευταίο φυσικό σύμβολο της ανεξαρτησίας, το σπίτι του.

Η πτώση από κάθε σκαλοπάτι στο ταξικό σύστημα του χωριού αντιπροσώπευε μια απώλεια οικονομικής ασφάλειας και κύρους ανεξαρτησίας. Η ουσία του μικροαστικού ονείρου, παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν κάποιος αφηρημένος υπολογισμός εισοδηματικής ασφάλειας αλλά, αντ’ αυτού, η βαθιά επιθυμία για πλήρη πολιτιστική ιθαγένεια [cultural citizenship] στη μικροκοινότητά τους. Ιδιοκτησία σήμαινε την ικανότητα διεξαγωγής γάμων, κηδειών και, όπως σε ένα μικρό μαλαισιανό χωριό, γιορτών κατά το πέρας της νηστείας, με τέτοιο τρόπο που έδινε νόημα και αξία στο όνομα της κοινωνικής έκφρασης. Τα προστατευμένα «μεσαία στρώματα αγροτών» που είχαν τα μέσα για να γιορτάσουν αυτές τις τελετές δεν ήταν μόνο οι πιο σημαίνοντες χωρικοί, αλλά επίσης και παραδείγματα προς μίμηση και έμπνευση. Η απομάκρυνση από αυτό το πρότυπο σήμαινε τη μετατροπή κάποιου σε πολίτη δεύτερης κατηγορίας.

Τα ματαιωμένα μικροαστικά όνειρα είναι τα απαραίτητα προσανάμματα του επαναστατικού αναβρασμού. Κατά το μάλλον ή ήττον, «Η γη στους αγρότες!» είναι η πιο αποτελεσματική ιαχή συσπείρωσης στις περισσότερες αγροτικές επαναστάσεις. Η επανάσταση της υπαίθρου στη Ρωσία το 1917 μπήκε σε τροχιά επιτάχυνσης από την ορμή των, ηττημένων στο αυστριακό μέτωπο, Ρώσων κληρωτών να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να συμμετέχουν στους αναδασμούς γης που λάμβαναν χώρα. Για πολλούς από τους αποκαλούμενους «γεροντοκόρους»[7] (εργένηδες, «υπεράριθμους»), τους ακτήμονες της προεπαναστατικής Κίνας, ο Λαϊκός Επαναστατικός Στρατός προσέφερε την πολύτιμη ευκαιρία να αποκτήσουν τη δική τους γη, να δημιουργήσουν μια (πατριαρχική) οικογένεια και να αποκτήσουν μια διακαή πολιτιστική ιθαγένεια που, μεταξύ άλλων, σήμαινε να ταφούν με τιμές. Tο κλειδί (δόλωμα;) για την ενθουσιώδη συμμετοχή της αγροτιάς σε, κυριολεκτικά, όλες τις επαναστάσεις του 20ου αιώνα ήταν η προοπτική της ιδιοκτησίας γης και η υπόληψη και ανεξαρτησία που αναδύονταν μαζί της. Όταν οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις επιτυγχάνονταν διαμέσου της κολεκτιβοποίησης, η πλειοψηφία της αγροτιάς αντιστεκόταν σ’ αυτό και το βίωνε ως προδοσία των προσδοκιών της.

Τα μικροαστικά όνειρα εμποτίζουν εξίσου και τη φαντασία του βιομηχανικού προλεταριάτου. Οι πλέον κόκκινοι των κόκκινων προλετάριων, οι στρατευμένοι ανθρακωρύχοι και μεταλλωρύχοι του Ρουρ το 1919, στους οποίους ο Λένιν εναπόθεσε τις επαναστατικές του ελπίδες, αποτελούν περίτρανο παράδειγμα[8]. Όταν ρωτήθηκαν τι ήταν αυτό που εύχονταν, οι επιθυμίες τους ήταν αξιοσημείωτα σεμνές. Ήθελαν υψηλότερους μισθούς, μείωση του χρόνου εργασίας και επιμήκυνση της σχόλης, όπως θα περίμενε κανείς να ακούσει. Αλλά, πέρα από αυτό που οι μαρξιστές θα αποκαλούσαν με τον υποτιμητικό όρο «συνδικαλιστική συνείδηση», οι προλετάριοι λαχταρούσαν να τους αντιμετωπίζουν τα αφεντικά τους με αξιοπρέπεια (και να τους φωνάζουν «Κύριε Τάδε») και προσδοκούσαν να αποκτήσουν μια μικρή οικοτεχνία με έναν μπαξέ. Είναι δύσκολο να χωνέψουμε που ένα νεοαναδυόμενο βιομηχανικό προλεταριάτο θα διατηρούσε κοινωνικές φιλοδοξίες προερχόμενες από την χωριάτικη καταγωγή του, αλλά η απαίτησή τους για το κάλλος του κοινωνικού σεβασμού και για τον πολιτιστικό καλλωπισμό μιας ανεξάρτητης ζωής δε χωρά στο στερεοτυπικό σακάκι ούτε μιας «οικονομίστικης» εργατικής τάξης που νοιάζεται μόνο για τα λεφτά ούτε ενός επαναστατικού προλεταριάτου.

Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ ρωτούσαν τους βιομηχανικούς εργάτες ποιο είδος εργασίας θα προτιμούσαν από τη βιομηχανική εργασία[9]. Ένα εκθαμβωτικά υψηλό ποσοστό λαχταρά να ανοίξει ένα μαγαζί ή ένα εστιατόριο ή να καλλιεργεί γη. Το ενοποιητικό θέμα αυτών των ονείρων είναι η απελευθέρωση από τη στενή επιτήρηση και η αυτονομία της εργάσιμης μέρας που, στο μυαλό τους, είναι αρκετά για να ξεπληρώσουν τις πολλές ώρες εργασίας και τα ρίσκα που έχουν αυτές οι μικρές επιχειρήσεις. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, δεν πράττουν προς όφελος αυτής της ευχής, αλλά το πείσμα της ως φαντασίωσης είναι ενδεικτικό της δύναμής της.

Γι’ αυτούς που έχουν γνωρίζει την πραγματική σκλαβιά, σε αντιδιαστολή με τη «μισθωτή σκλαβιά», η δυνατότητα μιας ανεξάρτητης αυτοσυντήρησης, όσο περιθωριακή κι αν είναι, ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα[10]. Οι σκλάβοι όλων των Ηνωμένων Πολιτειών, μόλις χειραφετήθηκαν, το έβαλαν στα πόδια και εγκαταστάθηκαν στις μεθόριους των φυτειών, καταφέρνοντας να ζήσουν ανεξάρτητα έστω και υποτυπωδώς μέσω των κοινών πόρων που δε διεκδικούσε κανείς. Με μια καραμπίνα, ένα μουλάρι, μια αγελάδα, ένα αγκίστρι, μερικές κότες, χήνες και ένα αλέτρι, ήταν επιτέλους πιθανό να ζήσει κανείς ανεξάρτητος και να εργάζεται σπάνια για τον «αφέντη», μόνο σε περιπτώσεις που έπρεπε να ικανοποιηθεί μια προσωρινή ανάγκη για μετρητά. Οι φτωχοί λευκοί ζούσαν από τους κοινούς πόρους με τον ίδιο περίπου τρόπο, αποφεύγοντας την ατιμωτική εξάρτηση από τους εύπορους γείτονές τους. Το αποτέλεσμα ήταν το τέλος της οικονομίας των φυτειών, η οποία αποκαταστάθηκε, σε αρκετά τροποποιημένη μορφή, με τη θέσπιση των «νόμων περί περιφράξεων» σε όλον τον Νότο, από τη δεκαετία του 1880 κι έπειτα, που σχεδιάστηκαν αποκλειστικά για να αποκλείσουν από τους κοινούς πόρους όσους είχαν την ανεξαρτησία τους, μαύρους και λευκούς, και να τους οδηγήσουν πίσω στην αγορά εργασίας. Το περιβόητο σύστημα της επίμορτης αγροληψίας[11], ό,τι κοντινότερο είχαν ποτέ οι ΗΠΑ στη δουλοπαροικία, ήταν η τελική κατάληξη.

Η επιθυμία για αυτονομία φαίνεται τόσο ισχυρή που μπορεί να πάρει ακόμα και διεστραμμένες μορφές. Στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, όπου η αλυσίδα παραγωγής είναι τόσο καλοκουρδισμένη ώστε να μειώσει την αυτονομία μέχρι την ολική της εξαφάνιση, οι εργάτες παρ’ όλα αυτά καταφέρνουν να κλέψουν πίσω τον χρόνο της αυτονομίας τους με «ζαβολιές» για να εκφράσουν την ανεξαρτησία τους[12]. Οι εργάτες αυτοκινητοβιομηχανίας του River Rouge βιάζονται να τελειώνουν με τις δουλειές τους ώστε να βρουν μια γωνιά να ξεκουραστούν ή να διαβάσουν ή να παίξουν μια επικίνδυνη παρτίδα χόκεϊ. Οι εργάτες στη σοσιαλιστική Ουγγαρία έκλεβαν χρόνο για να φτιάχνουν «παιχνίδια» από μικρά κομμάτια διαμορφωμένα σε τόρνο ακόμα κι αν αυτά δεν είχαν απολύτως καμία χρησιμότητα γι’ αυτούς. Σε ένα σύστημα όπου η εργασία σχεδιάζεται με τρόπο που να εξαλείφει το «παιχνίδι», οι εργάτες απορρίπτουν αυτή την αντικειμενοποίηση και βαρεμάρα εισάγοντας την αυτονομία τους με δημιουργικούς τρόπους.

H νεωτερική αγροβιομηχανία, με σχεδόν διαβολικό τρόπο, κατάφερε να εκμεταλλευτεί την επιθυμία για ιδιοκτησία και αυτονομία προς δικό της όφελος. Η πρακτική των συμβάσεων καλλιέργειας στην εκτροφή πουλερικών αποτελεί διαγνωστικό παράδειγμα[13]. Οι μεγαλοεταιρείες, γνωρίζοντας ότι η λειτουργία μεγάλων ορνιθοφυλακών είναι επικίνδυνη από επιδημιολογικής απόψεως, αναθέτουν υπεργολαβικά την εκτροφή κοτόπουλων σε «ανεξάρτητους» πτηνοτρόφους. O υπεργολάβος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την κατασκευή του πελώριου ορνιθώνα που απαιτείται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η Tyson ή άλλες αγροβιομηχανικές εταιρείες και είναι υπεύθυνος για την απαιτούμενη δανειοδότηση ώστε να χρηματοδοτηθεί αυτός ο ορνιθώνας. Η αγροβιομηχανία διανέμει τους νεοσσούς και θέτει λεπτομερείς προδιαγραφές στο συμβόλαιο για τo πρόγραμμα σίτισης, ενυδάτωσης, φαρμακοληψίας και υγιεινής, για τις οποίες πουλάει τις απαραίτητες πρώτες ύλες. Κατόπιν, οι ημερήσιες επιδόσεις του υπεργολάβου καταγράφονται, και η αποπληρωμή γίνεται στο τέλος του συμβολαίου σύμφωνα με τα ποσοστά προσθήκης βάρους και θνησιμότητας, με την αμοιβή να διαβαθμίζεται από τις εναλλασσόμενες συνθήκες της αγοράς. Συχνά το συμβόλαιο ανανεώνεται διαρκώς, αλλά δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι αυτό όντως θα συμβαίνει.

Η διαστροφή μ’ αυτό το σύστημα είναι ότι διατηρεί ένα ομοίωμα ανεξαρτησίας και αυτονομίας ενώ εκκενώνει κυριολεκτικά όλο το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Ο υπεργολάβος είναι ένας ανεξάρτητος γαιοκτήμονας (και υποθηκάριος), αλλά η εργάσιμη μέρα του και οι κινήσεις του μοιάζουν πολύ με την χορογραφία των κινήσεων του εργάτη στην αλυσίδα παραγωγής. Δεν έχουν κανέναν πάνω απ’ τον σβέρκο τους, αλλά αν το συμβόλαιο δεν ανανεωθεί, το μόνο που τους απομένει είναι ένα δάνειο τόσο μεγάλο όσο η πτηνοτροφική τους μονάδα. H γεωργική βιομηχανία μεταθέτει το ρίσκο της γαιοκτησίας, του εν πιστώσει κεφαλαίου και της διεύθυνσης ενός μεγάλου εργατικού δυναμικού –ένα εργατικό δυναμικό που θα απαιτούσε προνόμια– ενώ παράλληλα δρέπει όλα τα πλεονεκτήματα της στενής επιτήρησης, της τυποποίησης και του ποιοτικού ελέγχου που το νεωτερικό εργοστάσιο ήταν εξ αρχής σχεδιασμένο να πετύχει. Κι όλο αυτό πιάνει τόπο! Η επιθυμία να διατηρήσει κανείς τον τελευταίο κόκκο αξιοπρέπειας ως ανεξάρτητος ιδιοκτήτης είναι τόσο ισχυρή όπου ο «αγρότης» είναι πρόθυμος να προδώσει σχεδόν όλο το νόημά της.

Παρ’ όλα όσα παραβλέπουν οι αναρχικοί αναφορικά με την ανθρώπινη κατάσταση, η πίστη τους στη δυναμική της ιδιοκτησίας για αξιοπρέπεια και αυτονομία ήταν μια οξυδερκής ανάγνωση του λαϊκού φαντασιακού. Το μικροαστικό όνειρο της ανεξαρτησίας, αν και στην πράξη δεν είναι πάντα εφικτό, δε θανατώθηκε από τη Βιομηχανική Επανάσταση. Αντιθέτως, πήρε παράταση ζωής[14].

Οι όχι και τόσο μικρές κοινωνικές λειτουργίες της μικροαστικής τάξης 

Από τους Σκαφτιάδες και τους Ισοπεδωτές του Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου, τους Μεξικανούς χωρικούς του 1911, τους Ισπανούς αναρχικούς για σχεδόν έναν αιώνα, τα τόσα και τόσα αντιαποικιοκρατικά κινήματα μέχρι τα μαζικά κινήματα στη σύγχρονη Βραζιλία, η επιθυμία για γη και για αποκατάσταση της χαμένης γης είναι το βασικό μοτίβο των πιο ριζοσπαστικών, εξισωτικών, μαζικών κινημάτων. Δίχως τα θέλγητρα του μικροαστικού ονείρου, δεν θα είχαν ελπίδες για τίποτα.

Η καταδίκη των μικροαστών από τον Μαρξ, κατά πολύ υποδεέστερη της καταδίκης του λούμπεν προλεταριάτου, βασίστηκε στο γεγονός ότι ήταν μικροϊδιοκτήτες και, κατά συνέπεια, μικροί καπιταλιστές. Μόνο το προλεταριάτο, μια νέα τάξη που γεννήθηκε από τον καπιταλισμό και στερείται κάθε ιδιοκτησίας, θα μπορούσε να είναι αληθινά επαναστατικό∙ η απελευθέρωση των προλετάριων εξαρτάται απ’ την υπέρβαση του καπιταλισμού. Όσο πειστική κι αν ακούγεται αυτή η λογική στη θεωρία, το ιστορικά ισχύον είναι πως μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, οι μάστορες –υφαντουργοί, τσαγκάρηδες, τυπογράφοι, οικοδόμοι, κατασκευαστές κάρων, μαραγκοί– διαμόρφωναν τον πυρήνα των πιο ριζοσπαστικών εργατικών κινημάτων στον δυτικό κόσμο. Ως παλιά τάξη, εμφορούνταν την κοινοτική παράδοση, ένα σύνολο εξισωτικών πρακτικών και μια τοπική συνοχή τις οποίες θα έβρισκε κανείς με δυσκολία στο νέο εργοστασιακό εργατικό δυναμικό. Και, φυσικά, οι μαζικές αλλαγές στην οικονομία από το 1830 κι έπειτα απείλησαν την ίδια την ύπαρξη αυτών των παλιών τάξεων ως κοινοτήτων και ως τεχνικών επαγγελμάτων. Όπως το έθεσε ο Barrington Moore, αντηχώντας τον E. P. Thompson,

«το σημαντικότερο κοινωνικό θεμέλιο του ριζοσπαστισμού ήταν οι αγρότες και οι μικροτεχνίτες των πόλεων. Απ’ αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η πηγή της ανθρώπινης ελευθερίας δεν βρίσκεται μόνο εκεί που την είδε ο Μαρξ, στις φιλοδοξίες διαφόρων κοινωνικών τάξεων να καταλάβουν την εξουσία, αλλά μάλλον ακόμη περισσότερο στο κύκνειο άσμα των τάξεων οι οποίες θάφτηκαν κάτω απ’ το κύμα της προόδου[15]

Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το πάγιο αντεπαναστατικό μέτρο ήταν η προληπτική μεταρρύθμιση του κτηματολογίου, αν και αρκετά συχνά παρεμποδιζόταν από τις ίδιες τις ελίτ. Μόνο μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ το 1989 ήταν που η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, σε οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, διέγραψε τις μεταρρυθμίσεις των κτηματολογίων από την πολιτική της ατζέντα. Ενώ είναι όντως αληθές ότι η πολιορκία της μικροϊδιοκτησίας ώθησε στην άνοδο αρκετών δεξιών κινημάτων, θα ήταν αδύνατο να γράψουμε μια ιστορία των αγώνων για ισότητα χωρίς μάστορες, μικροπαραγωγούς και το πάθος τους για την ανεξαρτησία της μικρής ιδιοκτησίας η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής[16].

Ακόμη ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ των μικροαστών είναι ο σπουδαίος οικονομικός ρόλος τους στις ευρεσιτεχνίες και τις καινοτομίες. Είναι οι πρωτοπόροι, αν και όχι πάντα οι τελικοί επωφελούμενοι, της συντριπτικής πλειοψηφίας νέων διαδικασιών, μηχανών, εργαλείων, προϊόντων, τροφίμων και ιδεών. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι η σύγχρονη βιομηχανία λογισμικού, όπου κυριολεκτικά όλες οι πρωτότυπες ιδέες δημιουργήθηκαν από άτομα ή μικρές συντροφίες και κατόπιν αγοράστηκαν ή απορροφήθηκαν από μεγαλύτερες εταιρείες. Ο ρόλος των μεγαλύτερων εταιρειών είναι κυριολεκτικά αυτός της «ανίχνευσης» στο τεραίν της καινοτομίας κι έπειτα της οικειοποίησής –μέσω της πρόσληψης, της λαθροθηρίας και της εξαγοράς– οποιασδήποτε υποσχόμενης (και απειλητικής) ιδέας. Το συγκριτικό πλεονέκτημα των μεγάλων εταιρειών βρίσκεται στην κεφαλαιοποίηση, τη ρώμη της διάθεσης προϊόντων στην αγορά, τη δύναμη του λόμπινγκ και την καθετοποιημένη ενσωμάτωση, και όχι στις πρωτότυπες ιδέες και την καινοτομία. Και, αν και είναι αληθές ότι οι μικροαστοί δεν μπορούν να στείλουν τον άνθρωπο στο φεγγάρι, να φτιάξουν ένα αεροπλάνο, να διυλίσουν πετρέλαιο απ’ τον βυθό της θάλασσας, να διευθύνουν ένα νοσοκομείο ή να κατασκευάσουν και να διαθέσουν ένα σημαντικό φάρμακο ή ένα κινητό τηλέφωνο, η δυνατότητα των μεγάλων εταιρειών για τα ανωτέρω πηγάζει επί της ουσίας από την ικανότητά τους απλώς να συνδυάζουν μυριάδες μικρότερες εφευρέσεις και διαδικασίες, τις οποίες δεν έχουν δημιουργήσει και ίσως να μην μπορούσαν και να δημιουργήσουν από μόνες τους [17]. Φυσικά, αυτή είναι μια σημαντική καινοτομία καθ’ εαυτή. Παρ’ όλα αυτά, το κλειδί της ολιγοπωλιακής θέσης των μεγαλύτερων εταιρειών βρίσκεται ακριβώς στη δύναμή τους να εξουδετερώνουν ή να καταβροχθίζουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές τους. Κάνοντας κάτι τέτοιο, στραγγαλίζουν αδιαμφισβήτητα τόση καινοτομία όση διευκολύνουν.

H «δωρεάν» ευπρέπεια των μικροαστών

Αν δεν μπορείς να χαμογελάσεις, μην ανοίξεις μαγαζί

Κινέζικη παροιμία

Πριν λίγο καιρό πέρασα μερικές μέρες με μια φίλη στο Μόναχο, στο σπίτι των γονιών της που είχε πάει για επίσκεψη. Ήταν σχετικά ευπαθείς και σε μεγάλο βαθμό έγκλειστοι στο διαμέρισμά τους, αλλά επέμεναν να κάνουν μικρούς περιπάτους στη γειτονιά τους κατά τα δροσερά καλοκαιρινά πρωινά. Για αρκετές μέρες εγώ και η φίλη μου τους συνοδεύαμε στην πρωινή τους βόλτα για ψώνια, και τι «βόλτα»! Πήγαιναν πρώτα σε ένα μικρό μανάβικο, όπου αγόραζαν μια χούφτα λαχανικά και μερικά προϊόντα μακράς διάρκειας∙ κατόπιν, συνέχιζαν σε ένα διπλανό μαγαζί που είχε βούτυρο, γάλα, αυγά και τυρί∙ μετά στον χασάπη για ένα μικρό φιλέτο χοιρινό∙ μετά σε ένα κιόσκι που πουλούσε φρούτα∙ και, τέλος, αφού προηγουμένως κάνανε μια στάση σε ένα μικρό πάρκο για να χαζέψουν τα παιδιά που παίζουν, κατέληγαν στον εφημεριδοπώλη για να αγοράσουν κανένα περιοδικό και την τοπική εφημερίδα. Φαινόταν μια σχεδόν αμετάβλητη ρουτίνα και σε κάθε μαγαζί ξεκινούσε κουβεντούλα, σύντομη ή εκτενής, αναλόγως του αριθμού των υπολοίπων πελατών. Οι άνθρωποι σχολίαζαν τον καιρό ή κάποιο τροχαίο ατύχημα παραδίπλα, ψάχνανε κοινούς φίλους και συγγενείς, υπενθυμίζανε για κάποια γέννα στη γειτονιά, ρωτούσαν πως τα πηγαίνει ο γιος ή η κόρη του τάδε, συλλογίζονταν για τον ενοχλητικό θόρυβο των αυτοκινήτων και πάει λέγοντας.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτές οι συζητήσεις ήταν ρηχές και περιορίζονταν σε φιλοφρονήσεις, στις ποταπότητες της καθημερινής ζωής, αλλά δεν ήταν ποτέ τους ανώνυμες∙ όλοι γνώριζαν το όνομα του συνομιλητή τους καθώς και αρκετές πληροφορίες για το οικογενειακό ιστορικό του. Εξεπλάγην από την χαλαρή, αν και επιφανειακή, κοινωνικότητα που επικρατούσε και συνειδητοποίησα ότι αυτές οι βόλτες ήταν το κοινωνικοποιητικό αποκορύφωμα των γονιών της φίλης μου. Θα μπορούσαν πολύ εύκολα να κάνουν τα ψώνια τους με πιο αποτελεσματικό τρόπο σε κάποιο μεγαλύτερο κατάστημα λίγο πιο πέρα. Αν το αναλογιστούμε για λίγο, θα μπορούσαμε να δούμε ότι οι καταστηματάρχες είναι απλήρωτοι κοινωνικοί λειτουργοί που παρέχουν μια μικρής διάρκειας μα ανεκτίμητη συντροφιά στη σταθερή τους πελατεία. Βέβαια, το «απλήρωτοι» δεν είναι ακριβές εφόσον οι τιμές τους είναι υψηλότερες από αυτές των μεγαλύτερων πολυκαταστημάτων∙ οι καταστηματάρχες έχουν καταλάβει ότι τα χαμόγελα και οι φιλοφρονήσεις που προσφέρουν είναι ένας τρόπος με τον οποίο μπορούν να διατηρήσουν μια σταθερή και πιστή πελατεία και, ως εκ τούτου, την επιχείρησή τους. Υπό τον φόβο να καταλήξουμε υπερβολικά κυνικοί για τη μάσκα των καταστηματαρχών πίσω απ’ το χαμόγελό τους, παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτές οι φιλοφρονήσεις απαλύνουν λίγο μια μέρα που ούτως ή άλλως σπαταλιέται πίσω απ’ τον πάγκο κοπής, τις ζυγαριές και τις ταμειακές μηχανές.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι μικροαστοί επιτελούν ένα είδος καθημερινών και έμπιστων κοινωνικών υπηρεσιών που διατίθενται δωρεάν, τις οποίες θα ήταν δύσκολο να τις αντιγράψουν κάποιος δημόσιος λειτουργός ή κάποια δημόσια αρχή. Πρόκειται, μάλλον, για μια σειρά από χαριστικές υπηρεσίες που παρέχουν οι μικροκαταστηματάρχες αξιοποιώντας τες προς όφελός τους προκειμένου να κάνουν μπίζνες. Στις εμβριθείς εθνογραφικές παρατηρήσεις της πάνω στην υφή των γειτονιών και τη δημόσια ασφάλεια, η Jane Jacobs καταλογογράφησε αρκετές από αυτές[18]. Η φράση της «τα βλέμματα του δρόμου», μια κατεξοχήν πρωτότυπη παρατήρηση στη δεκαετία του ’60, κατέληξε μια σύγχρονη πολεοδομική αρχή για τις αστεακές γειτονιές. Αναφέρεται στον διαρκή άτυπο έλεγχο της γειτονιάς από τους πεζούς, τους καταστηματάρχες και τους κατοίκους, πολλοί εκ των οποίων γνωρίζονται μεταξύ τους. Η παρουσία τους, το ζωντάνεμα του σκηνικού στους δρόμους, λειτουργεί άτυπα για τη διατήρηση της δημόσιας ευταξίας, χωρίς να προκύπτει κανενός είδους ανάγκη για παρέμβαση. Το σημείο κλειδί, για να επιστρέψουμε στα δικά μας, είναι ότι «τα βλέμματα του δρόμου» απαιτούν μια πυκνωμένη, πολυχρηστική γειτονιά, με πολλά μικρά μαγαζάκια, ατελιέ, κατοικίες και υπηρεσίες που διασφαλίζουν την οδοιπορική κυκλοφορία των περιπλανώμενων, τους περιπάτους στις βιτρίνες ή τη διανομή κατ’ οίκον. Οι νεροκουβαλητές αυτής της διαδικασίας είναι οι μικροαστοί μαγαζάτορες, που βρίσκονται στον δρόμο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, που γνωρίζουν τους ίδιους τους πελάτες τους και που κρατούν ένα άτυπο βλέμμα στραμμένο προς τον δρόμο. Τέτοιου τύπου γειτονιές είναι πολύ πιο ασφαλείς από ερημωμένες τοποθεσίες με ελάχιστη οδοιπορική κυκλοφορία. Εδώ ξανά, μια πολύτιμη υπηρεσία, σ’ αυτή την περίπτωση σκοπεύοντας στη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας, παρέχεται από το παραπροϊόν ενός συνδυασμού άλλων δραστηριοτήτων και χωρίς κανένα οικονομικό κόστος για τον δήμο. Εκεί που αυτές οι άτυπες δομές απουσιάζουν, ακόμη και οι μπάτσοι θα τα βρουν δύσκολα στο να διατηρήσουν μια αποδοτική ασφάλεια.

Οι μικροαστικές κοινωνικές υπηρεσίες, όπως το χαμόγελο του μαγαζάτορα, πολύ απλά δε γίνεται να ξεπουληθούν. Η Jane Jacobs παρατήρησε ότι σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο υπήρχε κυριολεκτικά κάποιος καταστηματάρχης που να είναι ανοιχτός όλη μέρα, από τον οποίο οι γείτονες ζητούσαν να κρατήσει τα κλειδιά τους για μακρινούς συγγενείς ή φίλους που θα χρησιμοποιούσαν το διαμέρισμά τους ενόσω αυτοί θα έλειπαν μακριά. Οι καταστηματάρχες παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τους τιμητικά προς τους πελάτες τους. Είναι αδύνατο να φανταστούμε μια τέτοιου τύπου υπηρεσία να παρέχεται από κάποια δημόσια υπηρεσία.

Είναι αλήθεια ότι τα πολυκαταστήματα αυτο-εξυπηρέτησης μπορούν, εξαιτίας της ορμής τους ως αγοραστές, να διανείμουν ένα πλήθος τυποποιημένων αγαθών στους καταναλωτές και μάλιστα σε καλύτερες τιμές απ’ ότι οι μικροαστοί. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που δεν είναι και τόσο ξεκάθαρο είναι εάν, εφόσον θα έχουμε εργοστασιοποιήσει όλα τα δημόσια αγαθά (τις θετικές εξωτερικότητες) που παρέχουν οι μικροαστοί –άτυπη κοινωνική εργασία, δημόσια ασφάλεια, αισθητικές απολαύσεις ενός ζωντανού και αξιόλογου δημόσιου σκηνικού, μια μεγάλη ποικιλία κοινωνικών εμπειριών και προσωπικών υπηρεσιών, τα άτυπα νέα της γειτονιάς και τα κουτσομπολιά, τα οικοδομικά τετράγωνα της κοινωνικής αλληλεγγύης και της δημόσιας δράσης, καθώς και (στην περίπτωση των μικροκαλλιεργητών) η καλή συνδιαχείριση της γης–, τελικά ίσως, οι μικροαστοί, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους, να μην ήταν και τόσο χαμένη εναλλακτική, μακροπρόθεσμα, από την μεγάλη, απρόσωπη, καπιταλιστική φίρμα. Βέβαια, αν και πιθανότατα απέχουν παρασάγγας από το τζεφερσονικό δημοκρατικό ιδεώδες του γεμάτου αυτοπεποίθηση, ανεξάρτητου μικροκτηματία, παρ’ όλα αυτά οι μικροαστοί το προσεγγίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό από τους υπαλλήλους της Wal Mart ή της Home Depot.

Ένα τελευταίο σημείο που αξίζει να τονιστεί. Μια κοινωνία που κυριαρχείται από μικροϊδιοκτήτες και μαγαζάτορες είναι πιο κοντά στην ισότητα και στη λαϊκή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από κάθε άλλο οικονομικό σύστημα που έχει σχεδιαστεί μέχρι σήμερα.


Scott C. James, “Two Cheers for the Petty-Bourgeoisie”, Two Cheers for Anarchism: Six Easy Pieces on Autonomy, Dignity and Meaningful Work and Play [Εγκώμιο στον αναρχισμό: έξι εύκολα κείμενα για την αυτονομία, την αξιοπρέπεια και για τη νοηματοδότηση της εργασίας και του παιχνιδιού], Πρίνστον & Οξφόρδη: Princeton University Press, 2012, σελ. 84 – 100.

[1] Tawney R.H., Religion and the Rise of Capitalism, Χάρμοντσγουρθ: Penguin, 1969, σελ. 28.

[2] Σ.τ.μ.: Αναφορά κυρίως για το αγγλόφωνο κοινό.

[3] Averich Paul, Krostandt 1921, Πρίνστον: Princeton University Press, 1970, σελ. 66.

[4] Ο Vaisberg, σε ομιλία του το 1929, όπως παρατίθεται στο Davies R. W., The Socialist Offensive: The Collectivization of Russian Agriculture, 1929-1930, Λονδίνο: Macmillan, 1980, σελ. 175.

[5] Chayanov A. V., The Theory of Peasant Economy, επιμ. Thorner Daniel, μτφρ. [στα αγγλικά] Kerblay Basile και Smith R.F.E., Χόμγουντ: Richard Irwin for the American Economic Association, πρώτη έκδοση στα ρωσικά το 1926.

[6] Randall Henry Stephens, “Cultivators”, The Life of Thomas Jefferson, τ. 1, 1858, σελ. 437.

[7] Σ.τ.μ.: Η ακριβής ορολογία στα κινέζικα είναι guang gu και υποδηλώνει το φαινόμενο του υπερπληθυσμού αντρών στην Κίνα που, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αποκλείονται «αντικειμενικά» από τις δυνατότητες του έγγαμου βίου.

[8] Moore Barrington Jr., Injustice: The Social Basis of Obedience, Άρμονκ, Νέα Υόρκη: M. E. Shape, 1978.

[9] Lane E. Robert, Political Ideology: Why the American Common Man Believes What He Does, Γκλένσοϊ: Free Press, 1962.

[10] Hann H. Stephen, The Roots of Southern Populism: Yeoman Farmers and the Transformation of the Georgia Upcountry, Οξφόρδη: Oxford University Press, 1984.

[11] Σ.τ.μ.: Πρόκειται για νομική έννοια που ορίζει ότι το μίσθωμα ενός κτήματος μπορεί να συμφωνηθεί επί του ποσοστού των καρπών, οι οποίοι διανέμονται μεταξύ εκμισθωτή και αγρολήπτη.

[12] Βλ., για παράδειγμα, Ludke Alf, “Organizational Order in Eigensinn? Workers’ Privacy and Workers’ Politics”, Rites of Power, Symbolism, Ritual and Politics since the Middle Ages, επιμ. Wilentz Sean, Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press, 1985, σελ. 312-344. Haraszti Miklos, Worker in a Worker’s State, Χάρμοντσγουρθ: Penguin, 1977. Και, Hamper Ben, Rivet Head: Tales from the Assembly Line, Βοστώνη: Little Brown, 1991.

[13] Watts M. J. και Little P., Globalizing Agro-food, Λονδίνο: Routledge, 1997.

[14] Βλ., για παράδειγμα, τον ισχυρισμό του Michel Crozier πως ακόμα και στους μεγάλους γραφειοκρατικούς οργανισμούς, η συμπεριφορά-κλειδί είναι «η επιμονή του ατόμου για την αυτονομία του και η απάρνηση των εξαρτητικών σχέσεων», The Bureaucratic Phenomenon, Σικάγο: University Press of Chicago, 1964, σελ. 290.

[15] Moore Barrington, The Social Origins of Dictatorship and Democracy, Βοστώνη: Beacon Press, 1966. Βλ. επίσης το εκπληκτικό Thompson E. P., The Making of the English Working Class, Νέα Υόρκη: Vintage, 1966.

[16] Υπάρχουν κι άλλες κοινωνικές συνεισφορές των μικροαστών που θα άξιζε να εκτιμηθούν ανεξάρτητα απ’ τη θέση κάποιου στο πολιτικό φάσμα. Ιστορικά, το μικρεμπόριο και η μικροπαραγωγή ήταν οι κομβικές μηχανές της ενσωμάτωσης στην αγορά. Αν κάποιο προϊόν ή κάποια υπηρεσία βρίσκονται κάπου σε έλλειψη και, επομένως, υποχρεώνονται σε υψηλότερη τιμή πώλησης, τότε οι μικροαστοί να βρουν έναν τρόπο να τα μεταφέρουν εκεί που τα έχουν ανάγκη. Για τους οπαδούς του Milton Friedman και των φονταμενταλιστών της ελεύθερης αγοράς, οι μικροαστοί επιτελούν «το έργο του Θεού». Λειτουργούν μέσα σε ένα περιβάλλον σχεδόν τέλειου ανταγωνισμού∙ η ευκινησία τους και η ταχύτητα ανταπόκρισής τους σε μικρές κινήσεις ζήτησης και προσφοράς προσεγγίζουν την ουτοπική οπτική του τέλειου ανταγωνισμού όπως τον ορίζουν τα νεοκλασικά οικονομικά. Τα περιθώρια κέρδους των μικροαστών είναι μικρά, οι αποτυχίες τους συχνές, και παρ’ όλα αυτά η αθροιστική τους δραστηριότητα συνεισφέρει στο βέλτιστο αποτέλεσμα για το οποίο κάνει λόγο ο Παρέτο. Οι μικροαστοί, γενικά, πλησιάζουν κατά πολύ αυτό το ιδεώδες. Παρέχουν αναγκαία αγαθά και υπηρεσίες σε ανταγωνιστικές τιμές και σε ταχύτητες που οι μεγαλύτερες και αργοπορημένες εταιρείες αδυνατούν να πιάσουν.

[17] Γράφω «ίσως» γιατί υπήρξε, από τα μέσα του αιώνα μας, μια ερευνητική κουλτούρα σε μεγάλες εταιρείες όπως η AT&T (Bell Labs), η Dupont, η IBM, η οποία πρότεινε ότι οι μεγάλες εταιρείες δεν είναι απαραίτητα εχθρικές προς την καινοτομία.

[18] Jacobs Jane, The Death and Life of Great American Cities, Νέα Υορκη: Vintage, 1961.