Γεώργιος Ιακωβίδης, Παιδική Συναυλία, 1884-90, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη

Επιμέλεια: Γιώργος Κουτσαντώνης

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο της Άλκης Κυριακίδου Νέστορος, Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, Κριτική Ανάλυση, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1978.

—— ○ ——

H συγκριτική θεωρία, όπως και οι άλλες πριν από αυτήν και όσες την ακολούθησαν, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την κοινή τύχη: «Είναι η μοίρα των θεωριών να τις σαρώνει, σαν πύργους στην άμμο, το κύμα της γνώσης», έγραφε ο κύριος εκπρόσωπός της Sir James Frazer· «και δεν έχω βέβαια τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου», συνέχιζε, «ώστε να περιμένω ή να επιθυμώ να εξαιρεθούν οι δικές μου θεωρίες από την κοινή τύχη. Δεν τις έχω καθόλου περί πολλού, και τις χρησιμοποίησα βασικά σαν βολικά καρφάκια, για να κρεμάσω σ ‘αυτά τη συλλογή του υλικού μου. Γιατί πιστεύω πως ενώ οι θεωρίες είναι εφήμερες, μια συλλογή υλικού έχει σταθερή άξια, και το βιβλίο μου, σαν ένα χρονικό αρχαίων εθίμων και δοξασιών, θα μπορούσε ίσως να είναι χρήσιμο και όταν ακόμη οι θεωρίες μου θα έχουν ξεπεραστεί, όπως θα πρέπει να έχουν ξεπεραστεί και αυτά τα ίδια τα έθιμα και οι δοξασίες». [1]

Και όσο για τα έθιμα και τις δοξασίες, αυτές δεν ξεπεράστηκαν τόσο γρήγορα όσο υπολόγιζε η ορθολογιστική άποψη, γιατί η ανθρωπότητα δεν προχώρησε στην ανηφορική ευθεία της προόδου με το ρυθμό που είχαν προβλέψει οι αισιόδοξοι οπαδοί του Δαρβίνου. Όσον αφορά όμως τη μοίρα της θεωρίας του, ο Frazer πρόβλεψε σωστά: τη σάρωσε το κύμα της γνώσης. Όσο αυξάνονταν οι εθνογραφικές μαρτυρίες και πλουτίζονταν τα υλικά των εθνολογικών μουσείων και αρχείων, άρχισε σιγά σιγά να γίνεται φανερό ότι η εξέλιξη του πολιτισμού δεν ήταν δυνατόν να έχει γίνει πάνω σε μια ευθεία γραμμή (αγριότητα-βαρβαρότητα-πολιτισμός). Τα πράγματα παρουσιάζονταν ολοένα και πιο περίπλοκα, τόσο που σήμερα πια η έννοια του πολιτισμένου και απολίτιστου ή του ανεπτυγμένου και υπανάπτυκτου λαού χρειάζεται οπωσδήποτε διευκρίνηση: πολιτισμένος ως προς τί; απολίτιστος ως προς τί; ως προς τις οικονομικές σχέσεις και την τεχνολογία (επιστημονικότερα, τη μέση ποσότητα ενέργειας που διαθέτει κατά κεφαλήν μια κοινωνία[2]) ή ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις και τη σωφροσύνη, την υγεία του πνεύματος;

Γιατί όπως έδειξε ο Levi-Strauss,[3] η οικονομική ανάπτυξη, όπως την εννοούμε στον δυτικό μας πολιτισμό, είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων και την ψυχική υγεία, η οποία συνεπάγεται την άμεση, την προσωπική σχέση των  ανθρώπων μεταξύ τους. Το συμπέρασμα λοιπόν που προκύπτει από τα σημερινά εθνολογικά δεδομένα, σε συνδυασμό με την απογοήτευση των  εθνολόγων από τα αποτελέσματα του περίφημου «δόγματος της προόδου» τον 19ο αιώνα, όπως εφαρμόστηκε στους απολίτιστους ή υποανάπτυκτους λαούς από τις αποικιοκρατικές και νέο-αποικιοκρατικές δυνάμεις, είναι ένα: δεν μπορούμε να θεωρούμε πια ως μέτρο πολιτισμού ή ως πολιτισμό «κατεξοχήν» τον δυτικό πολιτισμό, όπως τον θεωρούσε η συγκριτική-εξελικτική θεωρία.

Τα πρώτα βέλη, ωστόσο, που δέχτηκε η συγκριτική-εξελικτική θεωρία δεν προέρχονταν από τη φιλοσοφική αυτή πλευρά της επιστήμης του πολιτισμού, αλλά από την πλευρά εκείνη που είχε παραγκωνιστεί ένα διάστημα στην ανθρωπολογία, δηλαδή την πλευρά της ιστορίας. Καθώς τα κενά του μωσαϊκού των  πολιτισμών της υφηλίου συμπληρώνονταν σιγά σιγά με το καινούριο εθνογραφικό υλικό που συνέρρεε από τα πέρατα της γης, άρχισε να γίνεται φανερό πάνω στο χάρτη ότι ορισμένες μορφές πολιτισμού δεν ήταν τυχαία εγκατεσπαρμένες πάνω στην επιφάνεια της γης, αλλά βρίσκονταν σε κάποιο συσχετισμό μεταξύ τους. Υπήρχε, με άλλα λόγια, κάποια λογική στη γεωγραφική κατανομή των  φαινομένων του πολιτισμού. Και η λογική αυτή δεν μπορούσε να ερμηνευτεί με γνώμονα την «ψυχική ενότητα» του ανθρωπίνου γένους, ότι δηλαδή «παρόμοιες συνθήκες προκαλούν παρόμοιες εκδηλώσεις της ανθρώπινης ψυχής». Η θεωρία της «αυτόματης γένεσης» ή «πολυγένεσης» των  φαινομένων του πολιτισμού δεν μπορούσε να εξηγήσει τη συγκεκριμένη γεωγραφική κατανομή συγκεκριμένων πολιτιστικών φαινομένων. Στην περίπτωση αυτή έπρεπε να αναζητηθεί η πορεία των  φαινομένων αυτών στο χώρο και στο χρόνο- έπρεπε, με άλλα λόγια, να αναζητηθεί η ιστορική, και όχι η ψυχολογική τους καταγωγή. Έτσι η θεωρία της «πολυγένεσης» παραχώρησε τη θέση της στη θεωρία της «μονογένεσης», δηλαδή στη θεωρία εκείνη που πρεσβεύει ότι τα πολιτιστικά φαινόμενα δημιουργήθηκαν σ’ ένα τόπο μια φορά, και από εκεί διαδόθηκαν στον υπόλοιπο κόσμο. Φυσικά πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι «πολυγένεση» και «μονογένεση» είναι ένα από τα γνωστά εκείνα αντιθετικά ζεύγη της θεωρίας, τα οποία συνεπάγονται τόση υπεραπλούστευση, ώστε καταντούν να έχουν μόνο ταξινομική σημασία —και αυτή συζητήσιμη.

Παρ’ όλα αυτά, στην περίπτωση των  αντιπάλων της «πολυγένεσης» —αυτών δηλαδή που ονομάστηκαν οπαδοί της «διάδοσης» ή της «διασποράς» (diffusion) των  φαινομένων του πολιτισμού και ταυτίστηκαν με την άποψη ότι η εφευρετικότητα του ανθρώπινου γένους είναι μάλλον υποτονική και εντοπίζεται σε ορισμένα σημεία της υφηλίου— στην περίπτωση λοιπόν αυτή, η υπεραπλούστευση της θεωρίας δεν είναι μόνο ταξινομική, αλλά και πραγματική. Πήραν τη «μονογένεση» κατά λέξη και θεώρησαν, πολύ σοβαρά, την Αίγυπτο ως κοιτίδα του παγκόσμιου πολιτισμού.

Την ακραία αυτή άποψη την εκπροσωπούν, είναι αλήθεια, δύο μονάχα Άγγλοι εθνολόγοι, ο Grafton Elliot Smith και ο W. J. Perry,[4] η αναζήτηση όμως μιας κοιτίδας του πολιτισμού με ιδιαίτερα προνομιακή θέση, με άλλα λόγια η αναζήτηση ενός κήπου της Εδέμ, όπου για πρώτη φορά ο άνθρωπος δημιούργησε (καλλιεργείται όμως έντονα και η άποψη ότι παρέλαβε[5]) τα αγαθά του πολιτισμού, είναι και για την εθνολογία, όπως και για τη μυθολογία των  λαών, ένα προσφιλές θέμα: η αρχική λ.χ. κοιτίδα των  Ινδοευρωπαίων και του πολιτισμού τους (που είναι, καθώς λένε, η στέπα των Κιργησίων) ή η αρχική κοιτίδα των  παραμυθιών όλου του κόσμου (που είναι, καθώς λένε, οι Ινδίες) και άλλες παρόμοιες μεγαλεπήβολες υποθέσεις ανήκουν αναμφισβήτητα στη θεωρία της «διασποράς», η οποία εξέφρασε, όπως είπαμε, στον τομέα της εθνολογίας την αντίδραση της Ιστορίας ενάντια στην πρωτοκαθεδρία της Βιολογίας.

Η θεωρία της «διασποράς» εξέθρεψε, θα μπορούσε κανείς να πει, τρείς ξεχωριστές σχολές στην ανθρωπολογική μέθοδο, από τις οποίες η πρώτη μαράθηκε στον ανθό: είναι η ακραία περίπτωση της «μονογένεσης», η προβολή της Αιγύπτου ως μοναδικής κοιτίδας του πολιτισμού. Οι άλλες δύο, μολονότι θεωρητικά ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο, το Ιστορικό, απέδειξαν με την πρακτική τους ότι η χρήση της Ιστορίας μπορεί να εξυπηρετήσει εντελώς διαφορετικούς σκοπούς και ότι εκείνο που πραγματικά διαφοροποιεί τη μεθοδολογία είναι η επιλογή της συλλογιστικής: παραγωγική ή επαγωγική. Η παραγωγική σκέψη των  Γερμανών εθνολόγων δημιούργησε τη σχολή «των κύκλων του πολιτισμού», ενώ η επαγωγική σκέψη που ευδοκιμεί πέρα από τον Ατλαντικό δημιούργησε την αμερικανική σχολή του «ιστορικού εμπειρισμού» ή —για τους επικριτές του- «ιστορικού παρτικουλαρισμού».

Η σχολή «των κύκλων τον πολιτισμού» (Kulturkreislehre) διεύρυνε τη θεωρία της «μονογένεσης» κατά τούτο: υπέθεσε ότι τα κέντρα τον πολιτισμού στον κόσμο είναι περισσότερα από ένα. Καθώς τώρα τα αγαθά του πολιτισμού εκπέμπονταν από το καθένα από τα κέντρα αυτά προς την περιφέρεια, σχηματίζονταν, όπως είναι φυσικό, «κύκλοι πολιτισμού», που δεν είναι ωστόσο άλλο από αθροίσματα πολιτιστικών αγαθών τα οποία έχουν κοινή την καταγωγή: προέρχονται όλα από το ίδιο κέντρο. Η κοινή, λοιπόν, καταγωγή, η γενετική συγγένεια είναι εκείνη που καθορίζει την ταξινόμηση ενός πολιτιστικού φαινομένου στον ένα ή στον άλλο «κύκλο».

Το ερώτημα βέβαια είναι: πώς πιστοποιείται η συγγένεια αυτή; Τα αγαθά του πολιτισμού είναι φανερό ότι κινούνται· κινούνται όμως μόνο μαζί με τους φορείς τους, καθώς δηλαδή —όπως στην περίοδο των  μεγάλων μεταναστεύσεων— οι λαοί ταξιδεύουν από τη μια χώρα στην άλλη και αλλάζουν τόπο διαμονής; ή κινούνται και με μεμονωμένους φορείς, ή και με μια απλή επαφή ή επικοινωνία ανθρώπων που κατά τα άλλα είναι τοπικά και πολιτιστικά πολύ απομακρυσμένοι; Ο τρόπος της διάδοσης των  πολιτιστικών φαινομένων και τα κριτήρια βάσει των  οποίων μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη γενετική τους συγγένεια είναι πραγματικά από τα δυσκολότερα προβλήματα που αντιμετώπισε η σχολή «των κύκλων του πολιτισμού».

Οι λύσεις που προτάθηκαν ήταν ποικίλες και ορισμένες φορές αντιμαχόμενες· το βασικό τους ωστόσο μειονέκτημα φάνηκε τότε μόνο, όταν άρχισε να γίνεται πεποίθηση στην εθνολογία ότι ο πολιτισμός δεν είναι άθροισμα διαφόρων φαινομένων που έχουν κοινή καταγωγή, αλλά είναι ένα οργανικό σύνολο· και σ ‘ένα οργανικό σύνολο εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι από που προέρχονται τα συστατικά του μέρη, αλλά αν και πώς λειτουργούν. Από την άποψη αυτή, το μειονέκτημα της μεθόδου η οποία ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την προέλευση μεμονωμένων φαινομένων, για να μπορέσει έπειτα να τα κατατάξει σε «κύκλους πολιτισμού» ανάλογα με τη γενετική τους συγγένεια, είναι ότι αδιαφορεί, ακριβώς, για τη θέση των  φαινομένων αυτών μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον· αδιαφορεί για την ενότητα του πολιτισμού. Ωστόσο, μονάχα η ένταξη ενός φαινομένου στο οργανικό σύνολο όπου ανήκει μπορεί να μας δώσει τη σωστή απάντηση σε να πολύ κρίσιμο ερώτημα, που αφορά άμεσα την πορεία της διάδοσής του στο χώρο και στο χρόνο: γιατί το φαινόμενο διατηρείται ως σήμερα στον τάδε τόπο, ενώ στον δείνα ξεχάστηκε, ή γιατί ο τάδε τόπος κάποτε το δέχτηκε, ενώ ο άλλος όχι; Τα αγαθά του πολιτισμού δε μεταδίδονται σαν την πανούκλα, και οι όροι της παραδοχής είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, σημαντικοί από τις δυνατότητες της παράδοσης.

Οι πολύπλοκες σχέσεις των  φαινομένων του πολιτισμού μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους, το φυσικό και το ανθρώπινο, και οι δυσκολίες που προκύπτουν για την έρευνα, όταν επιχειρήσει κανείς να παρακολουθήσει μέσα σ’ αυτό το αξεδιάλυτο πλέγμα την πορεία ενός συγκεκριμένου στοιχείου, είναι φυσικό να προκαλούν τη διστακτικότητα και το σκεπτικισμό στον ερευνητή εκείνον που δεν ξεκινά από τη θεωρία, αλλά από την πράξη, και —πράγμα βασικό για την εθνολογία— δε διατυπώνει τις υποθέσεις του από την πολυθρόνα του γραφείου του, αλλά τις διαμορφώνει επί του πεδίου» (on the field, sur le terrain), αφού πρώτα έρθει σε άμεση επαφή με τα πράγματα, με τον πολιτισμό. Το μάθημα αυτό το οφείλουμε στο μεγάλο δάσκαλο και αρχηγέτη της αμερικανικής σχολής του «ιστορικού εμπειρισμού», τον Franz Boas.[6]

O Boas (1860-1930), γερμανικής καταγωγής, είχε σπουδάσει φυσική, γεωγραφία και μαθηματικά στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και της Βόννης, και η διατριβή του, την οποία υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο του Κίεβου το 1881, είχε σαν θέμα το χρώμα της θάλασσας. Αυτό το τονίζουν πάντα ιδιαίτερα οι μαθητές του (στους οποίους ανήκουν οι περισσότεροι και οι σπουδαιότεροι Αμερικανοί εθνολόγοι), γιατί εξηγεί ορισμένες μεθοδολογικές αρχές, τις οποίες ο Βοas μετέφερε στην εθνολογία από τις φυσικές επιστήμες, όπως λ.χ. τον αυστηρό καθορισμό του αντικειμένου της έρευνας, την εξαντλητική και κατά το δυνατόν αντικειμενική παρατήρηση (χωρίς, δηλαδή, τη μεσολάβηση της προσωπικότητας του ερευνητή), καθώς και την αποφυγή κάθε άκαιρης γενίκευσης[7]. Το τελευταίο αυτό το επικαλέστηκαν οι επικριτές του για να χαρακτηρίσουν τη θεωρία του «παρτικουλαριστική», ότι δηλαδή παραμένει στην περιγραφή του μερικού, απορρίπτοντας τη διαλεκτική σχέση δεδομένων και θεωρίας. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι ο Boas εξαναγκάστηκε να πάρει θέση ενάντια στις γενικεύσεις και στα μεγάλα σχήματα για την ταξινόμηση των  πολιτισμών από τα ίδια τα πράγματα. Ο ίδιος, σε μια φάση της επιστημονικής του διαδρομής, επηρεάστηκε αρκετά από τον εισηγητή της γερμανικής θεωρίας «των κύκλων του πολιτισμού», τον ανθρωπογεωγράφο Friedrich Ratzel (1844-1904). Όταν όμως έζησε για ένα διάστημα ανάμεσα στους Εσκιμώους των  νησιών Baffin, διαπίστωσε ότι ο πολιτισμός, αυτό το πολυσύνθετο φαινόμενο, δεν είναι δυνατό να ερμηνευτεί με την απλή αναγωγή του σε ένα παράγοντα, τον γεωγραφικό λ.χ., τον οποίο επικαλείται ο γεωγραφικός ντετερμινισμός. Η μεγάλη ανακάλυψη του Boas στην πρώτη του εθνογραφική αποστολή ήταν ότι, αντίθετα από ό,τι περίμενε, οι Εσκιμώοι δε ζούσαν σύμφωνα με το περιβάλλον τους, αλλά «εις πείσμα αυτού».[8]

Οι πρακτικές ανάγκες της αμερικανικής εθνογραφικής έρευνας, της έρευνας δηλαδή «επί του πεδίου», οδήγησαν στην καθιέρωση της έννοιας της «πολιτιστικής περιοχής» (culture area ), η οποία Θεωρείται το αμερικανικό ανάλογο της γερμανικής έννοιας του «κύκλου του πολιτισμού» (Kulturkreis).[9] Στην πραγματικότητα όμως η αναλογία είναι μονάχα επιφανειακή, στο επίπεδο των  όρων: γιατί ενώ ό «κύκλος του πολιτισμού» είναι μια τεράστια περιοχή, όχι σαφώς καθορισμένη, που το χαρακτηριστικό της είναι ότι περιέχει ένα άθροισμα πολιτιστικών στοιχείων με κοινή, υποτίθεται, καταγωγή, η «πολιτιστική περιοχή» η «επαρχία», όπως την έχω ονομάσει για την Ελλάδα,[10] είναι μια μικρή περιοχή, σαφώς καθορισμένη πάνω στο χάρτη, όπου μια ομάδα ανθρώπων με κοινά «εθνικά» χαρακτηριστικά (μια ινδιάνικη φυλή λ.χ., προκειμένου για την αμερικανική ανθρωπολογία) ζει με έναν ομοιόμορφο τρόπο ζωής, έχει, με άλλα λόγια, τον δικό της ιδιαίτερο «βίο και πολιτισμό». Η «πολιτιστική περιοχή» των  Αμερικανών ανθρωπολόγων είναι ένας εμπειρικός, βασικά, τρόπος για να ταξινομηθούν οι διάφορες μορφές «βίου και πολιτισμού» που παρατηρούνται σε μίαν ευρύτερη περιφέρεια[11] και, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερό της πλεονέκτημα είναι ότι δεν παραμορφώνει τα πράγματα. Φυσικά, δεν έχει, καθώς λένε, ερμηνευτική αξία καθεαυτή, αφού δε βοηθά στην κατανόηση των  πολιτιστικών ομοιοτήτων και διαφορών.[12]  Από την άλλη μεριά όμως, παρουσιάζοντας τα πράγματα όπως είναι, μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει στη διατύπωση σωστών υποθέσεων σχετικά με τους λόγους που δημιούργησαν την πραγματικότητα αυτή.

Στην ελληνική λαογραφία -γιατί για ελληνική εθνολογία ή ανθρωπολογία δεν μπορεί να γίνει λόγος, εφόσον, όπως έχει και παλαιότερα παρατηρηθεί, «εν Ελλάδι η επιστήμη αυτή, μολονότι αποτελεί το θεμέλιο της επιστήμης του πολιτισμού, ουδεμιάς μέχρι σήμερον έτυχε καλλιεργείας»[13]– στην ελληνική λαογραφία λοιπόν οι εκπρόσωποι της ιστορικής μεθόδου, όπως διαμορφώθηκε σε σχέση με την εθνολογική θεωρία της «διασποράς» των  φαινομένων του πολιτισμού, είναι δύο: ο Στίλπων Κυριακίδης και ο Γ. Α. Μέγας. Ο πρώτος χρησιμοποίησε ορισμένα διδάγματα της σχολής «των κύκλων του πολιτισμού» -την οποία ωστόσο δεν παραδέχτηκε ποτέ απόλυτα[14] – για να καθορίσει σαφέστερα τα όρια της λαογραφικής έρευνας. Ο δεύτερος υιοθέτησε μιαν εξειδικευμένη λαογραφική μέθοδο, την ιστορική-γεωγραφική μέθοδο των  Φιλανδών λαογράφων, η οποία αφορά τα παραμύθια κυρίως, αλλά και τα άλλα είδη της λαϊκής λογοτεχνίας.  Η μέθοδος αυτή, αν εξαιρέσουμε την καθαρά πρακτική της συμβολή, ότι συντόνισε την ελληνική έρευνα των  παραμυθιών με τη διεθνή και βοήθησε να ενταχθούν τα ελληνικά παραμύθια στους διεθνείς καταλόγους, δε φαίνεται να πρόσφερε τίποτε καινούριο στον ορισμό της λαογραφίας ή στον καθορισμό των  ορίων της.


[1] Frazer, 1919, ΧΙ.

[2] Αυτό το κριτήριο προτείνει ο κύριος εκπρόσωπος του νεο-εξελικτισμού Αμερικανός εθνολόγος   1ο Leslie White, «Energy and the Evolution οf Culture», American Αnthropologist, ν.σ., τoμ. 45, 1943. Πρβλ. Levi-Strauss, 1958, 6.

[3] Levi-Strauss, 1958, 400-403.

[4] Harris, 1968, 380, και Radcliffe-Brown, 1958, 15.

[5] Προς αυτήν την κατεύθυνση έτεινε η προσπάθεια του αιδεσιμότατου Wilhelm Schmidt, από τους κυριότερους εκπροσώπους της γερμανικής σχολής «των κύκλων του πολιτισμού» (Kulturkreislehre), ο οποίος ανέλαβε να αποδείξει την προτεραιότητα του μονοθεϊσμού. Βλ. Harris, 1968, 389-392.

[6] Μαζί με τον Boas, πρώτος διδάξας την επιτόπια έρευνα θεωρείται επίσης ο Άγγλος εθνολόγος Α. C. Haddon, επικεφαλής της πρώτης ανθρωπολογικής επιτόπιας έρευνας, γνωστής ως The Cambridge Expedition to the Torres Straits (1898). Βλ. Radcliffe-Brown 1958, 161-162. H αποστολή του Boas στους Εσκιμώους των Baffin Islands έγινε το 1883-84, και το 1888 είχε ήδη γίνει η βασική δημοσίευση των εντυπώσεων από την έρευνα. Βλ. Ε. Boas, The Central Eskimo. Reports of the Bureau of Ethnology 1884-1885, Washington: Smithsonian Institution, 399, 669.

[7] Harris, 1968, 250 έπ., και κυρίως 252-253

[8] Ibid., 266.

[9] Preuss, 1937, 30.

[10] Κυριακίδου-Νέστορος, 1975, 49.

[11] Harris, 1968, 375.

[12] Ibid.

[13] Κυριακίδης, 1939β, 3.

[14] Αναγνωρίζοντας ως αναγκαία και την ψυχολογική εξέταση των λαογραφικών φαινομένων, ο Κυριακίδης κρατά μίαν ενδιάμεση θέση ανάμεσα στη συγκριτική-εξελικτική και την ιστορική μέθοδο. Συγκεκριμένα, δέχεται την άποψη του Bastian, ότι «αι εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πολιτισμού είναι δύο ειδών, αι στοιχειώδεις ιδέαι (Elementargedenken), αι oποίαι πηγάζουν εξ αυτής της φύσεως, και αι περαιτέρω διαμορφώσεις αυτών παρά τοις διαφόροις λαοίς, αι λαϊκαί ιδέαι (Völkergedanken) εις τας λεγόμενας γεωγραφικάς επαρχίας (geographische Provinzen)». Στις γεωγραφικές «επαρχίες» του Bastian στηρίχτηκε ο ανθρωπογεωγράφος F. Ratzel για να ερευνήσει τη διάδοση των στοιχείων του πολιτισμού από λαό σε λαό, και από τη θεωρία του Ratzel «προέκυψεν η ιστορικωτέρα θεωρία του F. Graebner περί πολιτιστικών κύκλων (Kulturkreise)». Βλ Κυριακίδης. 1965, 34.