Nicolas de Condorcet se donnant la mort dans sa prison, 28 mars 1794, Musée de la révolution française – Vizille.

Απόσπασμα από: Για τη σημασία της λέξης «επαναστατικός»

Προδημοσίευση από το 2ο τεύχος ResPublica / Σημειώσεις εκτός γραμμής για την ριζική κοινωνική αλλαγή. (Το νέο τεύχος Κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο 2019)

  Από την λέξη επανάσταση, φτιάξαμε το επίθετο επαναστατικός· και αυτή η λέξη, με τη γενική της έννοια, εκφράζει όλα όσα ανήκουν σε μια επανάσταση. Αλλά η λέξη αυτή έχει δημιουργηθεί για τη δική μας επανάσταση, από την Τάξη αυτή που καταπιέστηκε όσο λίγες από τη Δεσποτεία και η οποία έφτιαξε, μέσα σε λίγα χρόνια, τη μόνη ελεύθερη δημοκρατία με βάση μια ολοκληρωτική ισότητα δικαιωμάτων. Έτσι, ο όρος επαναστατικός ισχύει μόνο για τις επαναστάσεις που έχουν ως αντικείμενο την ελευθερία. Όταν λέμε ότι ένας άνθρωπος είναι επαναστατικός, εννοούμε ότι ταυτίζεται με τις αρχές της επανάστασης, ότι ενεργεί γι’ αυτές κι ότι είναι διατεθειμένος να θυσιάσει τον εαυτό του για να τις υποστηρίξει. Ένα επαναστατικό πνεύμα είναι το πνεύμα που μπορεί να γεννήσει και να κατευθύνει μια επανάσταση υπέρ της ελευθερίας. Ένας επαναστατικός νόμος είναι ένας νόμος που αποσκοπεί στο να διατηρήσει αυτή την επανάσταση, να επιταχύνει το ρυθμό της ή να ρυθμίσει την πορεία της. Επαναστατικό μέτρο είναι αυτό που μπορεί να εξασφαλίσει την επιτυχία της επανάστασης. Ακούγεται συχνά ότι αυτοί οι νόμοι, αυτά τα μέτρα, δεν συνάδουν με μια ειρηνική κοινωνία, αλλά ότι ο χαρακτήρας τους τα καθιστά κατάλληλα μόνο για μια εποχή επανάστασης, και άχρηστα ή άδικα για μια άλλη. Οι παλαιότεροι νόμοι όλων σχεδόν των λαών δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επίθεση της εξουσίας εναντίον της δικαιοσύνης και μια σειρά παραβιάσεων των δικαιωμάτων των πολλών υπέρ των συμφερόντων των ολίγων. H ύπουλη πολιτική όλων των κυβερνήσεων δεν ήταν παρά μια σειρά βίαιων προδοσιών. Κατά συνέπεια, οι φιλόσοφοι αρκούνταν να καταπολεμούν αυτό το σύστημα αδικίας και καταπίεσης, θεσπίζοντας τις αρχές της παγκόσμιας ηθικής, χρησιμοποιώντας τες μόνο στη μεταφυσική τους γενικότητα. Δεν ασχολήθηκαν με τις εξαιρέσεις, γιατί έβλεπαν ότι οι καταπιεστές δικαιολογούσαν συνεχώς όλες τις καταχρήσεις, όλα τα εγκλήματα, παρουσιάζοντάς τα ως εξαιρέσεις που δικαιολογούνται από μια επιτακτική ανάγκη. Βρισκόμενοι έτσι σε δυσκολία να διακρίνουμε τί ήταν νόμιμο εξ’ αιτίας των περιστάσεων και τί όχι, θεωρήσαμε πιο εύκολο να αρκεστούμε σε μια αόριστη δικαιολογία και να ριχτούμε στην πράξη, χωρίς καλά καλά να ξέρουμε αν είχαμε το δίκιο με το μέρος μας. Είναι καιρός, σήμερα, να αντικαταστήσουμε με πιο σταθερούς κανόνες αυτή τη διαδικασία που είναι ίσως βολική, αλλά επικίνδυνη. Όταν μια χώρα ανακτά την ελευθερία της, όταν η επανάσταση έχει αποφασιστεί, αλλά δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, είναι αναμενόμενο να υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που επιδιώκουν να κάνουν μια επανάσταση αντίθετης κατεύθυνσης, μια αντεπανάσταση. Αυτοί οι άνθρωποι, ανακατεμένοι με την μεγάλη μάζα των πολιτών, θα γίνονταν επικίνδυνοι εάν τους επιτρεπόταν να δράσουν και να συνενώσουν όλους εκείνους που, αν και συμπαθούντες, συγκρατούνται από το φόβο ή την τεμπελιά. Ιδού ένας κίνδυνος, από τον οποίο είναι δίκαιο να υπερασπίσει κανείς τον εαυτό του. Επομένως, οποιαδήποτε ενέργεια, ακόμη και αδιάφορη, που αυξάνει αυτόν τον κίνδυνο, μπορεί να γίνει αντικείμενο ενός κατασταλτικού νόμου, όπως και κάθε πράξη που τείνει να τον αποτρέψει μπορεί να απαιτείται νομίμως από τους πολίτες. Το αντικείμενο του κοινωνικού συμβολαίου είναι η ισότιμη και πλήρης ικανοποίηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και βασίζεται στην αμοιβαία εγγύηση αυτών των δικαιωμάτων. Ωστόσο, αυτή η εγγύηση παύει να ισχύει όσον αφορά τα άτομα που επιθυμούν να την λύσουν. Επομένως, όταν ξέρουμε ότι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν σε μια κοινωνία, έχουμε το δικαίωμα να πάρουμε τα μέτρα για να μάθουμε ποιοι είναι και όταν τους γνωρίσουμε, τότε το μόνο που καθορίζει την συμπεριφορά μας απέναντί τους είναι τα όρια του δικαιώματος της φυσικής άμυνας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που απειλείται ένα πολύτιμο δικαίωμα. Εάν, για να το διαφυλάξουμε, είναι απαραίτητο να θυσιάσουμε την άσκηση ενός άλλου, λιγότερο σημαντικού, δικαιώματος, τότε το να απαιτήσουμε τη θυσία αυτού του δικαιώματος, δεν σημαίνει ότι το παραβιάζουμε. Κι αυτό γιατί, αν το διατηρούσαμε, θα δίναμε σε κάποιον άλλο την ελευθερία να καταπατήσει το πολυτιμότερο δικαίωμα.

Oλόκληρο το κείμενο στο 2ο τεύχος ResPublica