Jean François Millet – Hunting Birds at Night, 1874

Απόσπασμα από: «Σκέψεις για τα κινήματα και το Μάη του 1968»

Προδημοσίευση από το 2ο τεύχος ResPublicaΣημειώσεις εκτός γραμμής για την ριζική κοινωνική αλλαγή. (Το νέο τεύχος Κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο 2019)

Κυρίως μετά τη δεκαετία του 1970, δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από το καθολικό δικαίωμα να εκφράζεται κανείς ελεύθερα και να ζει όπως τον ευχαριστεί και του αρέσει. Όμως η ρητορική των ταυτοτήτων σύντομα αποδείχτηκε διχαστική και είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί και αργότερα να γενικευθεί μια «φυλετική» νοοτροπία. Δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι, ως ένα βαθμό, αυτή η εξέλιξη συνδέεται με την μεταστροφή από τον οικουμενισμό στην ταυτότητα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Με την πάροδο του χρόνου η πολιτική των ταυτοτήτων μετεξελίχθηκε περαιτέρω σε μια κουλτούρα επιδίωξης συμβολικών χειρονομιών, χάπενινγκ κενών περιεχομένου και «εορτασμού». Χωρίς να ασκείται κριτική ουσίας στο πολιτικό σύστημα της αντιπροσώπευσης ή έστω να επιχειρείται μια αιτιολόγηση των διαφόρων κοινωνικών αποκλεισμών, οι οποίοι εξαρτώνται καί από τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια λίγων, οι νέοι ακτιβιστές σύντομα βρίσκονται σε αδιέξοδο. Οι υπέρμαχοι των ταυτοτήτων και των «ατομικών δικαιωμάτων αυτοέκφρασης» (οι λεγόμενοι «δικαιωματιστές»), όταν αρχίζουν να συνειδητοποιούν την ανικανότητά τους, σε σχέση με το κράτος, να προσφέρουν κάποια ιδιαίτερη προστασία στις ομάδες που θεωρούν ευάλωτες, εστιάζουν στη δημιουργία νέων μικροταυτοτήτων -την ίδια στιγμή προσπαθούν να υποκαταστήσουν την οργανωμένη πολιτεία η οποία μπορούσε να δει τα προβλήματα καί με άλλο μάτι καί πιο ολιστικά. Μια από τις συνέπειες αυτής της δραστηριότητας ήταν η εξάπλωση των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) οι οποίες φαίνεται πως, υπερβαίνοντας τον επικουρικό ρόλο τους, πράγματι κατάφεραν να υποκαταστήσουν ορισμένες κρατικές λειτουργίες, ακόμη και ζωτικές. Οι περισσότερες ΜΚΟ ασφαλώς δρουν με το αζημίωτο, προωθούν τη δική τους πολιτική ατζέντα και σήμερα περιλαμβάνονται στον κατάλογο των λεγόμενων «ομάδων πίεσης».

[…] Ως απλοί παρατηρητές από εύλογη απόσταση, έχοντας λάβει υπόψη κι άλλες σχετικές αναλύσεις, μπορούμε να κάνουμε μια όσο γίνεται νηφάλια και γενική αποτίμηση, απαλλαγμένη από νοσταλγικές και συναισθηματικές διαθέσεις. Ο Μάης του 1968, με εξαίρεση το σύνθημα «εμείς» -που ανήκε κυρίως στο παρωχημένο, εσχατολογικό και βίαιο μαρξιστικό/λενινιστικό λεξικό- όχι μόνο δεν έφερε τη δημοκρατία για την οποία μιλούσε, αλλά συνέβαλε στην κυριαρχία μιας «δικτατορίας του εγώ» που ωφέλησε την επέκταση του μαζικού, ηδονιστικού και καταναλωτικού μοντέλου ζωής. Τα διάφορα κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του 1960, ενώ είχαν ορισμένα αξιόλογα στοιχεία, στάθηκαν ανίκανα να αλλάξουν τα πράγματα στο δυτικό κόσμο και να φέρουν μια νέα, ενδεχομένως καλύτερη, ανθρώπινη πραγματικότητα. Η εξέγερση των φοιτητών μολονότι συνεισέφερε, όπως είδαμε, στην παροδική βελτίωση εργασιακών ζητημάτων, ήταν ένα φαινόμενο κατά βάση έξω από την οικονομία και κυρίως έξω από την ουσία της πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, η πολιτισμική σημασία της εξέγερσης ήταν σημαντική: αν και κινητοποίησε κυρίως νέους των μεσαίων/μεγαλομεσαίων στρωμάτων, χωρίς να καταφέρει να ανοιχτεί σε άλλα ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, οι νέοι αυτοί έγιναν μαζικοί πολιτισμικοί καταλύτες. Για κάποιους ο Γαλλικός Μάης ήταν μια ουτοπία και μια γιορτή καρναβαλικού τύπου, για άλλους μια εξέγερση των βολεμένων, ενώ άλλοι θεωρούν ότι η καταστολή εκ μέρους της παλαιάς αστικής τάξης, ανέκοψε την πορεία ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Από τη σκοπιά μας οι διαγνώσεις αυτές έχουν δευτερεύουσα σημασία, εφόσον τα γεγονότα, προπάντων της Γαλλίας, που συνήθως προβάλλονται ως καίρια και χαρακτηριστικά, δεν κρίνονται εδώ ως προς την αφηρημένη ποιότητα των προθέσεων όσων πρωταγωνίστησαν, αλλά ως προς την απτή αποτελεσματικότητα να προωθήσουν έναν δημοκρατικό κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό, σε αντίθεση με τη συμβολή τους στην περαιτέρω εδραίωση του σύγχρονου μηδενισμού.

Oλόκληρο το κείμενο στο 2ο τεύχος ResPublica