Léon Spilliaert – Self-portrait in the mirror

Mετάφραση: Αλέξανδρος Μπριασούλης

Αυτές τις μέρες της επικοινωνιακής παράνοιας, εμφανίστηκε στον τύπο ένα άρθρο πραγματικά δυσοίωνο, στο οποίο ο αρθρογράφος έπλεκε το εγκώμιο των αταδοτών «με καλό σκοπό». Πρόκειται βέβαια περί ταυτολογίας: κάθε καταδότης καταδίδει γιατί θέλει το καλό, το δικό του, της οικογένειάς του ή της χώρας του. Οι σημερινοί καταδότες είναι αυτοί που καταγγέλλουν στις δυνάμεις ασφαλείας όλους αυτούς που παραβαίνουν τα μέτρα κατά της επιδημίας και βρίσκονται έξω αντί να είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Ναι, αλλά πώς μπορεί να ξέρει κανείς για ποιόν ακριβώς λόγο κάποιος βρίσκεται έξω; Αυτό δεν έχει σημασία, ο καταδότης προχωρά στην πράξη χωρίς να περιμένει απάντηση. «Υπάρχουν πολλές κατηγορίες καταδοτών», συνεχίζει γεμάτος ενθουσιασμό ο δημοσιογράφος, «αλλά οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες, το διαδίκτυο ή μια εφαρμογή που εξασφαλίζουν την ανωνυμία».

Αυτές τις μέρες βιώνουμε έναν πρωτόγνωρο περιορισμό των ελευθεριών μας. Βέβαια, πρόκειται για πόλεμο ενάντια στο αόρατο, όπως μας λένε, απλά εμείς ελπίζουμε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης να μην γίνει μονιμότητα, μιας και το έκτακτο γίνεται εύκολα συνήθεια κι η συνήθεια κανόνας και καθημερινότητα. Και βέβαια, όλοι κάνουν το καθήκον τους, θυσιάζονται για το κοινό καλό. Ξέρουμε όμως ότι είναι ακριβώς για αυτό το καλό που καμιά φορά γίνονται οι πιο τρομερές πράξεις. Για το καλό των άλλων μπορεί π.χ. να υποφέρω μόνος στο σπίτι – αναλογίστηκε κανείς όλες τις κρίσεις κατάθλιψης που θα προκαλέσει αυτός ο εγκλεισμός; Κανείς δεν σκέφτηκε ότι όσο περισσότερο εξαναγκάζεις κάποιον να μείνει έγκλειστος, τόσο αυτός πλησιάζει στο «σημείο έκρηξης»; Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Η κατάδοση δεν είναι απλά μετάδοση μιας πληροφορίας, αλλά, κυρίως, απόδοση ενοχής. Όπως μαθαίνουμε από τον Σβετόνιο και τον Τάκιτο, ο καταδότης είναι ένας δημόσιος κατάσκοπος που ζει συλλέγοντας κατηγορίες για τους συμπολίτες του. Σύμφωνα με το λεξικό, η κατάδοση είναι η μυστική καταγγελία μιας παράβασης προς ίδιον όφελος ή κέρδος. Το μυστικό, που για την θρησκεία είναι το πεδίο της αποκάλυψης, αφορά εδώ τη σκιά στην οποία κινείται ο καταδότης, αυτός που βλέπει (ή υποθέτει) στον πλησίον του μόνο την ενοχή. Η κατάδοση είναι μια κατεξοχήν ανεύθυνη πράξη γιατί αποκλείει την πρόσωπο με πρόσωπο αναμέτρηση – και την ευθύνη την αναλαμβάνουμε μόνο απέναντι σε πρόσωπα. Σε καταγγέλλω δίχως να περιμένω την απάντησή σου, είσαι ένοχος και τέλος. Αν όμως η κατάδοση είναι μια πράξη που έχει ανάγκη το σκοτάδι, ο καταδότης μπορεί να είναι ένας άνθρωπος καλός και υπεύθυνος.

Ο ψυχολογικός μηχανισμός είναι πρωτόγονος, αλλά άκρως αποτελεσματικός. Το κράτος που για διάφορους λόγους υποτίμησε αρχικά το πρόβλημα, τώρα ξεσπάει στους πολίτες: εσύ, που περπατάς στο δρόμο, εσύ φταίς που μολύνεις τους άλλους, εσύ φταίς που επιβαρύνεται το υγειονομικό σύστημα και τα νοσοκομεία. Η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση του καθένα ότι έχει αυτός δίκιο κι οι άλλοι άδικο, κάνει τα υπόλοιπα. Το καταδίδειν γίνεται έτσι τρόπος ύπαρξης: καταδίδω τον άλλο για να αισθανθώ καλύτερος. Όλως παραδόξως, η κατάδοση μας κάνει να αισθανόμαστε πιο υπεύθυνοι: κάναμε το καθήκον μας για το κοινό καλό.

Παρά την επείγουσα κατάσταση – επείγουσα ιδίως για μας που η ικανότητα αντιμετώπισης του αναπάντεχου έχει ατροφήσει – το να επαινούμε την κατάδοση είναι ένα λάθος, μια διαστροφή. Για να καταλάβουμε τί σημαίνει κατάδοση πρέπει να διαβάσουμε τους μεγάλους αντιφρονούντες συγγραφείς του 20ού αιώνα. Γι΄αυτούς, μόλυνση ήταν η ιδέα που δεν άρεσε στο κόμμα, το άτομο που πήγαινε κόντρα στο κοπάδι. «Ξέρετε τί είναι το πιο απεχθές στους καταδότες;» γράφει ο Βασίλι Γκρόσμαν στο βιβλίο του «Τα πάντα ρει». «Το πιο τρομερό είναι η καλοσύνη που έχουν, το πιο θλιβερό είναι ότι πρόκειται για ανθρώπους αξιοπρεπείς και ενάρετους. Είναι κι αυτοί γιοι, πατέρες και σύζυγοι τρυφεροί και γεμάτοι αγάπη. Άνθρωποι ικανοί για το καλό, επιτυχημένοι επαγγελματίες… Ακριβώς αυτό είναι το τρομερό, η ποσότητα του καλού που μπορεί να υπάρχει μέσα τους. Ποιόν να δικάσεις λοιπόν; Την ανθρώπινη φύση! Αυτή γεννάει όλη αυτήν την ποσότητα ψεύδους, δειλίας και αδυναμίας. Γεννά όμως και πολλά πράγματα καλά, όμορφα και αγνά». Ο Γκρόσμαν, που ξέρει ότι δεν υπάρχει δίκιο ανάμεσα στους ανθρώπους και πως η δικαιοσύνη είναι έννοια αφηρημένη, πλησιάζει εδώ τη σκέψη του Ντοστογιέφσκι: «Δεν υπάρχουν αθώοι, όλοι είμαστε ένοχοι, κι εσύ ο κατηγορούμενος, κι εσύ ο εισαγγελέας, κι εγώ… Γιατί τότε τόσος πόνος, τόση ντροπή γι’ αυτή την εξαχρείωση την τόσο ανθρώπινη;»

Ο Γκρόσμαν έχει ζήσει το αίσχος της Ιστορίας: «Ακόμα κι η Ιστορία είναι μια λέξη που έφτιαξαν οι άνθρωποι… δεν υπάρχει ιστορία, η ιστορία είναι σαν να αλέθεις νερό σ’ένα γουδί, ο άνθρωπος δεν εξελίσσεται από το χαμηλό στο υψηλό, ο άνθρωπος μένει ακίνητος… η ανθρωπιά δεν αυξάνεται στον άνθρωπο». Παρόλα αυτά βάζει τον πρωταγωνιστή του μυθιστορηματικού δοκιμίου του, τον Ιβάν Γκριγκόρεβιτς, να επιστρέφει στο σπίτι του αμετάβλητος, περικλείοντας τους καταδότες του σε ένα περίβλημα ανυπεράσπιστης συμπόνιας και ζωτικής αδιαφορίας. «Αυτοί είχαν καταδώσει, συκοφαντήσει, απαρνηθεί, γιατί αλλιώς δεν επιβίωνες, ήσουν χαμένος. Και παρόλα αυτά, είχαν παραμείνει άνθρωποι… Αυτοί οι άνθρωποι δεν θέλαν το κακό κανενός, αλλά έκαναν κακό, όντας πάντα άνθρωποι. Και – πράγμα απίστευτο, υπέροχο – είτε το ήθελαν είτε όχι, έσωσαν την ελευθερία από τον θάνατο, γιατί ακόμα κι οι πιο απαίσιοι απ’ αυτούς, την φύλαξαν μέσα στις άσχημες και στρεβλές, αλλά πάντα ανθρώπινες ψυχές τους».

Σε μια επιστολή προς τον Μπόρις Πάστερνακ, παραμονή Χριστουγέννων του 1952, ο Βαρλαάμ Σαλάμωφ, ο συγγραφέας των «Ιστοριών από την Κολυμά», έγκλειστος στο γκουλάγκ, δίνει έναν εντυπωσιακό ορισμό της ποίησης, φανερώνοντας το σημείο όπου αυτή συναντά την χυδαιότητα του καθημερινού πάρε-δώσε της ζωής: «Γνωρίζω ότι ένας αυστηρός δημιουργός αναπτύσσεται απαρνούμενος και καταστρέφοντας τον εαυτό του, αλλά ξέρω επίσης και κάτι άλλο. Γνωρίζω άτομα που έζησαν, που επέζησαν, χάρη στους στίχους σας, χάρη στην πρόσληψη του κόσμου που εκφράζουν οι στίχοι σας. Το σκεφτήκατε ποτέ αυτό; Σκεφτήκατε ποτέ αυτούς τους ανθρώπους που παρέμειναν άνθρωποι μόνο και μόνο γιατί είχαν τους στίχους σας; Το ότι οι στίχοι σας ήταν γι’ αυτούς σαν προσευχές;» Μέσα στην απομόνωση, μόνο η ποίηση θυμίζει στον άνθρωπο τί είναι άνθρωπος και κανένα κοινό αγαθό, είτε κρατικό είτε κοινωνικό, δεν μπορεί να μας αφαιρέσει αυτό το τόσο προσωπικό, ενδόμυχο αλλά και άγριο αγαθό. Ένα ποίημα που διαβάζεται σ’ ένα κλειστό σπίτι μεταμορφώνει τα παράθυρα σε κομήτες, την πόρτα σε μαύρη τρύπα και γίνεται στα χείλη προφητεία.

Πηγή: http://www.pangea.news/nuovo-vocabolario-del-virus-delazione/