Nicolas Roerich, «Οι ουράνιες δυνάμεις συνλειτουργούν μεθ’ ημών αοράτως (βράδυ Ανάστασης)», τέμπερα σε μουσαμά (1934)

Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι όλοι αυτοί οι αριστεροί ή γενικά προοδευτικοί διανοούμενοι κάθε απόχρωσης και στράτευσης που τόσα χρόνια επιτίθενται στον θεσμό της Εκκλησίας, ισχυριζόμενοι ότι η ύπαρξή της και μόνο αποτελεί βάρος και εμπόδιο για την πνευματική και οικονομική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, καταδικάζοντας όλους μας σε έναν ζοφερό και καταπιεστικό μεσαίωνα, είχαν τελικά δίκιο. Η Εκκλησία προκάλεσε όντως μεγάλη ζημιά στην πνευματική ζωή της Ελλάδας και τρανή απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν οι ίδιοι αυτοί οι διανοούμενοι, οι οποίοι εν έτει 2020 επιμένουν  να σκιαμαχούν με τα σκιάχτρα μιας φανταστικής θεοκρατίας, βρισκόμενοι ακόμα στην εποχή του Βυζαντίου. Είναι σίγουρο ότι η σκέψη τους θα ήταν πολύ πιο παραγωγική και γόνιμη αν ήταν απαλλαγμένη από αυτή την τροχοπέδη, από αυτούς τους παραμορφωτικούς φακούς που τους καταδικάζουν να μην αντιλαμβάνονται την ίδια την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούνε.

Στην Ελλάδα, οι προοδευτικοί διανοούμενοι συνήθως στοχάζονται και γράφουν σαν να ζούσαν τον Δεκέμβρη του ’44 ή τον Οκτώβρη του ’17 ή τον Νοέμβρη του ’73 κι οι νεότεροι ίσως τον Δεκέμβριο του 2008, όλοι τους πάντως σε πυρετώδη αναμονή ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος που, αν και προερχόμενο από την «κατάψυξη», θα τους οδηγήσει στο μέλλον που ονειρεύονται. Η τάση αυτή δεν είναι βέβαια κάτι το καινούριο, ούτε αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, το αντίθετο. Ήδη από την δεκαετία του ’70, ο (άθεος και κομμουνιστής) Πιερ Πάολο Παζολίνι (βλ. «Κινδυνεύουμε όλοι!») είχε στηλιτεύσει το φαινόμενο, αναφερόμενος στη στρατευμένη, μαρξιστική αριστερά της εποχής του: «Το ξέρω πως όταν η τηλεόραση δείχνει «Το Παρίσι καίγεται» [ταινία για την γαλλική αντίσταση επί γερμανικής κατοχής] κάθονται όλοι εκεί με μάτια δακρυσμένα και με την τρελή λαχτάρα να μπορούσε να επαναληφθεί η ιστορία, όμορφα και καθαρά (αποτέλεσμα του χρόνου που ξεπλένει τα πράγματα, όπως η βροχή τις προσόψεις των σπιτιών). Απλό, εγώ απο’δώ εσύ απο’κεί. Ας μην αστειευόμαστε όμως με τον κόπο και το αίμα που πλήρωσαν εκείνοι οι άνθρωποι για να επιλέξουν. Όταν βρίσκεσαι στριμωγμένος με τη μούρη μέσα σε μια στιγμή της ιστορίας που σε συντρίβει, τότε το να διαλέξεις είναι πάντα μια τραγωδία».  Τί συμβαίνει όμως όταν το γεγονός αυτό είναι πραγματικά αναπάντεχο;

Το ελάττωμα αυτό, το να θέλεις δηλαδή να διαβάζεις την πραγματικότητα προβάλλοντας επάνω της τα αποκαθαρμένα, μανιχαϊστικά σχήματα του παρελθόντος, τα οποία επιβάλλουν αυτόματα την βολική και προκάτ ηθική τους, επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο της επικαιρότητας με αφορμή την επιδημία του κορωνοϊού και την όλη πολεμική που επικεντρώθηκε γύρω από το θέμα της θείας μετάληψης και των συνεπειών της. Και δεν υπάρχει καλύτερη αποκρυστάλλωση της αντιθρησκευτικής αυτής πολεμικής από το κείμενο του θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη που δημοσιεύτηκε σε γνωστό free press, στο οποίο συνοψίζονται με τρόπο ανάγλυφο η «επιχειρηματολογία» αλλά και το μένος του προοδευτικού τόξου εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σε αυτό λοιπόν το ιδιαιτέρως επιθετικό κείμενο, ο Δ. Δ. επιλέγει ως τόπο δράσης τον 18ο αιώνα και για τον εαυτό του τον ρόλο του Βολταίρου. Χωρίς να μπορεί να κρύψει την ικανοποίησή του, ο Δ. Δ. αναγγέλλει θριαμβευτικά ότι, επιτέλους, χάρη στην επιδημία, έχουμε την τελεσίδικη – επιστημονική! – απόδειξη ότι «η θρησκεία δεν μπορεί να προστατεύσει τους πιστούς της από τον θάνατο», και άρα ότι είναι άχρηστη και επικίνδυνη. Χρειάζεται άραγε να επικαλεστούμε την κοινότυπη και από αρχαιοτάτων χρόνων πανανθρώπινη γνώση περί του αμετάκλητου του θανάτου; Ή μήπως έχει νόημα να αναφερθούμε διεξοδικά στην ιστορία της κριτικής της θρησκείας και των ιερών κειμένων (χριστιανικών ή παγανιστικών/μυθολογικών), η οποία δεν είναι προνόμιο ή εφεύρεση του Διαφωτισμού, αλλά παλιά όσο ο Ηράκλειτος, ο Ξενοφάνης ή ο Κέλσος; Το γεγονός ότι η «ειδωλολατρική» και χρησιμοθηρική αντίληψη της θρησκείας από μέρος του αμόρφωτου όχλου προκαλούσε σε όλες τις εποχές την αντίδραση και την κριτική των φιλοσόφων, είναι προφανώς μια λεπτομέρεια που διαφεύγει απ’ όσους είναι συνηθισμένοι να σκέφτονται στη βάση έτοιμων ιδεολογικών διαιρέσεων. Δεν είναι αυτό όμως το χειρότερο, αλλά το γεγονός ότι αυτές οι διαιρέσεις διαστρεβλώνουν εντελώς την αντίληψή τους της πραγματικότητας: η εθελοτυφλία των προοδευτικών διανοούμενων τούς κάνει να μην βλέπουν ότι η σημερινή πανδημία του κορωνοϊού δεν απογυμνώνει τις θρησκείες (έτσι κι αλλιώς μεταφυσικές ερμηνείες του κόσμου που αφορούν μίαν άλλη πραγματικότητα), αλλά αντιθέτως το αφήγημα της θριαμβεύουσας σύγχρονης τεχνοκρατικής κοινωνίας, η οποία υποτίθεται ότι εγγυόταν σε όλους, εδώ και τώρα, όχι μόνο υλική ευημερία και απρόσκοπτη πρόοδο, αλλά και την ίδια την αθανασία της σάρκας. Δεν είναι τόσο ο θάνατος καθεαυτός που ευθύνεται για το σοκ που προκάλεσε η επιδημία του κορωνοϊού, αλλά η απροσδόκητη διαπίστωση ότι είναι ανεξέλεγκτος και παράλογος, θέτοντας έτσι σε αμφισβήτηση το δόγμα του ορθολογισμού που στηρίζει τον τεχνικό πολιτισμό. Παρόλα αυτά, ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό, η αθανασία της ψυχής που υπόσχεται η Εκκλησία καταγγέλλεται με μανία  από την προοδευτική διανόηση ως ανήθικο ψεύδος, την ίδια στιγμή που η υπόσχεση της επιστήμης για αθανασία του σώματος και αιώνια νεότητα κι ο τρανσουμανισμός γίνονται δεκτά με επευφημίες ως προοίμιο της τελικής «απελευθέρωσης» του ανθρώπινου γένους.

Ο θάνατος όμως είναι και πάλι παρόν ως ο Χάροντας, ο θεριστής, ως το μέγα σκάνδαλο, αλλά κι ως ένα βαθιά κοινωνικό γεγονός, έχοντας δραπετεύσει από την ασφαλή και ουδέτερη ζώνη της ιδιωτικής ζωής όπου και τον είχε τακτοποιήσει η δυτική εκκοσμικευμένη κοινωνία. Γι’ αυτό κι η επιδημία του κορωνοϊού προκαλεί σήμερα το ίδιο δέος και τον ίδιο φόβο που προκαλούσαν οι επιδημίες στην αρχαιότητα και τον μεσαίωνα. Για τον ίδιο επίσης λόγο ο Θάνατος/Χάροντας προκαλεί και την οργή των προοδευτικών διανοούμενων, που δεν είναι βέβαια η δίκαιη οργή του αδικημένου, αλλά αυτού που διαπιστώνει ότι η πραγματικότητα διαψεύδει τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις του. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο θυμός που αποπνέει ο λόγος του Δ. Δ., όπως εξάλλου κι όλων των φανατικών αντικληρικαλιστών, εκφράζει ταυτόχρονα μια έντονη μνησικακία, αίσθημα που όπως θυμόμαστε χαρακτήριζε κι ένα παλιότερο, παραληρηματικό κείμενο του Δ. Δ., στο οποίο και απαιτούσε την «συντριπτική τιμωρία» σύσσωμου του ελληνικού λαού, του «βδελύγματος» (όπως τον αποκαλούσε), φαντασιωνόμενος μια «νέα Νυρεμβέργη»…

Ο Αλμπέρ Καμύ, περιγράφοντας με γλαφυρό τρόπο στην «Πτώση» τον στρατευμένο διανοούμενο της σύγχρονης εποχής, είχε αποκαλύψει ότι ο τύπος του ηρωικού και αδέκαστου συνηγόρου, δηλαδή ο επαγγελματίας υπερασπιστής των υψηλών ανθρωπιστικών ιδανικών και των αδυνάτων, έκρυβε μέσα του ένα τέρας εγωισμού κι έναν ανελέητο δικαστή που απλά περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να εκδηλωθεί. Η μνησικακία αυτή των αριστερών συστημικών διανοούμενων, ισάξια αυτής των θρησκόληπτων, η οποία και εκδηλώνεται τώρα εξ αιτίας του γενικευμένου φόβου και του πανικού που προκαλεί η επιδημία, φανερώνει κι αυτή με τη σειρά της κάτι πολύ βαθύτερο για τα κίνητρα της πολεμικής τους. Η εχθρότητα για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πηγάζει από κάποια γενικότερη ειλικρινή και συνεπή αντιμεταφυσική στάση (όπως π.χ. συμβαίνει στον Νίτσε, ο οποίος θα χλεύαζε τις δακρύβρεχτες εκκλήσεις για αλληλεγγύη και υπευθυνότητα): το πρόβλημά τους δεν είναι γενικά η θρησκεία – δύσκολα εξ άλλου θα μπορούσαμε να φανταστούμε τους ίδιους ανθρώπους να εκτοξεύουν τις πολεμικές αυτές κραυγές και τις κατηγορίες ενάντια στο Ισλάμ ή τον Βουδισμό – αλλά ο πλησίον, αυτός ο πλησίον που είναι για μας καθρέφτης και αδελφός και ο οποίος μας σκανδαλίζει με τη «διαφορετικότητά» του. Στρέφοντας τα βέλη τους εναντίον μιας κοινωνικής ομάδας την οποία και στιγματίζουν ως μίασμα, ως φορέα μόλυνσης, οι υπερασπιστές του ορθολογισμού νομίζουν ότι επενδύουν με επιστημονική εγκυρότητα την εχθρότητά τους, ενώ στην πραγματικότητα ενεργοποιούν άθελά τους και συμμετέχουν σ’ έναν από τους πιο ά-λογους και σκοταδιστικούς μηχανισμούς της ανθρώπινης κοινωνίας, το κυνήγι του αποδιοπομπαίου τράγου.

Είναι άλλωστε ενδεικτικό το γεγονός ότι, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν ακριβώς ένα μιαρό ζώο, το γουρούνι που θυσίασε ο Αντίοχος ο Επιφανής βεβηλώνοντας τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που αποτέλεσε το «ιστορικό» βδέλυγμα. Κάθε φορά που μια κρίση μαστίζει την κοινωνία και αναζητούνται οι υπεύθυνοι, θα ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να κατηγορηθεί μια μειονότητα ή και ένα μόνο άτομο, τα οποία και θα πρέπει να θυσιαστούν για το καλό της κοινότητας. Το αν αυτή η θυσία θα περιοριστεί σε έναν λεκτικό, μεταφορικό εξοβελισμό ή θα λάβει άλλες, πιο δραστικές μορφές, είναι κάτι που δεν εξαρτάται από το πολιτισμικό επίπεδο της κοινωνίας, αλλά μόνο από την ένταση της κρίσης. Η διαφορά πάντως με τις συντηρητικές κοινωνίες του παρελθόντος, οι οποίες δαιμονοποιούσαν τον «Άλλο» – τον αλλόθρησκο, τον αλλοεθνή, τον αλλόφυλο, τον ανάπηρο κ.ο.κ. – είναι ότι η θρυμματισμένη νεωτερική κοινωνία στρέφει την δυναμική της εγωιστικής αντιπαλότητας και των εν γένει διαπροσωπικών ανταγωνισμών ενάντια στον ίδιο εαυτό της. Είναι η ενοχλητική παρουσία του πλησίον από την οποία θέλουμε να απαλλαγούμε και στον οποίο θέλουμε να φορτώσουμε όλα τα κρίματα που μας βαραίνουν, ενώ ταυτόχρονα προσφέρουμε ανώδυνα, αλλά επιδεικτικά, την αλληλεγγύη μας στον εξωτικό «ξένο». Γι’ αυτό λοιπόν, οι απανταχού Δον Κιχώτες του Διαφωτισμού θα έπρεπε ίσως να ακούσουν με περισσότερη προσοχή τα λόγια ενός εκπροσώπου του «σκοταδισμού», τα οποία παραδόξως μπορούν και φωτίζουν από ένα παρελθόν 2000 ετών το παρόν μας: «Διό αναπολόγητος ει, ω άνθρωπε πας ο κρίνων· εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις· τα γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων, οίδαμεν δε ότι το κρίμα του Θεού εστί κατά αλήθειαν επί τους τα τοιαύτα πράσσοντας».