Αναμφισβήτητα, η στροφή προς τη νεοελληνική πραγματικότητα ήταν πρόοδος: σήμαινε εντατική με­λέτη της πρόσφατης ιστορίας μας, της λαογραφίας, στροφή της λο­γοτεχνίας σε θέματα από τη λαϊκή αγροτική ζωή·[17]  σήμαινε ακόμη, ότι οι διανοούμενοι της εποχής, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει η μορφή τον Ίωνα Δραγούμη, δεν προβάλλουν πια την αρετή των προ­γόνων, αλλά τις αξίες του λαϊκού μας πολιτισμού, άξιες σαν την «εσωτερική ελευθερία» και τη λαϊκή ευαισθησία,[18] που συγκεφα­λαιώνονται, θα μπορούσε να πει κανείς, στο «ήθος του Νεοέλληνα», όπως εκφράζεται, κατά τον Γιάννη Αποστολάκη,[19] στο κλέφτικο τραγούδι.—Αλλά τί άπ’ όλα αυτά ανταποκρίνεται στην πραγματι­κότητα; Στη λογοτεχνία, ο λαϊκισμός καλλιεργεί μιαν ειδυλλιακή εικόνα της υπαίθρου, που δεν έχει καμιά σχέση με τις πραγματικές συνθήκες της ζωής των αγροτών. Και όσο για τον Αποστολάκη — αυστηρό κριτή του Κρυστάλλη και όλων των λαϊκιστών[20]—η αλήθεια είναι ότι το κλέφτικο τραγούδι το ξέρει. Τί ξέρει όμως για τον φορέα του, τον ελληνικό λαό; Απολύτως τίποτε. Και εδώ, ακριβώς, βρίσκεται το πρόβλημα: λαός και λαϊκός πολιτισμός είναι για τη φιλελεύθερη ιδεολογία αυτής της εποχής ιδέες εξίσου μυθοποιημένες όσο και η ιδέα των προγόνων της ολιγαρχικής ιδεολογίας. Αν οι πρόγονοι βρίσκονται στα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, μέσα σε μια εξίσου ρομαντική αντίληψη, ο λαός βρίσκεται στην ύπαιθρο, όπου πρέπει να προστρέξουν οι μορφωμένοι για ν’ανακαλύψουν τη μαγι­κή δύναμη που κρύβει μέσα του, τη «λαϊκή ψυχή». «Ας λουστούν στα φεγγερά και διάφανα νερά της», προτρέπει ο Δραγούμης, «ας συνταραχτούν και ας θελήσουν κάτι, και ο λαός θα τους ακολουθήσει έπειτα.» Γιατί ο «ξαναγεννημός», όπως λέει, της Ελλάδας έτσι μονάχα μπορεί να πετύχει, αν αρχίσει «όχι από κάτω, παρά από πάνω». Οι εξαιρετικοί άνδρες, η αριστοκρατία του πνεύματος, θα σκύψουν πρώτα επάνω στο λαό, θα αντλήσουν από την ψυχή του την έμπνευσή τους, και έπειτα θα απευθυνθούν πάλι σ’ αυτόν, για να τον φωτίσουν.