«το πλήθος κραύγαζε πως είναι τρομερό να μην αφήνουν τον λαό να κάνει ότι θέλει» (Ξενοφώντας ελληνικά, Α’)

Αντί για ένα εκτενές σχόλιο στο κείμενο του Μιχάλη Θεοδοσιάδη «Λαϊκισμός, δημοκρατία και γιατί πρέπει να κερδίσουν οι λαϊκιστές» επωφελούμαι να διατυπώσω κάποιες θεμελιώδεις αντιρρήσεις μεταξύ των άλλες φορές αλληλοτροφοδοτούμενων και άλλες αλληλοαναιρούμενων σχέσεων δημοκρατίας και λαϊκισμού. Η βασική αντίρρηση που έχω στην θέση του κειμένου είναι πως ο αν λαϊκισμός και δημοκρατία συγκροτούνται εξίσου στην βάση της πλειοψηφίας, αυτό δεν σημαίνει και πως ο λαϊκισμός με τα χαρακτηριστικά που τον συνοδεύουν είναι ένα είδος δημοκρατικού γεγονότος και ούτε πως η αφηρημένη και απροσδιόριστη τις περισσότερες φορές έννοια του «Λαού» αποτελεί ικανό τεκμήριο για την δημοκρατία.

Αντίθετα πρέπει να προβληματιστούμε περισσότερο εντέλει εάν αυτό που προάγει ο λαϊκισμός συμβάλει ή αναιρεί τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της δημοκρατίας και γιατί. Γνώμη μου είναι ότι όσο αφορά την κοινωνική πραγματικότητα και την ιστορική εμπειρία ο λαϊκισμός όπου εμφανίστηκε αποτέλεσε ένα θυμικό παρά ένα δημοκρατικό φαινόμενο και πως εάν τον δούμε προσεκτικά στις αιτίες που εκδηλώνεται και τα φαινόμενα που αναπαράγει θα διαπιστώσουμε πως είναι περισσότερο ένας «μεγεθυμένος ατομικισμός» και άθροισμα επιμέρους συντεχνιακών συμφερόντων παρά μια αντίληψη res public περί του δημοσίου καλού. Ακόμα περισσότερο αν νόμος είναι το «δίκιο του λαού» χωρίς καμία αξία υπεράνω της βουλήσεως του (όπως χωρίς κανένα όριο η επιθυμία ενός βασιλιά είναι νόμος) τότε το πρόσωπο που μια η λαϊκιστική κοινωνία έχει είναι αυτό που μια διαρκή ιερή εξέταση παραμονεύει στην πόρτα όλων μας.

Η πολιτική ένα ακαδημαϊκό καθήκον;

Αλλά πριν από όλα πρέπει να αναρωτηθούμε με ποιο τρόπο προσεγγίζουμε το ζήτημα δημοκρατία/λαϊκισμός. Ως ένα πολιτικό πρόβλημα ή μια ακαδημαϊκή εργασία; Γιατί δια μέσου του χρόνου εάν η αριστερά κατέληξε να συζητά για τον σοσιαλισμό όλο και λιγότερο μέσα στα εργοστάσια και όλο και περισσότερο στα φοιτητικά αμφιθέατρα αυτό σημαίνει πως ο σοσιαλισμός μετατράπηκε από «καθήκον της εργατικής τάξης» σε μια υπόθεση των ακαδημαϊκών. Ανάλογα αν η συζήτηση περί δημοκρατίας και λαϊκισμού είναι όχι ένα πολιτικό πρόβλημα, όπου κάθε αφαίρεση και στρογγύλευμα του κοστίζει ανεπανόρθωτα, αλλά μια θεωρητική εργασία όπως παρουσιάζεται στο κείμενο από τους laclau, Mouffe, και Γιάννη Σταυρακάκη θα μπορούσαμε εύκολα αν θέλαμε να αντιτάξουμε σε αυτές τις θεωρίες άλλη μία ντουζίνα θεωρητικών προκειμένου να ανασκευάσουμε τις απόψεις των πρώτων άλλα τότε πραγματικά μια συζήτηση περί λαϊκισμού δεν θα τελείωνε ποτέ.

«Στο όνομα του Λαού».

Βασική αιτία της σύγχυσης δημοκρατίας και λαϊκισμού ξεκινάει από την πιο συνηθισμένη ερμηνεία που δίνουμε πως «η λέξη δημοκρατία προάγεται από το δήμος( λαός ) και το κράτος ( εξουσία )». Αυτή την ερμηνεία θα την συναντήσουμε σχεδόν σε όλα τα λεξικά πολιτικής ορολογίας και την υιοθετούν αβίαστα οι περισσότεροι που έχουν γράψει ή ασχοληθεί με το πρόβλημα αυτό. Από την στιγμή όμως που υιοθετήσαμε εξισωτικά τις έννοιες «λαός», «πολιτικό σώμα» και «δήμος» χάνουν την σημασία που τους διέκρινε μεταξύ τους και γίνονται απλά λέξεις που έχουν το ίδιο νόημα και που μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε μια έτσι και μια αλλιώς. Με τον τρόπο αυτό το μισό έγκλημα του νεωτερικού κόσμου έχει ήδη διαπραχτεί και το άλλο μισό θα είναι η εφαρμογή αυτής της ισοπέδωσης στην πράξη. Υπάρχει όμως ένας πολύ σοβαρός λόγος που στην ιστορία της δημοκρατίας και των πολιτικών αγώνων ο «λαός» δεν ταυτίζεται με τον «δήμο» και ακόμα περισσότερο με το πολιτικό σώμα. Και ο λόγος αυτός δεν έχει να κάνει με τον μεροληπτικό χαρακτήρα της δημοκρατίας ή τις ιστορικές ανισότητες του παρελθόντος που κρατούσαν εκτός πολιτικού σώματος την πλειοψηφία του κοινωνικού, ( αυτές οι ανισότητες άλλωστε τίθενται συνεχώς σε αναθεωρήσεις ), αλλά περισσότερο με το γεγονός πως η πολιτική δράση είναι εφικτή μόνο στην βάση συγκεκριμένων δεσμεύσεων και υποχρεώσεων τις οποίες μπορούν να αναλάβουν μόνο συγκεκριμένα πρόσωπα. Το δημοκρατικό γεγονός είναι μια συμφωνία που απαρτίζεται από 2 μέρη: Το άτομο και την πολιτεία. Αυτά τα μέρη δεν είναι αφηρημένα ούτε μπορούν να σημαίνουν τίποτα και τα πάντα σε ενεστώτα χρόνο και να διακατέχονται από την ίδια πλαστικότητα που χαρακτηρίζει και ένα «λαό». Επιπλέον η δημοκρατική ένωση δεν έχει μόνο μορφολογικό περιορισμό, αφορά δηλαδή απλά εσένα και εμένα ως αυτούσιες ορισμένες υπάρξεις, αλλά και τοπικό και χρονικό περιορισμό. Αφορά δηλαδή εσένα και εμένα σε αυτό τον τόπο και αυτή τη στιγμή. Οτιδήποτε αφορά όμως τον «λαό» δεν υπόκειται σε κανένα από τους παραπάνω περιορισμούς, ο λαός είναι ότι πιο ρευστό και εύπλαστο μπορούμε να φανταστούμε μέσα στην ιστορική πραγματικότητα, μπορεί να ισχύει για τα πάντα και παντού. Μιλάμε για λαό και είναι σαν να μιλάμε για το ίδιο πράγμα είτε πρόκειται για τον «λαό του Άρη Θεσσαλονίκης» ή για τον «γαλλικό λαό». Και εξαιτίας της ρευστότητας που χαρακτηρίζει τον «λαό» μπορείς και να τον χρησιμοποίησης με πολλούς βολικούς τρόπους. Ένας από αυτούς είναι ότι μπορείς να τον εκπροσωπήσεις χωρίς να χρειαστεί να πάρεις άδεια από κανένα. Το ίδιο όμως δεν ισχύει εάν πρόκειται για ένα δήμο ή μια συγκεκριμένη πολιτική κοινότητα (την τάδε κομμούνα ή το τάδε συμβούλιο), ακόμα περισσότερο δεν μπορείς αυθαίρετα να βάζεις στο στόμα σου ένα πολιτικό σώμα με το ίδιο τρόπο που λέμε όποτε θέλουμε και για ότι θέλουμε πως κάτι γίνεται «στο όνομα του λαού». Γιατί ένα πολιτικό σώμα, σε όποια μορφή μπορεί να φανταστεί κανείς από αυτές που υπήρξαν στο παρελθόν ή που μπορούν να συγκροτηθούν στο μέλλον, θα σου ζητήσει τον λόγο μπορεί μάλιστα και να σε διαψεύσει δραματικά, ο «λαός» όμως ποτέ δεν χάλασε κανενός το χατίρι να επικαλούνται το όνομα του. Να γιατί αρέσκονται τόσο πολύ όλων των αποχρώσεων οι ηγέτες να χαρακτηρίζονται ως «λαϊκοί».

Λαϊκισμός και η Volonte generale.

Η πηγή της ιδέας περί λαϊκισμού αναμφίβολα βρίσκεται στο «Κοινωνικό συμβόλαιο» του Ρουσσώ και την έννοια της κυριαρχίας που απέδωσε στον λαό. Είναι λάθος όμως η επικρατούσα άποψη πως στο κοινωνικό συμβόλαιο αυτό που εννοείται είναι πως γενική βούληση και λαϊκή θέληση είναι το ίδιο πράγμα όσο και αν αυτή η παρανόηση έχει γίνει επανειλημμένα για τους βολικούς λόγους που περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο. Ο Ρουσσώ όμως δεν επιτρέπει τόσο εύκολα να παρερμηνευτεί το πολιτικό του σχεδίου και για αυτό το λόγο άλλωστε κάνει διακριτές ως διαφορετικές μεταξύ τους τις έννοιες της Volonte generale, de tous, και particuliere, της γενικής βούλησης από την βούληση όλων και την επιμέρους βούληση και μόνο πρόχειρες αναγνώσεις δικαιολογούν την ταύτιση της βούλησης όλων ( Λαός ) με την γενική βούληση ( Κυρίαρχος ). Προκειμένου να γίνει κυρίαρχος ο λαός πρέπει πρώτα να συγκροτηθεί σε πολιτικό σώμα μια διαδικασία που προϋποθέτει όχι απλά την μαζική κινητοποίηση, δηλαδή το λαϊκό στοιχειό, αλλά την πολιτική πράξη ένωσης κάτω από συγκεκριμένο πολιτικό αίτημα, σχέδιο και σύνταγμα αρχών (συμβόλαιο)1. Η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί λοιπόν αποτέλεσμα μιας διακριτής πολιτικής δραστηριότητας και όχι απλά μιας απροσδιόριστης λαϊκής κινητοποίησης. Ακόμα περισσότερο κατά τον Ρουσσώ καθόλου δεν έχει πάντα δίκιο ο λαός ο οποίος μπορεί και να σφάλει και να πλανηθεί (εάν και όχι να διαφθαρεί) και ακόμα περισσότερο δεν είναι όλοι οι λαοί ικανοί για δημοκρατική κυβέρνηση2 αυτή η προϋπόθεση συγκεκριμένων πολιτικών μοιάζει να έχει χαθεί κάτω από τον εντυπωσιασμό που προκαλούν οι εξαγγελίες περί «κυρίαρχου λαού» κάθε φορά που αναφερόμαστε στον λαϊκισμό και εντέλει όχι άδικα ο λαϊκίστικος λόγος έχει ταυτιστεί με την δημαγωγία καθώς επί της ουσίας αποδίδει συχνά μια κυρίαρχη αρχή εκεί όπου δεν υπάρχει.

Η δίκη του Λουί.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πόσο εύκολα μπορεί αυτή η σύγχυση να εξυπηρετήσει δικτατορικά κίνητρα (στην ουσία να χρησιμοποιηθεί ο λαϊκισμός ενάντια στον λαό) θα βρούμε στις θυελλώδεις συζητήσεις και τους διαξιφισμούς μεταξύ Γιρονδίνων και Ιακωβίνων για την δίκη, τις κατηγορίες και την ποινή του Λουί Καπέτ ( Λουδοβίκου XVI ) που διεξήχθησαν στην national assembly για το εάν η εθνική συνέλευση ήταν εξουσιοδοτημένη από τον λαό να διεξάγει τον ρόλο ενός δικαστηρίου, και να δικάσει τον Λουδοβίκο, ακόμα περισσότερο εάν νομιμοποιούταν να εκδώσει καταδικαστική απόφαση σε θάνατο. Στους λόγους που μας σώζονται από τον Ιανουάριο του 1793 μπορούμε να δούμε την ευκαιρία που χάθηκε κάτω από τα προσχήματα της δίκης και τα αντεπιχειρήματα των Γιρονδίνου Βερνιώ και του Ιακωβίνου Ροβεσπιέρου για αμεσοδημοκρατική κατεύθυνση της νεογέννητης γαλλικής republique. Οι Γιρονδίνοι θέλοντας να γλυτώσουν χρόνο, ίσως και την ζωή του Λουδοβίκου, υποστηρίξανε πως η τεκμηρίωση της απόφασης της national assembly θα πρέπει να γίνει από τα «τοπικά κοινοβούλια» που αποτελούταν από 44.000 περίπου χιλιάδες(!) λαϊκές συνελεύσεις των γαλλικών κομητειών και να δώσουν «την ευκαιρία στον λαό να εκφραστεί πάνω σε μια σημαντική πράξη εθνικής εμβέλειας και τα μέσα να το κάνει αυτό με τρόπο απλό», κάτι τέτοιο συμπλήρωνε ο κατά τα άλλα «δεξιός» Γιρονδίνος Βερνιώ θα ήταν «μια απόφαση αντάξια με το αυτεξούσιο του λαού»3. Ο Ροβεσπιέρος του οποίου η άποψη κυριάρχησε τελικά στην εθνοσυνέλευση σε ένα λόγο υποδειγματικού λαϊκισμού είχε διατυπώσει 3 ημέρες πριν μια τελείως αντίθετη άποψη για την λαϊκή βούληση σε πλήρη αντίθεση με το «κοινωνικό συμβόλαιο» του Ζαν Ζακ Ρουσσώ πως η «γενική βούληση είναι αναπαλλοτρίωτη-δεν εκπροσωπείται». Στη ομιλία αυτή η βασική θέση του Ροβεσπιέρου ήταν πως δεν χρειάζεται να «μεταφερθεί η δίκη σε τοπικές συνελεύσεις για να αποφασίσουν κάθε μία ξεχωριστά και όλες μαζί μετά για τη τύχη του βασιλιά» καθώς κατά τον Ροβεσπιέρο η εθνοσυνέλευση ως αντιπροσωπευτική έχει μετατραπεί σε ένα φυσικό ον το οποίο συμπυκνώνει στο πρόσωπο του την γενική βούληση του γαλλικού λαού. Ο δρόμος για τους ολοκληρωτισμούς του 20ου αιώνα ανοίχτηκε επάνω στα λόγια ενός από τους ενθερμότερους επαναστάτες που έδωσε ποτέ η ιστορία όταν στις 28 Δεκεμβρίου του 1792 ο Ροβεσπιέρος υποστήριξε πως ούτε αναγκαίο είναι να υπαχθεί σε αμεσοδημοκρατική διαδικασία το θέμα της δίκης του Λουδοβίκου «καθώς η πραγματική καταδίκη ενός βασιλιά είναι η αυθόρμητη και παλλαϊκή κίνηση ενός λαού κουρασμένου από την τυραννία, που συντρίβει το σκήπτρο του τυράννου που τον καταπιέζει» (sic) ούτε να διακινδυνεύουν τον λαό με τέτοιες διαδικασίες χρειάζεται, από τον φόβο «μήπως δεν αφήσουν οι αγρότες τα χωράφια τους…. και παρεισφρήσουν (στις συνελεύσεις) κακόπιστοι, μετριοπαθείς, φλύαροι, ευφράδεις, ικανοί, ευρηματικοί, δολοπλόκοι». Ο λαός για τον Ροβεσπιέρο όσο είναι μια αφαίρεση είναι ένας ήρωας που καταλύει τυραννίες, όταν όμως τον διαιρεί σε επιμέρους κομμάτια, όταν ο λαός γίνεται πρόσωπα, τότε μεταμορφώνεται σε σωρό από προδότες, υπόπτους και αντεπαναστάτες, η τρομοκρατία που θα ακολουθήσει την επόμενη χρονιά τεκμηριώθηκε επάνω ακριβώς σε αυτούς τους διαξιφισμούς της δίκης του Λουί Καπέτ εάν ο λαός ή η εθνοσυνέλευση είναι αυτός που εκφράζει και ασκεί την κυριαρχία.

Η διαφορά μεταξύ λαϊκισμού και δημοκρατίας είναι μια διαρκής ένταση στη βάση μιας παθητικής κατάστασης (του λαού που υποφέρει και αγωνίζεται) από μια ενεργητική (του δήμου που ενεργεί πολιτικά και ασκεί την κυριαρχία του). Όσο στην πολιτική θεωρία συγχέουμε μεταξύ τους αυτές τις αντίθετες καταστάσεις άθελα(;) μας υπομονεύουμε το αίτημα για αυτοκυβέρνηση και ενθαρρύνουμε την ανάθεση και την εκπροσώπηση.

Το παραπάνω πολιτικό και όχι τόσο θεωρητικό πρόβλημα αποκτά στη εποχή μας την σημασία του καθώς αναγκαστικά από την πίεση της οικονομίας θα επαναδιατυπωθούν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο οι πολιτειακοί χάρτες της χώρας και της Ευρώπης. Η απάντηση που γυρεύει το αίτημα για αυτοκυβέρνηση των λαών δεν μπορεί να συγκατοικήσει με αναμασήματα περί λαϊκισμού και λαϊκών εκπροσώπων. Κανένας λαϊκιστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτό το αίτημα και επομένως σε πλήρη διαφωνία με το κείμενο του Μιχάλη Θεοδοσιάδη υποστηρίζω πως μια νίκη των λαϊκιστών στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου εάν δεν σταθούμε σθεναρά στην υπεράσπιση του αιτήματος για όλες τις εξουσίες στους πολίτες μπορεί κάλλιστα να αποτελεί την χειρότερη εξέλιξη για την υπόθεση της δημοκρατίας. Η γενική πραγματικότητα με κάνει απαισιόδοξο καθώς τον παραπάνω προβληματισμό μοιάζουν να τον προσπερνούν οι περισσότεροι με επιπολαιότητα ακόμα και οι πιο ένθερμοι ριζοσπάστες.

Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς για τις ουρές των «αμεσοδημοκράτών» και των αντιεξουσιαστών που θα δούμε να σχηματίζονται έξω από τα παραβάν των εκλογικών κέντρων στις 25 Ιανουαρίου.

  1. (Μια διαμαρτυρία ή μια εξέγερση δεν παράγει η ίδια ως λαϊκό γεγονός πολιτική παράγει όμως εκπροσώπηση του γεγονότος αυτού. Προκειμένου από μια διαμαρτυρία να παραχθεί πολιτική θα πρέπει ο λαός που κινητοποιείται ή εξεγείρετε να μετουσιωθεί σε υποκείμενο, να αποκτήσει ταυτότητα. Αυτό το «εμείς» όμως τότε παύει να γίνεται λαός με την διευρυμένη σημασία καθώς είναι πάντα κάτι λιγότερο από όλους).

2.«Το κοινωνικό συμβόλαιο» Βιβλίο 2 κεφ.3 , βιβλίο 3 κεφ.4

  1. «Ο λαός ασκεί εξουσία άμεσα ( αυτός ο ίδιος ) ή δια αντιπροσώπων. Στην δεύτερη περίπτωση, που είναι η δική μας, οι αποφάσεις των αντιπροσώπων του λαού έχουν δύναμη νόμου. Αλλά, γιατί; Διότι θεωρούνται ως η έκφραση της γενικής θελήσεως…. ο λαός διατηρεί το δικαίωμα που πηγάζει από το αυτεξούσιο του να τις αποδεχθεί ή να τις απορρίψει… εάν αφαιρέσουμε το δικαίωμα αυτό από τον λαό είναι σαν να του αφαιρούμε το αυτεξούσιο του, το οποίο μεταφέρουμε δια εγκληματικής πράξης στο πρόσωπο των αντιπροσώπων του που ο λαός επέλεξε. Κατά αυτόν τον τρόπο θα μετατρέπαμε τους αντιπροσώπους του λαού σε βασιλείς, ή τυράννους».

Λόγος του Γιρονδίνου Βερνιώ στην εθνοσυνέλευση την 31 Δεκεμβρίου 1792.

  1. «Θέλετε λοιπόν να μεταφέρετε τη δίκη σε τοπικές συνελεύσεις, για να αποφασίσουν κάθε μια χωριστά και όλες μαζί μετά για την τύχη του βασιλιά… με βεβαιώνετε πως αυτές οι συνεδριάσεις θα είναι απολύτως ειρηνικές, αλλά εγγυηθείτε μου πως δεν θα παρεισφρήσουν κακόπιστοι, (ψευδό)μετριοπαθείς, (παλαιό)αριστοκράτες, πως κανένας φλύαρος δικηγόρος δεν θα έλθει να κλάψει για τον δύστυχο τύραννο, συγκινώντας, τις καρδιές των απλών ανθρώπων, που δεν θα αντιληφθούν τις καταστροφικές πολιτικές συνέπειες μιας απερίσκεπτης απόφασης….. Αλλά πολίτες είστε βέβαιοι πως ο λαός θα είναι τελικά παρών σε αυτές τις συνελεύσεις; Οι αγρότες θα παρατήσουν τα χωράφια τους, οι τεχνίτες τα εργαστήρια τους, για να διαβάσουν Ποινικό Κώδικα ώστε να κατανοήσουν τη διαδικασία και να αποφασίσουν περί της ποινής του Λουδοβίκου, μέσα σε μια ταραχώδη συνέλευση, όπου τα περισσότερα ( νομικά ) επιχειρήματα θα τους είναι ακατανόητα;…»

Υποδειγματικός λαϊκίστικος λόγος από τον Ροβεσπιέρο γεμάτος σοφιστείες, ο Ποινικός Κώδικας για παράδειγμά δεν χρειαζότανε προκειμένου να αποφανθεί ο λαός εάν ήθελε νεκρό ή ζωντανό τον Λουδοβίκο καθώς όπως σε προηγούμενη ομιλία του ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος όταν υποστήριζε πως δεν χρειαζότανε καν να δικαστεί ο Καπέτος «η υπόθεση της εκτέλεσης ενός βασιλιά είναι πολιτικό και όχι νομικό ζήτημα». Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να πούμε πως επάνω σε αυτή την ομιλία έχουν ήδη στοιχειωθεί όλα τα επιχειρήματα που αποδίδουν το δικαίωμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας να αποφασίζει «αντ’ αυτού του λαού» με την αιτιολόγηση περί ανικανότητας του λαού να είναι αυτεξούσιος.

( Όλες οι αντιγραφές των ομιλιών από την πολύ αξιόλογη έκδοση των «Ιστορικών» της Ελευθεροτυπίας «Οι μεγάλες δίκες-Η δίκη του Λουδοβίκου ΙΣΤ’).