Μέρος πρώτο εδώ

Διατυπώθηκε η αντίρρηση ότι η άποψη αυτή συνεπάγεται μια ουσιακή[substantive] αντίληψη της ευτυχίας των πολιτών -και κατά συνέπεια καταλήγει μοιραία στον ολοκληρωτισμό (θέση που διατυπώνεται ρητά από τον Αιζάια Μπέρλιν και υπόρρητα στις επιχειρηματολογίες του Rawls και του Χαμπερμάς).[3]

Στα όσα είπα δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στην “ευτυχία” των πολιτών. Τα ιστορικά κίνητρα αυτών των αντιρρήσεων είναι κατανοητά -από το περίφημο “η ευτυχία είναι μια νέα ιδέα στην Ευρώπη”, του Σαίν-Ζυστ, ως την απαίσια φάρσα των σταλινικών καθεστώτων , τα οποία ισχυρίζονταν ότι εργάζονταν για την ευτυχία του λαού και ότι την πραγματοποιούσαν.(“Η ζωή έγινε καλύτερη, σύντροφοι. Η ζωή έγινε πιο χαρούμενη”, δήλωνε ο Στάλιν στο απόγειο της εξαθλίωσης και της τρομοκρατίας στη Ρωσία). Μα τα κίνητρα αυτά δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν τη θεωρητική θέση, η οποία φαίνεται σαν σχεδόν επιδερμική αντίδραση σε μια ιστορική κατάσταση κολοσσιαίων διαστάσεων -την εμφάνιση του ολοκληρωτισμού-, που απαιτεί πολύ βαθύτερη ανάλυση του πολιτικού ζητήματος. Στόχος της πολιτικής δεν είναι η ευτυχία, αλλά η ελευθερία. Την πραγματική ελευθερία (δεν ασχολούμαι εδώ με τη “φιλοσοφική” ελευθερία) την αποκαλώ αυτονομία. Η αυτονομία της κοινότητας, που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη ρητή αυτοθέσμιση και αυτοκυβέρνηση, είναι αδιανόητη χωρίς την πραγματική αυτονομία των ατόμων που απαρτίζουν την κοινότητα. Η συγκεκριμένη κοινωνία, που ζει και λειτουργεί, δεν είναι τίποτε άλλο απ΄τα συγκεκριμένα, δρώντα, “πραγματικά” άτομα.

Ισχύει όμως και το αντίστροφο: η αυτονομία των ατόμων είναι αδιανόητη και αδύνατη χωρίς την αυτονομία της κοινότητας. Τι σημαίνει, πως είναι δυνατή, τι προϋποθέτει η αυτονομία των ατόμων? Πως μπορείς να είσαι ελεύθερος όταν πρέπει υποχρεωτικά να τηρείς τον κοινωνικό νόμο? Υπάρχει μια πρώτη συνθήκη: πρέπει να έχεις την πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχεις στη διαμόρφωση του νόμου (της θέσμισης). Μπορώ να είμαι ελεύθερος όταν τηρώ τον νόμο μόνο αν μπορώ να πω πως αυτός ο νόμος είναι δικός μου -μόνο αν μου δόθηκε η πραγματική δυνατότητα να συμμετάσχω στη διαμόρφωσή του και στη θέσμισή του (έστω και αν δεν υπερίσχυσαν οι δικές μου προτιμήσεις). Εφόσον ο νόμος είναι αναγκαστικά καθολικός ως προς το περιεχόμενό του και, σε μια δημοκρατία, συλλογικός ως προς την πηγή του (αυτό δεν αμφισβητείται, θεωρητικά τουλάχιστον , από τους διαδικασιακούς[proceduralistes]), έπεται ότι, σε μια δημοκρατία, η αυτονομία (η πραγματική ελευθερία) όλων είναι και πρέπει να είναι το βασικό μέλημα του καθενός(το ότι ο σύγχρονος ψευδό-“ατομικισμός” “ξεχνά” αυτό το προφανές γεγονός αποτελεί μιαν από τις αναρίθμητες λαθροχειρίες του).Γιατί μας ενδιαφέρει ζωτικά η ποιότητα της κοινότητας που αποφασίζει για μας -αλλιώς, η δική μας ελευθερία γίνεται πολιτικά αδιάφορη, στωική ή ασκητική.Έχω θετικό και θεμελιώδες (ακόμα και εγωιστικό) συμφέρον να ζω σε μια κοινωνία πιο κοντινή στην κοινωνία του Συμποσίου παρά στην κοινωνία του Νονού ή του Ντάλλας. Η δική μου ελευθερία, στην πραγματική της υλοποίηση, αποτελεί συνάρτηση της πραγματικής ελευθερίας των άλλων. Η ιδέα αυτή είναι σίγουρα ακατανόητη για έναν καρτεσιανό ή έναν καντιανό.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ανέλιξη και η πραγμάτωση αυτής της ελευθερίας προϋποθέτουν συγκεκριμένες θεσμικές ρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων βέβαια ρυθμίσεις “τυπικές” και “διαδικαστικές”: τα ατομικά δικαιώματα (ένα Bill of Rights), δικαστικές εγγυήσεις ( due process of law, nullum crimen nulla poena sine lege), διαχωρισμό των εξουσιών κ.λπ. Όμως οι ελευθερίες που προκύπτουν απ΄αυτές τις ρυθμίσεις είναι καθαρά αμυντικές. Όλες αυτές οι ρυθμίσεις προϋποθέτουν -και αυτό είναι το αξίωμα που σιωπηρά δέχεται σήμερα η λεγόμενη πολιτική φιλοσοφία- ότι υπάρχει στην απέναντι όχθη μια εξουσία ξένη προς την κοινότητα, που δεν μπορεί να παραμεριστεί ούτε να διαβρωθεί, εχθρική και επικίνδυνη από την ίδια της την ουσία, της οποίας πρέπει κατά το δυνατόν να περιοριστεί η δύναμη. Πρόκειται στην ουσία για τη σιωπηρή φιλοσοφία της αγγλικής Βουλής των Κοινοτήτων απέναντι στον μονάρχη, και για τη ρητή θέση των ιδρυτικών κειμένων του αμερικανικού Συντάγματος. Το ότι, μερικούς αιώνες αργότερα, οι “πολιτικοί στοχαστές” της σύγχρονης εποχής εξακολουθούν να συμπεριφέρονται ψυχολογικά και διανοητικά ως “της Εξοχότητός σας ταπεινότατος ευπειθέστατος θεράπων” (Eu. Excellenz untertanig gehorsamster Diener)[4], θα ξαφνιάσει μόνον όσους δεν απασχόλησε ποτέ η παράξενη σχέση της πλειονότητας των διανοουμένων με τις κατεστημένες εξουσίες[5].

Ελευθερία υπό τον νόμο -αυτονομία- σημαίνει συμμετοχή στη θέσμιση του νόμου. Αποτελεί ταυτολογία το ότι η συμμετοχή πραγματώνει την ελευθερία μόνο εφόσον είναι εξίσου δυνατή για όλους, όχι σύμφωνα με το γράμμα του νόμου αλλά μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα. Άμεσο συμπέρασμα ο παραλογισμός της αντίθεσης ισότητας και ελευθερίας, με την οποία μας παίρνουν τ΄αυτιά εδώ και δεκαετίες[6]. Οι δύο αυτές έννοιες συνεπάγονται η μία την άλλη, εκτός και αν τις εκλάβουμε εντελώς επιφανειακά. Η ίση πραγματική δυνατότητα συμμετοχής απαιτεί την πραγματική παροχή σε όλους των κάθε είδους προϋποθέσεων γι΄αυτήν την συμμετοχή. Οι συνέπειες αυτής της πρότασης είναι ολοφάνερα τεράστιες.Καλύπτουν ένα σημαντικό κομμάτι της σφαιρικής θέσμισης της κοινωνίας.Όμως το αρχιμήδειο σημείο είναι ασφαλώς η παιδεία, με την βαθύτερη έννοια του όρου, στην οποία θα επανέλθω.

Επομένως, για να υπάρξει έστω και “διαδικαστική δημοκρατία” , που να μην είναι απάτη, απαιτείται η σε βάθος παρέμβαση στην επι της ουσίας οργάνωση της κοινωνικής ζωής.

[3] Για τον Χάμπερμας, βλ. τελευταία το “Three models of democracy”, στο Constellations, τομ. Ι, τευχ.1, Απρίλιος 1994, σελ.1-10
[4] Τέλος της αφιέρωσης της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, Καίνιξμπεργκ, 29 Μαρτίου 1781, προς τον Freiherr von Zedlitz, πρωθυπουργό του βασιλιά της Πρωσίας.
[5] βλ. το κείμενό μου “οι διανοούμενοι και η ιστορία” (1987), Θρυμματισμένος Κόσμος ,ο.π.,σελ. 103-111
[6] βλ. το κείμενό μου “Φύση και αξία της ισότητας” (1981),  στο Χώροι του Ανθρώπου, ο.π., σσ.211-230.


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-9ae