Election night crowd, Wellington, 1931 (1)

Το σύγγραμμα «Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας/The Life and Times of Liberal Democracy» του Καναδού Crawford Brough Macpherson γράφηκε το 1977 και έχει επηρεάσει σημαντικά μετέπειτα μελετητές της θεωρίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας όπως οι David Held και John Rawls. Στα ελληνικά εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1986 υπό την διεύθυνση του Παναγιώτη Κονδύλη στη σειρά «Φιλοσοφικής και Πολιτικής Βιβλιοθήκης»των εκδόσεων Γνώση.

Ο Macpherson προτείνει τη χρήση μοντέλων για να περιγράψει τα στάδια της σύγχρονης δημοκρατίας από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και τις ημέρες μας. Επιπλέον, στο τέλος του βιβλίου, στο κεφάλαιο με τίτλο «Δημοκρατία της συμμετοχής», αναπτύσσει τον προβληματισμό αν «η φιλελεύθερη δημοκρατία στα πλαίσια ενός μεγάλου εθνικού κράτους είναι δυνατόν να εξελιχθεί σε μια μεικτή (άμεση και έμμεση μαζί) δημοκρατία: δηλαδή αν είναι δυνατό να εξελιχτεί προς την κατεύθυνση μιας πληρέστερης συμμετοχής, η οποία μπορεί να απαιτεί μηχανισμούς διαφορετικούς από το τυπικό κομματικό σύστημα». Για τη μετάβαση αυτή ο Macpherson διατυπώνει μια σειρά από αρνητικές και θετικές προϋποθέσεις που είτε υπαγορεύουν είτε απαγορεύουν αυτήν την δυνατότητα. Η συνείδηση του ατόμου μέσα στην κοινωνία της αγοράς, το μέγεθος των πληθυσμών, οι θεσμοί που αντιστοιχούν στις άξιες της κοινωνίας, η ταξική διαίρεση καθώς και η διαμεσολάβηση των κομμάτων είναι μερικές από τις προϋποθέσεις στις οποίες δίνει ο Macpherson το μεγαλύτερο βάρος.

Ο Macpherson, εκτός από την ταξινόμηση των μοντέλων της φιλελεύθερης δημοκρατίας, παρέχει επιπλέον ένα χρήσιμο εργαλείο για να γίνουν κατανοητές πολλές από τις ιδεολογικές παρανοήσεις της εποχής μας που εκλαμβάνονται συχνά ως «αριστερές», πολιτικές και αιτήματα όπου τα φιλοσοφικά και θεωρητικά τους θεμέλια έχουν ως αφετηρία τις φιλελεύθερες και συχνά αντιδημοκρατικές πολιτικές θέσεις της αστικής ιδεολογίας του 19ου αιώνα. Ο βασικός λόγος αυτής της σύγχυσης οφείλεται κυρίως στην αμφισημία των δύο κύριων ηθικών αρχών του φιλελευθερισμού, οι οποίες, αν και η μία αναιρεί την άλλη, εποίκησαν εξίσου την έννοια του ώστε ακόμα και σήμερα ο όρος αυτός να σημαίνει δύο ταυτόχρονα εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα. Όπως γράφει ο Macpherson αυτό γίνεται «γιατί ο όρος “φιλελεύθερος” μπορεί να σημαίνει την ελευθερία του ισχυρότερου να καταβάλει τον ασθενέστερο σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς, αλλά μπορεί επίσης να σημαίνει την ίση και πραγματική ελευθερία όλων να χρησιμοποιούν και ν’ αναπτύσσουν τις ικανότητες τους». Η ιδεολογική μετατόπιση, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και τις πιο ριζοσπαστικές αναρχικές ομάδες, σε φιλελεύθερα κατά βάση αιτήματα αντί πολιτικών στόχων για αυτοκυβέρνηση, έχει ως εξήγηση την παραπάνω σύγχυση. Στην ουσία, με τον τρόπο αυτόν, η σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά αντάλλαξε το ενδιαφέρον της για το κύριο ζήτημα της Ελευθερίας με μια γκάμα από αιτήματα για «ελευθερίες».

Η φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίζεται σε τρία διαφορετικά «μοντέλα». Στην εξέλιξη τους το κάθε μοντέλο «ήταν το ίδιο ένα αμάλγαμα, από μερική απόρριψη και μερική αφομοίωση των προηγούμενων», κατά κάποιο τρόπο το κάθε μοντέλο «είναι σε κάποιο βαθμό επίστρωμα των προηγουμένων». Η βασική αξιολόγηση με την οποία κρίνει κάθε μοντέλο φιλελεύθερης δημοκρατίας ο Macpherson είναι κατά πόσο το καθένα ανταποκρίθηκε στις πραγματικές ανάγκες και τις δυνατότητες των ανθρώπων και κατά πόσο ενέπνεε ένα ηθικό περιεχόμενο που να δικαιολογούσε την αναγκαιότητα του.

Η ταξινόμηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στις αρχές του 19ου αιώνα, γίνεται και για έναν επιπλέον λόγο, πολύ πιο ουσιαστικό, από τη συνήθη αντιστοίχησή της με τον βιομηχανικό καπιταλισμό. Ο Macpherson, με άξονα εκείνη την χρονική καμπή, διακρίνει δύο διαφορετικές περιόδους στην ιστορία της δημοκρατικής θεωρίας και πράξης με βάση την αντίληψη για το δημόσιο αγαθό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, πριν τον 19ο αιώνα, πολιτικοί φιλόσοφοι όπως ο Ρουσσώ, ο Τζέφερσον και οι δημοκρατικοί ηγέτες που συνδέονται με τον πουριτανισμό, όταν μιλούσαν για δημοκρατικές πολιτικές μορφές αυτές ως βάση τους είχαν κυρίως μονοταξικές κοινωνίες ή κοινότητες μικροϊδιοκτητών.Σε κάθε περίπτωση, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον αγγλικό εμφύλιο και την αμερικανική επανάσταση ήταν αδιανόητο στο μυαλό των δημοκρατών «ένα σχήμα δημοκρατικής διακυβέρνησης σε μια κοινωνία με ταξική διαίρεση» αν και σε καμία περίπτωση αυτό δεν σήμαινε πως αυτό που είχαν στο μυαλό τους ήταν μια αταξική κοινωνία ή ένας κοινωνικός κομμουνισμός όπως και εκφράστηκε αργότερα από το στόμα των σοσιαλιστών. Αντίθετα, μάλιστα η διαφορά στον οικονομικό πλούτο δεν τους πείραζε τόσο (μην ξεχνάμε πως ο Τζέφερσον ήταν μεγαλοϊδιοκτήτης γης και κάτοχος δούλων) αλλά αυτό που θεωρούσαν σημαντικό ως προϋπόθεση για τη δημοκρατία ήταν η απαραίτητη οικονομική αυτοδυναμία του καθενός, η οποία συνδεόταν συχνά με την κατοχή εγγείου περιουσίας, έτσι ώστε, όπως έγραφε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, «να μην χρειάζεται κανείς να πουλάει τον εαυτό του σε άλλους για να επιβιώσει».

Μοντέλο 1ο: Προστατευτική δημοκρατία
Το πέρασμα από την προ-φιλελεύθερη στη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι το πέρασμα από την πεποίθηση πως η ταξική διαίρεση μπορούσε να ξεπεραστεί ή ότι σε μερικά μέρη σαν την Γενεύη του Ρουσσώ και την Αμερική του Τζέφερσον είχε ήδη στην πράξη ξεπεραστεί και σε μια συλλογιστική πως ο άνθρωπος είναι ένα χρησιμοθηρικό όν και η κοινωνία ένα άθροισμα ατόμων ή τάξεων με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Αυτή η τελευταία ηθική αρχή για τον άνθρωπο και την κοινωνία βασίστηκε στη θεωρία του ωφελιμισμού, με κύριους εκφραστές τους Jeremy Bentham και James Mill, και αποτελεί έως και στις μέρες μας τον βασικό πυλώνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Με βάση την ιδεολογία αυτή οι άνθρωποι αποσκοπούν στην ικανοποίηση του μέγιστου βαθμού ευτυχίας τους ο οποίος αξιωματικά συνδέεται με την συσσώρευση υλικών αγαθών και πλούτου. Με τη διαπίστωση πως το ανθρώπινο όν αποτελεί το μέγιστο μέσο παραγωγής πλούτου προκύπτει να είναι θεμιτή η επίτευξη του στόχου της ευτυχίας δια μέσου της εξουσίας, του ανταγωνισμού και της άσκησης κυριαρχίας μεταξύ των ατόμων. Από αυτήν την συνθήκη πρώτοι πριν από όλους οι θεωρητικοί του ωφελιμισμού διέγνωσαν την αντίφαση να κινδυνεύει να καταρρεύσει κάθε έννοια κοινωνίας κάτω από το βάρος ενός διαρκούς «homo homini lupus», του κυνηγητού ανθρώπου εναντίον ανθρώπου. Επιπλέον, γινόταν σαφές πως εάν κανείς ηθικός κανόνας δεν εγγυόταν πια την ασφάλεια του προϊόντος της εργασίας, τότε χανόταν απευθείας το κίνητρο της παραγωγής και κινδύνευαν όλα να περιέλθουν σε κατάρρευση. Κανένας δεν συσσωρεύει πλούτο εάν γνωρίζει εκ των προτέρων πως κανείς δεν του εγγυάται πως μπορεί να τον κρατήσει με ασφάλεια δικό του. Τέθηκε επομένως επιτακτικά ήδη από την αρχή του ωφελιμισμού η ανάγκη να βρεθεί το είδος του Κράτους που θα εξασφάλιζε την ισορροπία σε μια τέτοια κοινωνία ώστε να παρέχει ελευθερία ανταγωνισμού αλλά και ταυτόχρονα να προστατεύει την ιδιοκτησία. Επομένως, ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα που να δημιουργεί κυβερνήσεις που θα εδραίωναν και θα εξέτρεφαν μια ελεύθερη κοινωνία της αγοράς, αλλά ταυτόχρονα τόσο θα προστάτευαν τους πολίτες από τις κυβερνήσεις τους όσο και την αγορά από τα μέλη της γινότανε επιτακτική ανάγκη.

Ο Bentham ήδη στο περίφημο του άρθρο με τίτλο Διακυβέρνηση το 1820 διατύπωνε πως «με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση μιας καλά οργανωμένης κοινωνίας οι κυβερνώντες ισχυροί λίγοι είναι εχθροί των κυβερνωμένων πολλών» και πως ο μόνος τρόπος να αποτραπεί η καταλήστευση του λαού από την κυβέρνηση ή ο άγριος ξεσηκωμός των υποτελών κατά των κυβερνώντων τους είναι να γίνει δυνατή η τακτική αντικατάσταση των κυβερνώντων από την πλειοψηφία ολόκληρου του λαού. Για την επίλυση αυτού του διπλού προβλήματος φάνηκε ως καταλληλότερη επιλογή το καθολικό δικαίωμα ψήφου. Σε ένα άρθρο το 1830 υπέρ της μυστικής ψηφοφορίας έγραφε: «Η άποψη μας, λοιπόν, είναι ότι η υπόθεση της διακυβέρνησης είναι κυρίως υπόθεση των πλουσίων και ότι θα την αναλαμβάνουν πάντοτε αυτοί, είτε με κακά είτε με καλά μέσα. Από αυτό εξαρτώνται τα πάντα. Αν την αναλάβουν με κακά μέσα, η διακυβέρνηση είναι κακή. Αν την αναλαμβάνουν με καλά μέσα, είναι βέβαιο ότι η διακυβέρνηση θα είναι καλή. Το μόνο καλό μέσο να την αναλάβουν είναι η ελεύθερη ψηφοφορία του λαού». Η ιδέα της φιλελεύθερης δημοκρατίας είχε μόλις γεννηθεί.

Μοντέλο 2ο: Αναπτυξιακή δημοκρατία
Το μοντέλο της προστατευτικής δημοκρατίας δεν είχε κανένα όραμα για την κοινωνία και τον άνθρωπο. Προεξοφλούσε το στάδιο της εμπορευματικής κοινωνίας ως το μέγιστο επίτευγμα προόδου και έβλεπε τον άνθρωπο μόνο μέσα από τα μάτια ενός επιχειρηματία της αγοράς. Υπό αυτήν την έννοια, η προστατευτική δικλείδα που παρείχε η εναλλαγή κυβερνήσεων και η καθολική ψηφοφορία ήταν το καλύτερο δυνατό πολίτευμα και δεν χρειαζόταν τίποτε περισσότερο. Αυτήν όμως την τραχιά και κοντόφθαλμη οπτική για τη δημοκρατία έμελε να αμφισβητήσει η επόμενη γενιά των φιλελευθέρων, με εξέχουσα προσωπικότητα τον John Stuart Mill καθώς και η εμφάνιση της εργατικής τάξης στο προσκήνιο της πολιτικής.

Έτσι υπήρξαν δύο διαφορετικές δυνάμεις που αμφισβήτησαν το υπάρχον μοντέλο, η μία εκ των έσω από τους ίδιους τους φιλελεύθερους οι οποίοι μπροστά στην εξαχρείωση που προκαλούσε η οικονομική ανισότητα βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν ηθικό δίλημμα για τα ιδανικά της ισότητας που κατά τα άλλα επαίρονταν πως υποστηρίζουν, και η δεύτερη από την οργάνωση της εργατικής τάξης η οποία διεκδικούσε περισσότερη δικαιοσύνη στο πολιτικό και στο οικονομικό πεδίο και της οποίας την ικανότητα για αυτοοργάνωση και αυτοσυνείδηση είχαν οι Bentham και James Mill παραβλέψει. Όπως διατύπωσε τo 1848 ο John Stuart Mill στο έργο του Πολιτική Οικονομία, «οι φτωχοί απελευθερώθηκαν από τα νήματα που τους καθοδηγούσαν και δεν μπορεί πια κανείς να τους κυβερνά, ούτε να τους μεταχειρίζεται σαν παιδιά». Οι συγκρούσεις που είχαν βγει στην επιφάνεια στα μέσα του 19ου αιώνα έθεταν σε πραγματικό κίνδυνο την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και είχαν θορυβήσει σε τέτοιο βαθμό τον John Stuart Mill που τον ανάγκαζαν ήδη από το 1845 στο The claims of labor να γράφει πως κάτι έπρεπε να γίνει «ώστε η υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων να ικανοποιήσει περισσότερο τους πολλούς». Αυτό το «κάτι» ήταν η έμφαση σε ένα μοντέλο δημοκρατίας που θα αποσκοπούσε όχι μόνο στην κοινωνική συνοχή αλλά και στις δυνατότητες βελτίωσης του ανθρωπίνου γένους και θα συνέβαλε στην ανάπτυξη του ανθρώπου. Όπως διαπιστώνει ο Macpherson «το μοντέλο του Mill είναι ένα ηθικό μοντέλο».

Πράγματι, το ηθικό υπόβαθρο αλλάζει πια ριζικά και, από το μοντέλο που θεωρεί τον άνθρωπο ως όν που καταναλώνει και ιδιοποιείται, περνάμε σε μια ηθική που αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως ένα όν που ασκεί, αναπτύσσει και απολαμβάνει τις ικανότητες του. Επομένως η δημοκρατία που πρότεινε ο John Stuart Mill και που ανέπτυξε αργότερα ο John Dewey διαφέρει κατά πολύ αυτή των προηγούμενων φιλελευθέρων και, αντί να αποκλείει ή να περιορίζει έχοντας ως σκοπό της μόνο να διατηρήσει σταθερή την καθεστηκυία τάξη, η δημοκρατία του Mill ενθάρρυνε την ανάπτυξη και τη συμμετοχή όλων, ανδρών και γυναικών, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, στις οργανώσεις των συνεταιρισμών, στη πρόνοια και την οικογενειακή προστασία και, τέλος, φυσικά στην πολιτική συμμετοχή και φρόντιζε για την άμβλυνση των συνθηκών που εμποδίζουν μια τέτοια ανάπτυξη. Το μοντέλο αυτό έγινε μετέπειτα γνωστό ως «αναπτυξιακή δημοκρατία».

Το μεγάλο όμως μειονέκτημα του John Stuart Mill, που έμελε να αποβεί και μοιραίο, ήταν πως, όπως και οι φιλελεύθεροι πριν από αυτόν, θεωρούσε πως μπορούσαν να συνυπάρξουν μαζί η πολιτική ισότητα με την οικονομική ανισότητα όσο και αν ο ίδιος έβλεπε καθαρά πως η τελευταία συνθήκη καθιστούσε αδύνατο για τα περισσότερα μέλη της εργατικής τάξης να αναπτύξουν τον εαυτό τους ή έστω να ζουν πιο ανθρώπινα. Σύντομα αυτή η σχέση έμελε να αποβεί καταστρεπτική για τη συνθήκη της ισότητας. Η μόνη διαφορά που έμενε πραγματικά να διακρίνει πια το μοντέλο 1 από το μοντέλο 2 είναι πως το δεύτερο σε σχέση με το πρώτο έχανε σε ρεαλισμό σε τέτοιο βαθμό που να καταντάει από ένα σημείο και έπειτα, και ιδιαίτερα στις αρχές του 20ου αιώνα, εντελώς εξωπραγματικό καθώς η αρχή του καπιταλισμού δεν ήταν καθόλου συνεπής προς την αρχή της δικαιοσύνης της ισότητας. Αυτό ήταν και το σημείο όπου το πιο κυνικό και πλέον ρεαλιστικό τρίτο μοντέλο φιλελεύθερης δημοκρατίας θεμελίωσε την κριτική του.

Μοντέλο 3ο: Δημοκρατία της ισορροπίας
Αυτό που προβλημάτισε πολύ τους φιλελεύθερους του 19ου αιώνα ήταν το ενδεχόμενο χρήσης του καθολικού δικαιώματος ψήφου από την πλειοψηφία του σώματος με ταξικούς σκοπούς και μ’ αυτόν τον τρόπο διασαλευτεί η κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Αν και στην αρχή η εργατική και μεσαία τάξη ήταν φυσικοί σύμμαχοι της αστικής στις νομοθεσίες που ψηφιζόντουσαν εναντίων των υπολειμμάτων της φεουδαλικής τάξης και τους υποστηρικτές της παλινόρθωσης, εντούτοις τα αστικά κοινοβούλια εμπιστευθήκαν το δικαίωμα της καθολικής ψήφου μόνο παρά πολύ αργά (στην Αγγλία νομοθετήθηκε η γενική ψηφοφορία για όλους τους άρρενες το 1884) και μόνο όταν σιγουρεύτηκαν, όπως το έθετε ο Bentham, πως η εργατική τάξη δεν θα αμφισβητήσει το κύρος της αστικής. Αυτό όμως που δεν είχαν προβλέψει πως θα υπονόμευε τις ταξικές συγκρούσεις και αν το γνώριζαν θα ένιωθαν σίγουρα πιο ασφαλείς ήταν το πόσο πολύ υπονόμευσε την δημοκρατία το ίδιο το κομματικό σύστημα. Ο λόγος αυτός, αναφέρει ο Macpherson, διαφέρει από χώρα σε χώρα αλλά το βέβαιο είναι πως σε όλον τον δυτικό κόσμο το κομματικό σύστημα ήταν αυτό που απέτρεψε τελικά την ταξική κατάληψη της εξουσίας. Πέρα λοιπόν από τις χωρικές ιδιαιτερότητες που συνέβαλαν σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά, ο κοινός λόγος είναι, λέει ο Macpherson, ότι οι κομματικοί μηχανισμοί επέφεραν άμβλυνση και όχι όξυνση των ταξικών συγκρούσεων, δημιουργώντας όχι απλά μια πολιτική ισορροπία αλλά ένα ιδιαίτερο είδος ισορροπίας υπέρ της κρατούσας οικονομικής κυριαρχίας.

Βασικός λόγος που έγινε δυνατό κάτι τέτοιο ήταν γιατί όσο διευρυνόταν το δικαίωμα ψήφου και μεγάλωνε η δεξαμενή των ψηφοφόρων τόσο καταγραφόταν το παράδοξο φαινόμενο να διαφεύγουν οι βουλευτές από τον έλεγχο των άμεσα τοπικών εκλογέων τους και να λογοδοτούν μόνο στον ενδιάμεσο μηχανισμό μεταξύ βουλευτών και ψηφοφόρων που ήταν το κόμμα. Δεύτερος λόγος ήταν, και εξακολουθεί να είναι, πως τα κόμματα, ως εκπρόσωποι επιμέρους συμφερόντων, σε αντίθεση με αυτό που φιλοδοξούσαν αρχικά οι μαρξιστές, απέτυχαν να εκπροσωπήσουν μια ενιαία και ευρύτερη τάξη καθώς αφού ακόμα και αυτό που αφηρημένα ονομαζόταν «εργατική τάξη» συγκροτούσε εντός της πολλά και διευρυμένα επιμέρους συγκρουόμενα συμφέροντα (π.χ. αυτοί που δεν έχουν εργασία ενάντια σε αυτούς που έχουν) τα οποία με την σειρά τους βρήκαν έκφραση μέσα από άλλα κόμματα ή μέσα από διασπάσεις παλιών κομμάτων. Άλλωστε ακριβώς σε αυτό το σύμπτωμα υπέκυψε ο ΣΥΡΙΖΑ με την πρόσφατη διάσπαση του όταν εντός του μηχανισμού του τέθηκαν δύο διαφορετικά επιμέρους συμφέροντα σε σύγκρουση τα οποία έπρεπε να εκπροσωπηθούν και επιμέρους. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει τώρα πια την «ευρωπαϊκή αριστερά» και ο ΛΑΕ την «αντιευρωπαϊκή αριστερά» και είναι πολύ φυσιολογικό να δούμε στο μέλλον και νέα διάσπαση του ΛΑΕ σε «αριστερά της δραχμής και διεθνιστική αριστερά» και ούτω καθ εξής. Σε γενικές γραμμές, το κόμμα έχει αποδειχθεί πως εκπροσωπώντας επιμέρους τάξεις, συμφέροντα, ιδεολογίες και τώρα πρόσφατα ταυτότητες αποτυγχάνει να λειτουργήσει ουσιαστικά και πολιτικά, δηλαδή να δημιουργήσει έναν δημόσιο χώρο για όλους.

Την κατάσταση αυτή του σκόρπιου, ευμετάβλητου, ανομοιογενούς κοινού που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό του ώστε να εκφράσει τα συμφέροντα του μέσα από ένα κόμμα περιγράφει ο John Dewey το 1927 στο έργο του The public and its problems όπου εκφράζει την αποτυχία της αναπτυξιακής δημοκρατίας να κατανοήσει «τις τεχνολογικές και επιστημονικές δυνάμεις που είχαν καταντήσει το κοινό τόσο ανίσχυρο». Υπό την επιρροή της οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930, ο Dewey έχασε την πίστη του στο δημοκρατικό κοινό –όχι για άστοχους λόγους– και έστρεψε την ελπίδα του στις αναπτυσσόμενες επιστημονικές και τεχνολογικές δυνάμεις. Η ιδέα της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης άρχισε για ακόμα μια φορά να ασκεί τη γοητεία της και ήταν τότε που μπήκαν τα θεμέλια για μια δημοκρατία που σκοπό της είχε να ισορροπήσει τα αντιτιθέμενα συμφέροντα της κοινωνίας. Το πολιτικό σώμα αποτελούταν από ένα «θόρυβο» από πολλαπλές ταυτότητες οι οποίες αδυνατούσαν να συγκροτήσουν ενιαία βούληση. Επομένως το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να κάνει το εκλογικό σώμα είναι να επιλέγει αυτούς οι οποίοι θα πρέπει με αντικειμενικό τρόπο («επιστημονικό») να διατηρούν σε ισορροπία αυτόν τον θόρυβο των συμφερόντων.

Αν η δικαιολόγηση της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης πηγάζει από έναν ηθικό κυνισμό για το πολιτικό σώμα, το πιο παράδοξο είναι πως εξακολουθεί ακόμα και σήμερα και θεμελιώνει αυτήν της τη βασική αρχή –πως το σύνολο της κοινωνίας είναι ένας «θόρυβος ταυτοτήτων»- σε ίδιες, κατά τα άλλα ριζοσπαστικές, μεταμοντέρνες αφηγήσεις για την κοινωνία. Ο αιώνας των τεχνοκρατών ανέτειλε επάνω ακριβώς σε αυτό τον πολιτικό μηδενισμό.

Ακριβώς σε αυτά τα αδιέξοδα της αναπτυξιακής δημοκρατίας το πρώτο μισό του 20ου αιώνα βασίστηκαν θεωρητικοί όπως ο Robert Dahl και ο Joseph Schumpeter για να ασκήσουν κριτική στο μοντέλο 2 και να επαναφέρουν στην πράξη το μοντέλο 1 σε μια πιο εξελιγμένη μορφή. Έτσι, μετά από μια περίοδο που κράτησε περίπου έναν αιώνα, η κυρίαρχη άποψη πως η δημοκρατία είναι το πολιτικό καθεστώς που παρέχει τις εγγυήσεις για την ελεύθερη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς επανήλθε στο προσκήνιο και κυριαρχεί μέχρι σήμερα. Υπό αυτήν την έννοια, αποτελεί μάλλον πλεονασμό να μιλάμε σήμερα για νέο-φιλελευθερισμό καθώς η ηθική του αρχή παραμένει ακριβώς η ίδια με αυτή των αρχών του 19ου αιώνα. Σαφώς επεξεργασμένη και διαποτισμένη με την ιστορική εμπειρία των διακοσίων χρόνων που μεσολάβησαν αλλά αυτό δεν είναι επαρκής λόγος για να βαφτίζεται κάθε λίγο και λιγάκι κάτι ως «νέο» γιατί έτσι θα ήμασταν εξίσου αναγκασμένοι να μιλάμε για νέο-δημοκρατία ή νέο-χριστιανισμό, νέο-επιστήμη και ούτω καθεξής.

Ο Macpherson γράφει πως τα βασικά αξιώματα του τρίτου μοντέλου είναι πως η δημοκρατία αποτελεί απλώς μηχανισμό επιλογής και εξουσιοδότησης κυβερνήσεων και όχι ένα είδος κοινωνίας και σύνολο ηθικών σκοπών. «Ο ρόλος του λαού είναι να βγάζει μία κυβέρνηση» γράφει ο Schumpeter το 1947 στο έργο του Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία και η μόνη δυνατότητα που έχει ο λαός είναι μέσω των εκλογών να επιλέγει τη μικρότερη τυραννία που θα τον κυβερνήσει, αυτό που λέμε αγοραία πως είναι το «μικρότερο κακό» κάθε φορά που εκλέγουμε το κόμμα της επιλογής μας. Ταυτόχρονα, το εκλογικό σύστημα γίνεται απλώς ένας μηχανισμός της αγοράς και η δημοκρατία αποσκοπεί πια στην εκπλήρωση επιθυμιών και όχι ιδανικών. Οι εκλογές ισοδυναμούν με την αγορά και οι πολιτικοί μεταμορφώνονται σε πωλητές που λανσάρουν στους πολίτες/καταναλωτές τα προϊόντα/πολιτικά προγράμματά τους. Σε αυτήν την εκλογική αγοραπωλησία προσφορών/υποσχέσεων ο καλύτερος πωλητής/κόμμα ανταμείβεται από τους καταναλωτές/πολίτες με την αγορά/ψήφο τους. Δημοκρατία και αγορά στο μοντέλο 3 έχουν μετουσιωθεί στο ίδιο πρόσωπο. Αυτό το μοντέλο θεωρείται μέχρι και στις μέρες μας το πιο ρεαλιστικό μοντέλο δημοκρατίας.

Αντί 4ου μοντέλου
Ο Macpherson λαμβάνοντας υπόψη την ιστορικότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και θεωρώντας πως η εποχή των βίαιων επαναστάσεων και των άμεσων ανατροπών έχει παρέλθει υποστηρίζει πως «σήμερα έχουμε φτάσει σε ένα τέτοιο τεχνολογικό επίπεδο παραγωγικότητας το οποίο προσφέρει στον καθένα την δυνατότητα να ζει καλά χωρίς να βασίζεται σε καπιταλιστικά κίνητρα» και που μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να φανταστούμε ένα νέο μοντέλο δημοκρατίας που δεν θα στηρίζεται απαραίτητα στην ελεύθερη αγορά για να προσφέρει δυνατότητες ελευθερίας και ισότητας στα μέλη της.
Αν και η παραπάνω υπόθεση του Macpherson ελέγχεται για το κατά πόσο υπήρξε ποτέ πραγματικά εποχή σπάνης και πως αυτή δεν είναι μια κατασκευασμένη οικονομική συνθήκη, εντούτοις πράγματι έχει δίκιο καθώς η αιτιολόγηση των παλαιότερων θεωρητικών του καπιταλισμού πως «ο πλούτος δεν φτάνει για όλους» έχει σήμερα κυνικά υποκατασταθεί με την έκφραση «πλούτος υπάρχει αλλά είναι χρεωμένος αλλού». Ο Macpherson στο τέταρτο μέρος του κεφαλαίου κάνει μια προσπάθεια να φανταστεί με ρεαλιστικούς όρους τον ιστορικό μετασχηματισμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε μια συμμετοχική δημοκρατία. Στο επόμενο μέρος της εργασίας μας θα αναδημοσιεύσουμε ένα μέρος από το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Macpherson που θεωρούμε πως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβαστεί σήμερα.