Toυ  Βασίλης ΚΟΙΛΙΑΡΗ

Αν ευσταθεί η «θεωρία» ότι κάθε σύστημα, μονοπολικό (ζεύγος-γάμος/ενιαίο-εθνικό κόμμα/έθνος-κράτος) ή πολυπολικό (οικογένεια/πολυκομματισμός/διεθνής ετερότητα), εν τέλει ή έστω για κάποια χρονική περίοδο καταλήγει στο διπολισμό (χωρισμός/δικομματισμός/ψυχρός πόλεμος), τότε η επίκληση του τρίτου πόλου, μόνο κατά τις προεκλογικές περιόδους και όχι ως συνεχές πρόταγμα-επιδίωξη, καταδεικνύεται ως απλά ένα πολιτικό αφήγημα παραμυθένιας φύσης, το οποίο αποσκοπεί στην πολιτικό-οικονομικό-επαγγελματική επιβίωση συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων και πολιτικών ελίτ που εξοβελίστηκαν από την εξουσία και που διακαώς καταφεύγουν στο τέχνασμα αυτό για τη διασφάλιση της συνέχειάς τους.

Ο διπολισμός δε, ιδιαίτερα στις εκλογικές αναμετρήσεις, κάποτε οδηγείται εγγύτερα, κάποτε ενδιάμεσα και κάποτε στα δύο άκρα του πολιτικό-ιδεολογικού εκκρεμούς μεταξύ Αριστεράς-Δεξιάς. Παραδείγματος χάριν, ενδεικτικά παρουσιάζεται ο ακόλουθος πίνακας, ο οποίος αναφέρεται σε επιλεγμένες ιστορικές περιπτώσεις διπολισμού προσήκουσες σε διαφορετικές εθνοκρατικές ετερότητες, βάσει εκτίμησης του υποφαινόμενου:

Screenshot from 2015-09-16 11:21:18

Αναφορικά με την Πολιτική, αξιωματικά λαμβανομένου ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος (ψήφος) ενασκείται βάσει της αρχής του μέγιστου κοινού παρονομαστή, ενώ η διακυβέρνηση και η εξουσία βάσει της αρχής του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, επιχειρείται μια αξιολογική εκτίμηση και προσδιορισμός της βέλτιστης ψήφου, στις επικείμενες εθνικές εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015.

Επεξηγηματικά, αφενός, ο πολίτης-ψηφοφόρος καλείται να επιλέξει τον κομματικό σχηματισμό που προσήκει περισσότερο στα κοσμοθεωρητικά του πιστεύω και πολιτικά ιδεολογήματα, που στην ιδανική/ορθολογική περίπτωση συνεπάγεται τον αποκλεισμό όσων κομματικών προγραμμάτων δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες και τα πιστεύω του, υπό την προϋπόθεση ότι μελέτησε συγκριτικά όσα κόμματα αναμένεται ή πιθανολογούνται ότι θα εισέλθουν στο Κοινοβούλιο, αναλόγως και του εκλογικού συστήματος που ισχύει βάσει του Συντάγματος. Αφετέρου, οι κομματικές συσσωματώσεις καλούνται να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση της χώρας, ανάλογα με τη θέση που κατέλαβαν στις εκλογές και τη δυναμική εδρών που τους αναλογεί, υπό τη διττή προϋπόθεση ότι τόσο το πρώτο κόμμα θα τους προτείνει να συμμετάσχουν στο συνασπισμό εξουσίας όσο και ότι το συμφωνηθέν πρόγραμμα διακυβέρνησης θα συμπεριλαμβάνει κάποιες ελάχιστες κοινές διακηρύξεις και πολιτικές, βάσει του ιδεολογικό-πολιτικού αφηγήματος κάθε συνιστώσας κομματικής παράταξης. Συνυπολογίζονται δε, στον παραπάνω συλλογισμό, το προφανές ότι κανένα κόμμα δεν θα έχει πετύχει την αυτοδυναμία και ότι, ως είθισται, το πρώτο κόμμα θα επιδιώξει να συγκυβερνήσει με το κομβικό κόμμα, που σύμφωνα με την υποεπιστημονική πειθαρχία της Συγκριτικής Πολιτικής, αντιστοιχεί στο κόμμα που καταλαμβάνει θέση εγγύτερη του στατιστικού διάμεσου, όπου με την ελάχιστη αναγκαία σύμπραξη των αναλογούντων του εδρών στη Βουλή ικανοποιείται η συνθήκη της πλειοψηφίας των 151 βουλευτών.

Για παράδειγμα, θεωρώντας ως εξαρτημένη μεταβλητή το κομβικό κόμμα, υποθέτοντας ότι το πρώτο κόμμα αναδεικνύεται με ποσοστό 33% και έχοντας ως ανεξάρτητες μεταβλητές μια επτά-κομματική Βουλή και άθροισμα ποσοστών στο 9% όσων κομμάτων δεν εξασφαλίζουν το όριο εισόδου 3% στη Βουλή [βλ. σχετικό ενδεικτικό πίνακα ακολούθως (πηγή: εταιρία δημοσκοπήσεων PULSE)], θα επιδιωχθεί συγκυβέρνηση με ένα ακόμη κόμμα που προσθετικά κατέχει την 151η βουλευτική έδρα (ορισμός κομβικού κόμματος), ήτοι βρίσκεται εγγύτερα στο εναπομείναν περίπου 4%, έτσι ώστε προσθετικά να επιτυγχάνεται η απόλυτη πλειοψηφία για την απόκτηση ψήφου εμπιστοσύνης στη 17η Κοινοβουλευτική Περίοδο αφότου εγκαθιδρύθηκε η Μεταπολίτευση.

ρ

Ο λογισμός που προηγήθηκε αναδεικνύει το σημαίνοντα ρόλο του κομβικού κόμματος παράλληλα με την εκπεφρασμένη του διακριτική διαθεσιμότητα να συμπράξει με το ηγεμονικό κόμμα στη βάση της αρχής του ελάχιστου κοινού παρονομαστή θέσεων και πολιτικών.

Όσον αφορά τον ψηφοφόρο, η ατομική συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες αποτελεί την ελάχιστη δυνατή πράξη ενεργούς πολιτότητας, η οποία μεγιστοποιείται μέσω της ένταξης ή έστω σύμπραξης-υποστήριξης σε κάποιο Κόμμα ή Κίνημα. Σημειωτέου ότι «τα πολιτικά κόμματα είναι η σημαντικότερη πολιτική εφεύρεση της σύγχρονης πολιτικής ζωής», που ο Weber ανήγαγε ως ένοικους «στον οίκο της εξουσίας» και ο Ostrogorski διέγνωσε ότι στην εποχή της δημοκρατικής πολιτείας «οι κομματικοί οργανισμοί αποτελούν το κύριο μέσο για την έκφραση των πολιτικών συναισθημάτων και της ενεργού βούλησης των πολιτών», θα πρέπει εξίσου να ληφθεί υπόψη η ιδεολογική θέση του κάθε Κόμματος στον ιδεολογικό άξονα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, αλλά και μεταξύ απολυταρχισμού και φιλελευθερισμού (υπόψη σχετικός πίνακας ακολούθως), προτού καταλήξει ο ψηφοφόρος ΠΟΥ θα αποδώσει την αντιπροσώπευση της ιδιότητάς του ως πολίτη που συμβιώνει με όμοιούς του σε μια κοινωνία, κατά την αναζήτηση ιδεολογικής εστίας στο οριζόντιο εκκρεμές αριστεράς-δεξιάς, με κάθετο άξονα την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Screenshot from 2015-09-16 11:11:13Καθότι η ιδεολογία αποτελεί «ένα σύστημα αναφορών και αξιών που επικαλούνται οι πολιτικοί σχηματισμοί προκειμένου να αιτιολογήσουν τη δράση τους» (Hague & Harrop), που εξάλλου ο Hamilton όρισε «ως ένα συλλογικό σύστημα πεποιθήσεων και στάσεων, το οποίο προτάσσει συγκεκριμένο πρότυπο κοινωνικών διευθετήσεων (και που οι) υποστηρικτές κάθε ιδεολογίας επιδιώκουν την προώθηση και διαφύλαξή του», η αναζήτηση του αναγκαίου και ικανού κομματικού μορφώματος που δύναται να μορφοποιήσει το γίγνεσθαι στον εν γένει Ελληνισμό προς τη νεωτερικότητα της Εσπερίας, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της διεθνούς μας ετερότητας, ευκταίο είναι να αντιπαρέλθει τη συνέχιση της εξουσίας από την καθεστηκυία ελιτιστική τάξη, δίνοντας σε κάποιο πραγματικά νέο πρόταγμα τη δυνατότητα να ηγηθεί ή έστω να συμμετάσχει στη διακυβέρνηση της χώρας.

Εν κατακλείδι, τόσο τα μεμονωμένα άτομα-υποψήφιοι βουλευτές, όσο και οι κομματικοί μηχανισμοί και οι τοποθετήσεις τους σε περιόδους διπολισμού, όπως είναι και οι επικείμενες εκλογές, κατέχουν σημαντική θέση στην απόφαση ψήφου, η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν νοείται να αντιστοιχεί στην αποχή ή σε ψήφο υπέρ θέσης εκτός του δημοκρατικού φάσματος, μιας αποχής που ούτως ή άλλως ευνοεί στατιστικά είτε το διπολισμό, τεχνητό ή αναθεωρητικό, είτε την Κομματοκρατία και το πελατειακό κράτος.

Αντί επιλόγου, επιθυμία είναι να γίνει γνωστό το Διάβημα πολιτών για απόδοση δικαιώματος ψήφου στους Έλληνες του εξωτερικού, το οποίο εξελίσσεται εδώ και τρεις μήνες, με αφορμή το δημοψήφισμα. Το δικαίωμα της ψήφου, ως βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, μπορεί να γίνει σεβαστό και στη χώρα μας, εάν διαμορφωθεί επιτέλους ένας προσαρμοστικός νόμος κατάλληλα, έτσι ώστε να μπορούμε να ψηφίζουμε, όπως στις ευρωεκλογές, σε κάλπες στις κατά τόπους Πρεσβείες και Προξενεία της Ελλάδος στο εξωτερικό.