Απόσπασμα από το βιβλίο Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα (τόμος ΙΙΙ – Θουκυδίδης, η ισχύς και το δίκαιο). Σεμινάριο της 19ης Δεκεμβρίου 1984 σ.113-118 (εκδόσεις Κριτική)
Προτού προχωρήσω περισσότερο, θα ήθελα να σταθώ σε ένα ζήτημα που συζητιέται εδώ και πάνω από έναν αιώνα και γενικά παρουσιάζεται με τη μορφή διλήμματος: μεταρρύθμιση ή επανάσταση; Στο πρόταγμα μιας αυτόνομης κοινωνίας που έχω κατά νου, η μετάβαση σε αυτή την κοινωνία συνεπάγεται ριζικό μετασχηματισμό. Μέχρι πού φτάνει αυτός ο μετασχηματισμός; Λέω ευθύς εξαρχής ότι το ερώτημα είναι παραπλανητικό αν διατυπωθεί ως απλά αντίθεση μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης. Όπως σημείωνα πρόσφατα, αν ισχυριστούμε ότι μια αλλαγή δεν είναι ποτέ «ριζική» με την έννοια της tabula rasa, διατυπώνουμε μάλλον μια τεράστια κοινοτοπία και μάλιστα ταυτολογία. Τέλος πάντων· καλύτερα όμως να το λέμε. Σε τελική ανάλυση, χρειάστηκε να έρθει ο Husserl – ύστερα από 2.500 χρόνια φιλοσοφίας – για να διατυπωθεί μια εντυπωσιακά κοινότοπη ιδέα, ότι δηλαδή η συνείδηση είναι συνείδηση κάποιου πράγματος, ότι δεν υπάρχει σκέψη χωρίς αντικείμενο της σκέψης μου. Κάθε μετασχηματισμός, όσο ριζικός κι αν είναι, θα είναι πάντα ένας μετασχηματισμός ή, αν προτιμάτε, μια «μεταρρύθμιση» της κοινωνίας, δεδομένου ακριβώς του γεγονότος ότι δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει μια tabula rasa. Θα υπάρχουν, παραδείγματος χάριν, πάντοτε κάποια συγκεκριμένα άτομα – έτσι όπως είναι διαμορφωμένα από την προηγούμενη κοινωνία, τα οποία μιλούν μια γλώσσα που προϋπήρχε και η οποία, παρά τους μετασχηματισμούς που μπορεί να υποστεί, εξακολουθεί να μεταφέρει σημασίες της προηγούμενης περιόδου -, τα άτομα δε αυτά θα εισάγουν αυτό τον ριζικό μετασχηματισμό, ο οποίος επομένως δεν θα είναι ποτέ απολύτως ριζικός, ἀπλώς ριζικός, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Κατά μια άλλη έννοια, βεβαίως, έχω ήδη υπενθυμίσει ότι θα ήμασταν άθλιοι σοφιστές αν προσποιούμασταν ότι ξεχνάμε τις τεράστιες διαφορές που υφίστανται ανάμεσα σε ένα σύστημα όπου ο βασιλιάς της Γαλλίας παίρνει με το συμβούλιό του την τάδε απόφαση, η οποία τροποποιεί τις αρμοδιότητες κάποιου τοπικού κοινοβουλίου, και σε όσα συμβαίνουν στη Γαλλία ανάμεσα στο 1789 και το 1795, η ανάμεσα στην επί αιώνες αλληλοδιαδοχή των φαραωνικών δυναστειών και σε όσα είδαμε να διαδραματίζονται στην αρχαία Ελλάδα. Προφανώς, στοχεύουμε σε μια διαφορά αυτή της τάξεως, και ο ριζικός μετασχηματισμός που αναζητάμε είναι αυτού του τύπου. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι μπορεί να υπάρξει αυθεντικός και εξίσου ριζικός μετασχηματισμός τέτοιου τύπου προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: όχι προς την εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας, αλλά προς την επάνοδο ή μάλλον την άνοδο μιας ανήκουστης μέχρι στιγμής στην ιστορία κατάστασης ετερονομίας. Ας μη μιλήσουμε εδώ για την περίπτωση της Ρωσίας, η οποία είναι πολύ περίπλοκη από αυτή την άποψη. Ας αναλογιστούμε όμως τον αναμφίβολα ριζικό μετασχηματισμό ο οποίος ξεκινά στη Γερμανία μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου του 1933 και δεν συνιστά επιστροφή στο παρελθόν· η κατάσταση ετερονομίας που δημιουργήθηκε στη Γερμανία υπό το ναζιστικό καθεστώς είναι ένα καινούργιο ιστορικό ζώο. Είναι επομένως προφανές ότι το ζήτημα δεν συνίσταται στο να προσδώσουμε θετικό πρόσημο στην ιδέα του ριζικού μετασχηματισμού αυτή καθαυτή. Μιας και μιλάμε για κοινοτοπίες, ας δούμε κατά πρώτον για ποιον μετασχηματισμό πρόκειται. Ας μάθουμε να δυσπιστούμε απέναντι στις λέξεις και ας προσπαθήσουμε να προσέχουμε πάντα το περιεχόμενο.
Και αν πούμε πως στην πραγματικότητα κάθε μετασχηματισμός, όσο ριζικό κι αν τον φανταζόμαστε, θα συνιστά κατά μία έννοια πάντοτε μεταρρύθμιση, πρέπει τότε να εξετάσουμε τι εννοούμε με τον όρο μεταρρύθμιση. Και εδώ επίσης πρέπει να μάθουμε να ξεπερνάμε την πολιτικάντικη πολιτική, όπου πίσω από το σύνολο σχεδόν των «μεταρρυθμίσεων» που εξαγγέλλονται δεν υπάρχει τίποτε, ή κάποιες εντελώς δευτερεύουσες αλλαγές του υπάρχοντος συστήματος. Η Γαλλία μας έδωσε, μετά το Μάη του 1981, ακόμα ένα διαφωτιστικό παράδειγμα με τις «μεταρρυθμίσεις» που εισήγαγε η σοσιαλιστική πλειοψηφία, ιδιαίτερα με την εθνικοποίηση ορισμένων επιχειρήσεων. Σε πρώτη προσέγγιση, μπορούμε να πούμε ότι η εθνικοποίηση ή μή των επιχειρήσεων είναι μια επιλογή ελάχιστα σημαντικότερη από το αν θα βαφτεί η πρόσοψη των κεντρικών γραφείων τους πράσινη, κίτρινη, ροζ ή μαύρη. Φυσικά, αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι δεν πρόκειται για το ίδιο εντελώς πράγμα· η γραφειοκρατία των μάνατζερ που διηύθυνε την Rhone-Poulec – όντας λίγο πολύ διορισμένη με κοοπτασία, πλην ελάχιστης παρέμβασης του ιδιωτικού κεφαλαίου – γίνεται στο εξής γραφειοκρατία των μάνατζερ διορισμένη από τους σοσιαλιστές. Αυτό δημιουργεί θέσεις για εξαδέλφια, κομματικούς παράγοντες, ειδικούς, ακόμα και για τους πιστούς ψηφοφόρους του κόμματος κ.λπ. Η εν λόγω τροποποίηση, όμως, δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε πορεία προς μια αυτόνομη κοινωνία, και αφορά μόνο τον καταμερισμό της εξουσίας και των αργομισθιών μεταξύ αυτών οι οποίοι αποτελούν λίγο πολύ τα προνομιούχα και κυρίαρχα στρώματα.
Ας επανέλθουμε λοιπόν στο πρόβλημα των μεταρρυθμίσεων. Το ζήτημα του μετασχηματισμού του θεσμισμένου συστήματος, ενός μετασχηματισμού ο οποίος αφενός στην πράξη και αφετέρου, όπως είδαμε, καταρχήν, δεν μπορεί να είναι παρά μερικός, παραπέμπει σε δύο άλλα ουσιώδη ζητήματα. Πρώτα απ’ όλα: άραγε προβαίνοντας σε αυτούς τους μετασχηματισμούς, στοχεύουμε πράγματι στον ριζικό μετασχηματισμό του συστήματος; Καταλαβαίνουμε σαφώς ότι όλο το ζήτημα έγκειται σε αυτό το «πράγματι» και ότι οι πολιτικάντικοι κυριακάτικοι λόγοι δεν θα μας δώσουν την απάντηση. Κι έπειτα: αυτές οι επί μέρους τροποποιήσεις συνιστούν όντως τροποποιήσεις και όχι στάχτη στα μάτια (όπως όσα έγιναν στη Γαλλία μετά το 1981); Μπορούμε επίσης να αναρωτηθούμε, και πράγματι αναρωτιόμαστε συχνά, αν το υπάρχον σύστημα μπορεί να τις αφομοιώσει και να τις χρησιμοποιήσεις προς όφελός του. Η απάντηση στην τελευταία αυτή ερώτηση είναι τις περισσότερες φορές εκ των προτέρων απροσδιόριστη και, εν πάση περιπτώσει, απροσδιόριστη τη στιγμή κατά την οποία λαμβάνουν χώρα οι μετασχηματισμοί ή που γίνεται αγώνας για αυτούς. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελούν όλες οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που απέσπασε η εργατική τάξη χάρη στους αγώνες της στους κόλπους του καπιταλιστικού συστήματος: η αύξηση μισθών, η μείωση του χρόνου εργασίας, η ίδια η κοινωνική ασφάλιση κ.λπ. Διότι θα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί – όπως το έχω κάνει ήδη εγώ -, όλη την ιστορία του καπιταλισμού και των εργατικών αγώνων, από κάποια στιγμή κι έπειτα, ως ιστορία του τρόπου με τον οποίο οι αγώνες επέτρεψαν στον καπιταλισμό να επιβιώσει, παρά τα φαινόμενα και αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουν όλοι όσοι συμμετείχαν. Αυτοί ακριβώς οι αγώνες, βελτιώνοντας το επίπεδο ζωής και μειώνοντας το χρόνο εργασίας, επέτρεψαν στο σύστημα να διευρύνει εξαιρετικά τις εσωτερικές του αγορές και ταυτοχρόνως να απορροφήσει την τεράστια αύξηση της παραγωγής, αλλιώς θα κατέρρεε μέσα από κρίσεις υπερπαραγωγής. Παρένθεση: πέρα από τη συγκυρία, μία από τις προϋποθέσεις του στοιχείου που αποκαλούν εδώ και μερικά χρόνια «κρίση» στη Δύση, είναι ασφαλώς το γεγονός ότι, ενώ μέσα σε έναν αιώνα οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας μειώθηκαν από τις 72 στις 40, στον αιώνα που τελειώνει, η διάρκεια της εβδομάδας εργασίας δεν άλλαξε καθόλου και δεν επετεύχθη η απορρόφηση της τεράστιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι αυτοί οι αγώνες οι οποίοι βεβαίως δεν διεξήχθησαν από τους εργάτες με αυτόν το στόχο, είχαν ως αποτέλεσμα την επιβίωση του καπιταλισμού – και δεν είναι λάθος. Αυτό όμως δεν αρκεί για να τους κρίνει κανείς. Ωστόσο, υπήρξαν κάποια ρεύματα – όπως κάποτε η περίπτωση των μπορντιγκιστών, αν και δεν ήταν οι μόνοι – τα οποία απέρριπταν μετά βδελυγμίας τις κοινωνικές ασφαλίσεις διότι ήταν απλώς ένα μέσο που επέτρεπε στο κεφάλαιο να διατηρεί σε καλή κατάσταση το εργατικό δυναμικό προκειμένου να το εκμεταλλεύεται καλύτερα. Μή γελάτε, πρόκειται για πράγματα που έχουν γραφτεί ξεκάθαρα, ενώ υπάρχουν απολύτως ειλικρινείς αγωνιστές που έφαγαν ξύλο υποστηρίζοντας τέτοιου είδους θέσεις. Αυτοί οι αγωνιστές τηρούσαν ενίοτε την ίδια στάση απέναντι σε απλές μισθολογικές αυξήσεις. Εξάλλου, η συντριπτική πλειονότητα των επαναστατών εργατών αγωνιστών, των επαναστατών συνδικαλιστών ή των κομμουνιστών με την καλή έννοια του όρου, προτού η λέξη αρχίσει να σημαίνει αυτό που ξέρουμε, υποστήριζαν τις αυξήσεις των μισθών με τη σκέψη ότι κάθε αύξηση που αποσπούσαν έφερνε ένα πλήγμα στο καπιταλιστικό σύστημα, αντί να βλέπουν ότι χάρη σε αυτό ακριβώς μπορούσε το σύστημα να επιβιώσει – πράγμα που στο τέλος κατάλαβαν θέλοντας και μη και οι ίδιοι οι καπιταλιστές.
Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στις οποίες το ερώτημα αν οι μεταρρυθμίσεις μπορούν ή όχι να απορροφηθούν από το υπάρχον σύστημα και να χρησιμοποιηθούν από αυτό απλώς δεν στέκει. Θέλω να πω ότι όσο μερικές και να είναι αυτές, μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε ευνοϊκά, ανεξάρτητα από κάθε άλλη θεώρηση. Μια τέτοια περίπτωση είναι, παραδείγματος χάριν, η εκπαίδευση ή, για συντομία, η αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού παγκοσμίως. Και εδώ ακόμη έχουμε ολόκληρη σειρά «υπερ-αριστερών» επιχειρημάτων όπως: το κεφάλαιο χρειάζεται εξειδικευμένο εγγράμματο εργατικό δυναμικό και αν στέλνουν τα παιδιά των εργατών και των αγροτών στο σχολείο, το κάνουν για να τα εκμεταλλευτούν αποτελεσματικότερα στη συνέχεια. Πράγμα που είναι εντελώς άσχετο με το ζήτημα. Διότι το ουσιώδες είναι ότι μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν γράμματα, υπό τις σημερινές συνθήκες και με όλες τις άλλες παραμέτρους να παραμένουν κατά τα άλλα ίδιες – όρος αρκετά βαρύς -, είναι προτιμότερη από μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι είναι αγράμματοι. Είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα το για ποια εκπαίδευση μιλάμε, ποιο είναι το περιεχόμενό της, ποιες είναι οι μέθοδοί της κ.λπ. Αρκεί να ακούσει κανείς τους υπουργούς Παιδείας για να καταλάβει ότι δεν έχουν άλλη απάντηση επί του θέματος, εκτός από το να λένε: πρέπει το σχολείο να μεταδίδει μάθηση. Ιδού τί είχα να πω προς το παρόν για το θέμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση».