Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας και στο πλαίσιο προηγουμένων φιλοσοφικών παρεμβάσεων χρήσιμη νομίζουμε είναι κάποια ενημέρωση σε σχέση την έννοια του σεξισμού και ειδικότερα του σεξιστικού λόγου. Σεξισμός είναι ο ρατσισμός με βάση το φύλο, η ύπαρξη δηλαδή στερεοτύπων, προσχηματισμένων εντυπώσεων και προσδοκιών όσον αφορά τα δύο φύλα, ανδρικό και γυναικείο. Ο σεξισμός συνδέεται κυρίως με την μακραίωνη κοινωνική αδικία σε βάρος των γυναικών, η οποία συχνά έχει εμποτίσει σε τέτοιο βαθμό τη σκέψη και τη νοοτροπία μας, που μοιάζει σε πολύ κόσμο να είναι αόρατη. Αφορά ωστόσο και τα δύο φύλα, καθώς το βάρος στην ανταπόκριση κοινωνικών προσδοκιών προς αποφυγή άμεσων ή έμμεσων τιμωριών επωμίζονται τόσο οι γυναίκες, όσο και οι άντρες. Για τις γυναίκες είναι αρκετά ίσως συζητημένο το θέμα των ευκαιριών στη μόρφωση (που είναι πρόσφατο), στην πολιτική (που είναι πρόσφατο), στην αγορά εργασίας, στην μεγαλύτερη αυστηρότητα όσον αφορά την εκπλήρωση ενδοοικογενειακών ρόλων κ.ά. Οι πιεστικές κοινωνικές προσδοκίες όμως αφορούν και τους άνδρες, όσον αφορά την επαγγελματική επιτυχία, τη δύναμη (σωματική και ψυχολογική), τα οικονομικά βάρη, τη μέριμνα για το μέλλον, την υπευθυνότητα κ.ά. Αυτές είναι κάπως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που αναφέρονται στην πεποίθηση ότι η γυναίκα έχει περιθωριακό ρόλο στα σοβαρά ζητήματα της ζωής και του κράτους.

Η αρχαία ελληνική κοινωνία, μολονότι η θέση των γυναικών σ’ αυτήν δεν ήταν και η χειρότερη σε σχέση με άλλους πολιτισμούς, είχε σημαντικά στοιχεία σεξισμού. Στην αρχαία Αθήνα οι γυναίκες δεν είχαν λόγο σε πολλά θέματα πολιτικής, πολέμου (γι αυτό είναι κωμικό έργο η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη), καθώς και σε θέματα προσωπικών επιλογών, ενώ τα έργα που περιλάμβανε ο γυναικείος ρόλος θεωρούνται ευτελή ακόμη και στον Πλάτωνα. Ακόμη και ο ίδιος ο όρος κτήμα για το θέμα των γυναικών, αλλά και των τέκνων είναι μάλλον υποτιμητικός. Στην Σπάρτη βέβαια τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά όσον αφορά την παιδεία και των γυναικών και πάλι όμως υπήρχαν στοιχεία κοινωνικής βίας και προς τα δύο φύλα. Εξαίρεση σε όλα αυτά αποτελεί ως επί το πλείστο ο χώρος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, όπου αναγνωρίζεται η ισοτιμία των γυναικών και η δυνατότητά τους να συμβάλουν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριοποίησης. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το 5ο βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας που ακολουθεί:

οὐδὲν ἄρα ἐστίν, ὦ φίλε, ἐπιτήδευμα τῶν πόλιν διοικούντων γυναικὸς διότι γυνή, οὐδ᾽
ἀνδρὸς διότι ἀνήρ, ἀλλ᾽ ὁμοίως διεσπαρμέναι αἱ φύσεις ἐν ἀμφοῖν τοῖν ζῴοιν, καὶ
πάντων μὲν μετέχει γυνὴ ἐπιτηδευμάτων κατὰ φύσιν, πάντων δὲ ἀνήρ,
ἐπὶ πᾶσι δὲ ἀσθενέστερον γυνὴ ἀνδρός.

«Άρα φίλε μου, δεν υπάρχει κανένα επάγγελμα όσον αφορά τη διοίκηση της πόλης που να αρμόζει στη γυναίκα ως γυναίκα ή στον άνδρα ως άνδρα, αλλά οι φυσικές ικανότητες είναι διασπαρμένες και στα δύο φύλα, ώστε υπάρχει φυσικό δικαίωμα συμμετοχής και των γυναικών, όπως και των ανδρών, σε όλα τα επαγγέλματα, με τον περιορισμό όμως πως οι γυναίκες διαθέτουν σε όλα λιγότερη σωματική δύναμη.» (Πλάτων, Πολιτεία V 455d-e)

Η στάση αυτή της πλειονότητας των φιλοσόφων δεν είναι τυχαία δεδομένου ότι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία αποτελεί ένα είδος υπεράσπισης της πραγματικότητας, δηλαδή της αληθινής φύσης των πραγμάτων. Οι φιλόσοφοι στρέφονται στην πραγματικότητα με ενδιαφέρον και είναι η ίδια η πραγματικότητα που υποδεικνύει την ισότητα των φύλων σε οτιδήποτε δεν αφορά τη σωματική δύναμη. Είναι σημαντικό να πούμε ότι η όποια επισήμανση της κοινωνικής αδικίας σε βάρος των γυναικών λανθασμένα συχνά ερμηνεύεται ως επίθεση προς το αντρικό φύλο. Δεν αποτελεί επίθεση προς το αντρικό φύλο, αλλά υπεράσπιση της πραγματικότητας, της αξιοκρατίας και του δικαίου. Αυτές είναι πανανθρώπινες αξίες από την επιδίωξη των οποίων όλοι οι άνθρωποι έχουν όφελος. Γιατί η παλαιότερη, άλλοτε και σύγχρονη μεταχείριση της γυναίκας ως αγαθού προς χρήση και επιβολή έχει την πιθανή συνέπεια το ‘αγαθό’ να πάψει να είναι αγαθό. Η συναίσθηση αυτής της αδικίας, όταν στις κοινωνίες υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά–όπως το μονοπώλιο στα σκήπτρα της ανηθικότητας–διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό, συστατικό στοιχείο του οποίου είναι πρωτίστως η δικαιοσύνη και η τήρηση ισορροπιών.

Επανερχόμενοι στο θέμα του σεξισμού και του σεξιστικού λόγου, επειδή πιθανόν δεν είναι ευρύτερα γνωστό (καθώς σχετίζεται με διαπιστώσεις της νεότερης έρευνας από τους χώρους της Κοινωνιολογίας και ειδικότερα Κοινωνιογλωσσολογίας), διευκρινίζουμε εδώ ότι σεξιστικός θεωρείται ο λόγος που αντανακλά πεποιθήσεις κατά τις οποίες η γυναίκα θεωρείται κατώτερη με οποιονδήποτε τρόπο. Κάποια παραδείγματα και πιθανόν γνώριμες θεματικές περιοχές ακολουθούν.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΕΞΙΣΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

  1. Σχόλια που αναφέρονται σε υποδεέστερες πνευματικές, αλλά και τεχνικές ικανότητες των γυναικών (π.χ. γενικευτικές κρίσεις ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο προικισμένες σε κάποιους τομείς, π.χ. την οδήγηση).
  2. Σχόλια που αναφέρονται σε υποδεέστερες ηθικές ιδιότητες των γυναικών (ως του δαιμονοποιημένου απόλυτου κακού)
  3. Σχόλια όσον αφορά την εξωτερική εμφάνιση των γυναικών–καλή ή καλή–με κριτήριο τη σεξουαλικότητα, που σχετίζεται με την αντικειμενοποίηση των γυναικών και το γεγονός ότι θεωρούνται κατά βάση σεξουαλικά εκτιμήσιμες με διακοσμητικό και χρηστικό ρόλο.
  4. Σχόλια που αναφέρονται σε στον ρόλο της μάνας ως διαφοροποιούμενου ή κρισιμότερου από τον ρόλο του πατέρα (αυτό σχετίζεται με την αυθαίρετη διόγκωση της γυναικείας ευθύνης για οτιδήποτε κακό).
  5. Η χρήση οποιουδήποτε στοιχείου συνδέεται με το γυναικείο φύλο με στόχο την υποβιβασμό του συνομιλητή, π.χ. μην κάνεις σαν κορίτσι, υπονοεί ότι είναι κακό να είσαι κορίτσι, πρόσεξε μη σου σκιστεί το καλτσόν, υπονοεί ότι όσοι φοράνε καλτσόν είναι ρηχοί ή εύθικτοι, η απόδοση γυναικείων χαρακτηρισμών σε έναν άντρα με στόχο τον υποβιβασμό, π.χ. άντε μωρή, που υπονοεί ότι είναι κακό να είσαι γυναίκα και γενικώς οποιαδήποτε φράση παραπέμπει στο ότι ιεραρχικά στην κοινωνία προηγούνται σε όλα οι ετεροφυλόφιλοι άντρες και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι είναι κλιμακούμενα υποδεέστεροι (ότι βασικά κακώς υπάρχουν, αλλά κάνουμε υπομονή).

Πολλές από αυτές τις οπτικές εμφανίζονται σε ποικίλους πολιτισμούς παγκοσμίως και από αρχαιότατα χρόνια, συνθέτοντας ένα φάσμα δυσμενών θεωρήσεων όσον αφορά το γυναικείο φύλο, από τις οποίες μπορεί να εμφορούνται και οι γυναίκες. Προφανώς είναι και οι γυναίκες φορείς πολιτισμικών δοξασιών και έχουν ρόλο τόσο στην διάδοση όσο και στον περιορισμό και την αναθεώρησή τους. Πέρα από το γνωστό πυρ, γυνή και θάλασσα, κατά το οποίο αναφέρονται μαζί τρία δεινά, η φωτιά, η γυναίκα και η θάλασσα–εμφανίζεται αναφέρουμε σε πολλούς πολιτισμούς–παραθέτουμε ενδεικτικά το ακόλουθο χωρίο από τη Θεογονία του Ησιόδου. Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία η πρώτη γυναίκα, Πανδώρα, στάλθηκε στον άντρα, κατά δημοφιλή εκδοχή,, σαν τιμωρία από τον Δία για την κλοπή της φωτιάς που είχε κάνει ο Προμηθέας. Η Πανδώρα ήταν που δείχνοντας ανυπακοή, άνοιξε ένα κουτί μέσα από το οποίο βγήκαν όλες οι συμφορές του κόσμου. Ας δούμε όμως το ίδιο το κείμενο…

ἐκ τῆς γὰρ γένος ἐστὶ γυναικῶν θηλυτεράων,
τῆς γὰρ ὀλώιόν ἐστι γένος καὶ φῦλα γυναικῶν,
πῆμα μέγ᾽ αἳ θνητοῖσι μετ᾽ ἀνδράσι ναιετάουσιν
οὐλομένης πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ κόροιο.

[..] ὣς δ᾽ αὔτως ἄνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης θῆκεν, ξυνήονας ἔργων

«Από αυτήν (την Πανδώρα) προήλθε το καταστροφικό γένος των γυναικών, από αυτήν προέρχονται όλες οι γυναίκες, που ζουν μεταξύ των θνητών ανδρών, μεγάλη συμφορά γι αυτούς, σύντροφος (η γυναίκα) μόνο στα πλούτη και ποτέ στη μισητή φτώχεια […]. Ο Δίας έπλασε τις γυναίκες για να βλάψει τον θνητό άνδρα.» (Ησίοδος, Θεογονία 570-600)

Ωστόσο, οι κωμικά σχεδόν σεξιστικές διατυπώσεις του Ησιόδου δεν μείναν χωρίς συνέχεια σε όλα τα επόμενα χρόνια. Κάνοντας ένα μεγάλο χωροχρονικό άλμα πάμε από τον Ησίοδο στο διάσημο τραγούδι του βασιλιά της ροκ Έλβις Πρισλέυ Youre the devil in disguise (‘Είσαι ο διάβολος μεταμορφωμένος’), μέχρι το πλησιέστερο σε μας χρονικά και γεωγραφικά τραγούδι Για όλα φταίνε οι γκόμενες του Δήμου Μούτση.

Η ερμηνεία αυτών των φαινομένων είναι χρήσιμη, αφενός γιατί κάθε ερμηνεία είναι χρήσιμη, αφετέρου γιατί ο εντοπισμός αιτιών μπορεί να περιορίσει τα φαινόμενα του σεξισμού, έως και μισογυνισμού, το οποίο είναι σημαντικό πρωτίστως γιατί οι πεποιθήσεις αυτές είναι παράλογες. Όσον αφορά την ερμηνεία μπορεί να ειπωθεί ότι από τη μία αποτελούν ίσως έκφανση της κοινωνικής κολακείας και ‘κανακέματος’ προς τους άνδρες. Η κοινωνική κολακεία προς το αντρικό φύλο υπάρχει προκειμένου (α) οι άντρες να σκοτώνονται πρόθυμα στους πολέμους (τι άντρας είσαι, τι λεβέντης), ως καταλληλότεροι λόγω της σωματικής δύναμης, αλλά και (β) πρόθυμα να επωμίζονται όλα τα οικονομικά βάρη του σπιτιού (η κολόνα του σπιτιού, ο άντρας ο κουβαλητής) με την οικονομική προσφορά να ερμηνεύεται ως απαραίτητη και αποκλειστική σχεδόν ένδειξη αγάπης και αφοσίωσης. Πιθανά αίτια επίσης είναι και ο γενικότερος φόβος της διαφορετικότητας, αλλά και το ενδεχόμενο προϊστορικό παρελθόν και οι μνήμες της μητριαρχίας.

Τέλος η διαχρονία αυτής της επιθετικότητας, συχνά εμπάθειας–εφόσον η επιθετικότητα συχνά στρέφεται προς τους οικείους/εγγύτατους–σημαίνει (α) ότι η ζωή των ανθρώπων ήταν πάντα δύσκολη, ότι δηλαδή η όποια ένταση στις σχέσεις αντανακλά τις δυσκολίες της ζωής,1 (β) ότι η σχέση μεταξύ γυναικών και ανδρών ήταν πάντα η εγγύτερη σχέση.

Μολονότι λοιπόν είναι σημαντικό και με τη σημερινή ημέρα να θυμάται ο καθένας μέσα από πού βγήκε, είναι επίσης σημαντική η διαρκής μνήμη ότι εκτός από γεννητικά όργανα ο άνθρωπος έχει και μυαλό. Για αυτό είναι σκόπιμο και αποτελεσματικότερο η προσέγγιση των φύλων να γίνεται πρωτίστως με βάση τις αρετές του χαρακτήρα, την έννοια της αρχαιοελληνικής αρετής, ηθικής και διανοητικής και διδακτής και στις δύο περιπτώσεις. Οι αρετές του χαρακτήρα αποτελούν στερεότερη βάση από τις σχέσεις υποβιβασμού, ελέγχου και επιβολής, προκειμένου να υπάρξει αλληλεγγύη και όχι αλληλεξάρτηση μεταξύ των φύλων, που είναι ο θεμέλιος λίθος και η προϋπόθεση διαχρονικής συνέχειας της κοινωνίας. Οποιαδήποτε επίγνωση (πρώτα) και πρόοδος (ακολούθως) σε αυτούς τους τομείς αντανακλά την επιθυμία οι κόρες μας να ζήσουν καλύτερα από τις μάνες μας, όπως αντίστοιχα και εξίσου και οι υιοί από τους πατέρες.

1# Πβ. το χωρίο από τον Αριστοτέλη: ἀεὶ γὰρ πονεῖ τὸ ζῷον ὥσπερ καὶ οἱ φυσιολόγοι μαρτυροῦσι, τὸ ὁρᾶν, τὸ ἀκούειν φάσκοντες εἶναι λυπηρόν: ἀλλ᾽ ἤδη συνήθεις ἐσμέν, ὡς φασίν. «Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί βρίσκονται σε διαρκή κόπωση, όπως βεβαιώνουν και οι φυσιολόγοι, που λένε ότι η λειτουργία της όρασης, καθώς και της ακοής είναι επίπονες, αλλά τις έχουμε συνηθίσει, όπως λένε.» Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια VII 1154b.