Όπως όλα δείχνουν, η κατάσταση στην οποία βαδίζει η Ευρώπη κάθε μέρα βαλτώνει όλο και πιο πολύ. Οι πολιτικές ηγεσίες πλέον έχουν αποδειχθεί ανίκανες να χειριστούν τα ανοιχτά μέτωπα, από το Ελληνικό ζήτημα μέχρι και την προσφυγική κρίση και την τρομοκρατία. Μπροστά στην επέλαση της νεοαστεγίας, μπροστά στα σκάνδαλα φοροαποφυγής, τους κλυδωνισμούς του κοινού νομίσματος και τον ερχομό εκατομμυρίων ανθρώπων που συνοδεύεται από την άνοδο της λαϊκιστικής δεξιάς, οι κυβερνήσεις όλες πλέον βρίσκονται σε μόνιμο αδιέξοδο, ψελλίζοντας βερμπαλισμούς περί «Ευρώπης των κοινών αξιών», της «αλληλεγγύης», έννοιες που δεν φαίνεται ότι ελκύουν πια κανέναν. Από την άλλη, όλες οι αφηγήσεις περί αριστερού εναλλακτικού δρόμου, που «θα άλλαζε την Ευρώπη αλλάζοντας την Ελλάδα» έχουν καταρρεύσει, καθώς έπειτα από έναν χρόνο αριστερής διακυβέρνησης η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με ανυπέρβλητες δυσκολίες, έχοντας ταυτόχρονα καταστεί ο εύκολος στόχος μιας Ευρώπης που αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους για όλα της τα δεινά. Πριν, ωστόσο, ανοίξει οποιαδήποτε συζήτηση αναφορικά με την πιθανή έκβαση της υπόθεσης εντός των επόμενων ημερών (και μηνών), θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό αρχικά να συζητηθούν τα πολιτικά και ιδεολογικά πλαίσια κάτω από τα οποία διαμορφώνεται τούτη η πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, αν στόχος μας είναι η στείρα αγανάκτηση να μετατραπεί σε μια κατάφαση, τότε δεν έχουμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι κανένας παραδοσιακός πολιτικός χώρος (είτε πρόκειται για τη λαϊκιστική αριστερά, είτε για τη λαϊκιστική δεξιά, ή, τέλος, για το φιλελεύθερο κέντρο) δεν μπορεί πλέον να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα.

Μνημόνιο 3: ήταν μια ήττα της αριστεράς;

Όπως είχα ήδη στηρίξει σε προηγούμενες αναλύσεις, η τάση των απογοητευμένων αριστερών, των υπερορθόδοξων ιδεολόγων και των γκρουπούσκουλων, να ανάγουν την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ σε «στρατηγικά λάθη», κάνοντας συνεχώς λόγο για «προδοσία», «αθέτηση υποσχέσεων» και απομάκρυνση του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, από τις αρχικές του θέσεις, όχι μόνο μοιάζει με πολιτική στρουθοκαμήλου, αλλά ταυτόχρονα επισκιάζει μια άλλη πτυχή της πολιτικής πραγματικότητας, αυτή που μας δείχνει ολοφάνερα ότι η πανωλεθρία των διαπραγματεύσεων μόνο ως αποτέλεσμα της ιδεολογικής πλατφόρμας της νεοαριστερής πολιτικής γραμμής του κόμματος μπορεί να ερμηνευτεί. Επί της ουσίας, από την πρώτη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ τριπλασίασε τα εκλογικά του ποσοστά και εισήλθε δυναμικά στο πολιτικό παιχνίδι μέχρι και σήμερα ελάχιστα μετακινήθηκε (αν εξαιρέσουμε την έξωση της αριστερής πλατφόρμας) από τις αρχικές του θέσεις. Όλοι όσοι μιλούν για μετάλλαξη και ενσωμάτωση στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό παράδειγμα, αντιπροτείνοντας μια «άλλη αριστερά» (μια «πραγματική αριστερά δηλαδή» που δεν θα επαναλάβει τα λάθη του Τσίπρα και των κολλητών του), απλά και μόνο βυθίζουν το κεφάλι τους στην άμμο, επιλέγοντας να συντηρήσουν τις ιδεοληπτικές τους εμμονές, όντας εγκλωβισμένοι στη σφαίρα του επιθυμητού. Επιπλέον, η επίμονη άρνηση να αποδεχτούμε ότι όλα τα αφηγήματα περί «αριστερής αντιπροσώπευσης» κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος μόλις πριν ένα χρόνο, και πως η ήττα των διαπραγματεύσεων είναι φυσικό επακόλουθο της πρακτικής εφαρμογής της αριστερής ιδεολογίας εν γένει, φανερώνουν όλη την θεωρητική ένδεια της εποχής μας, καθώς και την ανικανότητά μας να διαυγάσουμε την κοινωνική πραγματικότητα όπως ακριβώς η ίδια υφίσταται. Αυτή η ανικανότητα, κατά βάση, επιβεβαιώνει τον ρόλο όλων των ιδεολογικών σχημάτων να λειτουργούν σαν ψυχικό αποκούμπι σε καιρούς κοινωνικού σοδομισμού, δυσκολεύοντας το έργο για την ανάδυση ενός πολιτικού χώρου, ικανού να κινητοποιήσει και να εμπνεύσει πραγματικά.

Το βατερλό, λοιπόν, του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλά μια από τις θεωρητικές βάσεις των νεοαριστερών αφηγημάτων, τον λεγόμενο μαρξιακό μεσσιανισμό [1]. Με βάση αυτή τη θεωρία:
α) η φτώχεια και η κοινωνική καταπίεση οδηγούν πάντα σε κοινωνικές εξεγέρσεις, και οι αδικημένοι λόγω της ανάγκης και της εξαθλίωσης πάντα σπάζουν τις αλυσίδες τους. Παράλληλα,
β) όπως αναφέρουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο [2], η αστική τάξη συνεχώς σκάβει το λάκκο της, εξαθλιώνοντας το προλεταριάτο. Τέλος,
γ) παρότι ο Μαρξ κατήγγειλε τις ουσιοκρατικές αφηγήσεις περί ανθρώπινης φύσης, έμμεσα προϊδεάζει τον ανθρώπινο χαρακτήρα ως έναν εν δυνάμει ορθολογικό μηχανισμό [3]. Εν δυνάμει, διότι οι υπερδομές και οι κυρίαρχες ιδέες και αξίες (που στην ουσία είναι οι αξίες της άρχουσας – αστικής – τάξης) διαστρεβλώνουν την αληθινή πτυχή της κοινωνικής πραγματικότητας.
Τί σχέση έχει, ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα ρεφορμιστικό σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα με τις θεωρίες του Μαρξ; Σαφέστατα και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιπροτείνει επανάσταση, μήτε μιλά για ανατροπή του καπιταλισμού και εγκαθίδρυση εργατικής εξουσίας! Ωστόσο, παρότι αντανακλά τις πιο ρεφορμιστικές εκδοχές της αστικής αριστεράς και του αντιφατικού ευρωκομμουνισμού, όντας γνήσιο παραπαίδι ενός πολιτικού χώρου που έχει αναδυθεί μέσα από κομμουνιστικά κινήματα και προτάγματα, τμήμα της μαρξιστικής αντίληψης αναφορικά με την ορθολογικότητα της ιστορίας παραμένει εσωτερικευμένο σε πολλούς κομματικούς του ακτιβιστές (και νυν υπουργούς και βουλευτές), ενώ ταυτόχρονα το ουσιαστικό περιεχόμενο της φιλοσοφίας του Μαρξ, το πάθος για «έναν καλύτερο κόσμο», έχει πρακτικά απορριφθεί από τους ίδιους. Αυτός ο μαρξιακός ντετερμινισμός της αριστεράς καλλιέργησε τη μέγιστη αυταπάτη πως οι λαοί της Ευρώπης επειδή έχουν και αυτοί υποστεί περικοπές, αδικία και φτωχοποίηση, νομοτελειακά θα στραφούν εναντίον των ολιγαρχιών τους. Αρκεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει την εξουσία και θα λάμψει η αλήθεια που τόσο καιρό οι υπερδομές δεν επέτρεπαν να φανεί στα μάτια των απόκληρων της Ευρώπης. Έτσι, οι λαοί όλης της ηπείρου θα συστρατευθούν με τη γραμμή των αριστερών στην Ελλάδα, ψηφίζοντας ανάλογες κυβερνήσεις, δίνοντας ένα τέλος στη λιτότητα μια για πάντα.

Πού αλλού παραπέμπει η περίφημη φράση του Αλέξη Τσίπρα κατά την ομιλία του στο Σύνταγμα, πως «θα νικήσουμε γιατί έχουμε το δίκιο με το μέρος μας», υπογραμμίζοντας πως ένας λαός που πολεμά με όπλο το δίκιο νομοτελειακά νικά; Σε μια ελεύθερη μετάφραση, «το προλεταριάτο βρίσκεται στο σωστό τραίνο, και οδηγείται προς την εκπλήρωση των επιθυμιών του, την χειραφέτηση». Το μόνο πράγμα που ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάστηκε να αντικαταστήσει είναι η έννοια «προλεταριάτο» με το σημαίνον «λαός», ο οποίος δρα κάτω από αναντίρρητους ιστορικούς κανόνες και νόμους. Επιπλέον, η φράση αυτή ερμηνεύεται ως εξής: ο Ελληνικός λαός εφόσον έχει το δίκιο με το μέρος του, βρίσκεται στο σωστό τραίνο της ιστορίας και θα νικήσει δίχως άλλοθι. Φυσικά, το να πιστεύει κανείς ότι οι αδικημένοι πάντα νικούν στο τέλος προϋποθέτει ότι τα ανθρώπινα όντα εκ φύσεως ρέπουν προς την ορθολογικότητα. Έτσι και οι ίδιοι οι λαοί της Ευρώπης, είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν το ορθό και το ηθικό, μαζί με τον Ελληνικό λαό που άδικα τιμωρείται από τις ολιγαρχικές υπερδομές. Παράλληλα, εφόσον ο καπιταλισμός σκάβει τον ίδιο του τον λάκκο, έτσι και η Ευρωπαϊκή Ένωση πυροβολεί τα ίδια της τα πόδια (κατά τα λεγόμενα του Τσίπρα) και οδηγείται προς την αυτοκαταστροφή της λόγω της λιτότητας. Ως εκ τούτου, η Μέρκελ και οι σκληροί ευρωπαϊστές, που με τίποτα δεν θα ήθελαν να δουν το όραμά τους να καταρρέει, θα δεχτούν θέλοντας και μη το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να σωθούν και οι ίδιοι! Κι έτσι λοιπόν η αριστερά καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, ξεκίνησε έναν «πόλεμο» που στην πραγματικότητα ήταν αδύνατο να κερδηθεί, και όντας πεπεισμένη ότι η διαδικασία της διαπραγμάτευσης θα οδηγήσει σε απόλυτη νίκη, δίχως καν να υπολογίσει τις πιθανές επιπτώσεις μιας συντριβής (και φυσικά να προετοιμάσει τους ίδιους τους πολίτες για την περίπτωση επικράτησης του πιο δυσμενούς σεναρίου), οδηγείται σε βατερλό.

Βέβαια, δεν είναι μονάχα η Μαρξιστική θεωρία που καλλιεργεί αυτές τις τάσεις (υπερ)αισιοδοξίας που οι άνθρωποι της αριστεράς ασπάζονται. Ο Μαρξισμός αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της νεωτερικής σκέψης, βάση της οποίας είναι η ιδεολογία της προόδου, δηλαδή η συνεχόμενη και αέναη εξέλιξη των πραγμάτων προς μια ευθεία πορεία, σα να πρόκειται για τον ουράνιο σιδηρόδρομο του Nathaniel Hawthorne, ακολουθώντας μια σταθερή πορεία προς την αιώνια ευτυχία. Η ιδέα της προόδου έθεσε τις βάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, του δόγματος της αυτορυθμιζόμενης αγοράς (η οποία συνεχώς μεγεθύνεται και αυξάνεται), αλλά και της Μαρξιστικής φιλοσοφίας, μια φιλοσοφία που μιλά συνεχώς για την ανάγκη εξάπλωσης και αύξησης των παραγωγικών δυνατοτήτων. Η ιδέα αυτή, όντας ένας από τους βασικούς πυλώνες του Διαφωτισμού, είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το πνεύμα του φιλελευθερισμού, το οποίο η σύγχρονη αριστερά ασπάζεται (όπως αναφέρει ο Jacoby Russel). Το να είναι κανείς αισιόδοξος υποδηλώνει έμμεση πίστη -και συχνά υποσυνείδητη προσήλωση- στον προοδευτισμό, στην αντίληψη ότι η ιστορική διαδρομή είναι συγκεκριμένη και καθοριζόμενη· τα ανθρώπινα όντα, κατά συνέπεια, θα οδηγηθούν προς έναν Χ στόχο αν καθοδηγηθούν και ακολουθήσουν το Υ πρόγραμμα. Η έννοια της αισιοδοξίας, λοιπόν, όπως την κατανοεί ο νεωτερικός κόσμος, δεν είναι ταυτόσιμη με το δοξώ αισίως (δηλαδή φέρω καλή γνώμη -δόξα- για τα ζητήματα που μας απασχολούν)· αντιθέτως, αναφέρεται περισσότερο στο Λατινικό optimum, στο ευνοϊκότερο αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται ή μπορεί να επιτευχθεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες, στην μεγαλύτερη ποσότητα, από τη θερμοκρασία, το φως και την υγρασία μέχρι την ανάπτυξη ή την αναπαραγωγή ενός οργανισμού. Πολλές φορές, ωστόσο, γενικές και αόριστες επικλήσεις στην «ελπίδα» χρησιμοποιούνται ως ανώδυνοι ευφημισμοί για την καλλιέργεια ενός αισθήματος πως όλα βαίνουν (και θα βαίνουν) προς μια θετική τροχιά. Έτσι, ολόκληρη η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε πάνω στην «ελπίδα», με στόχο να θρέψει μια κατάσταση συνείδησης που, κατά κύριο λόγο, τροφοδοτεί την αντίληψη πως σύντομα ο κοινωνικός χρόνος οδηγείται σε έναν επιθυμητό στόχο. «Είμαστε από τη φύση μας αισιόδοξοι» διαμηνύει συνεχώς ο Αλέξης Τσίπρας, ενώ ο ίδιος ο γκουρού της «αλλαγής συσχετισμών στην Ευρώπη», ο Γιάνης Βαρουφάκης, ουκ ολίγες φορές είχε κρύψει την αισιοδοξία του πως «η Ευρώπη ξέρει πάντα να βρίσκει λύσεις στα αδιέξοδα». Απεναντίας, το να ελπίζει κανείς σε μια θετική αλλαγή δεν συνεπάγεται ευθυγράμμιση με την ιδέα της προόδου. Η «ελπίδα» δεν είναι παρά ένα θετικό συναίσθημα που μας ενθαρρύνει να υπερβούμε δυσκολίες, μας διοχετεύει με πίστη πως οι δικές μας προσπάθειες ενδέχεται να λάβουν θετική έκβαση, δίχως όμως να αποκλείεται και το ενδεχόμενο της αποτυχίας. Δίχως δηλαδή να εξαλείφει τον φόβο και τις ανησυχίες μας μια για πάντα, μας ωθεί να ριχτούμε στην ατέρμονη μάχη ενάντια στην ύβρι. Το σύνθημα του Ρούσβελτ, για παράδειγμα, πως «ο μόνος φόβος είναι ο ίδιος ο φόβος» (που αναπαρήγαγε και ο πρωθυπουργός κατά τη μεγάλη συγκέντρωση στο Σύνταγμα με αφορμή το δημοψήφισμα) δεν φανερώνει παρά προοδευτισμό και οπτιμισμό, καθότι επιδιώκει να αναιρέσει κάθε φόβο και, ως εκ τούτου, κάθε πιθανότητα αποτυχίας [4].

Από την «ελπίδα» στην τέλεια συντριβή

Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων και η συντριβή της αριστεράς είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την υπογραφή ενός από τα πιο δυσμενή μνημόνια, αλλά οδήγησε και στην περαιτέρω αποδυνάμωση της χώρας σε διεθνές επίπεδο, έχοντας χάσει και τη «διαπραγμάτευση» με το προσφυγικό, με χιλιάδες ανθρώπους (των οποίων αρχικός προορισμός ήταν τα κράτη του Ευρωπαϊκού βορρά) να παραμένουν εγκλωβισμένοι εντός της επικράτειας. Και μολονότι η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κυρίως των χωρών του Βίσεγκραντ, ήταν αναμενόμενη εξ’ αρχής, με (περισσότερο) τους τελευταίους να επενδύουν στον επιθετικό εθνοσωβινισμό, παράλληλα τεράστιες είναι και οι ευθύνες της ίδιας της κυβέρνησης. Η συνεχόμενη καταδίκη των «μονομερών ενεργειών» της Αυστρίας και των υπόλοιπων χωρών της σκληρής δεξιάς από τον πρωθυπουργό στην ουσία υπαινίσσεται ότι οι ηγέτες των κρατών αυτών δεν αναγκάζονται να κλείσουν τα σύνορα λόγω κάποιας λαϊκής πίεσης και στροφής μέρους της κοινής γνώμης προς την δεξιά. Είναι σαν να ασπάζεται κανείς την οπτιμιστική προσέγγιση για την ανθρώπινη φύση -που βασικός της εκφραστής ήταν οι Στωικοί φιλόσοφοι, με τον John Locke και τον Immanuel Kant να αποτελούν τους βασικούς εκφραστές της- βάσει της οποίας οι άνθρωποι ορθολογικά, και μερικές καταγγελίες αρκούν ώστε να αποτινάξουν τα ψέματα των ηγετών τους (πράγμα που θα σημάνει και στροφή της κοινής γνώμης εκ νέου προς τον προοδευτικό φιλελευθερισμό, και κατ’ επέκταση, άνοιγμα των συνόρων).

Αυτό που, φυσικά, δεν θέλησε ποτέ της να κατανοήσει η αριστερά (πέρα από τον εγκλωβισμό της στα μεσσιανικά και αντιφατικά ουσιοκρατικά αφηγήματα) – όπως αντίστοιχα καί ο φιλελεύθερος ή αναρχικός χώρος (οι δύο τελευταίοι ταυτίζονται στο ζήτημα αυτό) – είναι ότι ο εθνικισμός, η ταύτιση (attachment) δηλαδή των ανθρώπων με τον τόπο τους, τις παραδόσεις τους και τις αξίες τους, είναι μια από τις πιο εγγενείς τάσεις των ανθρώπων, ώστε να αυτοπροσδιορίζονται ως κάτι μέσα στο ανθρώπινο πράττειν, τον χώρο και τον χρόνο. Η διάλυση των εθνών κρατών, ο υποβιβασμός των παραδόσεων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης, σε συνδυασμό με τον ξεριζωμό εκατομμυρίων ανθρώπων στη Μέση Ανατολή και τις εγγενείς αντιφάσεις του φθαρμένου πολυπολιτισμικού μοντέλου των δυτικών κοινωνιών, δεν θα μπορούσε να μην οδηγήσει σε εθνικιστικές αναταράξεις, κάτω από ένα γενικευμένο συναίσθημα απώλειας του παλιού κόσμου εντός του οποίου μπορούσε να νοηματοδοτηθεί η ανθρώπινη ύπαρξη. Ο εργαλειακός και ιδεοληπτικός αντιεθνικισμός της αριστεράς, όμως, που από την αρχή ενθάρρυνε τούτο το ξεχαρβάλωμα των ταυτοτήτων, θεωρώντας κάθε δοσμένο κοινωνικό ρόλο εκ φύσεως καταπιεστικό, αντιμετωπίζει όλες τις δεξιές αντιδράσεις ως φασιστικές. Αυτό, σε συνδυασμό με την αδυναμία της να κατανοήσει τις εγγενείς αντιφάσεις της φιλελεύθερης πολυπολιτισμικότητας, αποκαλώντας «ρατσιστή» οποιονδήποτε θίγει φαινόμενα διχασμού και κλειστότητας ακόμα και μεταξύ μεταναστευτικών πληθυσμών – τους οποίους (μετανάστες) εκλαμβάνει ως το νέο επαναστατικό υποκείμενο στη θέση του παλιού βιομηχανικού προλεταριάτου (που καμία κριτική δεν πρέπει να ασκηθεί εναντίον του) – δεν οδηγεί στην αποδυνάμωση της ακροδεξιάς, αλλά στην περαιτέρω ενίσχυσή της. Διότι η ταύτιση του δεξιού λόγου με την φασιστική ιδεολογία και συνάμα το διαζύγιο της αριστεράς με την πραγματικότητα, που έχει ως αποτέλεσμα όλοι όσοι θίγουν υπαρκτά προβλήματα τα οποία καθιστούν το πολυπολιτισμικό μοντέλο «μή βιώσιμο» να βαφτίζονται «ρατσιστές» και «φασίστες» κατά βάση νομιμοποιεί τα ακροδεξιά και μισόξενα κόμματα, είτε πρόκειται για τα μετριοπαθή εθνολαϊκιστικά σχήματα, όπως το UKIP της Βρετανίας, είτε για τα νεοφασιστικά μορφώματα, όπως οι πίθηκοι της Χρυσή Αυγή και το Ουγγρικό Γιόμπικ. Βέβαια, όντας η αριστερά επηρεασμένη από τις μεταμοντέρνες φιλοσοφικές μόδες της Νέας Υόρκης, του Παρισιού και της Λονδρέζικης κοσμοπολίτικης μπλουμσμπεριανής «διανόησης», αρνείται να αποδεχτεί ότι ο εθνικισμός αποτελεί μια από τις πιο «πετυχημένες» ιδεολογίες της νεωτερικότητας, ακριβώς επειδή δημιούργησε τον κόσμο όπως τον ξέρουμε. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, πως θα πρέπει να το ρίξουμε στην παραδοσιολαγνεία, ή να αποδεχτούμε αυτούσιες τις εθνικές ταυτότητες, οι οποίες καλλιεργούν την ψευδή (και φυσικά αντιδημοκρατική) ιδέα της «φαντασιακής κοινότητας» που τροφοδοτεί την αντίληψη περί «κοινής καταγωγής» όπως αναφέρει ο Benedict Anderson [5]. Αυτό που επείγει, στη δεδομένη στιγμή, είναι ο επαναπροσδιορισμός των ταυτοτήτων και των κοινωνικών ρόλων, και όχι η αυθαίρετη αποδοχή τους, μήτε και ο απερίσκεπτος αφορισμός τους στα πλαίσια του μεταμοντέρνου εκχυδαϊσμού, του απολίτικου χιπστερισμού ή κάποιας αναρχικής υποκουλτούρας.

Την ίδια θεωρητική ένδεια επιδεικνύει εξίσου και ο χώρος του «φιλελεύθερου κέντρου», οι λεγόμενοι υπερασπιστές της ευρωπαϊκής ιδέας και της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (που τουλάχιστον σε ότι αφορά τον εμμονικό και εργαλειακό αντι-εθνικισμό ταυτίζονται πλήρως με την αριστερά), για τους οποίους η αριστερά μάλλον αποτελεί ένα χρυσό λαγωνικό. Σε πρώτη φάση, η εμφάνιση ενός σοβαρού προβλήματος, του προσφυγικού, αποδεικνύει ότι όλο αυτό το σκηνικό της μεγάλης περιόδου της «αντιρατσιστικής ευφορίας» και της «ανεκτικότητας», που συνδέθηκε με την κατανάλωση και την «εξύψωση» του δυτικού καπιταλισμού και του «τέλους της Ιστορίας» στην ουσία ήταν μια πλάνη. Με άλλα λόγια, η άνοδος της λαϊκιστικής δεξιάς στην Ευρώπη, αποτελεί εν μέρη αποτέλεσμα των αδιεξόδων της ίδιας της φιλελεύθερης θέσμισης, δεδομένου ότι η εξασθένιση των εθνών κρατών και η διάλυση του κοινού κόσμου, ως μέσο ταύτισης και προσδιορισμού, συντελείται στο πλαίσιο της αέναης υπερσυσσώρευσης και της οικονομικής ανάπτυξης (ή αλλιώς προόδου). Παράλληλα, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες συμπληρώνουν την εικόνα του παζλ, καθώς διαφαίνεται ξεκάθαρα η αδυναμία των Ευρωπαίων ηγετών να δουν τον Ισλαμικό φονταμενταλισμό όχι μόνο ως άρνηση της φιλελεύθερης δύσης, αλλά και ως κατεξοχήν γέννημα θρέμμα του νεωτερικού κόσμου.

Πιο συγκεκριμένα: το Daesh μπορεί μεν να στρέφεται ενάντια στον δυτικό κόσμο, αλλά την ίδια στιγμή επιδιώκει με εξορθολογισμένα μέσα να επιβάλει την κυριαρχία του στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αποσκοπεί, πρώτα απ’ όλα, στη δημιουργία ενός (κατά τα δυτικά πρότυπα) κράτους, το λεγόμενο Ισλαμικό χαλιφάτο. Αυτό, επί της ουσίας, μας λέει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια τρομοκρατική οργάνωση αλλά με μια συγκεντρωτική μορφή εξουσίας. Αυτό το κράτος λοιπόν θα είναι ένας μηχανισμός άρτια εξοπλισμένος, με στρατό και θρησκευτική αστυνομία, και δεν θα διστάσει να αντιμετωπίσει κάθε εχθρικό προς αυτό πληθυσμό ως απο-προσωποποιημένη μάζα, η οποία θα περάσει από λεπίδι και χαντζάρα προκειμένου να κυριαρχήσει ο Ισλαμικός νόμος και η θρησκευτική τάξη πραγμάτων. Ναι μεν το Daesh αντανακλά από τη μια το Ισλαμικό θρησκευτικό φαντασιακό (πράγμα που η αριστερά αρνείται καταφατικά και υποκριτικά) αλλά την ίδια στιγμή αντικατοπτρίζει και την εργαλειακότητα του νεωτερικού ανθρωπότυπου. Δεν είναι, με άλλα λόγια, απλά και μόνο μια οριενταλιστική καρικατούρα που ασπάζεται τον Ισλαμικό πατριαρχικό δεσποτισμό. Έτσι, οι προσεγγίσεις που ερμηνεύουν το Daesh μονάχα ως μια στιγμιαία ανάδυση κάποιας προ-νεωτερικής βαρβαρότητας στους ανατολικούς πολιτισμούς στην ουσία στερεί κάθε δυνατότητα κατανόησης του φαινομένου του Ισλαμισμού ως κίνημα, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με στρατιωτικά μέσα και εναέριες επεμβάσεις.

Γιατί, ωστόσο, το Daesh βρίσκει ανταπόκριση και στρατολογεί εντός ευρωπαϊκού εδάφους; Για ποιόν λόγο καταφέρνει και πείθει νέους μουσουλμάνους της δύσης, απόγονους μεταναστών, να καταταγούν στις τάξεις του; Φυσικά ελάχιστοι αντιλαμβάνονται ότι οι μουσουλμάνοι της Δύσης κλείνονται στον εαυτό τους ερμητικά, λόγω του ότι οι δυτικές κοινωνίες δεν έχουν πλέον να προσφέρουν κανέναν αξιακό προσανατολισμό εδώ και χρόνια. Κι εφόσον οι δυτικές κοινωνίες δεν μπορούν να εμπνεύσουν ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό, η αναδίπλωση των μουσουλμάνων στις δικές τους παραδόσεις φαντάζει μονόδρομος, καθώς το Ισλάμ και η θρησκεία είναι πλέον ο μόνος κόσμος που τους παρέχει νόημα και ταύτιση. Γιατί, επιπλέον ο αριθμός των μουσουλμάνων γυναικών στη Βρετανία που επιλέγουν την θρησκευτική ενδυμασία έχει τριπλασιαστεί, σε σχέση με μερικές δεκαετίες πριν; Φυσικά διότι μόνο η επιστροφή στις παλιές παραδόσεις (όσο ετερόνομες και αν είναι αυτές) προσφέρει κάποιο νόημα ύπαρξης!

Αντί επιλόγου…

Επί της ουσίας, καμία πρόβλεψη αναφορικά με την εξέλιξη της υπάρχουσας κατάστασης δεν ευσταθεί στη συγκεκριμένη στιγμή. Θα μπορούσε το αδιέξοδο εντός του οποίου έχουμε περιπέσει να οδηγήσει σε περαιτέρω εκρήξεις βίας; Αν γενικευτεί το πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό τέλμα, αν συνεχιστούν οι πολύνεκρες «τρομοκρατικές» επιθέσεις, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση διαλυθεί, όχι κατόπιν λαϊκών αιτημάτων για δημοκρατία και τοπικοποίηση (όπως θα έπρεπε), αλλά έπειτα από πιέσεις δεξιών δημαγωγών, αν φτάσουμε ακόμα και στο σημείο να αναγκαστεί η άτολμη Ελληνική κυβέρνηση να προσφύγει σε τέταρτο μνημόνιο και ταυτόχρονα να παραχωρήσει τμήμα ελληνικής γεωγραφικής έκτασης στους δανειστές με αντάλλαγμα κάποιου είδους «ελάφρυνση του χρέους» (αλλά και με επιπλέον πρόσχημα την αδυναμίας προστασίας των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. από τις ελληνικές αρχές) είναι πραγματικά εύλογα ερωτήματα που ίσως απασχολήσουν αρκετούς στο μέλλον. Εξίσου, όμως, δεν μπορεί να προβλεφθεί και το λεγόμενο «καλό σενάριο», η πιθανότητα δηλαδή στροφής των Ευρωπαϊκών μαζών προς τον νταιφιτισμό, με στόχο να αναχαιτιστεί ο γενικευμένος πεσιμισμός (το ανεστραμμένο είδωλο του οπτιμισμού), ο πολιτικός ελιτισμός και ταυτόχρονα ο νεοφιλελευθερισμός ως οικονομικό δόγμα. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, όμως, ο άνθρωπος δεν είναι ορθολογικό ον ώστε να μπορούμε με ακρίβεια να υπολογίσουμε το μέλλον. Στον άνθρωπο, αντιθέτως, κυριαρχεί το ασυνείδητο και όλες οι φαντασιακές σημασίες του.

Μπορούμε, τέλος, να μεταπηδήσουμε από την απάθεια στην πράξη; Για κάτι τέτοιο απαιτούνται συγκεκριμένες προτάσεις αλλαγής και όχι εγκλωβισμός στα ιδεολογικά σχήματα, σε αρχηγικά κόμματα και λύσεις που προκύπτουν μέσα από γραφειοκρατικά κανάλια, τα οποία αποδείχθηκαν καταστροφικά. Με άλλα λόγια, ούτε ο αριστερός ή δεξιός λαϊκισμός, ούτε ο αντιλαϊκισμός του φιλελεύθερου κέντρου έχουν κάτι να μας προτείνουν, πέρα από τη διαιώνιση των αδιεξόδων. Ούτε τον εξωπραγματικό αναρχισμό θα μπορούσαμε να εκλάβουμε ως μια πιθανή εναλλακτική, παρότι αποτελεί μια σαγηνευτική ιδέα, ωστόσο εξαιρετικά μακρινή. Συνεπώς, γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη ανάδυσης ενός νέου πολιτικού χώρου (ενός νέου ποπουλισμού, με άλλα λόγια) που θα συμβάλει στη δημιουργία μιας πραγματικά δημόσιας σφαίρας, με στόχο να οδηγήσει σε δημοκρατικές δομικές, θεσμικές, συνταγματικές μεταρρυθμίσεις…


[1] Βλ. Cornelius Castoriadis, The Imaginary Institution of Society (2005: Polity Press), Part I, Marxism and Revolutionary Theory (σ.9 – 70).


[2] Βλ. Karl Marx and Friedrich Engels, The Communist Manifesto (1992: Oxford University Press). Κεφάλαιο «Bourgeois and Proletarians» (σ.3-16).


[3] Βλ. α) Norman Geres, Marx and Human Nature: Refutation of a Legend (1083: Verso Books).
β) Κορνήλιος Καστοριάδης. Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου (1991: Ύψιλον). Απόσπασμα: «Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη, πολιτική: Από τον Marx στον Αριστοτέλη και από τον Αριστοτέλη σ’ εμάς» (σ.303-385)
γ) Sean Sayers, Marxism and Human Nature (2013: Routledge)

[4] Βλ. Christopher Lasch. The True and Only Heaven (1991: Norton and Norton).

[5] Βλ. Benedict Anderson. Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism (1991: Verso)