Τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον από σκηνοθέτες και ηθοποιούς στην Ελλάδα να καταπιαστούν με προσωπικότητες και γεγονότα της Αθηναϊκής δημοκρατικής εποχής. Με αφορμή τρεις από τις πιο χαρακτηριστικές παραστάσεις θα παρουσιάσουμε την προβληματική σχέση των αποδόσεων αυτών με τα θέματα που πραγματεύονται. Αυτό θα γίνει για να τονίσουμε την κατά τη γνώμη μας διαστρεβλωμένη εικόνα που επικρατεί στους θεατρικους χώρους σε σχέση με την ερμηνεία γεγονότων της αρχαιότητας που σχετίζονται με την Δημοκρατία. Παρόμοιες απόψεις κυριαρχούν και στην κοινή γνώμη και διαδίδονται ευρύτερα μέσω της τέχνης, της αρθρογραφίας και ενίοτε και του ακαδημαϊκού χώρου.

Πλάτωνα, Απολογία Σωκράτη (2015-16) με τους Βασίλη Καραμπούλα (Σωκράτης) και Θανάση Δισλή (Μέλητος) σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη. Ας δούμε ένα καίριο αποσπάσμα του σημειώματος του σκηνοθέτη σχετικά με την παράσταση:

“Mε την «Απολογία» φθάνει στην πιο κορυφαία του έκφραση ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός … Ταυτόχρονα αρχίζει και η δύση του ελληνικού κόσμου, εφ’ όσον το πνεύμα αυτού του πολιτισμού δεν μπόρεσε να ενσωματωθεί μέσα στην πραγματική ζωή, της λειτουργίας της δημοκρατίας και των θεσμών, παραμένοντας σαν μια ουτοπική και άπιαστη ιδέα για ποιητές.”

Το πρώτο ερώτημα είναι αν όντως και με ποια κριτήρια μπορεί να θεωρηθεί η Απολογία του Σωκράτη ως η κορυφαία έκφραση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς πως είναι προτιμότερο να αναδειχτούν ως κορυφαίες στιγμές πολιτισμού τα γεγονότα που συνέβαλλαν στην δημιουργία των δημοκρατικών θεσμών. Τα κυριότερα απ’ αυτά είναι:

α) οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα το 592 ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας εξέγερσης των κατώτερων στρωμάτων των Αθηναίων εναντίον των αριστοκρατών. Με τις μεταρρυθμίσεις αυτές, εκτός από την καθιέρωση της σεισάχθειας, οι θήτες (το κατώτατο κοινωνικό στρώμα) απέκτησαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην Εκκλησία του δήμου, και μεταφέρθηκαν αρμοδιότητες από τον Άρειο Πάγο (συμβούλιο των ευγενών) στην Εκκλησία.
β) οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη το 508 με τις οποίες μεταφέρθηκε όλη η εξουσία στην Εκκλησία του δήμου, ενισχύθηκε η ισονομία, και άλλαξε η υποδιαίρεση των φυλών με αποτέλεσμα “να σπάσουν οι δεσμοί της τοπικής αλληλεγγύης, […] και να υπονομευθεί η δύναμη της παλιάς αριστοκρατίας”. Το καθεστώς συνέχισε να είναι ολιγαρχικό αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της Δημοκρατίας.
γ) η κατάληψη της εξουσίας από τον δήμο των Αθηναίων το 462 – οι απαρχές του λεγόμενου χρυσού αιώνα – που ανέδειξε δημοκρατικές πολιτικές προσωπικότητες όπως τον εν πολλοίς ξεχασμένο σήμερα Εφιάλτη του Σοφωνίδη, και οδήγησε στην κατάργηση του αριστοκρατικού θεσμού του Αρείου Πάγου και στην μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων του Αρείου Πάγου στην Εκκλησία, τη Βουλή των πεντακοσίων και τα λαϊκά δικαστήρια της Ηλιαίας.

Η σημασία της Απολογίας του Σωκράτη ως γεγονότος και ως κειμένου ξεκαθαρίζεται ακόμα περισσότερο αν παρατηρήσουμε καλύτερα την ιστορία της εποχής. Με την λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου το 404, στην ηττημένη Αθήνα εγκαθίστανται υπό την επίβλεψη των Σπαρτιατών οι Τριάκοντα Τύραννοι, ένα αιμοσταγές ολιγαρχικό καθεστώς, όπου τριάντα Αθηναίοι ολιγαρχικοί κυβέρνησαν για οχτώ μήνες εξοντώνοντας τουλάχιστον 1500 πολιτικούς τους αντιπάλους. O Σωκράτης ήταν δάσκαλος του Κριτία, του επικεφαλής των Τριάκοντα. Μετά την κατάλυση του τυραννικού καθεστώτος – χάρη στην στρατιωτική επέμβαση των εξόριστων δημοκρατικών με επικεφαλής τον Θρασύβουλο – η συμφωνία ειρήνης που συνάφθηκε με τους Σπαρτιάτες περιλάμβανε ως όρο την αμνηστία, δηλαδή την απαγόρευση της δίωξης ατόμων με την κατηγορία πως είχαν εμπλακεί στο τυραννικό καθεστώς. Έτσι μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, οι πολίτες που ήθελαν να ασκήσουν διώξεις για το καθεστώς των Τριάκοντα, έβρισκαν διάφορες άλλες προφάσεις για να φέρουν στο δικαστήριο τους υπεύθυνους. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και του Σωκράτη.

Ο Σωκράτης ήταν σαφώς ολιγαρχικών πεποιθήσεων και εχθρός της Δημοκρατίας. Ο ίδιος φαίνεται πως κρατούσε αποστάσεις από την ενεργό πολιτική, παρόλα αυτά ασκούσε “ιδιωτική κριτική πολιτικών πρακτικών, όπως της εκκλησίας του δήμου, και του αιτήματος να έχει ο καθένας λόγο για τα κοινά, της κλήρωσης των αρχών από τους «τυχόντες» κτλ., και δημοσίων προσώπων γιατί διεκδικούσαν σοφία που δεν είχαν και δεν συνέβαλλαν στην ηθική βελτίωση των πολιτών”. Από την παραπάνω περιγραφή της καθηγήτριας Μυρτώς Δραγώνα, γίνεται φανερό ότι ο Σωκράτης έκρινε άκρως αρνητικά δημοκρατικούς θεσμούς όπως την κλήρωση, επειδή ακριβώς έδιναν την δυνατότητα στους αδαείς ‘τυχόντες’ ν’ ασκήσουν την εξουσία. Αυτή η βαθύτατα ελιτίστικη και αντι-δημοκρατική πτυχή της σκέψης του Σωκράτη είναι που πρέπει να γίνει κατανοητή από τους σύγχρονους υπερασπιστές και θαυμαστές του, ώστε να έχουμε μια χωρίς περιστροφές απάντηση για το αν η δημοκρατία σημαίνει τελικά κάτι για αυτούς σήμερα, αν θεωρούν πως είναι κάτι που πρέπει να κατανοήσουμε και να επιδιώξουμε, ή αν μπορούμε να περιοριζόμαστε σε ρηχές αναλύσεις ψευδο-ακαδημαϊκού ή «πολιτικά ορθού» χιπστερισμού σχετικά με τη σωκρατική ηθική και αντισυμβατικότητα.

Στην επανάληψη της δίκης, που έγινε στις 25 Μαΐου 2012 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ο Σωκράτης αθωώθηκε με ισοψηφία των δικαστών. Είναι παρόλα αυτά σημαντικό να προσέξουμε την αγόρευση των κατηγόρων: ο Αντώνης Παπαδημητρίου σημειώνει πως «Ο Σωκράτης ήταν ο πνευματικός, ο ιδεολογικός ηγέτης των Τριάκοντα Τυράννων της Αθήνας. Διαφθείρει τους νέους κάνοντάς τους οπαδούς της Ολιγαρχίας και εχθρούς της Δημοκρατίας. Επίσης, κατηγορείται γιατί δεν σέβεται τους θεούς αυτής της πόλης, δηλαδή τους δημοκρατικούς θεούς και άρα τους δημοκρατικούς θεσμούς». Ο επίσης κατήγορος Ηλίας Αναγνωστόπουλος συμπληρώνει πως «μόλις τέσσερα χρόνια πριν από τη δίκη, το 403 π.Χ., είχε αποκατασταθεί η αθηναϊκή δημοκρατία. Οι Αθηναίοι γνώριζαν πως η δημοκρατία ήταν τρωτή και πως είχε εχθρούς, τόσο μέσα στην πόλη όσο και από άλλες πόλεις, οι οποίοι επιχειρούσαν να βλάψουν το πολίτευμα».

Τα παραπάνω ξεκαθαρίζουν τα κίνητρα για την δίωξη και την καταδίκη του Σωκράτη, κάνοντας έτσι φανερό πως δεν ευσταθεί η ευρέως γνωστή άποψη πως οι κατηγορίες εναντίον του φιλοσόφου ήταν απλά και μόνο η αθεΐα και η διαφθορά των νέων λόγω εισαγωγής καινών δαιμονίων. Ανεξάρτητα από την αξία των επιχειρημάτων της υπεράσπισης σχετικά με την προάσπιση της ελευθερίας του λόγου, είναι φανερό πως η σκληρότητα του τυραννικού καθεστώτος και ο φόβος της επαναφοράς του ήταν που ώθησε τους Αθηναίους πολίτες να ασκήσουν διώξεις κατά των ολιγαρχικών, και όχι ο μη σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων. Ο Σωκράτης εξάλλου φροντίζει κατά τη διάρκεια της δίκης να κάνει όσο πιο φανερή γίνεται την απέχθειά του για τη δημοκρατία, προτείνοντας ως ποινή για τον εαυτό του να σιτίζεται δια βίου στο πρυτανείο, ενώ με μια λιγότερο αλαζονική πρόταση η ποινή του ενδεχομένως να ήταν ελαφρότερη. Επιπλέον, σε σχέση με το ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων, πρέπει να τονιστεί πως η αρχαία Αθηναϊκή πολιτεία ήταν μεν δημοκρατική, δεν ήταν όμως φιλελεύθερη με τον τρόπο που καταλαβαίνουμε τον Φιλελευθερισμό σήμερα. Αυτό σημαίνει πως η έννοιες της συμμετοχής αλλά και του ανήκειν στην πόλη ήταν σαφώς ισχυρότερες κοινωνικές σταθερές και αξίες από τα ατομικά δικαιώματα, τα οποία θεωρούνταν απόρροια των συλλογικών δημοκρατικών κατακτήσεων. Το άτομο δεν υπήρχε έξω και πάνω απ’ την πόλη. Αναλυτικά υπέρ του ότι η διεξαγωγή της δίκης του Σωκράτη το 399 ήταν δίκαιη επιχειρηματολογεί o καθηγητής Paul Cartledge.

Τέλος θα σταθούμε στις περιγραφές περί «δύσης του ελληνικού κόσμου» και περί «ουτοπικής και άπιαστης ιδέας» όσον αφορά τη Δημοκρατία. Η Δημοκρατία ήταν ένα χειροπιαστό και πραγματικό πολιτικό επίτευγμα του δήμου των Αθηνών που διήρκεσε τουλάχιστον 140 χρόνια (462 – 322), και από την δίκη του Σωκράτη είχε άλλα 77 χρόνια ζωής. Η δύση του ελληνικού κόσμου, δηλαδή της ελληνικής πόλης, προέκυψε με το πέρασμα στην Ελληνιστική εποχή, όπου οι Μακεδόνες επέβαλαν ένα συγκεντρωτικό πολιτικό και διοικητικό μοντέλο στις κατακτημένες επικράτειες. Το 322 αποτελεί έτος σταθμό σηματοδοτώντας την παράδοση της Αθήνας στον διάδοχο του Αλέξανδρου, Αντίπατρο, και την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ανάλυση που επιχειρούν οι συντελεστές της εν λόγω παράστασης – πως το πνεύμα του ελληνικού πολιτισμού οδηγήθηκε στην κατάρρευση γιατί δεν κατάφερε να πραγματωθεί στο πλαίσιο των δημοκρατικών θεσμών – δεν υποστηρίζεται από ιστορικά και πολιτικά επιχειρήματα και παραμένει έωλη, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να πραγματευτεί ένα σημαντικό ιστορικο-πολιτικό ζήτημα. Ο ισχυρισμός πως η Δημοκρατία ως πολίτευμα απέτυχε γιατί είναι μια ουτοπική ιδέα, αντιβαίνει και την ίδια την δημοκρατική δημιουργία που συντελέστηκε στην Αθήνα, και τη δημοκρατική σκέψη στο σύνολό της, αφού αρνείται τη δυνατότητα δημιουργίας ενός αυθεντικού πολιτικού πεδίου εντός του οποίου μπορεί να υπάρξει αυτόνομη, συλλογική πολιτική δράση.

Αυτή η γραμμή αμφισβήτησης του δημοκρατικού πολιτεύματος (ας σημειωθεί πως εννοούμε πάντα την άμεση δημοκρατία και όχι τα φιλελεύθερα ολιγαρχικά πολιτεύματα που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός) είναι ίδιον της φιλελεύθερης σκέψης που διαπνέει την εποχή μας (τουλάχιστον στις Δυτικές κοινωνίες), και που μην έχοντας σπάσει τους δεσμούς με την (πολιτική) ιεραρχία και τον ελιτισμό, δεν μπορεί και δε θέλει να διαυγάσει τα ιστορικά γεγονότα σε βάθος. H δίωξη και καταδίκη του Σωκράτη πρέπει να ειδωθεί ως ένα επεισόδιο στην τεραστίων διαστάσεων κοινωνική και πολιτική αναταραχή της εποχής, που χαρακτηρίζεται κατά βάση από τη σφοδρή σύγκρουση μεταξύ των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών μερίδων των πολιτών, σύγκρουση που είναι κεντρική σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της δημοκρατικής Αθήνας. Όταν εκκινούμε τον στοχασμό πάνω στα γεγονότα και τα πρόσωπα της εποχής αυτής χωρίς να έχουμε ξεκαθαρίσει τη συγκρότηση των σημαντικότερων ομάδων εξουσίας και τα κίνητρά τους, τα συμπεράσματά μας θα είναι ισχνά και αδιέξοδα.

 

Αλκιβιάδης Άγιος (2014-16) του Δημήτρη Περετζή από το Θέατρο Ρόδα σε σκηνοθεσία Μαρίας Περετζή.

Η παράσταση είναι βασισμένη στη ζωή του αρχαίου Αθηναίου ρήτορα, στρατηγού και μαθητή του Σωκράτη, Αλκιβιάδη. Ο Αλκιβιάδης, σύμφωνα με το κείμενο της παράστασης «αναδεικνύεται ως κεντρική δραματική μορφή για την κατανόηση της εποχής της δημοκρατικής Αθήνας … που έχοντας εγκλωβιστεί στην ανευθυνότητα των πολιτικών και στην αδυναμία τους για συνεννόηση και συντονισμένη δράση, οδηγήθηκε στην κατάρρευση» (Θέατρο ΡΟΔΑ). Πρώτο σημείο που πρέπει να παρατηρηθεί είναι η αναγωγή του Αλκιβιάδη ως προσώπου με βάση το οποίο θα κατανοηθεί η δημοκρατική Αθήνα. Φαίνεται παράδοξο πως θα μπορούσαμε να φτάσουμε σ’ αυτή την κατανόηση μελετώντας κατά προτίμηση τη ζωή και τη δράση έναν πολίτη χωρίς ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση, κι όχι εκείνους τους πολίτες που συνέβαλαν αποφασιστικά στην διαμόρφωση, διεύρυνση και διατήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τέτοιες προσωπικότητες θα μπορούσαν να είναι ο Εφιάλτης του Σοφωνίδη που προαναφέρθηκε, ο Πρωταγόρας ο δημοκρατικότερος των Σοφιστών, ο Θρασύβουλος, ή ο Δημοσθένης που προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να πέσει ζωντανός στα χέρια των Μακεδόνων που ζητούσαν την κατάλυση του πολιτεύματος και την παράδοση της πόλης.

Με τα παραπάνω δεν υπονοείται πως δεν αξίζει κανείς να ασχοληθεί θεατρικά ή ιστορικά με οποιαδήποτε προσωπικότητα ή πως οι συντελεστές της παράστασης θα έπρεπε να μην εξερευνήσουν το ενδιαφέρον που έχει ο Αλκιβιάδης ως ιστορικό ή μυστηριακό πρόσωπο. Ένα από τα ζητούμενα της παράστασης είναι η παρουσίαση ενός τελετουργικού θεατρικού τρόπου, και ο Αλκιβιάδης προσφέρεται για αυτού του είδους την καλλιτεχνική έκφραση. Παρόλα αυτά, η ιδέα πως μπορούμε να κατανοήσουμε τη δημοκρατική εποχή μέσω ενός προσώπου που εργάστηκε εν μέρει για την ανατροπή της Αθηναϊκής δημοκρατίας φαντάζει μη ικανοποιητική, εκτός αν εννοήσουμε πως αυτή η κατανόηση μπορεί να γίνει δια του αρνητικού παραδείγματος, δηλαδή μέσω ενός χαρακτήρα που κατέστη αποδεκτός από το δημοκρατικό καθεστώς, ακριβώς επειδή το ίδιο το καθεστώς του έδωσε την ευκαιρία να συμμετάσχει σε αυτό.

Όσον αφορά τη λέξη ‘πολιτικοί’ στο παραπάνω χωρίο, η ένσταση είναι πως στην δημοκρατική εποχή δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτικούς με την έννοια που η λέξη αυτή έχει νοηματοδοτηθεί στην νεωτερική εποχή. Εκτός από το ότι δεν υπήρχαν επαγγελματίες πολιτικοί – αφού ο κάθε πολίτης συμμετείχε με ίσο τρόπο στην άσκηση της εξουσίας – στο δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι δόκιμο να μιλάμε για ‘ανευθυνότητα’ ή ‘συντονισμένη δράση’, καθώς οι πολίτες είναι απολύτως υπεύθυνοι για τις επιλογές και τις δράσεις τους, και επιπλέον η έννοια που επικρατεί είναι η διαμάχη των ιδεών στο δημόσιο πεδίο κι όχι απαραίτητα ο συντονισμός των δράσεων. Η κατεύθυνση του πολιτικού σώματος και η επιβίωση του πολιτεύματος εξαρτώνται από το πάθος των πολιτών για συμμετοχή και διαμόρφωση του κοινού τους κόσμου, κι όχι απαραίτητα από σύμπνοια, ομόνοια και συντονισμό όλων των μερών. Αυτό δεν σημαίνει πως ένας βαθμός συντονισμού δεν πρέπει να υπάρχει μέσα στο πλειοψηφικό ρεύμα προκειμένου το πολιτικό σώμα να προχωρήσει προς τη δημιουργία και όχι προς τη διάλυση και τον αλληλοσπαραγμό. Παρόλα αυτά πρέπει να γίνει κατανοητό πως η Δημοκρατία είναι το κατεξοχήν επικίνδυνο πολίτευμα, ένα τραγικό πολίτευμα (όπως την ονόμαζε ο Κορνήλιος Καστοριάδης), με την έννοια πως κανείς και τίποτα – βασιλιάς, πατέρας, θεός ή αρχηγός – δεν υπάρχει για να προστατέψει τους πολίτες από μικρά ή μεγαλύτερα λάθη, ακόμα και απ’ το να αλληλοσπαραχτούν αν αυτό επιλέξουν. Το πρώτο ζητούμενο λοιπόν στην Δημοκρατία είναι η αυτόνομη πολιτική δράση βασισμένη στις αρχές της ισηγορίας, της ισονομίας και της ισοπολιτείας, κι όχι η πάση θυσία αποφυγή των λαθών.

 

Περικλής, Η νεύρωση της ηγεμονίας (2014) σε σύλληψη και σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη. Αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας Το Μανιφέστο του Πολέμου, βασισμένο στο έργο του Θουκυδίδη.

«Ούτε έχω ξεκαθαρισμένες ιδέες και απόψεις μέσα στα χρόνια για το τι είναι Δημοκρατία, τι είναι φασισμός, τι είναι αυταρχισμός, τι είναι αμερικάνικη Δημοκρατία, τι είναι η Γερμανία της Μέρκελ», λέει η σκηνοθέτιδα σε συνέντευξή της στην Ελευθεροτυπία, θέλοντας να ξεκαθαρίσει πως ήταν συνειδητή επιλογή να μην εργαστεί ιδεολογικά για την παράσταση. Πρέπει αρχικά να τονιστεί πως η ιδεολογική εξέταση ενός θέματος δεν ταυτίζεται με την θεωρητική ανάλυση των εννοιών που είναι απαραίτητο να γίνει ώστε η προσέγγισή μας να είναι διαυγής. Υπάρχουν πολύ σαφείς απαντήσεις, που μπορούμε να βρούμε στην θεωρητική εργασία στοχαστών και μελετητών, σχετικά με το τί είναι η Δημοκρατία, ο φασισμός, ο αυταρχισμός και για το ποια μπορεί να είναι η στάση μας απέναντι στα διάφορα πολιτικά καθεστώτα. Αντίθετα, η ιδελογική προσέγγιση, στην τέχνη ή στη φιλοσοφία, μπορεί όντως να αποτελέσει εμπόδιο στην ουσιαστική διαύγαση των εννοιών. Μια Μαρξική ανάλυση για παράδειγμα, θα μας έλεγε πως Δημοκρατία είναι το αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς (φιλελεύθερη ολιγαρχία σύμφωνα με τον Καστοριάδη), ή πως ο φασισμός είναι η πιο ακραία μορφή καπιταλισμού (αναλυτικά ο αντίλογος στην άποψη αυτή σε άρθρο του Eagainst). Είναι σημαντικό επομένως να γνωρίζουμε τις θεωρητικές/πολιτικές έννοιες με τις οποίες καταπιανόμαστε, και αυτό μπορεί να γίνει μέσω της συνειδητής θεωρητικής δουλειάς χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πέσουμε στα αδιέξοδα του ιδεολογικού δογματισμού.

Σχετικά με την άποψη που εκφράζεται στην παραπάνω συνέντευξη, πως στη διάρκεια την δημοκρατικής εποχής υπήρχε ένα είδος διακυβέρνησης του Περικλή, θα παραπέμψουμε σε όσα είπαμε παραπάνω σχετικά με την άσκηση της εξουσίας με ίσο τρόπο από τους πολίτες, που αποτελεί την ουσία της Δημοκρατίας. Είναι σαφέστατα άτοπο να μιλάμε για ηγεμονία και για ηγέτη όταν αναφερόμαστε στον Περικλή, ή σε οποιαδήποτε άλλη σημαντική προσωπικότητα της εποχής, γιατί η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του δήμου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Θουκυδίδης ήταν σαφώς ολιγαρχικών πεποιθήσεων, πράγμα που τον εμποδίζει να μιλήσει ξεκάθαρα για τη Δημοκρατία. Στο έργο του μπορούν να εντοπιστούν παραδείγματα που συνηγορούν σ’ αυτή την άποψη, όπως:

  • το χωρίο ‘δείσαντες τῶν Ἀθηναίων τὸ τολμηρὸν καὶ τὴν νεωτεροποιίαν”. Αφορά το περιστατικό όπου οι Σπαρτιάτες, πολιορκώντας το φρούριο της Ιθώμης στη Μεσσηνία, όπου είχαν καταφύγει Είλωτες μετά από εξέγερση, έδιωξαν τον στρατό που είχαν στείλει οι αριστοκράτες Αθηναίοι γιατί φοβήθηκαν (δείσαντες) το τολμηρό και την νεωτεροποιία των Αθηναίων. Ο Θουκυδίδης δεν εξηγεί περισσότερα για το ποιό ήταν αυτό το τολμηρό και η νεωτεροποιία στην οποία αναφέρεται, όμως γίνεται φανερό πως δεν μπορεί παρά να εννοεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Η εξέγερση των Ειλώτων έγινε το 464, μόλις δύο χρόνια πριν τη δημοκρατική επανάσταση του 462.
  • η ελλιπής εξήγηση, στην αρχή τoυ έργου (Α,23,6), σχετικά με τα αίτια που οδήγησαν στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ο Θουκυδίδης μας λέει πως οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους ξεκίνησαν τον πόλεμο γιατί φοβήθηκαν την αυξανόμενη δύναμη των Αθηναίων. Είναι αναμφισβήτητο πως οι Αθηναίοι ηγεμόνευαν επί των συμμάχων τους προκειμένου να διατηρήσουν την πολιτική επιρροή τους ενάντια σ’ αυτή των ολιγαρχικών πόλεων, και με σκοπό να κρατούν μακρυά την Περσική απειλή. Ο Θουκυδίδης βέβαια αποφεύγει να αναφερθεί στην αντιπαλότητα αυτή μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών πόλεων, και θολώνει τα νερά μιλώντας απλά για τον φόβο των μεν απέναντι στους δε, χωρίς να αναλύει επαρκώς τα πολιτικά κίνητρα.

(Οι παραπάνω απόψεις σχετικά με τον Θουκυδίδη βασίζονται στις αναλύσεις του συγγραφέα Χρήστου Ρήγα, που μπορεί να βρει κανείς στα βιβλία του Η Δημοκρατία του Εφιάλτη και Τότε που λειτουργούσε η δημοκρατία.)

Εν κατακλείδι

Απώτερος σκοπός αυτού του κειμένου είναι να προσπαθήσει να δείξει πως πρέπει να αναζητήσουμε με πάθος και επιμονή την διαύγαση της ιστορικής και πολιτικής γνώσης, απαλλαγμένοι από τοτέμ και ταμπού, ιδεολογήματα και αβίαστα προειλημμένες ιδέες. Επιπλέον πως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ακολουθούμε λάθος δρόμο όταν επιδιώκουμε να προσεγγίσουμε την αρχαία εποχή με τα δεδομένα του νεωτερικού κόσμου, ιδεολογικά, πολιτισμικά και κοινωνικά, ή όταν επιμένουμε πως οι θεωρίες μας μπορούν να επιβεβαιωθούν χωρίς να συντελεστεί η απαραίτητη πατροκτονία των θεωρητικών μας προτύπων. Αυτό, ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι δεν μπορούμε να έχουμε θεωρητικές σταθερές, αλλά πως τα επιχειρήματά μας πρέπει να βασίζονται σε συγκροτημένη και άφοβη κριτική προς όλες τις κατευθύνσεις.

Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από την Γαλλίδα φιλόσοφο Simone Weil, που μας θυμίζει την σημασία της υποχρέωσης ως κοινωνικο-πολτικής στάσης, η οποία ορθά τοποθετημένη μπορεί να μετατοπίσει σε δεύτερη μοίρα την έννοια του δικαιώματος, που στην νεωτερική, διαποτισμένη από τον φιλελευθερισμό, σκέψη έχει αναχθεί σε πρωταρχικό στόχο με τη μορφή του ατομικού (και δευτερευόντως συλλογικού) δικαιώματος. Η υποχρέωση είναι και μια από τις κεντρικές ιδέες της δημοκρατικής σκέψης, που εφαρμοζόμενη από το δημόσιο ή κοινωνικό πεδίο ως την καλλιτεχνική έκφραση, δεν μας επιτρέπει να ξεχάσουμε τη Δημοκρατία.

«Η έννοια της υποχρέωσης υπερέχει εκείνης του δικαιώματος, η οποία είναι υποδεέστερη και συσχετισμένη με το δεύτερο. Το δικαίωμα δεν είναι αποτελεσματικό από μόνο του, αλλά μόνο σε σχέση με την υποχρέωση στην οποία αντιστοιχεί, η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δεν πηγάζει από το άτομο που το διαθέτει, αλλά και από άλλους ανθρώπους που θεωρούν τους εαυτούς τους ότι βρίσκονται κάτω από μια ορισμένη υποχρέωση απέναντί του. Η αναγνώριση της υποχρέωσης το καθιστά αποτελεσματικό.» (Simone Weil – The Need for Roots, 2002, Routledge, London, σ.4).