Σήμερα στο επίπεδο όπου οι πολίτες συνδιαλέγονται για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας – δημιουργώντας πολιτικά σώματα – η διαύγαση του όρου «παρρησία» ως δημοκρατική αξία, είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα. Στο σύντομο κείμενο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια διαύγασης ενός όρου γύρω από τον οποίο περιστρέφεται αρκετή αμφισημία αλλά και σύγχυση.
Η παρρησία ως κεντρικός τρόπος έκφρασης της αλήθειας του υποκειμένου, από τον Foucault εκφράζεται ως: «το θάρρος για την αλήθεια από μέρος εκείνου που μιλά και διακινδυνεύει να πει ολόκληρη την αλήθεια την οποία έχει στο νου του, είναι όμως επίσης το θάρρος του συνομιλητή ν ’αποδεχθεί ως αληθή την επώδυνη αλήθεια που ακούει». Εδώ η έννοια της παρρησίας έχει να κάνει με τη σχέση δασκάλου και μαθητή στα πλαίσια μιας παιδαγωγικής δραστηριότητας. Έτσι η παρρησία, ενώ θα μπορούσε να έχει, θεωρείται ότι δεν έχει κάποια πολιτική διάσταση.
Όμως ο Foucault κάνει και μια διάκριση ανάμεσα στη δημοκρατική παρρησία και στην αυτοκρατική παρρησία θέτοντας την πρώτη σε επίπεδο δημόσιου λόγου, ενώ τη δεύτερη σε επίπεδο ιδιωτικού. Έτσι η αυτοκρατική παρρησία σχετίζεται με το σοφό σύμβουλο ο οποίος απευθύνεται στον ηγεμόνα με στόχο την ανάδειξη της αλήθειας που θεωρεί ότι του αποκρύπτουν οι κόλακες. Είναι με άλλα λόγια το θάρρος του συμβούλου που διακινδυνεύει ακόμη και τη ζωή του στο όνομα εκείνης της αλήθειας που έχει στο νου του, αλλά και το θάρρος της αποδοχής ή μη από τον αποδέκτη αυτής της αλήθειας. Είναι επομένως μια υπόθεση που ενώ μπορεί να έχει πολιτική διάσταση, άσχετα με το εάν αφορά έναν, λίγους ή πολλούς, γίνεται σε ένα προσωπικό-ιδιωτικό επίπεδο.
Η δημοκρατική επομένως παρρησία σχετίζεται και αφορά εκείνον που απευθύνεται ανοιχτά – μέσω του δημόσιου λόγου – στους πολλούς. Όταν μιλάμε για δημοκρατία ο στόχος πάντα είναι το κοινό καλό της πόλεως. Στόχος μπορεί επίσης να είναι η αυτο-διαπαιδαγώγηση των πολιτών πάντα όμως με σκοπό το καλό της πόλεως. Στην αρχαία Ελλάδα παράδειγμα τέτοιας διαδικασίας αυτο-διαπαιδαγώγησης αποτελούσαν οι μακροσκελείς ρητορικές διδαχές των σοφιστών μπροστά σε μεγάλο αριθμό ακροατών. Επομένως στην περίπτωση της ανάδειξης ή της διδαχής επί του καλού της πόλεως, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας μέσα στην οποία θα εκδηλωθούν ελεύθερα και με παρρησία όλες οι αλήθειες για το κοινό καλό.
Δεδομένων των παραπάνω και κάνοντας μια διάκριση ανάμεσα στην (ας την πούμε) ιδιωτική και στη δημόσια (πολιτική) παρρησία ο γενικός ορισμός της παρρησίας ως ελεύθερη έκφραση γνώμης, ως έκφραση δηλαδή μιας άποψης με θάρρος και ειλικρίνεια, ενώ δεν είναι εσφαλμένος, αποδεικνύεται ελλιπής αλλά και προβληματικός.
Κατά τον Καστοριάδη παρρησία είναι η ευθαρσής έκφραση της σκέψης, σχετικά με δημόσιες υποθέσεις. Ενδιαφέρουσα όμως είναι η άρρηκτη σχέση της παρρησίας με τη δημοκρατία. Διότι η εκτός δημοσίας σφαίρας παρρησία δεν έχει στην ουσία νόημα καθώς η επίκλησή της σε ιδιωτικό επίπεδο (ανεξάρτητα από το θάρρος ή την ειλικρίνεια της γνώμης) είναι – αν όχι εχθρική – απολύτως άσχετη με τη δημοκρατία. Δεν είναι όμως μόνον μια άσχετη ιδιωτική υπόθεση, αλλά είναι και συνδεδεμένη με μια ολιγαρχική αντίληψη της ίδιας της αλήθειας ως αληθώς λέγειν.
Έτσι η «ιδιωτική» παρρησία εμπεριέχει την έννοια της διακινδύνευσης του σοφού που συμβουλεύει τον ηγεμόνα (ακόμη και για δημόσια θέματα), αλλά και του δασκάλου που συνδιαλέγεται με τον μαθητή. Αυτό ωστόσο γίνεται απουσία (a priori) μιας δημοκρατικά αποδεκτής αλήθειας. Διότι εάν αποδεχτούμε ότι ο μόνος φορέας «δημιουργίας» αλήθειας και πραγματικότητας είναι οι πολίτες (ο Δήμος) που μέσα στο δημοκρατικό πολίτευμα δρουν για το καλό της πόλεως, οποιοσδήποτε άλλος (ένας ή ολίγοι) δεν είναι σε θέση να «σχηματίσουν» δημοκρατικά αποδεκτή αλήθεια. Μπορούν μόνο να αναπαράγουν (σε ιδιωτικό ή δημόσιο επίπεδο) την κοινή δημοκρατική αλήθεια ή να προτείνουν δημόσια τη δική τους. Παράδειγμα μιας τέτοιας ιδιόμορφης «ιδιωτικής» παρρησίας υπήρξε και ο λόγος του Σωκράτη. Ο Σωκράτης εκτός από ολιγαρχικών πεποιθήσεων υπήρξε και φορέας μιας «αντιθετικής» παρρησίας. Αυτό διότι ενώ διατείνεται ότι αποβλέπει στο καλό της πόλεως, πρώτον δεν συμμετέχει στη δημόσια σφαίρα (δηλαδή στην εκκλησία του δήμου) και δεύτερον περιορίζεται στην αμφισβήτηση της αλήθειας των άλλων. Για να το καταφέρει αυτό, αποφεύγει το «σχηματισμό» μιας δικής του αλήθειας που στη συνέχεια θα προτείνει στην εκκλησία του δήμου και μάλιστα φτάνει στα όρια της απαξίας του άλλου, ενώ ταυτόχρονα – για να τον καθυποτάξει οριστικά – επικαλείται την ψυχή του.
Αντίθετα στην δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας η επίδραση της παρρησίας στη διαμόρφωση της πραγματικότητας ήταν απολύτως καθοριστική. Σε σημείο όπου η ίδια η πραγματικότητα «κατασκευαζόταν» μέσα από τον με παρρησία λόγο…το αληθώς λέγειν για τα ζητήματα της πόλεως. Πράγματι για τον δημοκρατικό πολίτη η πραγματικότητα δεν ήταν κάτι προκαθορισμένο ή θεόσταλτο.
Οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να δρουν, να σκέφτονται και να διαλέγονται μέσα σ’ αυτόν τον παρόντα, μοναδικό και χειροπιαστό κόσμο όπου το θεωρούμενο ως φυσικό δεν ταυτιζόταν κατ’ ανάγκη και με το πραγματικό. Με την έννοια ότι αυτό που τελικώς καθόριζαν εκείνοι, ήταν και το πραγματικό… ήταν η δική τους αλήθεια. «Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος», υποστήριζε με σθένος ο Πρωταγόρας «για όσα υπάρχουν, ότι υπάρχουν, και για όσα δεν υπάρχουν, ότι δεν υπάρχουν». Ήταν επομένως αυτεξούσιοι να αποφασίζουν μόνοι τους για τη ζωή τους. Ασφαλώς αυτό δεν ισοδυναμούσε με μια κατάσταση όπου ο καθένας έλεγε ό,τι του κατέβαινε, άλλωστε για την αποφυγή αυτού του ενδεχομένου – αλλά και της δημαγωγίας – είχε εφευρεθεί ο θεσμός της γραφής παρανόμων. Η γραφή παρανόμων επέτρεπε σε οποιοδήποτε πολίτη να καταγγείλει οποιαδήποτε πρόταση προς την εκκλησία του δήμου η οποία ήταν ενάντια στο κοινό συμφέρον ή ερχόταν σε αντίθεση με παλαιότερους νόμους. Επίσης στην αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία η παρρησία ήταν προϊόν συστηματικής καλλιέργειας. Ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των πολιτών ώστε αυτοί να συμμετέχουν στα κοινά με τρόπο τέτοιο σαν αυτά να τους αφορούσαν προσωπικά, δημιουργώντας έτσι τόσο την έννοια της υποχρέωσης όσο και της υπευθυνότητας.
Επιπρόσθετα το άτομο στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχε έξω και πάνω απ’ την πόλη. Υπήρχε μέσα στην πόλη και ωφελούνταν από αυτή μόνον λειτουργώντας προς όφελός της. Στη δημοκρατία επομένως η παρρησία είχε αξία μόνο στα πλαίσια της αγωνιώδους συλλογικής προσπάθειας να αναζητηθεί, να αποφασιστεί και να δημιουργηθεί μια πραγματικότητα που κεντρικός άξονάς της είναι πάντα το καλό της πόλεως. Με αυτό – εκτός των άλλων – το αξιοθαύμαστο «σκεπτικό» οι αρχαίοι Αθηναίοι κατάφεραν να δημιουργήσουν ταυτόχρονα δημοκρατία (ως άμεση συμμετοχή στα κοινά) και φιλοσοφία (ως αντιπαράθεση με την εξουσία).
Έτσι η παρρησία έχει νόημα μόνον όταν θέλουμε να μιλάμε για δημοκρατία. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις είναι μια ιδιωτική υπόθεση εξαιρετικά αμφισβητήσιμης ωφέλειας για τον κοινό κόσμο που στην αρχαιότητα οι Έλληνες ονόμαζαν πόλη.