Στις αναλύσεις τους σχετικά με το πολυεπίπεδο και πολυσήμαντο θεατρικό έργο Marat/Sade του Peter Weiss, οι σχολιαστές συμφωνούν πως η κεντρική αντιπαράθεση είναι αυτή μεταξύ του Jean-Paul Marat και του Marquis de Sade. Ο μεν, κεντρική φιγούρα της Γαλλικής επανάστασης, ριζοσπάστης για την εποχή του Ιακωβίνος, υπέρμαχος των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, των προοδευτικών ιδεών του Διαφωτισμού και ενός πρώιμου Σοσιαλισμού. Ο δε, αριστοκρατικής καταγωγής υποστηρικτής της επανάστασης, στην άκρα αριστερά των Ιακωβίνων, διαβόητος για τα προκλητικά του γραπτά και τον ελευθέρων ηθών βίο του. Ο David Krasner υποστηρίζει πως στην σύγκρουση ιδεών που εμπεριέχεται στους διαλόγους του Marat με τον Sade μπορούμε να δούμε την σύγκρουση του πολιτικοποιημένου μοντερνισμού με τον απο-πολιτικοποιημένο μεταμοντερνισμό. Αναλύοντας τον Sade ως τον χαρακτήρα που καταρρίπτει κάθε είδους ιεραρχία, αδιαμφισβήτητη απάντηση και ολιστική αφήγηση, ο Krasner βρίσκει σε αυτόν την ουσία του μεταμοντερνισμού, καταλήγοντας πως “η αντι-πολιτικοποίηση του Sade χαρακτηρίζει το μεταμοντερνισμό”. Στα λόγια του Sade φαίνεται καθαρά η απέχθειά του για μια επανάσταση που δεν προάγει την ατομική ιδιαιτερότητα και ελευθερία, αξίες που ο μεταμοντερνισμός τοποθετεί κεντρικά στην θεώρησή του για την κοινωνία και τον άνθρωπο:

“Και τώρα Marat, τώρα βλέπω πού οδεύει αυτή η επανάσταση, στην φθορά του ατομικού ανθρώπου, και σε μια αργή συγχώνευση στην ομοιομορφία, στον θάνατο της επιλογής, στην αυταπάρνηση, στην θανάσιμη αδυναμία, σε ένα κράτος που δεν έχει συμβόλαιο με τα άτομα αλλά είναι απόρθητο” (πράξη 1, σκηνή 20).

Στο τέλος του έργου, ο Sade μας λέει εμφατικά πως από την σύγκρουση ιδεών Μarat – Sade δεν είναι δυνατό να καταλήξει κανείς σε συμπεράσματα σχετικά με την επανάσταστη, την κοινωνική αλλαγή και την εξουσία, και ότι η αναμέτρηση των δύο απόψεων συνεχίζεται επ’ άπειρο. Το ενδιαφέρον στην μετά τον μεταμοντερνισμό εποχή μας, πενήντα χρόνια μετά το Marat/Sade, είναι να κάνουμε μια αποτίμηση της σύγκρουσης των δύο φιλοσοφικών, πολιτικών και καλλιτεχνικών τάσεων, για να αναρωτηθούμε τη σημασία που έχει η κάθε μια για μας σήμερα και να αξιολογήσουμε την αντοχή τους στο χρόνο. Zωντανά νοήματα ή πολτοποίηση των ταυτοτήτων; Διάδραση ή κτητικός ατομικισμός; Πάθος για την πολιτική ή απο-πολιτικοποίηση; Ο Καστοριάδης μιλά απαξιωτικά για τον μεταμοντερισμό:

“είναι βαρύγδουπος και κενός. Eπειδή δεν έχει τίποτε να πει, επαναλαμβάνει και ξανασυνθέτει τα ήδη ειπωθέντα. … Ο μεταμοντερνισμός είναι επίπεδος και ασπόνδυλος. H κύρια αξία του συνίσταται στο ότι έδειξε, διά της αντιθέσεως, πόσο εξαίσια ήταν η μοντέρνα εποχή.”

Στο γενικό φιλοσοφικό επίπεδο στο οποίο κινείται η σκέψη του Καστοριάδη, δεν είναι δύσκολο να συμφωνήσει κανείς μαζί του ως προς το ποιόν του μεταμοντερνισμού. Ο μεταμοντερνισμός, διακηρύττωντας το τέλος της ιστορίας των ιδεών, στέκεται βουβός μπροστά στις αγωνίες του σύγχρονου κόσμου για κατευθύνσεις και ρίζες. Αν εστιάσουμε στο θέατρο παρόλα αυτά, οι μεταμοντέρνες τεχνικές μπορούν να λειτουργήσουν ευρηματικά στη σκηνή: ο μεταμοντέρνος χειρισμός της τεχνικής του έργου-μέσα-στο-έργο, για παράδειγμα, επιτρέπει να παρακολουθήσουμε έναν Marat να έρχεται αντιμέτωπος με έναν Sade με τρόπο που δεν θα μπορούσαμε να τους δούμε μέσα στον ιστορικό χρόνο. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια πως ο Weiss δεν εγκαταλείπει τον μοντερνισμό, καθώς έχει σαφή πολιτικό σκοπό: να στοχαστεί γύρω από την αποτελεσματικότητα της επαναστατικής διαδικασίας και να διαδώσει την ανάγκη του έντονου προβληματισμού γύρω από την πολιτική σκέψη.

H κατά περίπτωση ενδιαφέρουσα εφαρμογή μεταμοντέρνων ιδεών, ωστόσο, δεν αναιρεί την γενική διαπίστωση σχετικά με την κενότητα του μεταμοντερνισμού. Η επιτήδευση των πολλαπλών επιπέδων όπου η σύγχυση των ταυτοτήτων εκτός από εργαλείο γίνεται και ζητούμενο για χάρη της πρωτοτυπίας, φανερώνει την γύμνια των έργων τέχνης που επιμένουν στην μεταμοντέρνα αντίληψη. Είναι ίσως καιρός να δούμε τον μεταμοντερισμό σαν το κρεμμύδι που ο Πέερ Γκυντ του Ίμπσεν ξεφλουδίζει για να δει αν υπάρχει τίποτα στο κέντρο του, ώσπου μένουν στα χέρια του μόνο σκόρπια φύλλα, για να διαπιστώσει στο τέλος πως “δεν υπάρχει καρδιά εδώ μέσα”. Ψάχνοντας την καρδιά του μεταμοντερνισμού βρίσκουμε μόνο αλλεπάλληλα στρώματα ιδεών αλλά όχι πυρήνα. Βιώσαμε με τον μεταμοντερνισμό πολλούς θανάτους. Τον θάνατο του στυλ, του συγγραφέα, της ουσίας, των ταυτοτήτων. Ο μεταμοντερνισμός παρόλα αυτά συνεχίζει να σαγηνεύει, με τα πολλαπλά του επίπεδα ερμηνείας – πολλά όσα τα φύλλα του κρεμμυδιού – και με τις επιτηδευμένες συγκινήσεις που προκαλεί – σαν τα ψεύτικα δάκρυα κάποιου που καθαρίζει ένα κρεμμύδι. Γίνεται φανερό πως ο μεταμοντερισμός χρησίμεψε στο να αναδείξει, εκτός από το πόσο εξαίσιος είναι ο μοντερνισμός, και την παράλογη πτυχή του: αυτή του αδιεξόδου της αέναης κίνησης προς τα εμπρός, της αέναης προόδου και αύξησης των κάθε είδους δυνάμεων, δυνατοτήτων και επιλογών. Οι απόψεις που διατυπώνονται για επιστροφή σε έναν νέο ρεαλισμό ή στον ίδιο τον μοντερνισμό δείχνουν σίγουρα την αγωνία των δημιουργών για την ψηλάφιση της κατεύθυνσης στην οποία κινείται ή θα έπρεπε ή θα μπορούσε να κινηθεί ο πολιτισμός της εποχής μας προκειμένου να αποκτήσει και πάλι νόημα. Αν υπάρχει μια ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα αυτό, δεν μπορεί να ειναι η μεταμοντέρνα πολτοποίηση, ούτε η επανάληψη του μοντερνισμού βασισμένου στον εξελικτισμό και στην αέναη (φιλελεύθερη ή Μαρξιστική) πρόοδο. Το βέβαιο είναι πως η θεώρηση των πραγμάτων από μια θέση ουσίας είναι το εφαλτήριο για την αναζήτηση νέων τρόπων και σχημάτων της ανθρώπινης σκέψης.