14501842_1485406218141120_1748116631_n

Του Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη

Στο προηγούμενο άρθρο που δημοσιεύτηκε σε αυτόν τον ιστότοπο, διατύπωσα την ανάγκη αλλαγής του πολιτικού συστήματος προς την κατεύθυνσης μιας αντιπροσωπευτικής προσομοίωσης. Εκτέθηκαν τα γνωρίσματα της νεώτερης πολιτείας, καθώς και αυτά της αντιπροσωπευτικής πολιτείας, η οποία (όπως την όρισα), μεταβάλλει την κοινωνία από ιδιώτη σε θεσμό (εντολέα) του πολιτικού προσωπικού (εντολοδόχου). Ωστόσο, η συζήτηση για ένα θεωρητικό εγχείρημα που θα προκρίνει τον συνυπολογισμό της κοινωνικής βούλησης στη λήψη των αποφάσεων, θέτει ως ιδρυτική προϋπόθεση την πραγμάτευση εκ νέου ορισμένων κεντρικών εννοιών της πολιτικής θεωρίας. Στο κείμενο που ακολουθεί, το επίκεντρο της προσοχής εστιάζεται στην κομβική έννοια της ελευθερίας, η οποία, όπως θα καταδειχθεί, σε ό,τι αφορά τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής, λειτουργεί ως εξακρίβωση του πολιτικού συστήματος.

Όπως εξηγήθηκε στο πρώτο κείμενο, η μετάβαση από την απολυταρχία στο νεώτερο κόσμο και τον κοινοβουλευτισμό έφερε για τις κοινωνίες της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα την κατοχύρωση της ατομικής ελευθερίας και των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Στο περιβάλλον αυτό αναδύθηκαν οι δύο κύριοι ιδεολογικοί άξονες που κυριαρχούν στο δυτικοευρωπαϊκό στερέωμα αρχικά και μετά σε παγκόσμια κλίμακα εδώ και περίπου δύο αιώνες: ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός. Ο πρώτος, έχοντας ήδη εκφράσει μέσω των θεωρητικών του κοινωνικού συμβολαίου ορισμένες συνιστώσες του1, υπεράσπιζε ήδη από τις απαρχές του μέχρι σήμερα την ερμηνεία της ελευθερίας ως απουσία εμποδίων ή περιορισμών2. Η προσέγγιση αυτή βρήκε την ουσιαστική συνεκτική της διατύπωση στον 20ο αιώνα στο περιβόητο δοκίμιο του Isaiah Berlin «Οι δύο έννοιες της ελευθερίας», στο οποίο ο φιλελεύθερος συγγραφέας και ιστορικός των πολιτικών ιδεών διατυπώνει την προτίμησή του (για λόγους που δε θα αναφέρουμε εδώ) για την εκδοχή της ελευθερίας ως «αρνητικής»3. Δηλαδή, το άτομο πρέπει να αφήνεται ανεμπόδιστο από το κράτος να επιδιώκει τον δικό του τρόπο ζωής, την δική του αντίληψη περί αγαθού βίου και τους δικούς του στόχους. Στο περιβάλλον της οικονομίας, η «αρνητική» ελευθερία αποτέλεσε κεντρική αντίληψη για την επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας του ιδιώτη επιχειρηματία (εντός της κρατικής επικράτειας) χωρίς να εμποδίζεται η ίδια από το κράτος. Σε αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, θα υπήρχε βλάβη στην ελευθερία του ατόμου. Οι αρχές λοιπόν του φιλελευθερισμού (με βάση και όσα ειπώθηκαν στην πρώτη μας δημοσίευση) ταυτίζονται με αυτές που διέπουν τη νεότερη πολιτεία: 1) πολιτικό σύστημα που περιέρχεται ολόκληρο στο κράτος, 2) διάκριση εξουσιών, 3) ατομική ελευθερία και κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα, 4) κράτος δικαίου, 5) κοινωνία με ρόλο νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού (άσκηση δικαιώματος ψήφου).

Στο πλαίσιο αυτό γίνεται προφανές, ότι οι πολιτικές του νέου πολιτικού συστήματος είναι ταξικά προσανατολισμένες, καθώς ωφελούν τους κατόχους του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Η μετάβαση στην νέωτερη εποχή με όρους στοιχειώδους ελευθερίας ολοκληρώθηκε με την θεωρητική υπεράσπιση των δυνάμεων της εργασίας, δηλαδή το σοσιαλισμό. Εκκινώντας από την κριτική του στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής, ο Marx θεώρησε ότι ο καπιταλισμός έχει συγκεκριμένο χρόνο κατάρρευσης και ότι το τέλος του θα διαδεχτεί (σύμφωνα με την τυπολογία της εξέλιξης των σταδίων που διατύπωσε) η αταξική κοινωνία. Ωστόσο, επειδή η πρόβλεψη αυτή του στοχαστή έμοιαζε να λαμβάνει αξίωση επιστημονικής εγκυρότητας, απεδείχθη μελλοντικά ότι η αταξική κοινωνία όχι μόνο δεν επετεύχθη, αλλά ότι ο καπιταλισμός επεκτάθηκε πλανητικά κιόλας. Η «Αριστερά» (δηλαδή το αντίπαλο σύνολο ιδεών που υπεράσπιζε τις δυνάμεις εργασίας) χρησιμοποίησε τα εξωθεσμικά μέσα πίεσης ώστε και οι «προλετάριοι» να ωφελούνται από τις πολιτικές αποφάσεις. Αυτή η πίεση των εργασιακών δυνάμεων δεν απαιτούσε αλλαγή πολιτικού συστήματος, αλλά διεκδικούσε δικαιώματα που θα οδηγούσαν σε βελτίωση των συνθηκών της εργασίας και της ζωής της μεσαίας και εργατικής τάξης. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι το κράτος πιεζόταν να παρέμβει και να οριοθετήσει τη δραστηριότητα του επιχειρηματία, ώστε να ωφεληθούν οι ασθενέστεροι. Επομένως, η Αριστερά συναινούσε στον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος, όπως και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, με τη διαφορά ότι η ιδιοκτησία της οικονομίας έπρεπε να ανήκει σύμφωνα μ’ αυτήν μερικά ή κατ’ αποκλειστικότητα στο κράτος (πάλι κάποιος εκτός κοινωνίας). Εκεί όμως που εφαρμόστηκε ολοκληρωμένα το πρόταγμα αυτό, η κατάληξη ήταν ο ολοκληρωτισμός (το ανήκειν και της οικονομίας στο κράτος έχει ως αποτέλεσμα η εξουσία να συγκεντρώνεται στα χέρια ενός ή λίγων). Συνεπώς, ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν ένα πολιτειακό-οικονομικό φαινόμενο που υπήρξε παράλληλα με τον καπιταλισμό της ιδιωτικής οικονομίας ως ένας ξεχωριστός τύπος καπιταλισμού που αντί να συσσωρεύει το κεφάλαιο στα χέρια ιδιωτών, το κεφάλαιο συγκεντρωνόταν στο κράτος, δηλαδή στα πρόσωπα που ηγεμόνευαν.

Η παγκοσμιοποίηση ως το φαινόμενο που σηματοδοτεί την πλανητική επέκταση της οικονομίας, της επικοινωνίας, της τεχνολογίας, οδήγησε στη δραστηριοποίηση των αστικών δυνάμεων πέρα από τα όρια του κράτους. Η μετάβαση της οικονομίας σε άλλη εποχή δε συνοδεύτηκε ωστόσο με μεταβολή της θεσμικής πραγματικότητας ώστε να εξισορροπηθεί το χάσμα που υπάρχει ακόμα. Η Αριστερά από τη μεριά της, αδυνατώντας να εκφράσει άλλο πρόταγμα, έμεινε προσκολλημένη στο αξιακό, ιδεολογικό, πολιτειακό περιβάλλον του 19ου αιώνα. Αδυνατεί ακόμα να κατανοήσει ότι τα εξωθεσμικά μέσα πίεσης, δεν παράγουν απολύτως κανένα αποτέλεσμα. Και από τη στιγμή που μένει εγκιβωτισμένη στο παρελθόν, σταδιακά τοποθετεί τον εαυτό της στο «χρονοντούλαπο» της ιστορίας, αφού δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις κοινωνίες ως εντολείς, παρά ως διαδηλωτές ή ιδιώτες που νομιμοποιούν το πολιτικό σύστημα.

Η παραπάνω σύντομη περιγραφή του παρελθόντος έγινε ακριβώς με σκοπό να δείξει, ότι οι θεωρίες που συνέβαλαν στη μετάβαση από την απολυταρχία στην πρώιμη ανθρωποκεντρική πολιτεία, δεν μπορούν να προσφέρουν πλέον εκείνο το γνωσιολογικό υπόβαθρο που θα θεμελιώνει με επιχειρήματα τη μετατροπή της κοινωνίας σε συντεταγμένο θεσμό της πολιτειακής πραγματικότητας. Το αίτημα για προσομοίωση αντιπροσώπευσης, καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση των εννοιών που πραγματεύεται η πολιτική θεωρία εκκινώντας παρακάτω από αυτήν της ελευθερίας.

Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, η φιλελεύθερη προσέγγιση της ελευθερίας συνδέθηκε με την απουσία παρεμβάσεων και εμποδίων. Είτε αναφερθεί κανείς στην πτέρυγα των φιλελεύθερων που δίνει έμφαση στην αρχή της ισότητας, είτε σε αυτούς που αποδέχονται το ελάχιστο κράτος, η αντίληψη περί ελευθερίας είναι η ίδια4. Η διαφορά έγκειται στην αναγκαιότητα ή μη παρέμβασης του κράτους για να ενισχυθούν οι ασθενέστεροι. Πριν γίνει η διάκριση αυτή εντός της φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας, η συγκεκριμένη αντίληψη της ελευθερίας ήταν το αποτέλεσμα της προτίμησης που έγινε ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα ανάμεσα στη λεγόμενη «ελευθερία των αρχαίων» και την «ελευθερία των νεωτέρων». Η διάκριση αυτή έγινε από τον Benjamin Constant, έναν φιλελεύθερο φιλομοναρχικό συγγραφέα και πολιτικό. Στην περίφημή του διάλεξη5, εξέφρασε την άποψη ότι οι νεώτεροι προτιμούν την ιδιωτική τους ελευθερία, ενώ οι αρχαίοι (αναφερόμενος στη Σπάρτη, στη Ρώμη και κυρίως στην Αθήνα) έδιναν έμφαση στην πολιτική τους ελευθερία, δηλαδή τη συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις, με κόστος όμως την απουσία της ατομικής. Η άποψη αυτή που επρόκειτο να υιοθετηθεί από όλους τους μελλοντικούς φιλελεύθερους, προέβαλε την ασυμβατότητα μεταξύ ατομικής και πολιτικής ελευθερίας. Η επικράτηση της πολιτικής ελευθερίας οδηγεί στην αναίρεση της ατομικής, δηλαδή στη δυνατότητα να επιλέγει το άτομο τους όρους του δικού του βίου. Ο Constant, διατεινόμενος ότι «στους αρχαίους, το άτομο….κατέχει θέση δούλου στο πλαίσιο των ιδιωτικών του σχέσεων»6, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η δημοκρατία οδηγεί στον αυταρχισμό και ότι αξιακά η ατομική ελευθερία είναι ανώτερη της πολιτικής7.

Καταρχάς, είναι αναγκαίο να τονίσω ότι η θέση του στοχαστή είναι απόρροια της πεποίθησης ότι το πολιτικό σύστημα ταυτίζεται με το κράτος. Η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον δήμο (το σώμα των πολιτών), για τον εν προκειμένω συγγραφέα, σημαίνει ότι η πολιτική κοινωνία έρχεται σε ταύτιση με την κρατική εξουσία. Διαφεύγει της προσοχής του στοχαστή, ότι στη δημοκρατία το πολιτικό σύστημα αποσπάται από την ιδιοκτησία του κράτους και ενσαρκώνεται από το συντεταγμένο σώμα των πολιτών. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία δεν εισάγει σχέσεις εξουσίας, αλλά τις καταργεί. Ο Constant θεωρεί ότι διατηρείται μια σχέση εξουσιαστών και εξουσιαζομένων στη δημοκρατική πολιτεία, σαν να επρόκειτο για ένα αυταρχικό καθεστώς που έχει εξ ορισμού συγκεκριμένο υποκείμενο εξουσίας. Αυτός είναι ο λόγος που οδηγείται στην παράλογη κατά τη γνώμη μου θέση, ότι η πολιτική αυτοκυβέρνηση ισοδυναμεί με το δεσποτισμό8. Δεν είναι δυνατόν να εντοπίσουμε επομένως και σε ένα απολυταρχικό καθεστώς άτομα που έχουν την πολιτική ελευθερία, καθώς δεν τους αναγνωρίζεται καμία ελευθερία. Η υπεράσπιση ωστόσο της θέσης αυτής αλλοιώνει το περιεχόμενο της δημοκρατίας, αλλά επίσης θέτει τη νεότερη πολιτεία σε αξιακή ανωτερότητα από τη δημοκρατία της πόλης-κράτους.

Οι παραπάνω θέσεις του συγγραφέα οδηγούν και σ’ ένα άλλο παράδοξο: προτιμάται το άτομο να παραμένει ιδιώτης έχοντας την ατομική του ελευθερία και τα δικαιώματα απέναντι στο κράτος πολιτικής κυριαρχίας, αλλά υπάρχει απέχθεια στην ιδέα της συγκρότησης της κοινωνίας σε δήμο, διότι σύμφωνα με το επιχείρημα του στοχαστή, θα θυσιαστεί η ατομική ελευθερία. Η ανάγνωση του αρχαίου κόσμου με όρους υποτίμησης είχε ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση του νεώτερου κόσμου ως του κατ’ εξοχήν προτύπου και εξόχου υποδείγματος. Ωστόσο, η συνολική επιχειρηματολογία που επιστρατεύθηκε από στοχαστές όπως ο Constant, θεμελίωσαν το νεώτερο πολιτικό σύστημα σε μια εποχή όπου ήταν αναγκαία η απαλλαγή από τη δεσποτική πολιτεία. Στο στάδιο που διανύουμε εμείς, η επίκληση στις απόψεις θεωρητικών του 19ου αιώνα (ή ακόμα και του 20ου) και η αντιμετώπισή τους ως σταθερά διαχρονικών αληθειών τη στιγμή που διατυπώνονται σε ένα ιστορικό πλαίσιο εντελώς διαφορετικό, μας αποτρέπει να υιοθετήσουμε μια εξελικτική προσέγγιση της πορείας των κοινωνιών αλλά και μας εγκιβωτίζει αντιδραστικά στο παρελθόν. Επομένως, τα επιχειρήματα στοχαστών όπως ο Constant, είναι εσφαλμένα τόσο από την οπτική της ορθότητας, αλλά επίσης είναι και συντηρητικά, διότι δεν οικοδομούν ένα πρόταγμα μετάβασης των κοινωνιών στο μέλλον, ενώ κάτι τέτοιο έχουν πραγματοποιήσει οι άξονες της επικοινωνίας και της οικονομίας.

Επιχειρώντας να προτείνω ένα άλλο περιεχόμενο της ελευθερίας, που θα ανταποκρίνεται περιγραφικά σε όλα τα πολιτικά συστήματα που την κατοχυρώνουν, υιοθετώ τον ορισμό αυτής ως αυτονομίας9. Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που δύναται να αποφασίζει για τον εαυτό του και όχι κάποιος άλλος. Τα πεδία εκδήλωσης της ελευθερίας ως αυτονομίας είναι τρία: α) ατομική, β) πολιτική, γ) κοινωνική. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, στην εποχή μας συντρέχει μόνο η ατομική ελευθερία, δηλαδή η δυνατότητα του ατόμου να αποφασίζει για τον εαυτό του στην προσωπική του ζωή.

Η παραπάνω διατύπωση καθιστά προφανές, ότι δεν υφίσταται ούτε η πολιτική ούτε η κοινωνική ελευθερία10. Η νεώτερη πολιτική θεωρία, επίσης, προχώρησε σε ένα άλμα αυθαιρεσίας καταλήγοντας στην ταύτιση της πολιτικής ελευθερίας με την έννοια του δικαιώματος. Δηλαδή, το δικαίωμα της απεργίας, της διαδήλωσης, αποτελεί για έναν νεώτερο ή και σύγχρονο πολιτικό φιλόσοφο εκδήλωση πολιτικής ελευθερίας. Ο Constant, εν προκειμένω, διατυπώνει ξακάθαρα: «…., η ελευθερία ισοδυναμεί για τον καθένα με το δικαίωμα να επηρεάζει την άσκηση του έργου της κυβέρνησης, είτε υποδεικνύοντας το σύνολο ή μέρος των κυβερνητικών λειτουργιών, είτε μέσω αντιπροσώπων, είτε μέσω σύνταξης αναφορών και διατύπωσης αιτημάτων, τα οποία η κυβέρνηση υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό»11 Όμως, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται παραπάνω, η πολιτική ελευθερία προκρίνει την αυτονομία στο πεδίο της λήψης των αποφάσεων. Εκεί που λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις, ελεύθερος είναι αυτός που θεσμικά δύναται να αποφασίσει για τον εαυτό του και όχι κάποιος άλλος. Αντιθέτως, το δικαίωμα συγκροτεί τη δυνατότητα πίεσης του πολιτικού συστήματος με σκοπό την ωφέλεια της κοινωνίας που είναι ιδιώτης ώστε να ληφθεί μια απόφαση από το πολιτικό προσωπικό για λογαριασμό της τελευταίας. Επομένως, ενώ η πολιτική ελευθερία έχει χαρακτήρα αυτονομίας, το δικαίωμα είναι ετερονομικό. Αν υπήρχε πολιτική ελευθερία, η ανάγκη για επίκληση στο δικαίωμα εξωθεσμικών πιέσεων θα ήταν περιττή, καθώς ο δήμος θα ενσάρκωνε το πολιτικό σύστημα. Άρα το δικαίωμα υφίσταται εκεί που δεν συντρέχει η πολιτική ελευθερία.

Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην υπεράσπιση της θέσης, ότι το πολιτικό σύστημα της νεωτερικότητας δεν εγγράφεται ούτε στην αντιπροσώπευση ούτε στη δημοκρατία. Παρά τα όσα διατείνονται μέχρι σήμερα οι περισσότεροι εκ των διανοουμένων, η σημερινή πολιτεία δεν εντάσσεται κατά τη γνώμη μου σε κανένα από τα δύο πολιτειακά συστήματα, διότι απλούστατα η κοινωνία δεν αποτελεί θεσμική συλλογικότητα. Δε συγκροτεί δήμο της πολιτείας. Το σημερινό πολιτικό σύστημα που περιέρχεται στο κράτος είναι προ-αντιπροσωπευτικό, διότι η κοινωνία ως ιδιώτης νομιμοποιεί το πολιτικό προσωπικό και δεν ασκεί καμία άλλη αρμοδιότητα. Η μετάβαση της σύγχρονης πολιτειακής πραγματικότητας στην αντιπροσώπευση και μακροπρόθεσμα στη δημοκρατία θα κατοχυρώσει για τις κοινωνίες τη μερική πολιτική ελευθερία και ολόκληρη την πολιτική ελευθερία αντίστοιχα με αποτέλεσμα στην τελευταία να αναιρείται οποιαδήποτε σχέση εξουσίας.

Άρα, ο ορισμός της ελευθερίας ως αυτονομίας λειτουργεί καταλυτικά στη διατύπωση μιας τυπολογίας που εξηγεί τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής εκκινώντας από την πρώιμη ανθρωποκεντρική πολιτεία της εποχής μας και καταλήγοντας στην κορύφωση της εξελικτικής διαδρομής της κοινωνίας, στη δημοκρατία. Το συμπέρασμα αυτό ενέχει και μια σημαντική προέκταση που λειτουργεί ως απάντηση στο κύριο επιχείρημα στοχαστών, όπως ο Constant: ότι η ατομική ελευθερία λειτουργεί ως προϋπόθεση της πολιτικής ελευθερίας. Πρώτα απελευθερώνεται ο άνθρωπος ως ατομική οντότητα, αποκτά δηλαδή ατομική αυθυπαρξία και στη συνέχεια συσσωρεύει τις άλλες δύο εκδηλώσεις της ελευθερίας χωρίς να αναιρείται η πρώτη. Συνεπώς, «η μια πτυχή της ελευθερίας λειτουργεί σωρευτικά- από την άποψη του περιεχομένου και της χρονικής ακολουθίας-, όχι αναιρετικά στην άλλη»12.

Τα προαναφερθέντα συγκροτούν μια διαφορετική εικόνα για το σταδίο το οποίο διανύουμε. Δε βρισκόμαστε στο τέλος της ωριμότητας (κάτι που υπαινίσσεται ο χαρακτηρισμός του πολιτικού συστήματος ως δημοκρατικού), αλλά σε μια πρώιμη φάση, όπου οι κοινωνίες δεν έχουν καν τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων. Οπότε, κατά τη γνώμη μου, η πολιτική χειραφέτηση δεν εξαντλείται στο παρόν, αλλά αντιθέτως η πορεία της είναι σχετικά ακόμα στην εκκίνηση. Η παρατήρηση αυτή αντιτίθεται στη θεώρηση του κόσμου που προβάλλεται από τη νεωτερική πολιτική φιλοσοφία, η οποία, αν και αναγνωρίζω ότι είχε προοδευτικό πρόσημο στο παρελθόν, αντιμετωπίζει το παρόν ως διαρκές και στατικό, καθώς τοποθετεί την εποχή μας σε τελείως διαφορετικό στάδιο απ’ αυτό που πραγματικά είναι.

Επανερχόμενος στο καίριο ζήτημα της ελευθερίας, πρέπει να προστεθεί ότι ο ορισμός της ως αυτονομίας δεν ανταποκρίνεται μόνο ως περιγραφικός των ανθρωποκεντρικών πολιτειών αλλά προσφέρει επίσης και μια απάντηση για τη συμβατότητα ατομικής και πολιτικής ελευθερίας. Η δεύτερη, που σχετίζεται με την αυτονομία στο πεδίο της λήψης των αποφάσεων, συμβάλλει και στην ολοκλήρωση της ατομικής ελευθερίας. Αυτός που μετέχει στο συντεταγμένο θεσμικό σώμα των πολιτών, δύναται να επηρεάσει τις αποφάσεις που λαμβάνονται για τον ιδιωτικό του βίο. Κοντολογίς, ενώ το άτομο στη σημερινή πολιτεία επιχειρεί να υπερασπίσει την ατομικότητά του χωρίς να είναι εταίρος της πολιτείας, στην αντιπροσωπευτική πολιτεία και στη δημοκρατία γίνεται μέτοχος μιας διαδικασίας στην οποία καλείται να εκφράσει βούληση για τις συνθήκες που καθορίζουν το περιεχόμενο της ιδιωτικής του σφαίρας.

Κοντολογίς, στόχος μου ήταν στο συγκεκριμένο κείμενο να προτείνω ένα περιεχόμενο της ελευθερίας που θα περιγράφει τη σχέση κοινωνίας-πολιτικής λειτουργώντας ως δείκτης της πολιτικού συστήματος και αφετέρου θα ενισχύει το επιχείρημα μου για αλλαγή του. Επίσης, οφείλω να τονίσω, ότι επιχειρήθηκε στο κείμενο μια πρώτη προσπάθεια απάντησης στα κεντρικά επιχειρήματα της πολιτικής θεωρίας της νεωτερικότητας, η οποία εγγράφεται στο πλαίσιο ενός γενικότερου εγχειρήματος κριτικής του συστήματος σκέψης που ανυψώνει την εποχή μας στην καλύτερη από άποψη ιδεών, αξιών και ιδανικών που γνώρισε ποτέ η ανθρώπινη ιστορία. Ο εμπλουτισμός των επιχειρημάτων μου δε θα εξαντληθεί εδώ και ελπίζω η συζήτηση για το ενδεχόμενο αναθεώρησης ορισμένων πραγμάτων που θεωρούνται ακόμα δεδομένα, να τονωθεί ακόμα περισσότερο.


1 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πολιτική θεωρία του Locke: Λοκ Τζων, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως (μτφρ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης), Αθήνα:Πόλις, 2012 ( 1η έκδοση 1990 από εκδόσεις Γνώση)

2 Εντοπίζουμε τον ορισμό της ελευθερίας ήδη στον «Λεβιάθαν» του Hobbes : Χομπς Τόμας, Λεβιάθαν ή Ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής λαϊκής και πολιτικής κοινότητας, Κεφ.21

3 Berlin Isaiah, Τέσσερα Δοκίμια περί Ελευθερίας (μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου), Αθήνα: Scripta, 2001

4 Κύρια έργα του φιλελεύθερου εξισωτισμού είναι τα ακόλουθα: Rawls John, A Theory of Justice, Cambridge Mass: Belknap Press of Harvard University Press, 1999(Rev. Edition, 1st Edition 1971), Dworkin Ronald, Sovereign Virtue: The Theory of Practice and Equality, Harvard: Harvard University Press, 2002. Κύρια έργα της ελευθεριακής στροφής του φιλελευθερισμού είναι τα ακόλουθα: Nozick Robert: Anarchy, State and Utopia, New York: Basic Books, 1974, Hayek F.A, The Constitution of Liberty, Chicago: University of Chicago Press, 1978

5 Constant Benjamin, «Η ελευθερία των αρχαίων εν συγκρίσει προς εκείνη των νεοτέρων», στο Constant Benjamin, Περί ελευθερίας και ελευθεριών (μτφρ. Ε.Κόλλια-Τ.Δαρβέρης), Αθήνα:Ζήτρος, 2000, σ.33-63

6 Όπ.π…,σ. 38

7 Όπ.π..,σ.51

8 Με παρόμοια ορολογία το επιχείρημα αυτό θα επαναληφθεί από τον Alexis de Tocqueville και τον John Stuart Mill. Σε αυτούς τους στοχαστές το αίτημα για πολιτική αυτοκυβέρνηση μπορεί να οδηγήσει στη λεγόμενη «τυραννία της πλειοψηφίας», στην οποία οι αποφάσεις διαρκώς ωφελούν τους πολλούς και αγνοούν τη βούληση της μειοψηφίας.

9 Συμφωνώ με τον ορισμό της ελευθερίας και τα στάδια εξέλιξης της, όπως εκφράζονται στο έργο του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Γ.Κοντογιώργη. Ενδεικτικά βλ. Κοντογιώργης Δ. Γεώργιος, Πολίτης και Πόλις:Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, Αθήνα Εκδόσεις Παπαζήση,2003, σ.64-65 και γενικότερα το αντίστοιχο κεφάλαιο

10 Με την κοινωνική ελευθερία δε θα ασχοληθούμε εδώ. Είναι η αυτονομία του ατόμου στη σχέση του με διάφορα συστήματα και υποσυστήματα, όπως π.χ το οικονομικό.

11 Constant Benjamin, όπ.πσ.36

12 Κοντογιώργης Γεώργιος, Έθνος και «Εκσυγχρονιστική» Νεοτερικότητα, Αθήνα:Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2006, σ.64