Για το πρόβλημα της αιθαλομίχλης στην Κίνα και την οικολογική κρίση
μτφρ.: Νικόλας Γκίμπης
Τον Δεκέμβρη του 2016, η αιθαλομίχλη στις μεγάλες κινέζικες πόλεις έγινε τόσο πυκνή που χιλιάδες άνθρωποι δραπέτευσαν στην εξοχή, σε μια προσπάθεια να φτάσουν σε ένα μέρος όπου θα μπορούσαν ακόμη να δουν τον γαλάζιο ουρανό – αυτή η «αεραποκάλυψη» επηρέασε μισό δισεκατομμύριο ανθρώπους. Γι‘ αυτούς που έμειναν πίσω, η μετακίνηση άρχισε να μοιάζει με τη ζωή σε μια μετα–αποκαλυψιακή ταινία: άνθρωποι να περιφέρονται με μεγάλες αντιασφυξιογόνες μάσκες μέσα σε μια αιθαλομίχλη όπου ακόμα και τα τριγύρω δέντρα ήταν αόρατα [1]. Η ταξική διάσταση έπαιξε σημαντικό ρόλο: προτού ακόμα οι Αρχές αναγκαστούν να κλείσουν τα αεροδρόμια εξαιτίας της κακής ποιότητας του αέρα, όσοι είχαν τη δυνατότητα για μια ακριβή πτήση, εγκατάλειψαν τις πληγείσες πόλεις. Και, ακόμα χειρότερα, οι νομοθέτες του Πεκίνου ανέλαβαν να κατατάξουν την αιθαλομίχλη [2] στις μετεωρολογικές καταστροφές, μια ενέργεια της φύσης, όχι ένα αποτέλεσμα της βιομηχανικής ρύπανσης, έτσι ώστε να αποτρέψουν τις κατηγορίες προς τις Αρχές για την καταστροφή. Μια νέα κατηγορία προσφύγων προστέθηκε στη μακρά λίστα εκείνων που προέρχονται απ‘ τον πόλεμο, τις ξηρασίες, τα τσουνάμι, τους σεισμούς, τις οικονομικές κρίσεις – οι πρόσφυγες της αιθαλομίχλης.
Ίσως το πιο τρομερό πράγμα σχετικά μ‘ αυτή την αεραποκάλυψη είναι η γρήγορη κανονικοποίησή της: από τη στιγμή που οι Αρχές δεν μπορούν άλλο να αρνούνται το πρόβλημα, θέσπισαν διαδικασίες που θα επέτρεπαν κατά κάποιο τρόπο στους ανθρώπους να συνεχίσουν την καθημερινότητά τους ακολουθώντας νέες ρουτίνες, σαν η καταστροφική αιθαλομίχλη να ήταν ένα νέο δεδομένο της ζωής. Σε μέρες που ορίστηκαν, προσπαθεί κανείς να μείνει σπίτι όσο το δυνατόν περισσότερο και, αν είναι απαραίτητο, να κυκλοφορεί με μάσκα. Τα παιδιά χαίρονται στην είδηση ότι για αρκετές ημέρες τα σχολεία θα παραμείνουν κλειστά – μια ευκαιρία να κάτσουν σπίτι και να παίξουν. Ένα ταξίδι στην εξοχή, όπου ο γαλανός ουρανός είναι ακόμη ορατός, γίνεται η μοναδική ευκαιρία που ψάχνει κάποιος (υπάρχουν ήδη ταξιδιωτικά γραφεία στο Πεκίνο που ειδικεύονται σε τέτοιου τύπου ημερήσιες εκδρομές). Το σημαντικό είναι να μην πανικοβληθούμε και να διατηρήσουμε την εντύπωση ότι, παρά τους όποιους μπελάδες, η ζωή συνεχίζεται.
Μια τέτοια αντίδραση είναι κατανοητή αν συνυπολογίσουμε ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάτι που βρίσκεται τόσο πολύ εκτός της συλλογικής μας εμπειρίας, όπου δεν το βλέπουμε καν, ακόμα κι αν οι αποδείξεις είναι εξώφθαλμες. Για μας, αυτό το «κάτι» είναι μια αιφνιδιαστική επίθεση από τεράστιες βιολογικές και φυσικές αλλαγές στο περιβάλλον που μας συντηρεί. Για να τα βγάλουμε πέρα μ‘ αυτή την απειλή, η συλλογική μας ιδεολογία κινητοποιεί μηχανισμούς πλάνης και εξαπάτησης που φτάνουν μέχρι το επίπεδο της άμεσης βούλησης για αδιαφορία [3]: «ένα γενικό πλαίσιο συμπεριφοράς μεταξύ των κοινωνιών είναι να τυφλώνονται όλο και περισσότερο, αντί να επικεντρώνονται όλο και πιο πολύ στην κρίση, καθώς καταρρέουν».
Ένα πράγμα είναι σίγουρο: μια πρωτοφανής κοινωνική και ψυχολογική αλλαγή λαμβάνει χώρα ακριβώς μπροστά στα μάτια μας – το αδύνατο γίνεται δυνατό. Ένα συμβάν που αρχικά βιώνεται ως αδύνατο αλλά όχι και πραγματικό (η προοπτική μιας επερχόμενης καταστροφής η οποία, όσο πιθανή κι αν γνωρίζουμε ότι είναι, δεν πιστεύουμε ότι θα συμβεί πραγματικά και, συνεπώς, την απορρίπτουμε ως αδύνατη) μετατρέπεται σε πραγματικό αλλά εφεξής όχι αδύνατο (από τη στιγμή που η καταστροφή λάβει χώρα, «επανακανονικοποιείται», γίνεται αντιληπτή ως κομμάτι της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων, σαν να ήταν από πάντα δυνατή). Το κενό που καθιστά τέτοια παράδοξα δυνατά είναι αυτό μεταξύ της γνώσης και της πίστης: γνωρίζουμε ότι η (οικολογική) καταστροφή είναι δυνατή, σχεδόν βέβαιη ίσως, αλλά και πάλι δεν πιστεύουμε ότι θα έρθει στ‘ αλήθεια.
Θυμηθείτε τη σύρραξη στο Σεράγεβο στις αρχές του ’90: το γεγονός ότι οι πολίτες μιας «κανονικής» ευρωπαϊκής πόλης μισού εκατομμυρίου κατοίκων θα περικυκλώνονταν, θα λιμοκτονούσαν, θα βομβαρδίζονταν σε τακτική βάση, θα τρομοκρατούνταν από ελεύθερους σκοπευτές κ.λπ., και ότι όλο αυτό θα διαρκούσε 3 χρόνια, θα θεωρούνταν αδιανόητο πριν το 1992 – θα ήταν εξαιρετικά εύκολο για τις Δυτικές δυνάμεις να καταλύσουν την πολιορκία και να ανοίξουν ένα μικρό ασφαλές πέρασμα για την πόλη. Όταν ξεκίνησε η πολιορκία, ακόμη και οι πολίτες του Σεράγεβο θεωρούσαν ότι πρόκειται για ένα σύντομο γεγονός, προσπαθώντας να στείλουν τα παιδιά τους σε ασφαλή μέρη «για μια ή δυο βδομάδες, μέχρι να σταματήσει ο χαμός». Και τότε, πολύ σύντομα, η πολιορκία «κανονικοποιήθηκε». Το ίδιο πέρασμα απ‘ την αδυνατότητα στην κανονικοποίηση (με ένα σύντομο ενδιάμεσο διάστημα πανικόβλητου μουδιάσματος) γίνεται αντιληπτό και στον τρόπο που το φιλελεύθερο κατεστημένο αντέδρασε στη νίκη του Τραμπ. Είναι επίσης εμφανώς σε λειτουργία και στο πώς οι κρατικές εξουσίες και το μεγάλο κεφάλαιο σχετίζονται με τις οικολογικές απειλές όπως το λιώσιμο των πάγων στους πόλους. Οι ίδιοι πολιτικοί και managers που, μέχρι πρόσφατα, απέρριπταν τους φόβους για την υπερθέρμανση του πλανήτη ως αποκαλυψιακή κινδυνολογία κάποιων πρώην κομμουνιστών, ή τουλάχιστον ως πρόωρα συμπεράσματα βασισμένα σε ανεπαρκή στοιχεία, διαβεβαιώνοντάς μας ότι δε συντρέχει κανένας λόγος να πανικοβαλλόμαστε, ότι τα πάντα θα συνεχίσουν ως έχουν, τώρα όλως ξαφνικώς αντιμετωπίζουν την υπερθέρμανση του πλανήτη ως ένα απλό δεδομένο, ως κομμάτι της αντίληψης ότι «τα πάντα θα συνεχίσουν ως έχουν».
Τον Ιούλιο του 2008, το CNN προέβαλε κατ‘ επανάληψη την έκθεση “The Greening of Greenland” [«Το πρασίνισμα της Γροιλανδίας»] πανηγυρίζοντας για τις νέες ευκαιρίες που προσφέρει το λιώσιμο των πάγων στους Γροιλανδούς – μπορούν ήδη να καλλιεργήσουν λαχανικά στη γη, κ.λπ. Η αισχρότητα αυτής της έκθεσης δεν είναι μόνο ότι επικεντρώνεται στο ελάχιστο όφελος μιας παγκόσμιας καταστροφής· επωφελείται επίσης από το διττό νόημα της λέξης «πράσινος» στον δημόσιο λόγο μας («πράσινος» για τα λαχανικά· «πράσινος» για τις οικολογικές μας ανησυχίες), ώστε το γεγονός ότι η δυνατότητα να φυτρώσουν περισσότερα λαχανικά στο γροιλανδικό έδαφος εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη σχετίζεται με την άνοδο της οικολογικής ενσυναίσθησης. Δεν είναι άραγε αυτά τα φαινόμενα ακόμα ένα παράδειγμα του πόσο δίκιο είχε η Ναόμι Κλάιν όταν, στο Δόγμα του σοκ, περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο ο παγκόσμιος καπιταλισμός εκμεταλλεύεται τις καταστροφές (πολέμους, πολιτικές κρίσεις, φυσικές καταστροφές) ώστε να απαλλαχτεί από τις «παλιές» κοινωνικές πιέσεις και να επιβάλλει την ατζέντα του στον πίνακα που καθαρίστηκε από την καταστροφή; Πιθανότατα, οι επερχόμενες οικολογικές καταστροφές, μακράν του να υποσκάπτουν τον καπιταλισμό, θα εξυπηρετούν στη μεγαλύτερη δυνατή τόνωσή του.
Aυτό που χάνεται σ‘ αυτή την αλλαγή είναι η αίσθηση αυτού που συμβαίνει, με όλες τις αναπάντεχες παγίδες που κρύβει η καταστροφή. Για παράδειγμα, ένα δυσάρεστο παράδοξο του αδιεξόδου μας είναι ότι οι προσπάθειές μας να αντιμετωπίσουμε άλλους οικολογικούς κινδύνους θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην υπερθέρμανση των πόλων: η τρύπα του όζοντος βοηθάει στη θωράκιση των ενδότερων της Ανταρκτικής από την υπερθέρμανση του πλανήτη, οπότε, αν επουλωθεί, η Ανταρκτική πολύ γρήγορα θα πιάσει τις θερμοκρασίες της υπόλοιπης γης… Ένα πράγμα τουλάχιστον είναι βέβαιο. Τις τελευταίες δεκαετίες ήταν της μόδας η συζήτηση για τον κυρίαρχο ρόλο της «διανοητικής εργασίας» στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες μας – παρ‘ όλα αυτά, η υλικότητα επανεπιβεβαιώνεται με μια πολύπλευρη εκδικητικότητα, από την επερχόμενη σύγκρουση για σπάνιους πόρους (τροφή, νερό, ενέργεια, μέταλλα) μέχρι την περιβαλλοντική ρύπανση.
Ακόμα κι όταν επαγγελόμαστε την ετοιμότητά μας να αναλάβουμε τις ευθύνες μας για τις οικολογικές καταστροφές, κάτι τέτοιο μπορεί να είναι παραπλανητικό τέχνασμα για να αποφύγουμε τις αληθινές διαστάσεις της καταστροφής. Υπάρχει κάτι το παραπλανητικά καθησυχαστικό στην ανάληψη της ενοχής για τους περιβαλλοντικούς κινδύνους: μας αρέσει να είμαστε ένοχοι εφόσον, αν είμαστε ένοχοι, τότε όλα εξαρτώνται από εμάς, τραβάμε τα σχοινιά της καταστροφής ώστε να μπορέσουμε επίσης να σώσουμε τους εαυτούς μας απλώς με το να αλλάξουμε την προσωπική μας ζωή. Αυτό που είναι πραγματικά δύσκολο για μας (ή τουλάχιστον για μας τους Δυτικούς) να αποδεχτούμε είναι ότι, ως άτομα, είμαστε περιορισμένοι σε έναν αμιγώς παθητικό ρόλο εκείνων που απλώς κάθονται και παρακολουθούν την εξέλιξη της μοίρας τους – για να αποφύγουμε αυτή την κατάσταση, έχουμε την τάση να δεσμευόμαστε σε μια φρενήρη εμμονική δραστηριότητα, να ανακυκλώνουμε παλιό χαρτί, να αγοράζουμε οργανική τροφή, οτιδήποτε, απλώς για να επιβεβαιώσουμε ότι κάνουμε κάτι, ότι συμβάλλουμε κάπως – όπως ο οπαδός μιας ποδοσφαιρικής ομάδας που την υποστηρίζει μπροστά στην τηλεόραση του σπιτιού του, φωνάζοντας και χοροπηδώντας από τη θέση του, με μια προληπτική πίστη ότι όλο αυτό θα επηρεάσει το αποτέλεσμα.
Η αλήθεια είναι ότι η τυπική μορφή της φετιχιστικής αποποίησης της οικολογίας έιναι: «γνωρίζω πολύ καλά (ότι όλοι μας απειλούμαστε), αλλά δεν το πιστεύω πραγματικά (άρα δεν είμαι έτοιμος να κάνω κάτι πραγματικά σημαντικό όπως το να αλλάξω τον τρόπο ζωής μου)». Αλλά υπάρχει και η ακριβώς αντίθετη μορφή αποποίησης: «γνωρίζω πολύ καλά ότι δεν μπορώ πραγματικά να επηρεάσω τη διαδικασία που θα οδηγήσει στην κατάρρευσή μου (σαν ηφαιστειακή έκρηξη) αλλά παρ‘ όλα αυτά είναι πολύ τραυματικό να αποδεχτώ κάτι τέτοιο, οπότε δεν μπορώ ν‘ αντισταθώ στον πειρασμό να κάνω κάτι ακόμη κι αν γνωρίζω ότι τελικά δεν έχει κανένα απολύτως νόημα». Για τον ίδιο λόγο δεν είναι που αγοράζουμε οργανική τροφή άλλωστε; Ποιος πραγματικά πιστεύει ότι τα μισο–σάπια και ακριβά «οργανικά» μήλα είναι στ‘ αλήθεια πιο υγιεινά; Το θέμα είναι πως, ακόμα κι αν είναι στ‘ αλήθεια πιο υγιεινά (και αρκετά απ‘ αυτά κατά πάσα πιθανότητα είναι), εμείς τα αγοράζουμε επειδή, όταν τα αγοράζουμε, δεν αγοράζουμε και καταναλώνουμε απλώς ένα προϊόν – την ίδια στιγμή κάνουμε κάτι που έχει νόημα, δείχνουμε τo ενδιαφέρον και τις ανησυχίες μας για τον πλανήτη, συμμετέχουμε σε ένα ευρύ συλλογικό σχέδιο.
Πρέπει να ξεμπερδεύουμε μ‘ αυτά τα παιχνίδια. Η αεραποκάλυψη στην Κίνα είναι πιο ξεκάθαρη ένδειξη των ορίων του κυρίαρχου περιβαλλοντισμού, αυτού του περίεργου συνδυασμού καταστροφισμού και ρουτίνας, αισθημάτων ενοχής και αδιαφορίας. Η οικολογία σήμερα είναι ένα απ‘ τα μείζοντα πεδία ιδεολογικής μάχης, μια ολόκληρη σειρά στρατηγικών σύγχυσης των αληθινών διαστάσεων των οικολογικών κινδύνων: 1) απλή αδιαφορία: είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο, ανάξιο της ενασχόλησής μας, η ζωή (του κεφαλαίου) συνεχίζεται, η φύση θα αναλάβει να φροντίσει τον εαυτό της· 2) η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν να μας σώσουν· 3) ας αφήσουμε τη λύση στην Αγορά (υψηλότερη φορολογία σ‘ αυτούς που ρυπαίνουν κ.λπ.)· 4) υπερεγωτική [superego] πίεση στην προσωπική υπευθυνότητα αντί για μεγάλης κλίμακας συστημικά μέτρα: ο καθένας μας θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί – ανακύκλωση, λιγότερη κατανάλωση κ.λπ.· 5) ίσως το χειρότερο απ‘ όλα –το χειρότερο στις ιδεολογικές του συνέπειες– είναι η συνηγορία σε μια επιστροφή στη φυσική ισορροπία, σε μια πιο μετριοπαθή, παραδοσιακή ζωή όπου αποκηρύττουμε την ανθρώπινη ύβριν και ξαναγινόμαστε τα φρόνιμα παιδιά της Μητέρας Φύσης.
Ο κυρίαρχος οικολογικός λόγος μάς αντιμετωπίζει ως a priori ενόχους, υπόχρεους στη μητέρα φύση, υπό τη διαρκή πίεση της οικολογικής υπερεγωτικής δύναμης που απευθύνεται στην ατομικότητά μας: «τί έκανες σήμερα για να ξεπληρώσεις το χρέος σου στη φύση; Έριξες όλες τις εφημερίδες στον σωστό κάδο ανακύκλωσης; Και όλα τα μπουκάλια μπύρας ή τα κουτάκια κόκα–κόλα; Χρησιμοποίησες το αυτοκίνητό σου ενώ θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις ποδήλατο ή κάποιο μέσο μαζικής μεταφοράς; Χρησιμοποίησες το κλιματιστικό αντί απλώς ν‘ ανοίξεις διάπλατα τα παράθυρα;» Τα ιδεολογικά διακυβεύματα μιας τέτοιας εξατομίκευσης γίνονται εύκολα διακριτά: αποπροσανατολιζόμαστε μέσα στην ίδια μας την αυτο–εξέταση αντί να θέσουμε πιο συναφή ερωτήματα παγκοσμίου ενδιαφέροντος για το σύνολο του βιομηχανικού πολιτισμού μας. Συν τοις άλλοις, θα πρέπει να σημειώσουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτή η ενοχοποίηση συμπληρώνεται με έναν εύκολο τρόπο διαφυγής: ανακυκλώστε, αγοράστε οργανική τροφή, χρησιμοποιήστε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κ.λπ., και στο εξής δεν θα χρειάζεται να νιώθετε ένοχοι, θα μπορείτε να απολαύσε τη ζωή ως συνήθως.
Μια ακόμα παγίδα που πρέπει να αποφύγουμε είναι ο ηθικοποιημένος αντι–καπιταλισμός – όλη η κουβέντα για το πως ο καπιταλισμός συντηρείται από την εγωιστική λαιμαργία μεμονωμένων καπιταλιστών για περισσότερη εξουσία και περισσότερο πλούτο. Στον υπαρκτό καπιταλισμό, η προσωπική απληστία καθυποτάσσεται στον απρόσωπο αγώνα του κεφαλαίου καθ‘ αυτού να αναπαραχθεί και να επεκταθεί. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε σχεδόν να μπει κανείς στον πειρασμό να πει ότι αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι περισσότερος, και όχι λιγότερος, πεφωτισμένος εγωισμός. Πάρε για παράδειγμα την οικολογική καταστροφή: δεν χρειάζεται κανενός είδους ψευτο–ανιμιστικής αγάπης ως πλαίσιο δράσης, μόνο ένα μακροπρόθεσμο εγωιστικό συμφέρον. Η σύγκρουση μεταξύ καπιταλισμού και οικολογίας θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια τυπική σύγκρουση μεταξύ παθολογικών εγωιστικών–ωφελιμιστικών συμφερόντων και της καθωσπρέπει ηθικής φροντίδας για το καλό της ανθρωπότητας. Μόλις όμως ρίξουμε μια πιο κοντινή ματιά, γίνεται αμέσως ξεκάθαρο ότι ισχύει η ακριβώς αντίθετη κατάσταση: είναι οι οικολογικές μας ανησυχίες που θεμελιώνονται στην ωφελιμιστική αίσθηση της επιβίωσης: αντιπροσωπεύουν το πεφωτισμένο εγωιστικό συμφέρον, στην πιο ευγενή του μορφή, για το συμφέρον των μελλοντικών γενεών και κατά του άμεσου συμφέροντός μας. H New Age σπιριτουαλιστική ιδέα περί ιερότητας της ζωής ως τέτοιας, του δικαιώματος του περιβάλλοντος στην προστασία του κ.λπ., δεν παίζει κανέναν αναγκαίο ρόλο στην οικολογική μας συνείδηση. Αν ψάχνουμε την ηθική διάσταση σ‘ αυτό το ζήτημα, θα την βρούμε στην άνευ όρων δέσμευση του καπιταλισμού για τη συνεχώς διευρυνόμενη αναπαραγωγή του: ένας καπιταλιστής που αφοσιώνεται ανεπιφύλακτα στην καπιταλιστική ορμή της αυτο–επέκτασης είναι επαρκώς έτοιμος να θέσει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της επιβίωσης της ανθρωπότητας, υπό αμφισβήτηση, όχι εξαιτίας κάποιου «παθολογικού» οφέλους ή στόχου, αλλά για χάρη της αναπαραγωγής του συστήματος ως σκοπού καθ‘ αυτού. Fiat profitus pereat mundus (ας κάνουμε κέρδη, ο κόσμος να χαλάσει) είναι αυτό που υποθέτουμε ως το σύνθημά του. Αυτό το ηθικό σύνθημα είναι, ασφαλώς, περίεργο, αν όχι πλήρως σατανικό – παρ‘ όλα αυτά, από μια αυστηρώς καντιανή σκοπιά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως αυτό που το καθιστά αποκρουστικό σε μας είναι η αμιγώς «παθολογική» επιβιωτιστική αντίδραση: ένας καπιταλιστής, στον βαθμό που δρα «σε συμφωνία μ‘ αυτή την ιδέα», είναι κάποιος που πιστά κυνηγά έναν οικουμενικό σκοπό, χωρίς να νοιάζεται για οποιαδήποτε «παθολογικά» εμπόδια.
Οπότε, τι πρέπει να κάνουμε, όπως θα το έθετε ο Λένιν; Στο What Happened in the XXth Century? [Τί συνέβη στον ΧΧ αιώνα;], o Peter Sloterdijk μας παρουσιάζει το δικό του περίγραμμα γι‘ αυτά που πρέπει να κάνουμε στον ΧΧΙ αιώνα, που αποδίδεται περιληπτικά με τον καλύτερο τρόπο στους τίτλους των δυο πρώτων κειμένων του βιβλίου, στο “The Anthropocene” [Το ανθρωπόκαινο] [4] και στο “From the Domestication of Man to the Civilizing of Cultures” [Από την εξημέρωση του ανθρώπου στον εκπολιτισμό των κουλτούρων].
Το «ανθρωπόκαινο» σημαδεύει μια νέα εποχή στη ζωή του πλανήτη μας όπου εμείς, ως ανθρώπινα όντα, δεν μπορούμε πλέον να στηριζόμαστε στη Γη ως ρεζερβουάρ έτοιμο να απορροφήσει τις συνέπειες της παραγωγικής μας δραστηριότητας: δεν έχουμε πλέον τα περιθώρια να αγνοήσουμε τις παρενέργειες (παράπλευρες απώλειες) της παραγωγικότητάς μας, δεν μπορούν πλέον να περιοριστούν στο πίσω μέρος της εικόνας της ανθρωπότητας. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι ζούμε στο «Διαστημόπλοιο Γη» (Spaceship Earth), που είναι υπεύθυνο και ευσυνείδητο για την κατάστασή του. Η Γη δεν είναι πλέον ένα αδιαπέραστο φόντο της παραγωγικής μας δραστηριότητας, αναδύεται ως ένα (ακόμα) πεπερασμένο αντικείμενο που μπορούμε ακούσια να καταστρέψουμε ή να το μετατρέψουμε σε ακατάλληλο για κατοίκηση. Αυτό σημαίνει ότι, την ίδια ακριβώς στιγμή που γινόμαστε αρκετά ισχυροί ώστε να επηρεάσουμε τις πιο βασικές συνθήκες της ζωής μας, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι είμαστε ακόμη ένα είδος του ζωικού βασιλείου μέσα σε έναν μικρό πλανήτη – εξωθούμαστε σ αυτή την αποδοχή από την τεράστια, παγκοσμίας εμβέλειας καταστροφική μας δύναμη. Ένας νέος τρόπος συσχέτισης με το περιβάλλον μας είναι αναγκαίος μόλις συνειδητοποιήσουμε το εξής: όχι πλέον ο ηρωικός εργάτης που εκφράζει τις δημιουργικές του δυνατότητες και αντλεί από τους ανεξάντλητους πόρους του περιβάλλοντός του, αλλά ένας πολύ πιο μετριοπαθής δρών που συνεργάζεται με το περιβάλλον, που διαρκώς διαπραγματεύεται ένα ανεκτό επίπεδο ασφάλειας και σταθερότητας.
Άραγε δεν είναι καπιταλισμός το μοντέλο αδιαφορίας για τις παράπλευρες απώλειες; Αυτό που μετράει στην καπιταλιστική αναπαραγωγή είναι η αυξανόμενη κυκλοφορία που επικεντρώνεται στο κέρδος, και οι παράπλευρες απώλειες προς το περιβάλλον, με το να μην συμπεριλαμβάνονται στο κόστος της παραγωγής, παραμελούνται από θέση αρχής – ακόμη και οι προσπάθειες να τις λάβουμε υπόψη διαμέσου της φορολογίας (ή με την απευθείας κοστολόγηση ενός αντιτίμου σε κάθε φυσικό πόρο που χρησιμοποιούμε, συμπεριλαμβανομένου του αέρα) είναι προορισμένες να αποτύχουν. Οπότε, προκειμένου να εγκαθιδρύσουμε αυτόν τον νέο τρόπο συσχετισμού με το περιβάλλον μας, μια ριζική πολιτικο–οικονομική αλλαγή είναι αναγκαία, αυτό που ο Sloterfijk αποκαλεί «η εξημέρωση του άγριου ζώου εν ονόματι Κουλτούρα». Μέχρι στιγμής, η κάθε κουλτούρα διαπαιδαγωγούσε και πειθαρχούσε τα μέλη της και εξασφάλιζε τη δημόσια ειρήνη μεταξύ τους με το πρόσχημα της κρατικής εξουσίας, αλλά η σχέση μεταξύ διαφορετικών κουλτούρων και κρατών ήταν μονίμως υπό τη σκιά ενδεχόμενων πολέμων, με κάθε συνθήκη ειρήνης να μην είναι τίποτα παραπάνω από μια προσωρινή ανακωχή. Όπως το εννοιολογικοποίησε ο Χέγκελ, ολόκληρη η ηθική του κράτους μεσουρανεί στην υψηλότερη πράξη ηρωισμού, την ετοιμότητα να θυσιάσουμε τη ζωή μας για το έθνος–κράτος, πράγμα που σημαίνει πως οι άγριες εκβαρβαρισμένες σχέσεις μεταξύ κρατών εξυπηρετούν ως το θεμέλιο της ηθικής ζωής εντός του κράτους. Δεν είναι άλλωστε η Βόρεια Κορέα, με την αδίστακτη αναζήτηση πυρηνικών όπλων και ρουκετών ώστε να χτυπήσουν μ‘ αυτές απομακρυσμένους στόχους, η απόλυτη καρικατούρα αυτής της λογικής της άνευ όρων κυριαρχίας του έθνους–κράτους;
Τη στιγμή που θα αποδεχτούμε πλήρως το γεγονός ότι ζούμε στο Διαστημόπλοιο Γη, το καθήκον που τίθεται επιτακτικά είναι ο εκπολιτισμός των πολιτισμών καθ‘ αυτών, η επιβολή της οικουμενικής αλληλεγγύης και της συνεργασίας μεταξύ όλων των ανθρώπινων κοινοτήτων, ένα καθήκον που καθίσταται όλο και πιο δύσκολο από τη διαρκή άνοδο της σεχταριστικής, θρησκευτικής και εθνοτικής «ηρωικής» βίας και της ετοιμότητας να θυσιάσουμε τους εαυτούς μας (και τον κόσμο) για έναν συγκεκριμένο Σκοπό. Το ξεπέρασμα του καπιταλιστικού επεκτατισμού, η διευρυμένη συνεργασία και αλληλεγγύη θα πρέπει επίσης να καταφέρουν να μετατραπούν σε εκτελεστική εξουσία η οποία θα είναι έτοιμη να παραβιάσει την κρατική κυριαρχία. Δεν είναι όλα αυτά τα μέτρα προορισμένα να προστατεύσουν τους φυσικούς και πολιτιστικούς κοινούς μας πόρους; Αν δεν στοχεύουν στον κομμουνισμό, αν δεν συνεπάγονται έναν κομμουνιστικό ορίζοντα, τότε ο όρος «κομμουνισμός» δεν έχει κανένα νόημα.
** Slavoi Zizek, “Lessons from the Airapocalypse: on China’s smog problem and the ecological crisis“, In These Times, 10 Ιανουαρίου 2017.
[1] Tom Phillips in Beijing: Smog refugees flee Chinese cities as ‘airpocalypse’ blights half a billion
[2] www.china.org.cn: Smog listing as ‘meteorological disaster’ causes controversy
[3] Holmes Rolston III – Four Spikes, Last Chance
[4] Σ.τ.μ.: «Ανθρωπόκαινο» ή «ανθρωπόκαινος εποχή»: πρόκειται για την ονομασία της γεωλογικής περιόδου κατά την οποία οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν σημαντική επίδραση στο περιβάλλον του πλανήτη. Αν και οι επιστήμονες δεν έχουν συμφωνούν στην οριοθέτηση των απαρχών αυτής της περιόδου, ορισμένοι θεωρούν ότι αυτή η γεωλογική περίοδος ξεκινά με την έναρξη της γεωργίας, ενώ άλλες δυο τάσεις την τοποθετούν πολύ πιο πρόσφατα, η μια στη βιομηχανική επανάσταση και η άλλη στην ανακάλυψη και χρήση της ατομικής βόμβας το 1945.