Του Χρήστου Χίου
Ο ταραχώδης στοχασμός
Προκειμένου να μπορέσει να αναλυθεί η σκέψη του Νίτσε από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας, ο ίδιος θα πρέπει πρώτα να γίνει κατανοητός ευρύτερα ως στοχαστής. Άλλωστε σπάνια κατανοείται ως πολιτικός φιλόσοφος· τουναντίον, ακόμη και ο ίδιος δήλωνε «ο τελευταίος αντι-πολιτικός Γερμανός.»1 Αυτός του ο αυτοπροσδιορισμός μπορεί να προσληφθεί με διάφορους τρόπους, με την ίδια την έννοια του πολιτικού να αποτελεί ένα θέμα υπό συζήτηση στον ακαδημαϊκό χώρο. Το βέβαιο είναι πως ο Νίτσε επ’ ουδενί δεν αναγνώριζε το πρωτείο στην πολιτική ή την οικονομία. Για εκείνον το κέντρο κάθε ανθρώπινης κοινότητας ήταν η κουλτούρα και ο πολιτισμός, πράγμα το οποίο αντανακλάται με πολλή σαφήνεια στη φιλοσοφία του.
Έχοντας καταρτιστεί ως φιλόλογος σε μια ταραχώδη ιστορική περίοδο για την Ευρώπη, ο Νίτσε είχε τη διορατικότητα να διαγνώσει τα πρώτα σημάδια αδυναμίας του φιλελευθερισμού, ή ίσως του πρώιμου και ανώριμου γερμανικού φιλελευθερισμού της εποχής εκείνης. Οι υποβόσκουσες αντινομίες του πολιτικού οικοδομήματος της Ευρώπης στον ύστερο 19ο αιώνα τελικά θα συντελούσαν στα πολιτικά και στρατιωτικά τέρατα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Διαισθανόμενος την ανισορροπία ο Νίτσε ασφυκτιούσε, εγκλωβισμένος μεταξύ δυο κόσμων: Αυτού που έπνεε τα λοίσθια κι εκείνου που με δυναμική εγκαθιδρυόταν. Σε μια τέτοια συγκυρία, στράφηκε στην Ιστορία για να αντλήσει παραδείγματα και να κατανοήσει τις κοινωνίες και τους ανθρώπους – ίσως περισσότερο απ’ όλα τον ίδιο του τον εαυτό.
Στον Νίτσε πράγματι συμπυκνώνεται όλη η προβληματική της γερμανικής σκέψης του 19ου αιώνα: Η τάση για μετασχηματισμό κι επαναδιατύπωση των γλωσσών και των πρακτικών της εκάστοτε αναζήτησης. Το εύρος των ζητημάτων με τα οποία καταπιάστηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλο ενώ οι ιδέες του αποδείχτηκαν ρηξικέλευθες, εξού και πρόκειται για έναν από τους πιο πολυμελετημένους στοχαστές της νεωτερικότητας, με τεράστια επιρροή σε πολλούς κλάδους. Το εύρος αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη συνοχής της σκέψης του όσον αφορά τις θεματικές, τα αποκαλυπτικά ξεσπάσματα του νου του και τη μετά θάνατον συχνή εμφάνιση των ιδεών του σε μια σειρά από πεδία, επέτρεψε το να σκιαγραφηθεί ο Νίτσε υπό τόσο πολλές και τόσο διαφορετικές χροιές. Τελικά είναι δύσκολο να βρει κανείς μια στέρεα βάση ερμηνείας του έργου του. Από τη σύνδεσή του με τον ναζισμό έως την αναγόρευσή του σε ποπ ίνδαλμα στα τέλη του 20ου αιώνα, το χάσμα που χωρίζει τους θιασώτες ή πολέμιους του Νίτσε και τις ερμηνείες τους επί του έργου του είναι αγεφύρωτο.
Ως ύστερος του ρομαντισμού, ως άνθρωπος ο οποίος ωρίμασε στις δεκαετίες του 1860 και του 1870, δυο δεκαετίες σχετικώς κενές κουλτούρας, είχε την τάση να εξεγείρεται απέναντι σε όλα όσα τον περιτριγύριζαν. Μέσα από τα κείμενα του άπλωσε χείρα συμφιλίωσης προς άλλες εποχές, ώστε να απαλύνει το βάρος της μοναχικότητας και της αποξένωσης.2 Μια πρωταρχική τέτοια προσπάθεια ήταν και το πρώτο μεγάλο έργο του, Η γέννηση της τραγωδίας. Νεαρός, ξεκινώντας μόλις την καριέρα του ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, με αυτό το βιβλίο αντιτάχθηκε στις αντιλήψεις της τότε ακαδημαϊκής κανονικότητας. Η προσέγγισή του δεν έτυχε αποδοχής. Περισσότερο αγνοήθηκε παρά θαυμάστηκε αρχικά, με τους μελετητές να προτιμούν τελείως διαφορετικής υφής αναγνώσεις στην ελληνική αρχαιότητα και τον πολιτισμό της.
Στη Γέννηση της τραγωδίας, λοιπόν, ο Νίτσε ήδη έθεσε τις θεμέλια για το μετέπειτα έργο του. Αν και αναστοχαστικός και με ροπή στις αυτοαναιρέσεις, επρόκειτο να παραμείνει αρκετά συνεπής σε μεγάλο μέρος όσων έγραψε τότε, επεκτείνοντάς τα και επανανοηματοδοτώντας τα ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη ερμηνευτική ισχύ. Σε αυτό το δοκίμιο έκανε την πρώτη του αναφορά στη διάσταση του ανθρώπου ως έργου Τέχνης, παραλληλισμός ιδιαίτερος μα και κομβικός μέχρι και τις ύστερες προσεγγίσεις του. Επιπλέον διατύπωσε την αντίθεση μεταξύ του Διονυσιακού και του Απολλώνιου στοιχείου, ως ένα μόνιμο δίπολο, εγγενές κι εξαιρετικής σημασίας στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και ιδιαίτερα στην αρχαία τραγωδία. Ερμήνευε το Απολλώνιο ως το λογικό, το εύμορφο, το οπτικό, το ονειρικό, το φορμαλιστικό· το Διονυσιακό από την άλλη ήταν το συναισθηματικό, το χαοτικό, το ακουστικό, το μεθυστικό, το αποδομητικό. Ο Διόνυσος γκρέμιζε το Απολλώνιο οικοδόμημα κι έδινε την ώθηση, το ένστικτο για να δημιουργηθεί κάτι νέο που με τη σειρά του θα νοηματοδοτούνταν, θα διατυπωνόταν και θα αποκτούσε μορφή μέσα από τον Απόλλωνα. Οι ερμηνείες του έμελλε να τροποποιηθούν από τον ίδιο αργότερα, πάντως για τον νεαρό Νίτσε η αρχαία τραγωδία ήταν ακριβώς η απόπειρα ενός ολοκληρωτικού συμβιβασμού αυτών των δυο στοιχείων στην τελειότερη δυνατή εκδοχή. Σκοπός του συμβιβασμού τους ήταν η υπέρβαση της απαισιοδοξίας και της αίσθησης της κενότητας που εμφανίζονταν στο ανθρώπινο θυμικό. Τέτοιο ήταν το μεγαλείο του επιτυχούς συμβιβασμού τους, που πλέον όλα τα φύλα και οι πόλεις-κράτη του ελληνόφωνου χώρου μπορούσαν να συνενωθούν υπό την τραγική παράδοση.
Φυσικά, Η γέννηση της τραγωδίας δεν περιοριζόταν σε αναφορές στην αρχαία Ελλάδα. Ο Νίτσε έγραψε πολλά και για τους καιρούς και τον τόπο του, για το πατριωτικό καθήκον απέναντι στη Γερμανία, για το πόσα μπορούσαν να μάθουν οι δυτικοί του 19ου αιώνα μελετώντας τους αρχαίους Έλληνες. Η διορατικότητα του Νίτσε όταν αφουγκραζόταν μιαν άλλη εποχή ήταν αξεπέραστη, στον βαθμό που κατά τον Σπένγκλερ «εφηύρε την Ιστορία όπως τη γνωρίζουμε σήμερα», ως μια διαδικασία άντλησης της ψυχολογίας της κάθε κουλτούρας, μέσα στη δική της μοναδική, ανεπανάληπτη ιστορικότητα, η οποία ποτέ δεν επανέρχεται αφότου χαθεί.3
Τη Γέννηση της τραγωδίας ακολούθησε το Περί ψεύδους και αλήθειας υπό εξωηθική έννοια, ένα επιστημολογικό δοκίμιο. Σε αυτό, αναπτύσσοντάς την άποψή του γύρω από τις λειτουργίες της γλώσσας, την έννοια της αλήθειας, τον σχηματισμό των ιδεών, ο Νίτσε αποκαλύπτει μια ρευστή κατανόηση των πραγμάτων. Γι’ αυτήν την κατανόηση των πραγμάτων ο Νίτσε οφείλει πολλά στον Ηράκλειτο· για την ίδια κατανόηση των πραγμάτων οφείλουν πολλά στον Νίτσε μεταξύ άλλων οι θεωρητικοί του μεταμοντερνισμού, οι οποίοι την υιοθέτησαν και την επέκτειναν.4 Σε κάθε περίπτωση, με αυτό του έργο ο Νίτσε πρόδωσε την κατεύθυνση που θέλησε να ακολουθήσει στη συνέχεια. Δε θα ήταν μονάχα ένας κοινός φιλόλογος ή απλώς ένας ιστορικός με διαπεραστική ματιά: Ο φιλοσοφικός ιστορικισμός του είχε ήδη συντεθεί μέσα από τη διαδικασία σύγκρισης και αντιπαράθεσης των εποχών στο μυαλό του. Ο Νίτσε είχε καταφέρει να διαβάσει τα νοήματα της ανθρώπινης ζωής ως μια αλληλουχία εφευρέσεων. Δε μπορούσε πλέον να αμυνθεί απέναντι στον σκεπτικισμό ο οποίος φυσιολογικά προέκυπτε για τον ίδιο. Λόγω της επιμονής του σε αυτήν τη σκέψη, δεν κατάφερε να διαφύγει ούτε του απόλυτου μηδενισμού.
Η εναντίωση στον οικονομισμό, τον σεντιμενταλισμό, τη μεταφυσική
Το φιλοσοφικό έργο του Νίτσε συνεχίστηκε με τέσσερις πολεμικές οι οποίες κυκλοφόρησαν σε έναν τόμο, υπό τον τίτλο Ανεπίκαιροι στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά προκάλεσαν μεγαλύτερη αίσθηση σε σχέση με το πρώιμο υλικό του και σήμαναν την εισαγωγή περισσότερο ατόφιου ή μάλλον άμεσου πολιτικού σχολιασμού. Το πρώτο δοκίμιο ήταν μια επίθεση στη γερμανική διανόηση της εποχής, για τη διεξαγωγή της οποίας χρησιμοποιήθηκε ως ενδεικτικός στόχος ο Ντάβιντ Στράους. Χαρακτηριστική στο έργο αυτό είναι η εμφάνιση αναστοχασμού από την πλευρά του Νίτσε επί των απόψεών του για τη μάνα πατρίδα και το τι μπορεί να άξιζε τελικά τόσο πολύ σε εκείνη. Το δεύτερο δοκίμιο, υπό τον τίτλο Πάνω στην χρήση και κακοποίηση της Ιστορίας για την ζωή, ξεχωρίζει για το αρκετά τραχύ και άτσαλο ύφος του. Ως διανοούμενος ο οποίος απολύτως συνειδητά αποτύπωνε το θυμικό του στα γραπτά του, ο Νίτσε φαινόταν να επιδόθηκε στη συγγραφή αυτού ως διαδικασία αποφόρτισης. Τον ενοχλούσαν οι τυπικές προσεγγίσεις της Ιστορίας, σάστιζε με την ισχυρογνωμοσύνη όσων αγνοούσαν τα όρια της ανθρώπινης γνώσης μπροστά στον χρόνο και τις αλλαγές που αυτός επέφερε. Σε αυτό το κείμενο αμφισβήτησε ανοιχτά την ικανότητα της γνώσης να τελειοποιεί τη φύση, αρνήθηκε το νόημα προ της ύπαρξης, ενθάρρυνε τον άνθρωπο-δημιουργό του δικού του νοήματος και κατακεραύνωσε τα δόγματα του κοινωνικού πλουραλισμού και της ρευστότητας των εννοιών.5
Τα δόγματα αυτά τα χαρακτήρισε κυνικά και ρεαλιστικά μα θανατηφόρα για τον άνθρωπο. Ισχυρίστηκε πως αν οι διδαχές τους συνεχίσουν να εξαπλώνονται, ο ανταγωνισμός, η απληστία και ο κομφορμισμός θα αποδομήσουν τον λαό και στη θέση του θα φέρουν τον ατομισμό, τον σεχταρισμό και «παρόμοιες δημιουργίες της ωφελιμιστικής χυδαιότητας.»6 «Μου φαίνεται ότι, οι μάζες, μόνο από τρεις απόψεις αξίζουν ένα βλέμμα: μια φορά ως δυσδιάκριτα αντίγραφα των μεγάλων ανθρώπων, που έχουν παραχθεί πάνω σε κακής ποιότητας χαρτί και με φθαρμένες πλάκες, έπειτα ως αντίσταση εναντίον των μεγάλων και τελικά ως όργανα των μεγάλων,» θα συνεχίσει, ξεδιπλώνοντας την απέχθειά του για κάτι επιτυχημένο εν σχέση με ό,τι είναι πραγματικά σπουδαίο και μεγαλειώδες. Είναι το κριτήριο της μάζας το οποίο κρατά μια ιδέα διαχρονική· μιας μάζας η οποία εκ θέσεως αδυνατεί να εντοπίσει, να αντιληφθεί να εκτιμήσει και να επιλέξει το υψηλότερο.
Κόντρα στις κυρίαρχες αντιλήψεις των καιρών του, ο Νίτσε ξαναγράφει την Ιστορία ως μια διαδικασία επικράτησης του κυνισμού, της οχλαγωγίας, της ακατάσχετης επιθυμίας για εξουσία και δύναμη. Η κίνηση της δε μας οδηγεί ένα βήμα πιο κοντά στο απόλυτο Καλό ή έστω σε κάτι περισσότερο ευμενές. Αντίθετα, οι διατυπώσεις και η εκφορά του, όπως θα εμφανιστούν και σε πολλά σημεία στο ύστερο έργο του, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία: Βλέπει την Ιστορία ως ένα ρινγκ στο οποίο κάθε φορά κυριαρχεί το περισσότερο αδίστακτο, ύπουλο, δαιμονικό δόγμα, εκείνο που θα συσπειρώσει και θα φανατίσει κόντρα στο ευγενές, το έξοχο, το μεγαλόψυχο, αντιστρέφοντας τους όρους και καταστέλλοντας τα εκλεπτυσμένα ήθη με αισθήματα ενοχής. Η Ιστορία δεν οδηγεί κάπου γιατί δεν έχει σκοπό, μα κοιτώντας την κατάματα ο Νίτσε αντικρίζει τον ερχομό του Κακού, του άθλιου, του οικτρού, του άκομψου. Ο πήχης για την κυριαρχία ανεβαίνει κάθε φορά, με τους τρόπους και την αβρότητα να πρέπει ολοένα να περιορίζονται και να εξαλείφονται ώστε να επέλθει η επόμενη επιτυχημένη ηθική ρήξη και μετάλλαξη της κοινωνίας.
Η αμείλικτη επίθεσή του στα δόγματα της προόδου, η αντίδραση του στον ωφελιμιστικό ρεαλισμό και ο ανένδοτος ελιτισμός του είχαν μόλις ξεκινήσει να ανθίζουν. Το δοκίμιο συνεχίζει με μια κριτική του επιστημονισμού και ιδιαίτερα των αρνητικών συνεπειών του στον άνθρωπο: Το πλήγμα στις ανθρώπινες βεβαιότητές, στην πίστη στο αιώνιο, το διαρκές, το ανυπολόγιστο.7 Ο Νίτσε συνέδεσε τον επιστημονισμό με τον άνθρωπο της κοινωνίας που αυτοπροσδιορίζεται ψυχρά μέσα στην Ιστορία, έναν άνθρωπο φτερό στον άνεμο, δίχως παρηγοριές, ελπίδες και στόχους, έναν άνθρωπο για τον οποίο η γνώση δεν υπηρετεί τη ζωή, αλλά αντίστροφα η ζωή θυσιάζεται για την ανεξέλεγκτη, αχαλίνωτη επιστημονική γνώση.8 Ο Νίτσε οραματίστηκε όμως και τη «νιότη», εκείνους οι οποίοι θα πολεμούσαν τη νέα αυτή κατεύθυνση των πραγμάτων, κόντρα στην εκπαίδευση τους· εκείνους που θα στρέφονται στο στέρεο, το αναλλοίωτο, για να δημιουργήσουν πολιτισμό. Η κουλτούρα του ήθους και της αισθητικής τέθηκε από τον Νίτσε απέναντι, σε ευθεία αντιπαράθεση με το ιστορικό, το επιστημονικό, το πολιτικό· αναφερόταν στην κουλτούρα κατά την αρχαιοελληνική της σύλληψη, της απόρριψης του περιττού, της αποθέωσης του ακέραιου τύπου ως σταθεράς, της απόλυτης ενότητας «ζωής, σκέψης, εμφάνισης και θέλησης.»9 Θα λέγαμε εν συντομία: Η ιδεατή κουλτούρα κατά Νίτσε αποτελείται από όλα εκείνα τα στοιχεία που είχαν παραγκωνιστεί από τη σταδιακή αποδόμηση που επακολούθησε τις επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις για εξουσία άνευ αρχών.
Στο τρίτο δοκίμιο των Ανεπίκαιρων στοχασμών, υπό τον τίτλο Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός, ο Νίτσε πραγματατεύεται την έμπνευση που άντλησε από τον μεγάλο Γερμανό του πεσιμισμού. Ο Σοπενχάουερ χαρακτηρίζεται ως σπουδαίος παιδαγωγός καθότι μέσα από εκείνον ο Νίτσε κατάφερε να αντικρύσει τη δική του εποχή. Ο Νίτσε ανησυχώντας πως ίσως πλησιάζει μια περίοδος παραγκωνισμού της φιλοσοφίας και της ανάγνωσης, στρέφεται κατά της πρακτικής της βαθιάς νοηματοδότησης και λατρείας του πολιτικού γεγονότος.10 Το ασυμβίβαστο μεταξύ πολιτισμικού και πολιτικού, η διάκριση μεταξύ πραγματικής φιλοσοφίας και πολιτικής θεωρίας κατέχουν και πάλι κεντρική θέση μεταξύ των προβληματισμών του. Μαρτυρώντας την καλπάζουσα πολιτικοποίηση των πάντων γύρω του, δε μένει αδιάφορος: Το πολιτικό για εκείνον δε θα μπορούσε ποτέ να απαντήσει το ερώτημα της ύπαρξης, δεν έχει τη δυνατότητα να χαρίσει διαρκή ψυχική ανακούφιση. Για τον πολιτικό φιλόσοφο του 19ου αιώνα, ο κόσμος συμπυκνώνεται στην ύλη, οι αξίες δε βρίσκονται πια εκεί για να βαστάξουν τα βάρη, η ταχύτητα νικά τον εξευγενισμό, ο πλούτος φτωχαίνει το πνεύμα· όλα τελικά εξατμίζονται, απομειώνονται σε μια στυγνή χρηστικότητα.11 Τα ζητήματα της βιομηχανοποίησης, της κοινωνία του χρήματος, της επέκταση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τα αποτελέσματα τους δείχνουν να φέρνουν τον Νίτσε κοντά στις θέσεις κάποιου όπως ο Μαρξ. Για τον πρώτο βεβαίως ο σοσιαλισμός δεν αποτελούσε ούτε αντίθεση, ούτε υπέρβαση απέναντι στα ιδεώδη της νεωτερικότητας, αλλά προέκτασή τους.
Αναπτύσσοντας περαιτέρω την αποστροφή του προς τη μαζικότητα και τον σοσιαλισμό, ο Νίτσε αναθεματίζει τον δημοκρατικό σεντιμενταλισμό του Ρουσσώ. Είναι η ακτινοβολία της πένας του Ρουσσώ, η σπίθα την οποία βάζει στις καρδιές των εξαθλιωμένων, το κάλεσμα για δίκαιη βία – αυτά απεχθάνεται ο Νίτσε σ’ εκείνον. Τα βρίσκει επιπόλαια μα συνάμα ψεύτικα: Ποτέ μια εξέγερση δε γέμισε τις ελλείψεις και τίποτε απολύτως δε δικαιολογεί την πίστη σε ένα Καλό το οποίο πηγάζει από την ανθρώπινη φύση. Αυτή η πεποίθηση αποτελεί μια νέα μεταφυσική για όσους απορρίπτουν την ύπαρξη Θεού, ακριβώς όπως ισχύει και για την πεποίθηση περί ύπαρξης Καλού στην ιστορική διαδικασία. Για να πολεμήσει τον Ρουσσώ, ο Νίτσε επικαλείται τον Γκαίτε, έτερο λάτρη της φύσης, ανήσυχο πνεύμα με φλογερή διάθεση. Αυτό που δεν έχει ο Γκαίτε είναι η καταστροφική μανία, η βιασύνη, η επιπολαιότητα. Ο Γκαίτε με προσοχή και υπομονή μελετά, στοχάζεται, αναπολεί, ανακαλύπτει· ο Γκαίτε διατηρεί.12 Ο Σοπενχάουερ με τη σειρά του, προκρίνει την ηρωική ζωή, ξεκομμένη από τα πάθη, τις ατέλειες, την ηθική και τις αναστολές. Ο πεσιμισμός και τα βάσανα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, δεν αποτινάσσονται και δε διακόπτονται. Η μόνη αντιμετώπιση που τους αρμόζει είναι η αδιαφορία.13 Αυτή είναι και η θέση την οποίο υιοθετούσε τότε ο Νίτσε· επρόκειτο ασφαλώς να αναθεωρήσει. Μα ο σοπενχαουερικός βασανισμένος ήρωας θα του ήταν πάντοτε προτιμότερος από τον εκπαιδευμένο της χρηματικής οικονομίας, την παραγωγική και καταναλωτική μονάδα της ποσότητας, εκείνον ο οποίος θα περιγελά τον πολιτισμό και την καλλιέργεια που δε χρησιμεύουν στην παραγωγή. Το εμπόριο και η κερδοφορία πρέπει πάση θυσία να μην είναι οι γνώμονες πολιτισμού.14
Το τέταρτο δοκίμιο των Ανεπίκαιρων στοχασμών αφορούσε στον Βάγκνερ και τη σύνθετη σχέση του Νίτσε με τον μουσικό. Παραδόξως, στη σχέση αυτή επήλθε ρήξη αμέσως μετά – ρήξη την οποία επακολούθησε το Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, η απαρχή της μέσης περιόδου του έργου του. Βαθιά εμπνευσμένος από τους Γάλλους μοραλιστές, θα στρεφόταν κυρίως σε σύντομης έκτασης αφορισμούς και αποφθέγματα περί παντός επιστητού. Μέσα σε αυτήν την κίνηση, θα ανακάλυπτε και την πλήρη αξία του επαναλαμβανόμενου αναστοχασμού. Το βιβλίο αυτό σήμανε τη στροφή του προς τον ίδιο του τον εαυτό· τον πραγματικό, έως τότε κρυμμένο του εαυτό.15
Ο Νίτσε τότε εξερεύνησε τη ρηχότητα της πολιτικής, τη βαρβαρότητά της, το χαμηλό της επίπεδο, την πολλή φασαρία που τη συνοδεύει. Φρόντισε να εξασφαλίσει χώρο για εκείνους οι οποίοι ψάχνουν κάτι έξω από την πολιτική, δε μπορούν να βρουν την ικανοποίηση στο πολιτικό και στο οικονομικό. Διαφαίνεται ένα κομμάτι του αντιπολιτικού στοιχείου στη σκέψη του Νίτσε: Η πολιτική έχει όρια, η πολιτική πρέπει να έχει όρια, δε μπορεί να εκφράζει τους πάντες· μα ακόμη κι όσοι δεν εκφράζονται μέσα από την πολιτική πρέπει να έχουν δικαίωμα έκφρασης.16 Αυτό δε σημαίνει όμως πως η πολιτική κατά τον Νίτσε δεν αλληλεπιδρά πράγματι με όλα τα υπόλοιπα επίπεδα της ανθρώπινης κοινωνίας. Τουναντίον: Ένας υψηλός πολιτισμός για παράδειγμα απαιτεί δυο κάστες για να παραχθεί – όσους είναι αναγκασμένοι να εργάζονται και όσους εργάζονται μόνο κατ’ επιλογήν. Οι δεύτεροι είναι εκείνοι οι οποίοι θα τον παράγουν και το έργο τους είναι πολύ δυσκολότερο.17 Η νεωτερική κοινωνία, στην οποία η ανώτερη τάξη των αστών δεν είναι απαλλαγμένη από κάθε είδους οικονομική και παραγωγική υποχρέωση, είναι ανήμπορη να πλάσει υψηλό πολιτισμό, όπως είναι και ανθρώπους ικανούς για ευγενή υπακοή.18
Υπάρχουν μερικά ακόμη φαινόμενα της νεωτερικότητας κατά των οποίων εκφράζεται ο Νίτσε: Ο Τύπος, η επίδρασή του επί των μαζών καθώς και η δύναμη που παράσχει σε όσους τον ελέγχουν·19 η αλλαγή των συσχετισμών μεταξύ πολιτών και κυβέρνησης, με τη δεύτερη πλέον να γίνεται αντιληπτή ως υπόλογη στους πολίτες, διαμορφώνοντας κατά το ίδιο πρότυπο και τις υπόλοιπες ιεραρχικές σχέσεις·20 η αντίληψη πως οι από τα κάτω απαιτήσεις έχουν το χαρακτήρα της απονομής δικαιοσύνης κι όχι της άπληστης διεκδίκησης.21 Γίνονται εμφανείς για άλλη μια φορά οι προτιμήσεις του Νίτσε για συγκράτηση των πολιτικών αντανακλαστικών και παθών, για ήθος και υπευθυνότητα. Έτσι και στο Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο επιστρέφει η επίκριση του Ρουσσώ της υπεραισιόδοξης ανθρωπολογίας, κατά την οποία η χειραφέτηση αρκεί για να φέρει την οικοδόμηση μιας καλύτερης πολιτικής κατασκευής. Αυτήν τη φορά, ο Νίτσε φοράει τη μάσκα του Βολταίρου και μέσα από τις διδαχές αυτής της μεγάλης μορφής της γαλλικής διανόησης, περί σταδιακής αλλαγής, ευταξίας και αφοσίωσης, κόντρα στο επιπόλαιο πνεύμα του Ρουσσώ, θα προτρέψει δυναμικά: «Συντρίψτε τον Αχρείο!»22 Ο Ρουσσώ είναι που οδήγησε στον κατά τον Νίτσε οικτρό ηθικισμό του Καντ, του Σίλλερ και άλλων, αναβιώνοντας το ρωμαϊκό πνεύμα.23
Συνδέοντας την Εκκλησία με το Κράτος, κυρίως ως θεσμό απάλυνσης των προσωπικών κι εσωτερικών παθών κι ανησυχιών που μια πολιτεία ποτέ δε δύναται να απαλύνει, αλλά και ως θεματοφύλακα της ενότητας μεταξύ των πολιτών υπό κοινές αρχές και αντιλήψεις, ο Νίτσε διαβλέπει πως η αποδυνάμωση της θρησκείας θα οδηγήσει και σε σταδιακή αποσύνθεση την ίδια την κυβέρνηση. Όλη αυτή η διεργασία προχωρά στα πλαίσια του εκδημοκρατισμού, της αποδέσμευσης του ιδιώτη από το Κράτος, της αντικατάστασης της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας από υπεργολαβίες.24 Προβλέπει επίσης τη σύνδεση του σοσιαλισμού με ένα περιορισμένης χρονικής διάρκειας φαινόμενο επέκτασης της πολιτείας μέσω της τρομοκρατίας.25 Ο ολοκληρωτισμός, μια μορφή αυτού, πράγματι εμφανίστηκε τον επόμενο αιώνα. Εδώ εντοπίζεται ένα πέρασμα της σκέψης του Νίτσε σε μια περισσότερο φιλική στάση προς τη νεωτερική κοινωνία. Διακρίνεται και σε άλλα αποσπάσματα η σκέψη πως ο έλεγχος της εξουσίας και τα δικαιώματα ίσως και να προστατεύουν τον άνθρωπο του πνεύματος και τη μοναδικότητα της υπόστασής του από τους πολιτικούς και κοινωνικούς κινδύνους. Αυτό για τον Νίτσε θα μπορούσε να συντελέσει σε μια δυναμική ανατροφής και περίθαλψης νέων μεγάλων στοχαστών στον κύκλο των άνω και μεσαίων στρωμάτων, με τον πλούτο και την ευημερία να αποτελούν νέες μορφές ευγενούς καταγωγής.26
Είναι φανερό βέβαια πως ο Νίτσε αντιλαμβανόταν τις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής ως διαταρακτικές προς την παλιά κατάσταση. Τονίζει επανειλημμένα τη διαφορά της οικονομικής αντίληψης του «έθνους των καταστηματαρχών» σε σχέση με αυτήν που επικρατεί στον Νότο, εντοπίζοντας την επικράτηση της πρώτης. Αυτή η νέα φιλελεύθερη μεταφυσική και ο υλισμός που τη συνόδευε συμπλέκονταν με τα παλαιότερα στοιχεία με ποικίλους τρόπους. Ο συναισθηματισμός που συνόδευε τις έννοιες της προόδου και της ισότητας, κινητοποιούσε τη δημοκρατική αγέλη, σπρώχνοντας τις υποκειμενικότητες στον εφησυχασμό. Άνοιγε ο δρόμος προς τη σύγχυση του ανθρώπου και την παρεκτροπή της πολιτειακής δομής, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ πολιτικού και πολιτισμικού παραμένει στο μάτια του Νίτσε μια από τις λιγοστές σταθερές του επερχόμενου. Όμως η μερική υιοθέτηση μιας δαρβινικής κατανόησης της ανθρώπινης κοινωνίας δεν του επέτρεπε να δει την αλλαγή και τη μεταμόρφωση τελείως έξω από ένα μοτίβο εξέλιξης. Αυτό συνοδεύτηκε από την υιοθέτηση κάποιων περιγραφικών εργαλείων σύμφωνων με τους κανόνες της εξελικτικής ψυχολογίας. Η αντιμεταφυσική τοποθέτηση οδήγησε τον Νίτσε λογικά στη φυσική μελέτη, μα ασφαλώς ένας άνθρωπος με τόσο πλατείς προβληματισμούς δε θα μπορούσε να βρει όλες τις απαντήσεις στη θεωρία της εξέλιξης. Τούτο θα το αναγνώριζε· μάλλον συνιστά τον λόγο για τον οποίο στο ύστερο έργο του μοιάζει να έχει αφήσει σχετικά τον Δαρβίνο στην άκρη. Ουδείς μπορεί πάντως να ισχυριστεί κάτι τέτοιο με την ίδια ευκολία και για τον Λαμάρκ!
Ο Νίτσε θα περιγράψει τα χρόνια εκείνα ως τη χειρότερη φάση της ζωής του. Η κακή του υγεία, η παραίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας το 1879, η διακοπή των καλών του σχέσεων με τον Βάγκνερ· βγήκε ηττημένος και μηδενιστής, όλα αυτά όμως αποτέλεσαν αφορμή για μια πνευματική αναγέννηση την οποία φάνηκε να αντιλήφθηκε ήδη ενώ εκείνη εκδηλωνόταν.27 Για ένα διάστημα θα υιοθετούσε μια πιο ψύχραιμη και διαπεραστική ματιά στα πράγματα, την ιστορικότητα και τους τύπους. Το επόμενο έργο του υπό τον τίτλο Αυγή, αποτελεί την κατάθεση της εμπειρίας του με έναν ψυχολογικό και ηθικό πειραματισμό, πολλών διαφορετικών προοπτικών και αντιθέσεων. Αν και πρόκειται για έργο εξαιρετικού λογοτεχνικού ενδιαφέροντος, είναι δύσκολο να μελετηθεί και περιέχει λιγότερες πολιτικές νύξεις. Το εύρος των απόψεων που εμφανίζονται στην Αυγή κι εκφράζουν τον Νίτσε μπορεί να υποτεθεί πως αποκαλύπτεται καθαρότερα σε άλλα του βιβλία, στα οποία η πάλη του με τον εαυτό του δεν αποτελεί τον πυρήνα του περιεχομένου. Το νέο στη σκέψη του είναι η ριζική κριτική στον χριστιανισμό και η επιδίωξη της επαναξιολόγησης όλων των αξιών.
Η μέση περίοδος του έργου του Νίτσε θα ολοκληρωθεί με τη Χαρούμενη επιστήμη, ένα έργο πρόδρομο του ύστερου νιτσεϊκού φιλοσοφικού οικοδομήματος. Αποφάσισε να εμπλουτίσει το έργο του αυτό με άφθονο ποιητικό υλικό, κάτι το οποίο προδίδεται και από την επιλογή τίτλου ως αναφορά στην προβηγκιανή ποιητική πρακτική που άκμασε στις αρχές του 13ου αιώνα. Η γραφή του Νίτσε είναι μελαγχολική. Αναζητά πλέον την ολοκληρωτική αποσύνδεση από τον πεσιμισμό και τον μηδενισμό, επαναστατεί απέναντι στις παλιές του αρχές, δείχνει όμως να μπερδεύει τον σκοπό με τα μέσα, την ασθένεια με το σύμπτωμα. Τούτο γίνεται ξεκάθαρο με μια ματιά στη στάση του απέναντι στον Σοπενχάουερ: Ο Νίτσε μοιάζει να συμπλέκει τη μέχρι πρότινος άποψή του για τον φιλόσοφο με αυτήν την οποία έτεινε να διαμορφώσει εκείνη την περίοδο.28
Στη Χαρούμενη επιστήμη είναι που θεμελιώνονται μερικά τα πιο γνωστά και κεντρικά θέματα της νιτσεϊκής φιλοσοφίας: Η πρόσληψη της ζωής ως αισθητικού φαινομένου, καθώς μόνο έτσι γίνεται υποφερτή,29 η αγάπη για τη μοίρα ό,τι κι αν αυτή φέρει, όπως και η αποστροφή προς την άρνηση των πραγμάτων,30 ο άνθρωπος ως ποιητής της ζωής του και δημιουργός εαυτού,31 η απομείωση κάθε μορφής μεταφυσικής, ηθικής και δικαιώματος σε απόλυτα υποκειμενικό, συνειδησιακό φαινόμενο.32 Ο Νίτσε στρέφεται στην Τέχνη ως την απόλυτη πηγή αρχών καθοδήγησης και την αισθητική ως δικαστήριο των αρχών αυτών. Εντοπίζουμε ένα σήμα κατατεθέν του, την εξαιρετικά ισχνή του οντολογία, η οποία τοποθετεί στη σφαίρα της πραγματικότητας μόνο εκείνα τα ελάχιστα των οποίων την υπόσταση δεν έχει καταφέρει ακόμη να αποδομήσει μέχρις του σημείου της εξάχνωσης και της αναγωγής τους στη σφαίρα του φαντασιακού. Εντοπίζουμε επίσης έναν ιδιαίτερα εκκεντρικό μα κυνικό ρεαλισμό, ο οποίος μαζί με τον πραγματισμό διατρέχει τη σκέψη του.
Ο Νίτσε μπορεί να μην έχει ακόμη κατασταλάξει, μα γνωρίζει πολύ καλά τι κάνει. Η Χαρούμενη επιστήμη διατρέχεται από έναν παλμό αφύπνισης, ο οποίος κρύβεται πίσω απ’ τον μελαγχολικό λόγο, μα στα εκτενέστερα γνωμικά αποκαλύπτεται μαζί με έναν δίκαιο θυμό αποκατάστασης: Το γκρέμισμα είναι ευκολότερο από το χτίσιμο. Αυτή είναι μια συνειδητοποίηση κεντρική στο συγκεκριμένο έργο, η όποια πλέον αποτέλεσε και υπόδειξη προς τον εαυτό του για τη συνέχεια. Όφειλε κι ο ίδιος να χτίσει – αλλά η βάση της οικοδόμησης έπρεπε να επιλεχτεί προσεκτικά. Ο νους του ήταν φορτωμένος από επιρροές, διαστρεβλώσεις, κατάλοιπα και κάτι έπρεπε να κάνει χώρο για την αυτοδημιουργία του, για την αυτοποίησή33 του.
Μεγάλο στόχο της αποδομητικής μανίας του Νίτσε στο εφεξής θα αποτελούσε ο χριστιανισμός. Η αρχή είχε ήδη γίνει στη Χαρούμενη επιστήμη· με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο παραδίδεται η (σήμερα θρυλική) «παραβολή του τρελού.»34 «Που είναι ο Θεός; Θα σας πω εγώ! Τον σκοτώσαμε -εσείς κι εγώ! Είμαστε όλοι δολοφόνοι του!», φωνάζει ο τρελός. Δεν πρόκειται για την πρώτη αναφορά στον θάνατο του Θεού, καθώς μια ανάλογη είχε γίνει νωρίτερα.35 Η συγκεκριμένη έννοια είχε μάλιστα αναπτυχθεί ήδη πριν τη γέννηση του Νίτσε,36 πάντως στο έργο του θα αποκτούσε πολύ ευρύτερες διαστάσεις. Για τον Νίτσε ο θάνατος του Θεού δεν ήταν απλώς ένα θρησκευτικό ή φαινομενολογικό ζήτημα, ούτε και σήμανε μια μεγάλη υποβάθμιση της Εκκλησίας. Αντιθέτως, ο Νίτσε θα αναθεματίσει τον Λούθηρο για την απλοϊκότητα με την οποία κατέκρινε και μετασχημάτισε το δόγμα σε μια άχρηστη μορφή, ενώ θα ονομάσει με άνεση την Εκκλησία ευγενέστερη του Κράτους.37 Ο θάνατος του Θεού θα αναχθεί σε ζήτημα κυρίως επιστημονικό, φιλοσοφικό, πολιτισμικό. Η διάλυση αυτής της σταθεράς, της Πίστης, προσλαμβάνεται ως προάγγελος απρόβλεπτων εξελίξεων, οι οποίες θα αναλυθούν στη συνέχεια, υπό τη σκοπιά της ολότητας του έργου του Νίτσε.
Από τη Χαρούμενη επιστήμη απουσιάζει εκτεταμένος ή συστηματικός πολιτικός στοχασμός, ωστόσο πλάι στις κεντρικές έννοιες οι οποίες απαριθμήθηκαν άνωθεν, εμφανίζεται και άλλη μια σύλληψη, εξαιρετικά χρήσιμη στο φιλοσοφικό οπλοστάσιο του Νίτσε: Αυτή της αιώνιας επανάληψης. Βασιζόμενος κανείς σε ένα νευτώνειο μοντέλο για το σύμπαν, στο οποίο ο χρόνος είναι άπειρος μα ο χώρος και η ύλη πεπερασμένα, καταλήγει μετά βεβαιότητας πως τα ίδια ακριβώς πράγματα θα επαναληφθούν άπειρες φορές. Δίχως την οποιαδήποτε μεταφυσική υπόθεση, αυτόν τον ισχυρισμό είχε κάνει μεταξύ άλλων ο Μπλανκί περίπου την ίδια τη χρονική περίοδο.38 Στη φιλοσοφία του Νίτσε η αιώνια επανάληψη συμπαντρεύει το σύνολο της κληρονομιάς της σοπενχαουερικής καταγωγής του με μια σειρά από δικές του εμπνεύσεις: Τον φιλοσοφικό μονισμό, την πίστη στην αναγκαιότητα, την κυκλική θεώρηση του χρόνου, την πλήρη ενσωμάτωση του φαινομένου της ζωής στο πεδίο της αισθητικής, την αξία της αυτοδημιουργίας, την αγάπη για τη μοίρα, τον ρεαλισμό. Έχει πλέον προκύψει μια συμπαγής κοσμοθεωρία, η οποία δεν εντρυφεί στα πως και τα γιατί του Κόσμου, παρά μόνο τον γιορτάζει ως μια μοναδική κατάσταση. Η κοσμοθεωρία αυτή τοποθετεί τον άνθρωπο ως τραγική ειρωνεία, στη θέση του παρατηρητή του ακατανόητου, του εκφραστή της βασανιστικής απορίας, της ατελούς πρόσληψης. Ο Νίτσε είχε σχεδόν εφεύρει μια νέα θρησκεία· έλειπε μονάχα η επεξήγηση της ύπαρξης, ο εντοπισμός της ως κομμάτι μιας αλληλουχίας κινήσεων.
Συνέχεια στο Δεύτερο μέρος »
♦
1Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ίδε ο άνθρωπος,” Γιατί είμαι τόσο σοφός, #3. Το έργο έχει κυκλοφορήσει και σε μια έκδοση αναθεωρημένη από τον ίδιο τον Νίτσε, στην οποία η φράση απουσιάζει. Η συγκεκριμένη απαλοιφή κατά πάσα πιθανότητα έγινε για να αφαιρεθεί η αναφορά στη γερμανική καταγωγή κι όχι στο αντιπολιτικό στοιχείο· βλ. Cominos, Marina. “The Question of Nietzsche’s Anti-Politics and Human Transfiguration.” Nietzsche, Power and Politics, Berlin/New York, Walter de Gruyter (2008): 85-103.
2Spengler, Oswald. “Nietzsche and His Century.” Reden und Aufsätze (1937).
3Spengler, Oswald. “Nietzsche and His Century.” Reden und Aufsätze (1937).
4Glenn, Paul F. “The politics of truth: Power in Nietzsche’s epistemology.” Political Research Quarterly 57.4 (2004): 575-583.
5Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ανεπίκαιροι στοχασμοί,” Πάνω στην χρήση και κακοποίηση της Ιστορίας για την ζωή, #9.
6Ό.π.
7Ό.π., #10.
8Ό.π.
9Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ανεπίκαιροι στοχασμοί,” Πάνω στην χρήση και κακοποίηση της Ιστορίας για την ζωή, #10.
10Ό.π., Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός, #4.
11Ό.π.
12Ό.π.
13Ό.π.
14Ό.π., #6.
15Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ίδε ο άνθρωπος,” Ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο, #4.
16Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο,” Μέρος Πρώτο, #438.
17Ό.π., #439.
18Ό.π., #440.
19Ό.π., #447.
20Ό.π., #450.
21Ό.π., #451.
22Ό.π., #463.
23Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο,” Μέρος Δεύτερο, Ο ταξιδιώτης και η σκιά του, #216. .
24Βλ. υποσημείωση 16, #472.
25Ό.π., #473.
26Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο,” Μέρος Πρώτο, #479.
27Νίτσε, Φρίντριχ. ”Ίδε ο άνθρωπος,” Ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο.
28Βλ. Νίτσε, Φρίντριχ. ”Η χαρούμενη επιστήμη,” #99.
29Νίτσε, Φρίντριχ. ”Η χαρούμενη επιστήμη,” #99.
30Ό.π., #276.
31Ό.π., #299.
32Ό.π., #335.
33Για την τεκμηρίωση της επιλογής της συγκεκριμένης λέξης, βλ. Crown-Weber, Andrew. “Autopoiesis: Self-Creation in Nietzsche.” Kaleidoscope 7.1 (2015): 11.
34Βλ. υποσημείωση 29, #132.
35Βλ. ό.π., #108.
36Βλ. Von Der Luft, Eric. “Sources of Nietzsche’s” God is Dead!” and its Meaning for Heidegger.” Journal of the History of Ideas (1984): 263-276.
37Βλ. υποσημείωση 29, #358.
38Luminet, Jean-Pierre. The wraparound universe. Wellesley, MA: AK Peters, (2008).