Γράφει ο Γρηγοριάδης Κωνσταντίνος

Στο α’ μέρος που αφορά το περιεχόμενο της δημόσιας σφαίρας στην πολιτική θεωρία της Arendt παρουσίασα και ανέδειξα όσο συνεπέστερα γινόταν, το κεντρικό επιχείρημα της φιλοσόφου, που αφορά την ταύτιση της δημόσιας σφαίρας και των επιμέρους πτυχών της με το περιεχόμενο του Πολιτικού. Οι δραστηριότητες της πράξης και της λέξης (ομιλίας) είναι αυτές που καθορίζουν την ουσία του Πολιτικού και πραγματώνονται εντός μιας δημόσιας σφαίρας, η οποία καταλαμβάνει συγκεκριμένο χώρο και συμβάλλει στην ανάδειξη της μοναδικότητας κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Ωστόσο, η συνολική προσέγγιση της Arendt στο ζήτημα που μας απασχολεί έχει δεχθεί εύστοχη κριτική, η οποία φέρνει στην επιφάνεια σοβαρά προβλήματα που υφίστανται στην πολιτική σκέψη της φιλοσόφου. Σε αυτήν την ενότητα θα δείξω ότι ορισμένες πτυχές που αποτελούν σημαντικά τμήματα της βασικής της θέσης για το Πολιτικό, διέπονται από αδυναμίες οι οποίες κλονίζουν το βαθμό πειστικότητας των απόψεων της φιλοσόφου, ο οποίος εκ πρώτης ανάγνωσης ενδέχεται να είναι υψηλός. Παρακάτω θα εστιάσω σε δύο βασικές από αυτές.

Αρχικά, προαναφέρθηκε στο πρώτο μέρος ότι η συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις στο πολιτικό περιβάλλον της αρχαίας πόλης-κράτους προοριζόταν για τους άνδρες-αφέντες της οικογένειας, οι οποίοι γίνονταν βασικοί συντελεστές στην πολιτική σφαίρα για να απελευθερωθούν από τις ασήμαντες ιδιωτικές υποθέσεις που εξυπηρετούσαν την ικανοποίηση των βασικών βιολογικών αναγκών του. Συνάγεται ότι δυνατότητα συμμετοχής είχαν λίγοι στη δημόσια σφαίρα. Άρα, το πάθος για ελευθερία, σύμφωνα με την Arendt, κατέχεται από όσους είναι έτοιμοι να απαλλαγούν από τη χρησιμότητα του οικιακού βίου και να μεταβούν στο πεδίο της πολιτικής αυτοπραγμάτωσης. Επομένως, καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι ικανοί για την ελευθερία της πράξης, της ανάληψης νέων πρωτοβουλιών είναι οι λίγοι. Κοντολογίς, μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η προτίμηση της φιλοσόφου για την ενσωμάτωση του ανθρώπου στο πλαίσιο ενός δήμου συνοδεύεται από ελιτισμό, καθώς η ίδια ισχυρίζεται πώς μια κατηγορία μόνο ανάμεσα στους ανθρώπους αξίζει να συμμετέχει στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

Στη σχετική της μελέτη «Για την Επανάσταση», η Arendt αφιερώνει ύστερα από μια εκτεταμένη ανάλυση των γνωρισμάτων των δύο μεγάλων επαναστάσεων του 18ου αιώνα το τελευταίο κεφάλαιο σε μία χαμένη, αλλά σημαντική διάσταση που συνυπήρχε ταυτόχρονα με τις σημαντικές επαναστάσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν τους τελευταίους δύο αιώνες. Η πολύτιμη πτυχή αφορά την αυθόρμητη γέννηση κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων ενός συστήματος συμβουλίων, το οποίο ήταν βραχύβιο και εξαφανίστηκε λόγω της κυριαρχίας των κομματικών συμφερόντων. Οι χρονολογίες εμφάνισης αυτού του τύπου πολιτικής οργάνωσης, που εξετάζεται από τη φιλόσοφο, είναι οι ακόλουθες: α) το 1870, όταν το Παρίσι αναδιοργανώθηκε με αποτέλεσμα να διαμορφώσει τον πυρήνα της μελλοντικής κυβέρνησης της Παρισινής Κομμούνας την άνοιξη του 1871, β) το 1905, καθώς συμβαίνει ένα μεγάλο κύμα απεργιών στη Ρωσία το οποίο οδηγεί στη σύσταση πολιτικής ηγεσίας ξεχωριστής από τα κόμματα και επίσης στην οργάνωση των εργατών των εργοστασίων σε συμβούλια, γ) ο Φεβρουάριος του 1917, όταν στην Ρωσία και πάλι εμφανίζονται τα σοβιέτ, δ) το 1918 και το 1919, όταν στη Γερμανία στρατιώτες δημιουργούν σύστημα συμβουλίων, το οποίο απαιτείται να γίνει και το θεμέλιο του νέου συντάγματος, και στη συνέχεια συγκροτούν τη βραχύβια Raterepublik, ε) το φθινόπωρο του 1956 πραγματοποιείται η τελευταία αναβίωση του συστήματος των συμβουλίων στην Ουγγρική Επανάσταση[1].

Η Arendt μας πληροφορεί, ότι το σύστημα των συμβουλίων έφερε στην επιφάνεια ένα πολιτικό περιβάλλον δημοκρατίας, το οποίο ωστόσο είχε το χαρακτήρα μιας «φανταστικής ουτοπίας που έγινε πραγματικότητα για μια φευγαλέα στιγμή για να δείξει, κατά κάποιο τρόπο τους ανέλπιδα ρομαντικούς πόθους του λαού, ο οποίος δε γνώριζε ακόμα τη σκληρή πραγματικότης της ζωής»[2]. Τα συμβούλια, όπως ισχυρίζεται η ίδια στην ανάλυσή της, αποτελούσαν φορείς ελπίδας για μια ριζική μεταμόρφωση του κράτους, για ένα νέο πολιτικό σύστημα, το οποίο θα επέτρεπε σε κάθε μέλος της κοινότητας να γίνει βασικός συντελεστής εξίσου στις δημόσιες υποθέσεις[3]. Τα συμβούλια δηλαδή αμφισβητούσαν τη συγκέντρωση της εξουσίας στο κομματικό σύστημα το οποίο υποστήριζε μια πρώιμη αντιπροσώπευση και επιχειρούσε να ελέγξει το σύστημα των συμβουλίων, τα οποία τάσσονταν υπέρ της διαρκούς δράσης. Όμως, η επίτευξη π.χ της επανάστασης στη Ρωσία σήμαινε ότι η δράση τους ήταν προσωρινή, καθώς ο στόχος του κόμματος και της κυβέρνησης που ήταν υπό δημιουργία, αφορούσε τη μετάβαση σε ένα νέο καθεστώς και την ευημερία του λαού[4]. Όπως ισχυρίζεται η Arendt, η οποία αποτιμά θετικά αυτήν την ξεχασμένη πλευρά των επαναστάσεων, τα συμβούλια δεν κατάλαβαν ότι ο κυβερνητικός μηχανισμός είναι αναγκαίος για τις σύγχρονες κοινωνίες, διότι πρέπει να αναλάβει τις λειτουργίες της διοίκησης για μια τεράστια έκταση[5] που αντιστοιχεί στο έθνος-κράτος.

Επίσης, είναι ενδιαφέρον το γεγονός, ότι τα συμβούλια ενώ αποτελούνταν από εργάτες, υπήρξαν κατά βάση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της φιλοσόφου, πολιτικά όργανα, καθώς ο σκοπός τους ήταν η πραγμάτωση της ελευθερίας. Άλλα ζητήματα, όπως οι οικονομικές και οι κοινωνικές διεκδικήσεις, διαδραμάτιζαν μικρό ρόλο. Δηλαδή, η συγκρότηση των συμβουλίων εκτιμάται ως μια απόδειξη πολιτικής ωριμότητας για τον κόσμο των εργατών[6]. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο με βάση τα έχω προαναφέρει, να παρουσιαστεί το πρώτο πρόβλημα που παρατηρείται στη βασική θέση της Arendt. Ενώ η ίδια υποστηρίζει, όπως έδειξα, στην «Ανθρώπινη Κατάσταση» ότι ο πολιτικός τρόπος βίου προορίζεται για λίγους[7], παραδόξως στο τελευταίο κεφάλαιο που αφορά το σύστημα των συμβουλίων, εκφράζεται  η εκτίμηση της φιλοσόφου για ένα σύστημα, για μια μορφή πολιτικής οργάνωσης, στις διαδικασίες της οποίας ο εργατικός κόσμος, δηλαδή όλοι οι άνθρωποι των μικρομεσαίων στρωμάτων του πληθυσμού, έχει ίση δυνατότητα συμμετοχής. Στην ίδια διαπίστωση προχωρεί και η Margaret Canovan, η οποία επισημαίνει ότι η ιδέα της φιλοσόφου πως στη νεώτερη εποχή οι μεγάλες επαναστάσεις έγιναν από εργάτες, αντιφάσκει ακριβώς με την ελιτίστικη ιδέα της ίδιας για την πολιτική ελευθερία των λίγων ικανών αφεντών[8].

Η αντίφαση ανάμεσα στη δημοκρατία της διαβούλευσης και την ελιτίστικη στάση είναι ένα βασικό πρόβλημα στην πολιτική σκέψη της Arendt, το οποίο δύσκολα μπορεί να λυθεί, διότι στην ήδη υπάρχουσα αντίφαση, προκύπτει και ένα ακόμα παράδοξο. Οι λίγοι που είναι ικανοί για την είσοδο στη δημόσια σφαίρα έχουν απελευθερωθεί από την ικανοποίηση της χρείας. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να ισχύει  για την περίπτωση του νεώτερου εργάτη,ο οποίος, σύμφωνα με την ανάλυση της φιλοσόφου, είναι εγκλωβισμένος στην ικανοποίηση της χρείας, πρώτη του προτεραιότητα είναι η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και ως μέλος της οντότητας που αποκαλείται «κοινωνία», βρίσκει την ευτυχία του στην κατανάλωση, απολαμβάνει την ελευθερία του στον ιδιωτικό χώρο και προβάλλει στο πεδίο λήψης των πολιτικών αποφάσεων (δηλαδή απέναντι στους κατόχους του πολιτικού συστήματος) τα αντίστοιχα αιτήματα με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η ύπαρξη της πολιτικής ως ξεχωριστού φαινομένου. Το ερώτημα όμως που αμέσως προκύπτει είναι το ακόλουθο: πώς όμως ο εργάτης, ο οποίος είναι ένα animal laborans, είναι ταυτόχρονα ικανός για την δημόσια ελευθερία, όπως φαίνεται από την ανάλυση που διατυπώνει η φιλόσοφος σχετικά με τη δημιουργία των συμβουλίων;

Η απάντηση σε ολόκληρο το πρόβλημα πρέπει να εστιαστεί στο κατά πόσο μπορούν να συμφιλιωθούν οι δύο εκ πρώτης όψεως αντικρουόμενες πλευρές της σκέψης της Arendt. Θεωρώ στο σημείο αυτό ότι είναι αναγκαίο να εξεταστεί η προσέγγιση της φιλοσόφου στον όρο «ελίτ». Ο όρος δηλώνει οπωσδήποτε έναν ολιγαρχικό τρόπο διακυβέρνησης. Η ουσία της πολιτικής είναι στο πλαίσιο αυτού του συστήματος η κυριαρχία[9], όπως οποιοσδήποτε θα συμπέρανε λογικά. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή τη μορφή διακυβέρνησης, η πραγμάτωση της ελευθερίας κάποιου επιτυγχάνεται μέσω της εισόδου του στο Κοινοβούλιο ή το Κογκρέσο, δηλαδή στο σώμα της «ελίτ». Άρα, η Arendt θεωρεί, όπως φαίνεται και στο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει, ότι στο πολιτικό σύστημα της νεωτερικότητας η γνωστή ρήση «κυβέρνηση του λαού από το λαό» δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά «κυβέρνηση του λαού από μια ελίτ που έχει ξεπηδήσει μέσα από το λαό»[10]. Αποτέλεσμα αυτής της ανάδυσης των ελίτ από τον λαό και την ανάδειξή τους σε πολιτική εξουσία είναι η μετατροπή της πολιτικής σε επάγγελμα και σε ευκαιρία καριέρας[11]. Η σύσταση των «ελίτ» επιλέγεται με κριτήρια, τα οποία προφανώς δεν είναι πολιτικά και σύμφωνα με τη φιλόσοφο, σπανίως μπορούν να προβληθούν πολιτικά ταλαντούχα πρόσωπα, καθώς ο αποκλεισμός τους ενυπάρχει στη φύση των κομματικών συστημάτων[12].

Ενώ μέχρι εδώ οι απόψεις που εκφράζονται από την θεωρητικό της πολιτικής είναι εύλογες και συνεπείς σε σχέση με τη γενικότερη κριτική που ασκεί στη λεγόμενη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ξαφνικά προχωρά σε μια απροσδόκητη παραδοχή που αφορά το σύστημα των συμβουλίων. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται,ότι και οι άνθρωποι, οι οποίοι συμμετείχαν στα συμβούλια, αποτελούσαν μια ελίτ η οποία διέφερε ως προς το ότι «δεν διορίζονταν από τα πάνω ούτε στηρίζονταν από τα κάτω»[13]. Η ελίτ των συμβουλίων έβγαινε στην επιφάνεια μέσα από την επανάσταση. Οι εκπρόσωποι των συμβουλίων επιλέγονταν από τα μέλη τους και δεν υποβάλλονταν σε πίεση από τα μέλη, αλλά το αξίωμα το διατηρούσαν μέσω της στήριξης των ισοτίμων τους[14].Άρα, οι ελίτ των συμβουλίων διαφέρουν από τις αντίστοιχες των κοινοβουλευτικών συστημάτων κατά το ότι δεν επιβάλλουν στις λαϊκές μάζες την αυθεντία τους, αλλά η ίδια αποτελεί γέννημα της εκάστοτε πυραμίδας στην οποία εντάσσεται κάθε μέλος του συμβουλίου[15]. Επομένως, εντοπίζεται μια καίρια διαφορά ανάμεσα στα δύο πολιτικά συστήματα , η οποία σχετίζεται όχι μόνο με τον τρόπο ανόδου κάποιου σε ανώτερες θέσεις διοίκησης, αλλά και με τη σχέση που διατηρεί ο ίδιος με το κοινωνικό σύνολο.

Στην αντίφαση που φαίνεται ότι προκύπτει ανάμεσα στο δημοκρατικό πρόταγμα της Arendt και την ελιτίστικη διάσταση που προσδιορίζει το ποσοστό των συμμετεχόντων στην εκάστοτε πολιτική σφαίρα, η φιλόσοφος οδηγείται στην αποδοχή της ύπαρξης των ελίτ στα συμβούλια με στόχο να διασαφήσει αυτή τη φορά, ότι το πάθος για την ελευθερία το έχουν όλοι, αλλά μεταξύ αυτών που μοιράζονται τη συγκεκριμένη επιθυμία και κρίνονται ικανοί για την είσοδο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, υπάρχουν ορισμένοι εκλεκτοί και ταλαντούχοι άνθρωποι που μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα ορισμένες διοικητικές υποθέσεις. Με άλλα λόγια, ενώ η ελίτ στη νεώτερη κοινοβουλευτική πολιτεία έχει την κύρια πολιτική αρμοδιότητα και στερεί από την υπόλοιπη κοινωνία την επιδίωξη της ελευθερίας και της πολιτικής αυτοπραγμάτωσης, στην περίπτωση των συμβουλίων ο όρος «ελίτ» ελευθερώνεται από την σημασία των ολιγαρχικών προθέσεων και αναφέρεται σε όσους είναι πιο επιδέξιοι στη διαχείριση ειδικότερων ζητημάτων. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι η θεωρητικός φαίνεται να προσπαθεί να αναιρέσει την υπάρχουσα αντίφαση νοηματοδοτώντας σε κάθε περίπτωση διαφορετικά τη συγκεκριμένη έννοια. Όπως διαπιστώνει και πάλι η Canovan, «το ιδεώδες της Arendt για ένα σύστημα συμβουλίων μπορεί να ειπωθεί ότι συμφιλιώνει μερικώς τις συγκρουόμενες πλευρές της σκέψης της»[16].

Παρά την όποια προσπάθεια καταβάλλει η φιλόσοφος για να καλύψει την αδυναμία του επιχειρήματος της, προκύπτουν νέα προβλήματα που συνοψίζονται στο ακόλουθο ερώτημα: πώς λοιπόν οι πολίτες και κατ’ επέκταση οι ελίτ θα ασχοληθούν με τις δημόσιες υποθέσεις, ενώ η Arendt έχει διευκρινίσει ήδη μερικές σελίδες πριν, αλλά και στο υπόλοιπο έργο της, ότι η πολιτική είναι ένα ξεχωριστό και εντελώς διακριτό φαινόμενο από τη διαχείριση κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων; Η ίδια η φιλόσοφος έχει ήδη διατυπώσει ότι «το μοιραίο λάθος των συμβουλίων ήταν πάντα ότι αυτά τα ίδια δεν διέκριναν καθαρά τη συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις από τη διοίκηση ή τη διαχείριση των πραγμάτων προς το δημόσιο συμφέρον»[17]. Άρα, μια νέα αντίφαση προκύπτει σχετικά με το ουσιαστικό ερώτημα που αφορά τις δραστηριότητες που θα πραγματοποιούνται στα συμβούλια. Και εδώ δυστυχώς, η φιλόσοφος δεν προσφέρει κάποια ικανοποιητική απάντηση, διότι δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην πολιτική και στη διαχείριση. Επομένως, η Arendt αδυνατεί να αναιρέσει τις αντιφάσεις που προκύπτουν στη συγκεκριμένη πραγμάτευσή της, κάτι που κλονίζει και την αξιοπιστία των θέσεων της.

Ένα άλλο ζήτημα, στο οποίο αξίζει να αναφερθώ και αναδεικνύει μια ακόμα αδυναμία της πολιτικής σκέψης της Arendt, προέρχεται από την κριτική που της έχει ασκηθεί από στοχαστές που συμμερίζονται μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση του Πολιτικού. Όπως είναι γνωστό, ο Carl Schmitt, ο οποίος όριζε το Πολιτικό ως την φυσική αντιπαλότητα Φίλου- Εχθρού, η οποία διαμορφώνεται μετά από απόφαση του κυρίαρχου, θα διαφωνούσε με την Arendt, διότι υιοθετεί ακριβώς τη σύνδεση του Πολιτικού με τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση. Μια σύγχρονη θεωρητικός της πολιτικής, η Chantal Mouffe, αντλεί από τον Schmitt την προσέγγισή του για το Πολιτικό, αλλά τη μετασχηματίζει για να προβάλλει κανονιστικά ένα μοντέλο δημοκρατίας, το οποίο θα βασίζεται στον «αγωνισμό»[18]. Στο αγωνιστικό πλαίσιο, η πολιτική σύγκρουση προϋποθέτει την αναγνώριση του αντιπάλου ως νόμιμου και όχι τη μεταχείρισή του ως εχθρού που πρέπει να εξαλειφθεί. Η πολιτική αντιπαράθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού. Δηλαδή, η δημοκρατία, για την Mouffe, είναι το πολιτικό σύστημα που νομιμοποιεί τον ανταγωνισμό. Συνεπάγεται, ότι ο αγωνισμός συνίσταται ακριβώς σε μια σχέση αντιπάλων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε ένα κοινό πολιτικό περιβάλλον, αλλά διαφοροποιούνται ως προς τις προτάσεις που έχει ο καθένας για την οργάνωση του χώρου αυτού.

Οπωσδήποτε το εγχείρημα να αντιπαρατεθεί η αντίληψη του Πολιτικού εκ μέρους της Mouffe στην αντίστοιχη σύλληψη της Arendt, δεν οδηγεί σε κάποια κριτική των επιχειρημάτων της δεύτερης, αλλά μόνο σε μια καθολική απόρριψη με στόχο την πιθανή υιοθέτηση της πρώτης προσέγγισης. Ωστόσο, από την πραγμάτευση της Mouffe για το Πολιτικό και την αγωνιστική δημοκρατία, οφείλουμε να συγκρατήσουμε μια διάσταση, η οποία δεν απασχολεί καθόλου την Arendt. Η Mouffe ισχυρίζεται ότι το Πολιτικό καθορίζεται από τη σύγκρουση και τον ανταγωνισμό, ο οποίος γίνεται αντιληπτός ως συστατικό γνώρισμα της ανθρώπινης κοινωνίας.[19]Αν και οποιοσδήποτε  μπορεί να διαφωνήσει με την ένταξη μόνο μιας διάστασης στο Πολιτικό, κρίνεται εύλογη ωστόσο η άποψη, ότι η σύγκρουση και η επιθυμία για την ηγεμονία είναι χαρακτηριστική πλευρά της πολιτικής και ότι υφίσταται πάλη για την επικράτηση μιας πρότασης, η οποία αφορά την πολιτική οργάνωση, έναντι κάποιας άλλης.

Η Arendt όμως δεν φαίνεται να απασχολείται με αυτήν την πτυχή της πολιτικής ζωής. Στην προσέγγισή της, παρουσιάζει την είσοδο στη δημόσια σφαίρα, στην οποία όλοι οι συμμετέχοντες διαβουλεύονται ως ίσοι και πράττουν ( αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες), ως την προϋπόθεση για τη δημιουργία σχέσεων, οι οποίες θα βασίζονται στη φιλία. Η φιλόσοφος δεν εξετάζει το ενδεχόμενο της παρουσίας και της γέννησης αντίπαλων στρατοπέδων είτε στη δημόσια σφαίρα της αρχαίας πόλης-κράτους είτε στα βραχύβια συμβούλια των επαναστάσεων των τελευταίων δύο αιώνων. Η Arendt φαίνεται να παρουσιάζει ως αυτονόητη την ομοφωνία που έπεται της διαβούλευσης χωρίς να αναρωτιέται για την πιθανότητα δημιουργίας αντίπαλων συλλογικοτήτων που θα επιχειρούν να δρομολογήσουν την εφαρμογή των δικών τους πολιτικών προτάσεων. Με άλλα λόγια, η θεωρητικός δεν προσφέρει κάποια συνεκτική και συμπαγή απάντηση στο ενδεχόμενο της δημιουργίας σύγκρουσης.

Στην πολιτική σφαίρα που προτιμάται από την Arendt, η ενδεχόμενη ανάδυση αντίπαλων πολιτικών συλλογικοτήτων θα αναιρούσε ορισμένες σημαντικές διαστάσεις που απέδωσε η ίδια στη δημόσια σφαίρα, όπως αυτή της πολλότητας. Ενώ όλοι θα διατηρούσαν την ισότητα, θα κινδύνευε η ύπαρξη της μοναδικότητας των πολιτών, καθώς η προσχώρηση κάποιου σε μια ορισμένη συλλογικότητα, θα αλλοίωνε τον μοναδικό προσωπικό χαρακτήρα τον οποίο αποκαλύπτει η δημόσια σφαίρα, όπως επίσης και την ελευθερία να αναλαμβάνει ο καθένας νέα εγχειρήματα ξεχωριστά από εκείνα των υπόλοιπων. Δηλαδή, η δημόσια σφαίρα θα αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να εξαλειφτεί η καίρια δυνατότητα της πράξης, του ζωτικού αυτού γνωρίσματος που απελευθερώνει τον άνθρωπο από την ζωική του κατάσταση.

Συμπεραίνουμε εν τέλει, ότι το πρόβλημα που παραλείπει να εξετάσει η φιλόσοφος, έχει σχέση με τη γέννηση εντός της δημόσιας σφαίρας αντιπαρατιθέμενων συλλογικών ταυτοτήτων, των οποίων η ύπαρξη θα μετέτρεπε το πολιτικό σύστημα των συνελεύσεων, οι οποίες αποτελούν χώροι ελευθερίας, σε μια μορφή ηγεμονικής διακυβέρνησης, στην οποία μια συγκεκριμένη συλλογικότητα θα διαμόρφωνε μονοσήμαντα τις πολιτικές που θα εφαρμόζονταν. Συνεπώς, το περιβάλλον της ειρηνικής διαβούλευσης ενδέχεται να μεταβληθεί σε ένα χώρο συγκρουόμενων εναλλακτικών πολιτικών, δηλαδή πλουραλιστικών ταυτοτήτων. Στην υπαρκτή πιθανότητα της ανατροπής του περιεχομένου της δημόσιας σφαίρας των ελεύθερων πολιτών , η φιλόσοφος αδυνατεί να απαντήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να πείσει τον αναγνώστη επιχειρηματολογώντας, είτε ότι η επιθυμία για την ηγεμονία θα ήταν ανύπαρκτη, κάτι που θα προσέδιδε στην κανονιστική της θέση μεγαλύτερη ισχύ, είτε, ότι ακόμα και αν προέκυπτε πρόβλημα σύγκρουσης πολιτικών συλλογικοτήτων, αυτό θα λυνόταν με ενδεχόμενες θεσμικές δικλείδες που θα διασφάλιζαν αναλλοίωτο τον χαρακτήρα του συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος. Εν τέλει, παρά το γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως η ανάγνωση του έργου της Arendt προκαλεί ενδιαφέρον, φαίνεται πως παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα στην προσέγγισή της, τα οποία κλονίζουν το βαθμό πειστικότητάς της. Αφενός μεν προκύπτουν αντιφάσεις στις απόψεις της (αναφέραμε το πρόβλημα της συμφιλίωσης δημοκρατίας-ελιτισμού), αφετέρου παραλείπει να σχολιάσει πτυχές των κοινωνικών φαινομένων, τις οποίες θα χαρακτηρίζαμε πολιτικές. Οπωσδήποτε όμως, η εξέταση των προσεγγίσεων στην ουσία του Πολιτικού δεν μπορεί να αγνοήσει τη συμβολή της Arendt, η οποία παραδίδει στην πολιτική θεωρία του 20ου αιώνα μια γόνιμη πραγμάτευση.

[1] Τις χρονολογίες εμφάνισης των συμβουλίων παρουσιάζει η Arendt στο ακόλουθο έργο: Arendt Hannah, Για την Επανάσταση..όπ.π.., σ. 354-355

[2]Arendt Hannah, Για την Επανάσταση..όπ.π.., σ.356

[3] Στο ίδιο

[4] Στο ίδιο, σ.369

[5] Στο ίδιο, σ.370

[6] Στο ίδιο

[7] Την άποψη υιοθετεί η φιλόσοφος και στο έργο της για τις επαναστάσεις, βλ. Arendt Hannah, Για την Επανάσταση..όπ.π.., σ.372

[8]Canovan Margaret, «The Contradictions of Hannah Arendt’s Political Thought», Political Theory, 6:1, 1978,  σ. 7

[9]Arendt Hannah, Για την..όπ.π..,σ. 373

[10] Στο ίδιο, σ.374

[11] Στο ίδιο, σ.375

[12] Στο ίδιο

[13] Στο ίδιο, σ.375

[14]Στοίδιο, σ.376

[15]Όπ.π

[16]Canovan Margaret, « The Contradictions…όπ.π…»..,σ. 18

[17]Arendt Hannah, ..όπ…,σ.370

[18] Η αντίληψη της Mouffe για το Πολιτικό και η πρόταση για μια αγωνιστική δημοκρατία, παρουσιάζεται στα ακόλουθα έργα: Mouffe Chantal, Το δημοκρατικό παράδοξο (μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής), Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2004, κεφ.4. Στο κεφάλαιο η θεωρητικός ασκεί κριτική στις εκδοχές του φιλελευθερισμού του Rawlsκαι του Habermas. Επίσης βλ. Μουφ Σαντάλ, Επί του Πολιτικού ( μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής), Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές, 2010, κεφ. 2

[19] Σαντάλ Μουφ,..όπ.π..,σ.16