Roberto Iras Baldessari – The train arriving at the station of Lugo, 1916

Francesco Maria Ferrari,  PhD University of Padova – Italy

μτφρ.: Γιώργος Κουτσαντώνης

Πόσες φορές πήραμε το τρένο χωρίς να ανταλλάξουμε μια κουβέντα με εκείνον που κάθεται δίπλα μας; Πόσες φορές αποφύγαμε τη «δίνη» των συνομιλιών στην αμαξοστοιχία; Σε αυτό το βιβλίο παρουσιάζεται μια συνομιλία μεταξύ τεσσάρων επιβατών, μια συζήτηση κάθε άλλο παρά τετριμμένη και γεμάτη κοινοτοπίες. Η βασισμένη στα συμφραζόμενα τεχνική, διεισδύει σε μια σειρά από φιλοσοφικά ερωτήματα με την ελαφρότητα και την ευκολία μιας περιστασιακής συνομιλίας. Όμως ο διάλογος βοηθά να αναδειχθούν ερωτήματα, αμφιβολίες και αβεβαιότητες.

Η συζήτηση εκτυλίσσεται σε τέσσερα μέρη και επεκτείνεται με εγκάρσιο τρόπο ξεκινώντας από πιο καθημερινά ζητήματα, μέχρι και βασικά φιλοσοφικά θέματα: από την αντίθεση ανάμεσα στη γνώση και την πίστη, διαμέσου της επιστημονικής μεθόδου· από την αντίθεση μεταξύ σχετικισμού και δογματισμού, μέχρι τη φύση του φαλιμπιλισμού [1] και την αφομοίωσή τους·  από την αντίθεση μεταξύ της βεβαιότητας του δογματισμού και της επισφάλειας του φαλιμπιλισμού· από την αντίθεση μεταξύ επιστήμης και ηθικής στη μη βιωσιμότητα του σχετικισμού. Σε γενικές γραμμές,  εισάγεται στον αναγνώστη το θέμα της συγκρισιμότητας και της συμμετρικότητας μεταξύ των δύο θεωριών· από την αξιολόγηση της αντικειμενικότητας και της ορθολογικότητάς τους, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους και τις επιμέρους λεπτομέρειες, από την τετραλογία αναδύεται, κατά την καλύτερη φιλοσοφική παράδοση, μια συνολική αίσθηση απορίας.

Παρουσιάζουμε τους τέσσερις πρωταγωνιστές. Η Σάρα είναι πιστή κόρη της νεωτερικότητας. Επιστήμονας, πεπεισμένη οπαδός του ντετερμινισμού, θα μπορούσαμε να πούμε «καρτεσιανού» τύπου εφόσον για αυτήν η αλήθεια και η απόδειξη αναγνωρίζονται από το σχήμα όπου μόνο η μέθοδος απελευθερώνει την επιστήμη από την άποψη. Στο τραίνο, η Σάρα συναντά τυχαία τον παλιό της φίλο Μπομπ, του οποίου ο κόσμος αποτελεί -στην εντέλεια- τη Νέμεσή της. Ο Μπομπ έχει μια στάση απέναντι στη γνώση που μπορεί ταυτόχρονα να χαρακτηριστεί προμοντέρνα και λίγο παρακμιακή, χωρίς ωστόσο να είναι ωφελιμιστική, αλλά περισσότερο αφελής. Ταυτόχρονα όμως ο Μπομπ, ο οποίος πιστεύει σε μαγικές δυνάμεις, δεν είναι και ανόητος. Ο τρίτος στην συζήτηση είναι ο Ζακ. Ο Ζακ, ο οποίος είναι η απόλυτη έκφραση της πνευματικής διπλωματίας, μπαίνει ανάμεσα στον Μπομπ και τη Σάρα και έχοντας εντοπίσει το αδιέξοδό τους, προσπαθεί να συμβιβάσει τις διαφορετικές ιδέες. Ο πνευματικός αυτός αλαζόνας, λίγο υποκριτής και σίγουρα ράθυμος Ζακ, σχετικοποιεί εξ’ αρχής τα ζητήματα, διακινδυνεύοντας να υποπέσει στον πιο μπανάλ επιστημονικό ντανταϊσμό. Μόνον αργότερα έρχεται η Ρωξάνα η οποία σχεδόν απρόθυμα παίρνει μέρος στην κουβέντα, που έχει ήδη ξεκινήσει μεταξύ των τριών, και σαν να αισθάνεται υποχρεωμένη από την επιπολαιότητα κάποιων εννοιών, κάνει την δική της αυστηρά αφηρημένη τοποθέτηση που, ως εκ τούτου, είναι λιγάκι αλαζονική.

Το πρώτο μέρος, The Perils of Peacemaking, ανοίγει την τετραλογία με την τυχαία συνάντηση μεταξύ δυο παλαιών φίλων, της Σάρας και του Μπομπ. Το τρένο είναι έτοιμο για αναχώρηση και ο Μπομπ μιλάει για ένα ατύχημα. Σύμφωνα με τον Μπομπ το περιστατικό αυτό δεν ήταν μια απλή σύμπτωση, δηλαδή ένα ατόφιο παιχνίδι της τύχης. Αποδίδει το ατύχημα σε υπερφυσικές δυνάμεις και ξόρκια, στην συγκεκριμένη περίπτωση, μιας παράξενης γειτόνισσας. Ο διάλογος μεταξύ των δύο αποκαλύπτεται ως μια σύγκριση μεταξύ δύο κοσμοθεωριών, αυτής που βασίζεται σε σκοτεινές και μαγικές δυνάμεις, ικανές να συγκλίνουν ανεξάρτητα μεταξύ τους γεγονότα· και εκείνης, της Σάρας, που αντιθέτως βασίζεται στη σύγχρονη αντίληψη της φυσικής, κατά την οποία μόνο η επιστημονική μέθοδος μπορεί να ερευνήσει τη φύση, επιτρέποντας στους ανθρώπους να εξετάσουν σε βάθος τους νόμους και τις αρχές που διέπουν τα γεγονότα. Για την Σάρα ότι δεν υπόκειται στην επιστημονική μέθοδο δεν έχει γνωστική αξία, είναι δεισιδαιμονία. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αντίθεση των δύο θεωριών εισάγει τη γνωσιολογική διχοτόμηση ανάμεσα στην πίστη και στην βάσιμη πίστη (= γνώση, με την αυστηρή έννοια του όρου), στην οποία μόνο η μέθοδος δίνει την εγγύηση της βασιμότητας. Σαφώς, αυτό που για τον έναν είναι βάσιμο, δεν είναι για τον άλλο και το αντίστροφο.

Ο Ζακ παρεμβαίνει στη συζήτηση νουθετώντας τους δύο συνομιλητές, τον Μπομπ και τη Σάρα, και κρατάει μια στάση ανωτερότητας απέναντι σε δηλώσεις του τύπου «εγώ έχω δίκιο και εσύ άδικο». Για τον Ζακ είναι «προφανές ότι κανείς από τους δυο δεν μπορεί να αποδείξει με βεβαιότητα ότι ο άλλος κάνει λάθος» Απλά, καθεμιά άποψη «ισχύει βάσει των δικών της όρων. Αυτές όμως είναι εξίσου καταληπτές» (σ.9). Ωστόσο, παρά το ότι Ζακ έχει το πλεονέκτημα να εκθέτει το αδιέξοδο της κουβέντας, σύντομα οι δύο πλευρές αρχίζουν να εμφανίζουν μια δυσανεξία προς αυτόν. Από τη μία πλευρά, ο Μπομπ προτιμά τον τρόπο με τον οποίο η Σάρα αρνείται τις πεποιθήσεις του. Εκείνη πράγματι, δεν προσποιείται κάποιο σεβασμό προς τις απόψεις του και αμφισβητεί άμεσα ό,τι και αν αυτός πει (σ.21) και από την άλλη η Σάρα πιστεύει ότι ο Ζακ, κάθε φορά που υπάρχει η ανάγκη «να επιλέξει ανάμεσα σε δύο απόψεις», επιστρέφει στα βήματά του, υποστηρίζοντας ότι «είναι απόψεις διαφορετικές, ωστόσο ισάξιες». Φαίνεται ότι ο Ζακ προστατεύει την άποψή του από τη δική τους κριτική και από τον επακόλουθο ανταγωνισμό, αποτρέποντας έτσι την «απόκτηση γνώσης» (σ.22). Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο σχετικισμός συνεπάγεται την μη απόλυτη βεβαιότητα (σ. 31), αλλά πάνω από όλα κυρίως για εκείνα τα ζητήματα πάνω στα οποία η κριτική προς τον ίδιο τον δογματισμό είναι ριζοσπαστική: στα περί αποδοχής και χρήσης των εννοιών της αλήθειας και του ψεύδους (σ.24).

Το δεύτερο μέρος, The Terrors of Truth, αρχίζει κατά τη στάση του τρένου με την άφιξη στη σκηνή του τέταρτου χαρακτήρα, της Ρωξάνης. Το ταξίδι ξεκινά πάλι και η συνομιλία συνεχίζεται με τη σχετικιστική κριτική του Ζακ πάνω στη χρήση των εννοιών της αλήθειας και του ψεύδους (σ.35). Η Ρωξάνη αρχικά παραμένει απόμακρη. Η ανατομή της εξάρτησης της έννοιας της απόδειξης, (ως σύγχρονη θεμελίωση της αλήθειας) από ένα ήδη καθορισμένο πολιτισμικό σύστημα, ως εκ τούτου βασισμένο σε πιστεύω, είναι που οδηγεί την Σάρα στο να αποδυναμώσει τον επιστημονισμό της, φτάνοντας σε μια πιθανολογική θεώρηση της βεβαιότητας.

Μέχρι και την φαλιμπιλιστική αντίληψη της επιστήμης: δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα της απόδειξης (σ. 40). Μόνο τώρα παρεμβαίνει η Ρωξάνη με την ψυχρότητα της λογικής ανάλυσης: η χρήση των εννοιών της αλήθειας και της ψεύδους δεν αναφέρονται καθόλου σε ένα αξιολογικό σύστημα αξιών· που δεν προϋποθέτει καμία προτίμηση προς τη μία ή το άλλο. Είναι μια σαφής προειδοποίηση για τον Ζακ (σ.49-50). Αλλά αυτή είναι μόνο η αρχή.  Η παρέμβαση της Ρωξάνης δίνει νέο σώμα στην τετραλογία και η συζήτηση προετοιμάζεται ώστε να δείξει ότι η αφομοίωση της αλήθειας και της απόδειξης προϋποθέτει μια κατηγορική επιστημονική σύγχυση, (σ.50-51) μεταξύ εκφράσεων του τύπου «όχι» και «δεν ξέρω», μεταξύ άρνησης και άρνησης της σύμφωνης γνώμης. Πράγματι, οι εκφράσεις αναφέρονται στις επιβεβαιώσεις και όχι στο περιεχόμενό τους (σ. 55), που αντιθέτως είναι οι αποδείξεις. Εάν μπορούμε να πούμε ότι κάτι είναι αληθινό, τότε είναι προφανές, ότι δεν μπορούμε να πούμε το αντίθετο. Η συζήτηση συνεχίζεται ως προς τη διάκριση μεταξύ της μεθόδου επαλήθευσης και νοήματος. Για τον επιστημονικό ορθολογισμό, μόνο η μέθοδος δίνει νόημα στους ισχυρισμούς, διασφαλίζοντας παράλληλα την επιστημονικότητα των θεωριών (σ.67). Αλλά, τότε, ποια είναι η σχέση μεταξύ γνώσης, πίστης και αλήθειας; Είναι ο κόσμος η πραγματικότητα; Εάν γνωρίζουμε μόνο εάν η επιβεβαίωση είναι εμπεριστατωμένα αληθινή (σ.71), ενώ πιστεύουμε μόνο εάν δεχθούμε ότι η αλήθεια των επιβεβαιώσεων είναι η αλήθεια αυτών που τις πιστεύουν, η γνώση προϋποθέτει τη χρήση της έννοιας της αλήθειας, και αυτή μόνο μέσω της μεθόδου θα συνέδεε την γλώσσα με τον κόσμο (σ.71). Δυστυχώς, όπως διδάσκει ο Karl Popper, η επιστήμη της Σάρας μπορεί να είναι μόνο φαλιμπιλιστική. Αλλά ο φαλιμπιλισμός δεν είναι και αυτός με την σειρά του επισφαλής; Ναι, αλλά δεν είναι ψευδής! (σ.75). Δεδομένης της αποδοχής του φαλιμπιλισμού της Σάρας, πώς μπορεί πλέον να επικρατήσει η θεωρία της για τον κόσμο απέναντι σε εκείνη του Μπομπ; Παρά τον φαινομενικό αναχρονισμό μιας τέτοιας θέσης (που καθορίζει την ύπαρξη μαγισσών και υπερφυσικών δυνάμεων) και σήμερα είμαστε πλημμυρισμένοι με θεωρίες παρόμοιων αποχρώσεων: πνεύματα, μυστικισμοί και δονήσεις διάφορες. Το ζήτημα είναι επίκαιρο. Υπάρχει ένα κριτήριο με το οποίο να συγκρίνουμε αυτές τις θεωρίες με τις «επιστημονικές» και να καθορίσουμε ποια είναι η πραγματική, η καλύτερη, η αντικειμενικά λογική και ποια δεν είναι; Το τρίτο μέρος, The Advantages of Arrogance, στιγματίζει, υπό το φως του φαλιμπιλισμού, αυτή τη στάση.

Όσο κι αν μια θεωρία θέλει να επιβληθεί, ως θεωρία δεν μπορεί να επιβεβαιώσει κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς της, ας πούμε «φ», δηλαδή «μάγισσες δεν υπάρχουν», ούτε έχει νόημα να προστεθεί η φράση «είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν». Η Ρωξάνη εξηγεί με διαύγεια ότι η μετάβαση στον φαλιμπιλισμό, ενώ δεν σημαίνει επιβεβαίωση της αναλήθειας των προηγούμενων αληθειών, δεν σημαίνει και επιβεβαίωση της αλήθειας τους, επιτρέποντας σε φ επιστημονικούς φορείς να κάνουν δηλώσεις του τύπου «μπορεί να κάνω λάθος σχετικά με …», διότι η παραδοχή της επισφάλειας δεν έχει καμία σχέση με τις υποθέσεις σχετικά με το σκεπτικό (υπολογισμό) που θα χρησιμοποιηθεί (σ.81). Αλλά, τότε, ο φαλιμπιλισμός είναι η τελική παραδοχή ότι η υποκειμενική απόδειξη δεν αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για την αλήθεια (σ.83) και, εφ ‘όσον δεν έχει δοθεί ένα διαφορετικό γνωστικό υπόβαθρο, μια επιστημονική κοινότητα μπορεί να παρουσιαστεί μόνο ως μια αυθαίρετη «ουδέτερη» (super partes) αυθεντία (σ. 89- 90). Μια αυθεντία τόσο υποκριτική, όσο εκείνη η αυθεντία που προσποιείται ότι απελευθερώνει τον λόγο από τον δογματισμό των αξιών της αλήθειας και του ψεύδους (σ.95-96) εκφράζεται με το τελεσίγραφο: ο σχετικισμός είναι, επομένως, η μόνη λύση (σ.102-103). Έτσι, το πλεονέκτημα της αλαζονείας της Ρωξάνης συνίσταται στο ότι η αποχή της από την λήψη μιας θέσης (σε σχέση με τα δύο εμπλεκόμενα μέρη) γίνεται η δική της θετική θέση, σε αντίθεση με εκείνους που αμαρτάνουν με τη νωθρότητά τους, όπως ο Ζακ (σ.113-114).

Στο τελευταίο μέρος, The Vices of Value, η συζήτηση αλλάζει αντικείμενο. Μάλλον καλύτερα, η συζήτηση επεκτείνεται με φυσικό τρόπο στο πεδίο της ηθικής. Τι μπορεί να μας πει η επιστήμη της ηθικής; (σ. 119). Ποιο γνωσιολογικό καθεστώς διέπει τα ζητήματα ηθικής φύσεως; Για την Σάρα, σύμφωνα με τη νεωτερικότητα, τα ηθικά ζητήματα είναι απόψεις. Πρόκειται για απόψεις καθώς είναι ζητήματα μη μετρήσιμα (σ.119) και, ως εκ τούτου, σχετίζονται με τις επιλογές και τις προτιμήσεις του ατόμου (σ.120). Το ηθικό ζήτημα ενέχει μια «ρελάνς» του σχετικισμού: δηλώσεις που δεν είναι ούτε αληθινές, ούτε ψευδείς. Για μια ακόμη φορά, η παρέμβαση της Ρωξάνης οδηγεί τη Σάρα σε μια κρυμμένη, σιωπηρή αντίφαση. Πράγματι, εάν στο Universa. Recensioni di filosofia – Anno 4, Vol. 2 (2015)  δηλωθεί ότι το «φ» είναι «εσφαλμένο» δεν σημαίνει ότι ο ισχυρισμός το «φ» είναι «εσφαλμένο» είναι και αληθής, επομένως σημαίνει ότι ο ισχυρισμός το «φ» είναι «εσφαλμένο» είναι ψευδής, δηλαδή σημαίνει ότι το «φ» δεν είναι «εσφαλμένο» είναι αληθές, όπως και για όλους τους άλλους ισχυρισμούς (σ.124). Πράγματι, ο σχετικισμός δεν πρέπει να συγχέεται με την σχετικότητα των πλαισίων και των παραγόντων στα οποία μια δήλωση μπορεί να διατυπωθεί διότι, από τη στιγμή της ρητής απόφανσης, πάντα μπορούμε να ορίσουμε την αλήθεια και το ψεύδος των δηλώσεων και σε διαφορετικά συστήματα αξιών (σ.127). Μάλιστα, ο σχετικισμός προκύπτει μόνο όταν αυτά τα πλαίσια (ή άλλες συνθήκες) δεν έχουν ρητά καθοριστεί από την αρχή (σ.131), και των οποίων κεντρικό σημείο είναι τα ερωτήματα: «για ποιον;», «κάτω από ποιες συνθήκες;».

Η Σάρα είναι αξιοθαύμαστη: αρνείται ακόμη και τον ηθικό σχετικισμό (σ.135). Η ουσία της πολυπλοκότητας του ηθικού ζητήματος είναι ότι οι έννοιες του καλού και του κακού δεν περιορίζονται μόνο στα να περιγράφουν τον κόσμο, όπως άλλες έννοιες, αλλά οδηγούν την ίδια την πράξη, ως προεσκεμμένη, στον κόσμο. Η απόφαση για το αν θα εκτελεστεί ή όχι μια πράξη προϋποθέτει προβλέψεις πάνω στο αποτέλεσμα, στην επίδραση, όπως αντίστοιχα και για τους επιστημονικούς νόμους (σελ.144-145). Η αναλογία μεταξύ ηθικής και επιστημονικής γνώσης είναι ισχυρή (σελ.147-148).

Και φτάσαμε στο τέλος του ταξιδιού. Κάθε είδους σχετικιστική αντίληψη έχει αποθαρρυνθεί (σ.149), ωστόσο σχεδόν σαν τις ράγες, κάτω από το τρένο, που οδήγησαν όλο το ταξίδι, μεταξύ των γραμμών της τετραλογίας τίθενται τα βασικά θεωρητικά ερωτήματα της φιλοσοφίας, κάθε φιλοσοφίας: η σχέση μεταξύ αναπαράστασης και πραγματικότητας, μεταξύ γλώσσας και κόσμου, μεταξύ της αλήθειας και του είναι. Η σημασιολογία, η επιστημολογία, η επιστήμη, τόσο φυσικά όσο και επίσημα, εδώ δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Είναι κάτω από αυτές, στην θεμελίωσή τους, που τίθεται το ερώτημα το οποίο με διορατικότητα ο Α. μόλις που το αγγίζει, αφήνοντάς το στο παρασκήνιο, πίσω από τις σκηνές των κονταρομαχιών που κινούν τα νήματα αυτού του ταξιδιού, χωρίς ποτέ να αποκαλύπτουν την τραγική κωμωδία που ενσαρκώνει την απορία, εξαιτίας της ανικανότητας του φιλοσοφικού έργου και της αδυναμίας της λογικής. Υπό αυτή την έννοια, η απορία της τετραλογίας αντανακλά την ίδια την ενδεχομενική κατάστασή της: το τέλος είναι η αρχή.

Timothy Williamson, Tetralogue. I’m Right, You’re Wrong, Oxford University Press, 2015


[1] Ο όρος φαλιμπιλισμός (fallibilism) χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τον Τσαρλς Πηρς και δηλώνει ότι καμία πεποίθηση, είτε πρόκειται για κοινή παραδοχή είτε για επιστημονική θέση, δεν μπορεί να αποδειχθεί με τρόπο που να την καθιστά αδιαμφισβήτητη.