‘Ένας λαός δεν επιλέγει σύμφωνα με την βούλησή του περισσότερο θεσμούς,
απ’ ό,τι επιλέγει το χρώμα των ματιών του ή των μαλλιών του.
Gustave Le bon
Ο βουλησιαρχικός δεσποτισμός βασίζεται στην γενική ιδέα πως αναδιαμορφώνοντας ριζικά τους θεσμούς, τους νόμους και το πολίτευμα ενός λαού επιτυγχάνεται η δημιουργία ένος ολότελα νέου ανθρώπου. Η ιδέα αυτή προέρχεται από την νεωτερική διδασκαλία για την αντικατάσταση της οργανικά ανεπτυγμένης λαϊκής ζωής από ένα μηχανικό τύπο κοινωνίας. Από την πρώτη της απόπειρα να εφαρμοστεί στην πράξη, η μηχανική εφαρμογή της συγκεντρωτικής αρχής (1792), προσέκρουσε στον άκαμπτο λαιμό του παριζιάνικου πληθυσμού (και για τον λόγο αυτό χρειάστηκε να δουλέψει υπερωρίες ο δήμιος του Παρισιού). Αν και έγινε λοιπόν από την αρχή καταφανής ο χιμαιρικός της χαρακτήρας, η ιδέα της μηχανικής ρύθμισης της κοινωνίας συνεχίζει ακόμα και σήμερα -παρά τον κυριαρχικό της χαρακτήρα- να εξάπτει τον προοδευτικό νου των απολυταρχικών μεταμοντέρνων του «αντικυριαρχικού» Λόγου.
Αξίζει να θυμηθούμε τα όσα έχει γράψει σχετικά ο Gustave Le Bon (1841-1931), μια φιγούρα που έχει επάνω της ζωγραφισμένα όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός γάλλου συντηρητικού του 19ου αιώνα. Ολιγαρχικός, πεσιμιστής, φυσιοκράτης, ελιτιστής, αντιδημοκράτης και αντισοσιαλιστής, πήρε μέρος στον γαλλοπρωσικό πόλεμο και έζησε από κοντά την κομμούνα του Παρισιού. Το βιβλίο του Η Ψυχολογία των Μαζών (1910), είναι ενδεικτικό των παραπάνω γνωρισμάτων, αλλά όπως επισήμανε ο Otto Klineberg στον πρόλογο της έκδοσης του 1963, «οφείλουμε να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο με ένα κριτικό πνεύμα, αλλά οφείλουμε να το διαβάσουμε». Πράγματι πολλές από τις παρατηρήσεις που κάνει ο Gustave Le Bon για τον ρόλο που διαδραματίζει στη σύγχρονη δημοκρατία η μαζική κοινωνία είναι τόσο εύστοχες που λαμβάνοντας υπόψη τα όσα επακολούθησαν τον 20ο αιώνα φαντάζουν σχεδόν προφητικές. Άλλωστε, το 1914 ο ενθουσιασμός των προλετάριων καθώς ξεκινούσαν να σκοτώσουν προλετάριους άλλων χωρών επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του Le Bon, παρά επιβράβευσε τις προσδοκίες και τις προβλέψεις των ειδημόνων των «ιστορικών νόμων». Κι όμως σε όλη τη διάρκεια της ζωής του αντιμετωπίστηκε από την προοδευτική διανόηση με ένα είδος απέχθειας. Ο ίδιος είχε γράψει άλλωστε: «αυτός που ξέρει να εξαπατά τις μάζες γίνεται έυκολα ο κύριος τους, αυτός που θα προσπαθήσει να τις απαλλάξει από την πλάνη τους θα είναι πάντα το θύμα τους».
Στο θέμα που θα μας απασχολήσει θα σταθούμε στην εξής παρατήρηση του Le Bon: η ιδέα ότι οι θεσμοί, οι νόμοι και οι κυβερνήσεις μπορούν να θεραπεύσουν τα ελαττώματα ενός λαού ή να αλλάξουν τα εγγενή του χαρακτηριστικά ιδιώματα, είναι μια ιδέα χιμαιρική. Οι θεσμοί, λέει ο Le Bon, είναι «γιοί των ιδεών, των αισθημάτων, και των ηθών και δεν αναμορφώνουμε τις ιδέες, τα αισθήματα και τα ήθη αναμορφώνοντας τους νόμους. Ένας λαός δεν επιλέγει σύμφωνα με την βούλησή του περισσότερο θεσμούς, απ’ ό,τι επιλέγει το χρώμα των ματιών του ή των μαλλιών του» (σελ. 78, εκδ. Ζήτρος). Η παρατήρηση αυτή συνειρμικά φέρνει στα καθ’ ημάς το αίτημα, αλλά και το παράπονο, πολλών για τη ραγιάδικη κακομοιριά που χαρακτηρίζει τον απαίδευτο και ατίθασο ιδεότυπο των νεοελλήνων, ανίκανο να συμμορφωθεί στα ευρωπαϊκά πρότυπα και επομένως να εξισωθεί μαζί τους στο ίδιο επίπεδο. Από τον «gegen» αντι-ελληνικό ριζοσπαστισμό, τις εκ της εσπερίας λογοτέχνιδες ελαφρών διηγημάτων και βυζαντινολόγους λαϊκής κατανάλωσης μέχρι την ιντελιγκέντσια του Κολωνακίου, ένα διάχυτο παράπονο σαν φάντασμα πλανιέται πάνω από τη χώρα: «Eπιτέλους πότε θα γίνουμε σωστοί Ευρωπαίοι;».
Αν όμως κατά τον Le Bon κάθε απόπειρα να αναμορφωθεί ριζικά ένας λαός είναι παράλογη και καταδικασμένη σε αποτυχία σημαίνει πως οφείλουμε να παραιτηθούμε από κάθε προσπάθεια να οριοθετηθεί ένα δίκαιο που να διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων; Οι γάλλοι συντηρητικοί θα απαντούσαν πως ίσχυει ασφαλώς το αντίθετο. Ο Louis de Bonald (1754-1840) έλεγε: «η κοινωνία υπάρχει: είναι λοιπόν στη φύση του ανθρώπου. Οι νόμοι της ύπαρξής της είναι λοιπόν αναγκαίοι όπως η φύση του ανθρώπου». Οι νόμοι είναι οι αναγκαίες σχέσεις που απορρέουν από τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Άρα η φύση λειτουργεί ήδη ως ο πρωταρχικός θεμελιώδης νομοθέτης που διαμορφώνει τα ήθη και το έθος κάθε λαού. Το περιθώριο μέσα στο οποίο λειτουργεί και κινείται ο άνθρωπος είναι λοιπόν δοσμένο από τα όρια που του επιβάλει η φύση. Η πολιτική κρίνεται με βάση πόσο αρμονικά μπορεί να ελίσσεται μέσα στα όρια που της επιβάλει το φυσικό δίκαιο. Τα παραπάνω διατύπωσε επγραμματικά και ο γάλλος αρνητής της γαλλικής επανάστασης, Joseph de Maistre (1753-1821), με την περίφημη φράση «l’ homme peut tout modifier dans la sphere de son activite, mais il ne cree rien», δηλαδή: Ο άνθρωπος μπορεί να μεταβάλει τα πάντα στην περιοχή της δραστηριότητας του, αλλά δε δημιουργεί τίποτε. Σκοπός της μετεξέλιξης των θεσμών και των νόμων ενός λαού δεν είναι (και δεν μπορεί να είναι) η δημιουργία νέων βασικών αρχών που θα αλλάξουν ριζικά τον χαρακτήρα της κοινωνίας και των ανθρώπων. Ο νόμος οφείλει να είναι η επανεξέταση, η ερμηνεία και η αποκατάσταση των στρεβλώσεων της φυσικής κατάστασης πίσω στις θεμελιώδες της αρχές.
Μια, δυο, τρεις, πολλές Ιφιγένειες…
Για ποιόν λόγο γίναμε μέλος της ΕΟΚ; Μέλος της συνθήκης του Μάαστριχ; Ενταχθήκαμε στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ); Και επτά χρόνια τώρα αλλάζουμε μνημόνια σαν τα πουκάμισα; Για να αποδείξουμε ασφαλώς πάση θυσία ότι είμαστε Ευρωπαίοι. Για να φυσήξουν όμως οι ούριοι άνεμοι που θα μας φέρουνε στο Ίλιον της Ευρώπης θα χρειαστούνε εκατομμύρια Ιφιγένειες, αλλά πάντα κάποιοι στο τέλος θα επωφεληθούν από αυτή τη θυσία. Υπάρχουν πάντοτε αυτοί που βλέπουνε να μπαίνει επιτέλους «προκοπή σε αυτή την χώρα». Το σύνθημα της «προκοπής» έχει αποκτήσει πλέον υπέρ-εθνικό και υπερ-κομματικό χαρακτήρα. Όμως ενας «ανεπρόκοπος» λαός δεν αλλάζει απλώς αλλάζοντας ονόματα οι θεσμοί του.
Γενικεύοντας τα παραπάνω, θα διαπιστώσουμε πως με ιστορικούς όρους η κατάσταση που περιγράφουμε ήταν ανέκαθεν ουσιώδες ζήτημα στον τρόπο που κατά την προ-νεωτερική εποχή ένας τόπος, από το σύνολο των λαών που τον απαρτίζανε, μετατρέπονταν σε έθνος και σε κράτος. Ο Gustave Le bon πολίτης ενός από τα πιο ενδεικτικά έθνη-κράτη της νεωτερικής εποχής, είχε την ευχέρεια, ακόμα και 130 χρόνια μετά την ανακήρυξη της Γαλλίας ως μίας και αδιαίρετης πολιτείας, «une République, une et indivisible, να διατυπώνει τα εξής λόγια: «αν εξετάσουμε τις βαθιές θρησκευτικές και πολιτικές διχόνοιες που χωρίζουν τα διάφορα διαμερίσματα της Γαλλίας, και αυτό είναι κυρίως ένα πρόβλημα φυλής, τις αποσχιστικές τάσεις που εκδηλώθηκαν την εποχή της Επανάστασης, και σχηματίστηκαν εκ νέου προς το τέλος του γάλλο-γερμανικού πολέμου, βλέπουμε ότι οι διάφορες φυλές που υφίστανται πάνω στο έδαφός μας βρίσκονται ακόμα πολύ μακριά από το να συγχωνευτούν. Η δραστική συγκεντρωτικότητα της Επανάστασης και η δημιουργία πλασματικών επαρχιών, προορισμένων να περιλάβουν τις παλαιές επαρχίες, ήταν σίγουρα το πιο ωφέλιμο έργο της. Αν η αποκέντρωση, για την οποία τόσο μιλούν σήμερα μη προνοητικά πνεύματα, μπορούσε να πραγματωθεί, θα κατέληγε γρήγορα στις πιο αιματηρές διχόνοιες».
Με τα παραπάνω λόγια ο Gustave Le Bon επισημάνει μια διαπίστωση που έχει μέχρι και σήμερα εφαρμοστική ισχύ. Η επιβολή στενών νόμων και ξένων θεσμών επάνω σε διαφορετικούς χαρακτήρες λαών, απλώς εντείνει την γελοιογραφική ακρότητα στον υπερθετικό βαθμό. Αταίριαστοι νόμοι σε έτερα ήθη, «δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα δανεικό ένδυμα, μια προσωρινή μεταμφίεση», ιδανικοί μόνο για ευφάνταστες γελοιογραφίες.
Οι ζηλωτές του κράτους
Στον Συντηρητισμό (εκδ. Κρήτης, 2015) ο Παναγιώτης Κονδύλης αναφέρει ότι οι γάλλοι απολυταρχικοί, οι αποκαλούμενοι statistas ή etatistas (κρατιστές) της σχολής του καρδινάλιου Ρισελιέ, την περίοδο της γαλλικής σφενδόνης (Fronde) των εμφυλίων στην Γαλλία 1648 και 1653, των αντιμοναρχικών ευγενών κατά του νεαρού βασιλιά Λουδοβίκου 14ου και του καρδινάλιου Μαζαρίνου, διατύπωναν τον ισχυρισμό ότι τα ήθη, τα έθιμα και οι νόμοι των κάθε επαρχιών θα έπρεπε να ισχύουν μόνο βάσει της πρωταρχικής έγκρισης και της άδειας του βασιλιά-κράτους. Κατά τους etatistas, τα ιδιαίτερα προνόμια που διεκδικούσανε οι επιμέρους περιφέρειες και οι γαλλικές κομητείες με βάση την τοπική τους παράδοση, θα έπρεπε να υπόκεινται στον εξισωτισμό του κράτους που ο κυρίαρχος, ως προσωποποίηση του συνόλου, επέβαλε σε όλους τους υπηκόους του, καθώς ήταν ο ίδιος (ή ισχυρίζοταν πως ήταν) η πηγή του νόμου και ο απόλυτος κριτής και νομοθέτης. Άρα ο βασιλιάς-κράτος πρέπει να έχει το απόλυτο δικαίωμα να καταργεί, ή να αλλάζει κατά την βούληση του, τα εθιμικά δίκαια, τα προνόμια και τους ιδιαίτερους νόμους που διέπουν επιμέρους κοινότητες και λαούς του βασιλείου. Εφόσον οι διαχωρισμοί του νόμου διασπούσαν την ενότητα του συνόλου, δηλαδή την ομοιογένεια του κράτους, δε θα έπρεπε να είναι ανεκτοί.
Οι περισσότεροι ιστορικοί προσπερνάνε τον γαλλικό εμφύλιο της σφενδόνης (Fronde), όπως και γενικότερα τις συγκρούσεις του 15ου και 16ου αιώνα για την απολυταρχία του κράτους, με μια υποτιμητική παραγνώριση, καθώς συμφώνα με την ιστορία των σταδίων, αυτές οι διεργασίες έγιναν στο περιθώριο των κοινωνικών ανταγωνισμών, και ήταν απλώς «ενδοοικογενειακοί καβγάδες της ενιαίας φεουδαρχικής τάξης». Δεν μπορούν να φανταστούν πως οι ευγενείς τις σφενδόνης δεν υπερασπίζονταν μόνο τα επιμέρους συμφέροντα τους αλλά και ένα ολόκληρο παραδοσιακό τρόπο ζωής που τους επέβαλε, όχι μόνο προνόμια, αλλά και υποχρεώσεις απέναντι στους εκπρόσωπους των οίκων των κομητειών, και τους συνέδεε σε μια σχέση «ανισομερών εξουσιών» μεταξύ τους. Έναν αιώνα μετά την σφενδόνη, διαπιστώνουμε πως η αντίθεση μεταξύ αντιαπολυταρχικών και κρατιστών συνέχιζε ακόμα να διεξάγεται. Με αφορμή τη συγκέντρωση των États généraux (συνέλευση των τάξεων) του 1560, ο νομικός και ουμανιστής Guy Coquille στηλίτευε τους «ces grands zelatuers de droits Royaux», αυτούς τους μεγάλους ζηλωτές των βασιλικών δικαιωμάτων, που ήθελαν να αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα με την απολυταρχική διοίκηση του κράτους. Σύμφωνα πάντα με τα όσα γράφει ο Κονδύλης, το επιχείρημα που παρουσίασε ο Coquille ήτανε πως τα ήθη και τα έθιμα των λαών είναι ένα «κοινό και πρωτογενές δίκαιο και όχι κάτι που εμφανίζεται ξαφνικά και απρόοπτα». Τα coutumes (εθιμικά δικαιώματα) ή αλλιώς consuetudo των communitas (κοινοτήτων) είχαν αποκτήσει τα προνόμια και τις ατέλειες τους έναντι του δικαιώματος του «κυρίαρχικού κράτους» από την παμπάλαια χρήση τους, σύμφωνα με την ρήση του ισπανού Donoso Cortes, (περιγράφοντας τις ισπανικές λαϊκές αντιπροσωπείες του 1506), από «ynmemorial huso», διαμέσου της χρήσης τους από αμνημονεύτων χρόνων.
Η σύγχρονη κυριαρχική εξουσία, στην επιδίωξη της να μεταβάλει τη φύση ενός λαού για να τον μετατρέψει σε «υπήκοο», επεμβαίνει αλλοιώνοντας τον. Για να εδραιώσει την κυριαρχική του εξουσία το κράτος πρέπει, όπως έγραφε ένας άγγλος νομικός του 16ου αιώνα, ο τρόπος διακυβέρνησης (the fashion of goverment) και η φύση ενός λαού να ταιριάζουν μεταξύ τους όπως «a garment to the bodie or shoe to the foote», ένα ρούχο στο σώμα ή ένα παπούτσι στο πόδι. Η επανάσταση του 1789 και η έννοια του κυρίαρχου έθνους δεν θα μπορούσε ποτέ επιτευχθεί, ούτε καν να είχε αποκτήσει ένα απτό νόημα, εάν πρώτα ο απολυταρχισμός δεν επικρατούσε στα επιμέρους προνόμια, τα έθιμα και τις παραδόσεις των μικρών λαϊκών κομητειών. Στην χώρα μας η διεργασία αυτή, με χρονική καθυστέρηση λόγω της οθωμανικής ομηρίας, έγινε από την επίθεση που εξαπέλυσε το οθωνικό κράτος στις κοινότητες, και συνεχίζεται σήμερα από τους δημοκράτες συνεχιστές του, ενάντια στους «τοπικισμούς» και τον «αναρχισμό» του αμόρφωτου και κουτοπόνηρου (β)ρωμιού.
Αθανάσιος Γεωργιλάς
Η στήλη άρθρων Τhe fairy cave under Penistone crags αναφέρεται στο Ponden Kirk στην κεντρική Αγγλία. Πρόκειται για μια αληθινή τοποθεσία όπου η Emily Brontë τοποθέτησε τον μυστικό τόπο συνάντησης των πρωταγωνιστών του Wuthering Heights. Το Penistone crags είναι ένας τόπος τόσο αληθινός όσο και μυθιστορηματικός, ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον θρύλο.