Aπό συνέντευξη στην εφημερίδα Weekly Standard
Μετάφραση του Θεοδοσιάδη Μιχάλη και Σοφία Ζήση, για το Respublica.Gr
JVL: Ο Ντόναλντ Τραμπ πρόσφατα διαπληκτίστηκε με τον Τζιμ Κόμει, τον Μπομπ Μιουέλερ, τον Σάντι Καν, τον Εμάνουελ Μακρόν, την Άγκελα Μέρκελ, το ΝΑΤΟ, σταματώ όμως εδώ. Είστε μία από τους ελάχιστους ανθρώπους που από νωρίς κατανόησαν την λαϊκιστική απήχηση του Τραμπ. Κοιτάζοντας την προεδρία του μέχρι στιγμής, νομίζετε ότι εξακολουθεί να έχει την ίδια απήχηση; Τι κάνει σωστά και τί λάθος;
Camille Paglia: Είναι απαραίτητο να εξετάσουμε το υπόβαθρο: πρώτα απ ‘όλα, πρέπει να καταστήσω σαφείς τις πολιτικές μου ευθύνες. Είμαι εγγεγραμμένη στο Δημοκρατικό Κόμμα και ψήφισα υπέρ του Μπέρνι Σάντερς το 2016 και στις γενικές εκλογές την Ζιλ Στέιν. Από το τελευταίο φθινόπωρο και έπειτα εστιάζω την προσοχή μου στην Καμάλα Χάρι, τη νέα γερουσιαστή από την Καλιφόρνια. Θα ήθελα να την ψηφίσω στην επόμενη προεδρική κούρσα.
Όπως πολλοί έτσι κι εγώ, αρχικά δεν θεώρησα σοβαρό γεγονός την υποψηφιότητα του Ντόναλτ Τραμπ. Στη στήλη μου στο Salon.com τον είχα απορρίψει ως έναν «θορυβώδη παλιάτσο», και υπέθεσα ότι ολόκληρη η πολιτική του εκστρατεία ήταν μια κωμωδία με στόχο τη δημοσιότητα, μια κωμωδία που σύντομα θα κούραζε. Ωστόσο, ο Τραμπ αύξησε τις δυναμικές του λόγω της εντυπωσιακής ανικανότητας και μετριότητας των αντιπάλων του στο GOP [1]. Αυτό που μάλλον έχει ξεχαστεί είναι πως όλοι, συμπεριλαμβανομένων και αυτών στην εκστρατεία υπέρ της Χίλαρι Κλίντον, πίστευαν ότι ο Μάρκος Ρούμπιο θα είναι ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος. Ήταν η ιδανική στιγμή για έναν υποψήφιο Λατίνο με απήχηση σε όλη τη χώρα, διότι θα μπορούσε να κάμψει τη δημοτικότητα των Δημοκρατών στη Φλόριντα [2].
Κάτω από το αμείλικτο μάτι της τηλεόρασης, όμως, ο Ρούμπιο εμφανίστηκε σαν ένας αδέξιος έφηβος, εντελώς απροετοίμαστος, για μια εποχή που το θέμα της τρομοκρατίας κυριαρχεί, και ως εκ τούτου, η ανάδειξή του συνοδεύτηκε από θεαματική αμηχανία. Ο ίδιος αποδείχθηκε ένα φιάσκο· συνετρίβη κάτω από την πραγματικά τρομακτική και αλαζονική αυτοπεποίθηση του Τραμπ. Ο Μπεν Κάρσον, εν τω μεταξύ, με το καθηγητικό, βαθυστόχαστο και πνευματώδες κλείσιμο των ματιών του, συχνά φαινόταν να βρίσκεται σε άλλο γαλαξία. Σε κάθε συζήτηση, ο Τεντ Κρουζ, παρά ένθερμους οπαδούς του, συσσώρευε όλο και περισσότερους επικριτές, ενώ την ίδια στιγμή κατέστη αποκρουστικός λόγω της εύθραυστης αυτο-δραματοποίησής του αλλά και της επιβλητικής του μεγαλομανίας. Υπήρχαν δύο καλόκαρδοι, μετριοπαθείς κυβερνήτες των μεσο-δυτικών πολιτειών, ο Τζον Κασίχ από το Οχάιο και ο Σκοτ Γουόκερ από το Ουισκόνσιν, οι οποίοι θα μπορούσαν να απομακρύνουν το χρίσμα από τον Τραμπ και είχαν πολύ καλές επιδόσεις έναντι της Χίλαρι. Αλλά η εκστρατεία τους αποδυναμώθηκε λόγο προσωπικών αδυναμιών· στην τηλεόραση, ο Κασίχ εμφανίστηκε τραχύς και άγαρμπος, ενώ ο Γουόλκερ σαν ένα ζαρωμένο, νευρικό και δειλό ποντίκι με ένα παγωμένο χαμόγελο που θυμίζει Pee-wee Herman [3].
Το βασικό ζήτημα εδώ είναι ότι ο Ντόναλτ Τραμπ κέρδισε το χρίσμα και υπερίσχυσε έναντι πολλών σοβαρών και έμπειρων αντιπάλων του, οι οποίοι απλά δεν μπόρεσαν να συνδεθούν με την πλειοψηφία της βάσης των ψηφοφόρων του GOP. Ωστόσο, ο Τραμπ ήταν ιδιαίτερα άγνωστος, διότι δεν είχε ποτέ του υπηρετήσει σε κάποιο εκλεγμένο αξίωμα. Έχοντας τη φήμη ενός αγενούς και σεξουαλικά υπερδραστήριου ανθρώπου, μέσα στον σκιερό υπόκοσμο των καζίνο και των καλλιστείων, ερχόταν συνέχεια αντιμέτωπος με μια σειρά από έντονες κατηγορίες και υπονοούμενα που εκτόξευε εναντίον του η χρηματοδοτούμενη προπαγάνδα της Κλίντον. Στην πραγματικότητα, οι ισχυρισμοί εναντίον του Τραμπ περί σεξισμού, ήταν σχετικά λίγοι και δευτερεύουσας σημασίας, σε σύγκριση με τον μακρύ κατάλογο των κατηγοριών που είχαν αποδοθεί στο αρπακτικό Μπιλ Κλίντον.
Η θέση μου εξακολουθεί να είναι η εξής: η Χίλαρι, με το υπεροπτικό ύφος Μαρίας-Αντουανέτας, ήταν μια καταστροφή· η υποψηφιότητά της για το 2016 ήταν ένα λάθος. Κέρδισε το χρίσμα μέσα από εξόφθαλμες στρεψοδικίες στην Εθνική Επιτροπή του Δημοκρατικού Κόμματος, υποβοηθούμενη από τα διεφθαρμένα μέσα ενημέρωσης της χώρας, που για σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο, επέβαλαν εικονικό αποκλεισμό σε πιθανούς ανταγωνιστές της. Ο Μπέρνι Σάντερς είχε το ποπουλίστικο πάθος και τις απαντήσεις που μπορούσαν να δοθούν πάνω στην οικονομία, διέθετε την κυβερνητική εμπειρία και την προσωπική ζεστασιά ώστε να αντιμετωπίσει τον Τραμπ. Ήταν ο Σάντερς, για παράδειγμα, ο πρώτος που μίλησε για την κρίση του χρέους που παγιδεύει τους φοιτητές, και μετέπειτα οι άλλοι υποψήφιοι (συμπεριλαμβανομένης της Χίλαρι). Ο φιλόδοξος Τζο Μπάιντεν που μιλά απλά, κατά τη γνώμη μου, παρά το ιστορικό λαθών του που προκαλεί αμηχανία, θα μπορούσε επίσης να είχε κερδίσει τον Τραμπ. Όμως, την τελευταία στιγμή, μπλοκαρίστηκε από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, για λόγους που τα μεγάλα ΜΜΕ αρνήθηκαν ερευνήσουν.
Μετά τη νίκη του Τραμπ (για την οποία υπήρχαν άφθονα σημάδια ήδη μέσα τους προηγούμενους μήνες), κατέστη σαφές, τόσο στο Δημοκρατικό Κόμμα όσο και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ότι ήταν αναγκαίος ένας ειλικρινής επαναπροσδιορισμός του ρόλου και του περιεχόμενού αυτών των θεσμών, διότι τα αποτελέσματα των εκλογών κατέδειξαν σαφώς ότι ο Τραμπ μιλούσε για ζωτικής σημασίας ανησυχίες (θέσεις εργασίας, μετανάστευση και τρομοκρατία μεταξύ αυτών), για τις οποίες οι Δημοκρατικοί δεν διέθεταν πολλές συγκεκριμένες λύσεις. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, πάρα πολλοί επιφανείς Δημοκρατικοί πολιτικοί ήταν απασχολημένοι με τα εγχώρια ζητήματα, ενώ σε ό,τι έχει να κάνει με θέματα διεθνών υποθέσεων, έδειχναν αδιαφορία. Μεταξύ των ψηφοφόρων, οι πιο ένθερμοι ακόλουθοι της Χίλαρι (ιδιαίτερα νεαρές γυναίκες αλλά και γυναίκες της μέσης ηλικίας, καθώς και επιφανείς διασημότητες) δεν φαινόταν να συγκινούνται από τις μέτριες υπηρεσίες της υπουργού Εξωτερικών, που κατά τη διάρκεια της θητείας της οι ολοένα και περισσότερες αεροπορικές επιδρομές το μόνο που κατάφεραν ήταν να αποσταθεροποιήσουν τη Βόρεια Αφρική.
Αν η Χίλαρι είχε κερδίσει όλοι θα περίμεναν από τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του Τραμπ να δείξουν ένα ελάχιστο σεβασμό για τα εκλογικά αποτελέσματα καθώς και για την ιστορική τελετή της ορκωμοσίας, κατά την οποία οι πρώην αντίπαλοι συνενώνονται για να τιμήσουν την ειρηνική μετάβαση της εξουσίας στη δημοκρατία μας. Δεν ήταν, όμως, τέτοια η αντίδραση μιας πολύ μεγάλης μερίδας των Δημοκρατικών που συγκλονίστηκε από τη νίκη του Τραμπ. Σε μια τέτοια αποτρόπαιη αποτυχία για την ηγεσία, που μπορεί να αποτελεί ένα από τα πιο θλιβερά συμβάντα σε όλη την ιστορία του σύγχρονου Δημοκρατικού Κόμματος, ο Τσακ Τσάμερ, ο οποίος ανέλαβε να γίνει ο Δημοκρατικός ηγέτης της Γερουσίας μετά την αποχώρηση του Χάρι Ράιντ, δεν υποστήριξε απολύτως καμία ηθική εξουσία, καθώς το κόμμα έχασε κάθε έλεγχο μέσα στο όργιο θυμού και φοβίας που κατέκλυσε τη χώρα. Ούτε υπήρξαν οξυδερκείς εκκλήσεις για συγκράτηση και σύνεση από δύο έμπειρους πολιτικούς, όπως η γερουσιαστής Νταιάν Φέινστειν και η συνάδελφος Νάνσι Πελόσι, τους οποίους θαυμάζω εδώ και δεκαετίες και πιστεύω εδώ και πολύ καιρό ότι θα έπρεπε οι ίδιες να είχαν σκεφτεί την προεδρική κούρσα. Πώς οι Δημοκρατικοί πιστεύουν ότι μπορούν να διευρύνουν την εκλογική τους υποστήριξη εάν συνεχίσουν με τούτο τον αυτοκαταστροφικό τρόπο να αμφισβητούν τους ανθρώπους της μισής χώρας, ως κακοποιούς, ρατσιστές και ομοφοβικούς;
Όλα αυτά μας ωθούν να εξετάσουμε την απόδοση του Τραμπ μέχρι σήμερα. Το αρχικό ερώτημα που είχε τεθεί ήταν το εξής: θα μπορούσε ένας δριμύς και καυστικός πρώην αστέρας βγαλμένος από reality show να μετατραπεί σε ένα πιο μετρημένο προεδρικό πρόσωπο; Βέβαια, προς απογοήτευση των επίμονων επικριτών του, ο Τραμπ πραγματοποίησε αυτή τη στροφή στο Καπιτώλιο μόλις κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας του το ίδιο πρωί, όταν εμφανίστηκε σοβαρός και αφοσιωμένος. Έδειχνε πως γνώριζε καλά πόσο βαρύ ήταν το καθήκον του ανώτατου αξιώματος που είχε αναλάβει. Όσον αφορά τις ιδιαίτερες ενέργειές του ως πρόεδρος, δεν είμαι οπαδός εκτελεστικών διαταγμάτων, τα οποία καταπατούν τα δικαιώματα του Κογκρέσου. Αυτά είχα ήδη αρχίσει να τα καταγγέλλω όταν ο Ομπάμα τα υπέγραφε διαρκώς (αλλά τότε οι διαμαρτυρίες από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης ήταν μηδαμινές).
Η εκτελεστική διαταγή για την «ταξιδιωτική απαγόρευση» που εξέδωσε ο Τραμπ στα τέλη του Γενάρη έγινε προφανώς υπερβολικά γρήγορα και με ιδιαίτερα ανεπαρκείς έρευνες (που αφορούν, για παράδειγμα, τους κατόχους πράσινης κάρτας, οι οποίοι θα έπρεπε να εξαιρεθούν από την απαγόρευση). Η διοίκηση φέρει την πλήρη ευθύνη για την εκτόξευση της σπίθας μιας ήδη προκληθείσας «αντίστασης». Ωστόσο, δεν βλέπω το «χάος» στον Λευκό Οίκο που επικαλούνται και αναπαράγουν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης (όπως και οι συντηρητικοί «Never Trumpers»[4])• πιο σωστά, δεν βλέπω περισσότερο χάος σε σχέση με αυτό που υπήρχε κατά τους πρώτους έξι μήνες της θητείας των Κλίντον και Ομπάμα. Ο Τραμπ φαίνεται ότι προσπαθεί μεθοδικά να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της προεκλογικής του εκστρατείας, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει την οικονομία και την απορύθμιση – θέματα που πάντα ήταν αντικείμενο σφοδρών αντιπαραθέσεων στο δικομματικό μας σύστημα. Τα σταματήματα και οι επανεκκινήσεις στην υλοποίηση του προγράμματός του οφείλονται εν μέρει στην παθητικότητα εκείνης της ηγεσίας του GOP η οποία διατηρεί επαφή με τους ψηφοφόρους, αλλά και στην παραφροσύνη της.
Φαίνεται ότι υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα αντιλήψεων ανάμεσα στον Τραμπ και στους πιο αδυσώπητους επικριτές του εξ’ αριστερών. Πολλοί Δημοκρατικοί της ανώτερης και μεσαίας τάξης και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο θεωρούν τους εαυτούς τους υποδείγματα «συμπόνιας». Αυτό το έχουν ανάγει σε ύψιστη πολιτική αρχή και συνεχώς προσβάλλουν τους ψηφοφόρους του Τραμπ ως «αστοιχείωτους», που «δεν καταλαβαίνουν τίποτα» και «είναι μισάνθρωποι». Τούτοι οι Δημοκρατικοί της αφρόκρεμας σερφάρουν σε έναν ακαθόριστο σύμπαν υποκειμενικού συναισθήματος, θεωρητικής ασάφειας και εκλεπτυσμένης γλώσσας. Όμως, ο Τραμπ είναι, κατ’ επάγγελμα οικοδόμος που ασχολείται με τον αντικειμενικό καθημερινό και σκληρό υλικό κόσμο, με τη γεωμετρία και τα κατασκευαστικά έργα, με έναν κόσμο που ο τρόπος επικοινωνίας θυμίζει τον βάναυσο, σκληρό, και ανθεκτικό προ-νεωτερικό τρόπο ζωής της εργατικής τάξης, της οποίας η καθημερινός τόπος ήταν οι αχυρώνες (barnyards). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Βικτοριανοί αστοί της βιομηχανικής εποχής προσπάθησαν να «σβήσουν» από την αγγλική γλώσσα από τη λέξη “barnyard”.
Την περασμένη εβδομάδα, τούτες οι διαφορές βρισκόταν στο επίκεντρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία αναλώνονται στις αδυσώπητες φαντασιώσεις τους περί Ρωσίας, βάσει μιας μαρτυρίας του πρώην διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμει ενώπιον της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας. (Ο Κόμει είναι ένας τεράστιος τσαρλατάνος ο οποίος έπρεπε να απολυθεί εντός 48 ωρών από την ανάληψη των καθηκόντων της Χίλαρι ή του Tράμπ.) Εν τω μεταξύ, ο Τραμπ συνέχιζε τη δουλειά του· το επόμενο πρωί έκανε παρατηρήσεις στο Υπουργείο Μεταφορών σχετικά με την «κανονιστική ανακούφιση», η οποία απέσπασε την προσοχή μου ενώ ήμουν στο αυτοκίνητο εκείνο το απόγευμα. Τα λόγια του για το σίδερο, το αλουμίνιο και το χάλυβα φαινόταν να κόβουν σα μαχαίρι στον αέρα. Στη συνέχεια, βρήκα ολόκληρο το κείμενο στην ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου. Μερικά βασικά αποσπάσματα:
Είμαστε εδώ σήμερα για να εστιάσουμε στην επίλυση ενός από τα μεγαλύτερα εμπόδια στη δημιουργία νέων υποδομών που έχουμε ιδιαίτερη ανάγκη. Αυτά τα εμπόδια είναι η ανυπόφορα αργή, δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία λήψης αδειών και εγκρίσεων για την οικοδόμηση. Και το γνώριζα αυτό από τον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για μια μακρά, αργή, άσκοπα φορτισμένη διαδικασία. Η διοίκησή μου δεσμεύεται να τερματίσει τις φοβερές καθυστερήσεις μία για πάντα. Ο υπερβολικός χρόνος αναμονής για την αδειοδότηση είχε ως επακόλουθο να προκληθούν τεράστιες οικονομικές δυσκολίες στις πόλεις και τις πολιτείες σε ολόκληρη τη χώρα μας, ενώ έχει μπλοκαριστεί η υλοποίηση πολλών σημαντικών έργων…
Για πολύ καιρό, η Αμερική έριξε τρισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια δολάρια για την ανοικοδόμηση ξένων χωρών επιτρέποντας παράλληλα τη χώρα μας – τη χώρα που αγαπάμε – και την υποδομή της να πέσει σε κατάσταση πλήρους χαλάρωσης. Οι γέφυρές μας είναι, από κατασκευαστικής άποψης, ανεπαρκείς, οι δρόμοι φραγμένοι, τα φράγματα και υδατοφράκτες καταρρέουν. Τα ποτάμια μας αντιμετωπίζουν προβλήματα, οι σιδηρόδρομοι παλιώνουν, και το ατέλειωτο μποτιλιάρισμα στους δρόμους επιβραδύνει το εμπόριο και μειώνει την ποιότητα ζωής των πολιτών μας. Πέρα από αυτό όμως, η κατάσταση βαδίζει καλώς. Αντί να ανοικοδομήσουμε τη χώρα μας, η Ουάσιγκτον έχει περάσει δεκαετίες δημιουργώντας μια πυκνή δέσμη κανόνων, κανονισμών και γραφειοκρατίας. Χρειάστηκαν μόνο τέσσερα χρόνια για την κατασκευή της Γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ και πέντε χρόνια για την κατασκευή του φράγματος Χούβερ και λιγότερο από ένα χρόνο για την κατασκευή του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ. Οι άνθρωποι δεν το πιστεύουν ότι απαιτήθηκε λιγότερο από ένα έτος. Αλλά σήμερα, μπορεί να απαιτηθούν δέκα χρόνια, ίσως και περισσότερα, μόνο για να πάρουμε τις εγκρίσεις και τις άδειες που απαιτούνται για την κατασκευή ενός μεγάλου έργου υποδομής.
Στην πραγματικότητα, Αυτά τα γραφήματα δίπλα μου είναι μια απλοποιημένη έκδοση της διαδικασίας αδειοδότησης της εθνικής μας οδού. Περιλαμβάνουν δεκαέξι διαφορετικές εγκρίσεις στις οποίες συμμετέχουν δέκα διαφορετικές ομοσπονδιακές υπηρεσίες που διέπονται από εικοσιέξι διαφορετικά καταστατικά. Για παράδειγμα – και αυτό συνέβη μόλις πριν από 30 λεπτά – καθόμουν με μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την οικονομική ανάπτυξη του κράτους και των δρόμων. Όλοι εσείς στο δωμάτιο τώρα: ένας κύριος από το Μέριλαντ μιλούσε για έναν δρόμο μήκους 18 μιλίων. Έφερε μαζί του μερικές από τις εγκρίσεις που είχαν πάρει και πλήρωσαν. Χρησιμοποίησαν 29 εκατομμύρια δολάρια για μια περιβαλλοντική έκθεση, βάρους 70 κιλών και αξίας 24.000 δολαρίων ανά σελίδα…
Δεν εκλέχθηκα για να δώσω συνέχεια σε ένα αποτυχημένο σύστημα. Εκλέχθηκα για να το αλλάξω. Όλοι μας στην κυβέρνηση προσφέρουμε υπηρεσίες που θα επιλύσουν τα προβλήματα που μαστίζουν τη χώρα μας. Εδώ που είμαστε οφείλουμε να είμαστε φιλόδοξοι, να δράσουμε με τόλμη και να υπερβούμε τις ασήμαντες κομματικές διαμάχες της Ουάσιγκτον D.C. Είμαστε εδώ για να αναλάβουμε δράση. Ήρθε η ώρα να αρχίσουμε να οικοδομούμε στη χώρα μας, με Αμερικανικό εργατικό δυναμικό και με σίδερο, αλουμίνιο και χάλυβα Αμερικανικής προέλευσης. Ήρθε η ώρα για νέα μεγάλα δημόσια έργα που εμπνέουν υπερηφάνεια στους ανθρώπους και στις πόλεις μας.
Δεν μπορούμε πλέον να επιτρέψουμε στους ισχύοντες κανόνες και κανονισμούς να δεσμεύουν την οικονομία μας, να αλυσοδένουν την ευημερία μας και να καταστρέφουν το σπουδαίο μας Αμερικανικό φρόνημα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα καταργήσουμε αυτούς τους περιορισμούς και θα αποδεσμεύσουμε το πλήρες δυναμικό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Θα απαλλαγούμε από την αδράνεια και τις κωλυσιεργίες που σπαταλούν τόσο το χρόνο σας όσο και τα χρήματά σας. Στόχος μας είναι ολόκληρη η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να μπορεί να δημιουργεί σημεία επαφής μαζί σας στα οποία θα δίνονται αποφάσεις (ναι ή όχι), ενώ εσείς θα πρέπει να τις υλοποιείτε γρήγορα, είτε πρόκειται για δρόμο, για αυτοκινητόδρομο, γέφυρα ή φράγμα.
Για να γίνει αυτό, δημιουργούμε ένα νέο φόρουμ με στόχο να βοηθήσουμε τους διαχειριστές έργων να περιηγηθούν στον γραφειοκρατικό λαβύρινθο. Αυτό το φόρουμ θα βελτιώσει επίσης τη διαφάνεια δημιουργώντας ένα νέο ηλεκτρονικό πίνακα ελέγχου, που θα καταστήσει την παρακολούθηση μεγάλων έργων με εύκολο τρόπο και σε κάθε στάδιο κατά τη διαδικασία έγκρισης. Το ίδιο φόρουμ θα προσβλέπει την επιβολή σκληρών ποινών για κάθε ομοσπονδιακή υπηρεσία που συστηματικά κωλυσιεργεί τα έργα και υπερβαίνει τις προθεσμίες…
Μαζί, θα χτίσουμε έργα για να εμπνεύσουμε τους νέους ανθρώπους, για να απασχολούμε τους εργαζόμενους μας και να δημιουργήσουμε πραγματική ευημερία για τον λαό μας. Θα ρίξουμε νέο τσιμέντο, θα βάλουμε νέο τούβλο και θα δούμε νέους σπινθήρες να φωτίζουν τα εργοστάσιά μας, ενώ θα κατασκευάσουμε μέταλλο από τα καμίνια του Ραστ Μπελτ (Rust Belt) [5], της αγαπημένης μας ενδοχώρας που έχει ξεχαστεί. Όμως, από εδώ και στο εξής δεν θα είναι ξεχασμένη.
Στη ράχη της χώρας μας θα βάλουμε νέο αμερικανικό χάλυβα. Αμερικανοί εργάτες θα κατασκευάσουν νέες ζώνες εμπορίου στον τόπο μας. Θα κατασκευάσουν αυτά τα μνημεία από ακτή σε ακτή και από πόλη σε πόλη. Και με αυτούς τους νέους δρόμους, τις γέφυρες, τα αεροδρόμια και τους θαλάσσιους λιμένες, θα ξεκινήσουμε ένα θαυμάσιο νέο ταξίδι σε ένα λαμπρό και ένδοξο μέλλον. Θα χτίσουμε ξανά. Θα γίνουμε ισχυροί πάλι και θα αναπτυχθούμε. Και θα οικοδομήσουμε ξανά την μεγάλη Αμερική.
Φυσικά αυτή η ορμητική ομιλία (που αντανακλά το φρόνημα ενός καταφερτζή της εποχής του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου) είχε περιορισμένη κάλυψη από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι της μεσαίας τάξης, ζαλισμένοι από τις λέξεις, τις επαναλήψεις και τα καυστικά σχόλια, δεν μπήκαν στον κόπο να κατανοήσουν πως τα πολύπλοκα κατασκευαστικά έργα είναι αυτά που καθιστούν εφικτό τον σύγχρονο πολιτισμό. Αναγνωρίζουν τους εργάτες των κατασκευαστικών έργων μόνο όταν αυτοί εμφανίζονται ως αιώνια θύματα. Αν, βέβαια, οι εργάτες πάρουν την πρωτοβουλία να σκεφτούν για τον ίδιο τους τον εαυτό, και αν ψηφίσουν όχι τους φιλελεύθερους κυρίαρχους πολιτικούς, αλλά άλλους, τότε χαρακτηρίζονται αγροίκοι και παρίες. Εν ολίγοις, για να έχουν ελπίδες οι Δημοκρατικοί να ξανακερδίσουν τον Λευκό Οίκο, θα πρέπει να πάψουν να είναι υπερόπτες. Θα πρέπει να απολέσουν τη φανατική τους ρητορική· θα πρέπει να στραφούν προς την απτή πραγματικότητα και την ελεύθερη χώρα που έχουν την τύχη να ζουν.
JVL: Μια από τις άλλες μεγάλες ειδήσεις κατά τις τελευταίες εβδομάδες ήταν η τρομοκρατία στη Μεγάλη Βρετανία. Όλοι πασχίζουν να αποδείξουν ότι δεν πρόκειται για «ισλαμική» τρομοκρατία, αλλά για «ισλαμιστική» («Ισλάμ-ισμός») τρομοκρατία. Έχει σημασία εδώ η επιλογή της λέξης; Μήπως το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι ο δυτικός φιλελευθερισμός εμποδίζει την κριτική στις δυνάμεις που αντιτίθενται σε αυτόν;
CP: Τα είπατε πολύ σωστά αναφορικά με τον δυτικό φιλελευθερισμό και την εμμονή του με τη γλώσσα. Ο δυτικός φιλελευθερισμός αποκλείει την ευρεία μελέτη της παγκόσμιας ιστορίας ή τη συστηματική παρατήρηση των σημερινών κοινωνικών συνθηκών. Ο φιλελευθερισμός της δεκαετίας του 1950 και της δεκαετίας του ’60 εξύψωσε τις πολιτικές ελευθερίες, τον ατομικισμό και την εναντίωση μέσα από τον λόγο και τη σκέψη. Το να θέτουμε κάθε αρχή και εξουσία υπό αμφισβήτηση ήταν τυπικό ερέθισμα της γενιάς μου όταν βρισκόμουν στο κολέγιο. Αλλά ο σημερινός φιλελευθερισμός έχει γίνει εξαιρετικά μηχανιστικός και αυταρχικός: ανάγει το ατόμο σε μια ομαδική ταυτότητα, ενώ την ίδια στιγμή προσδιορίζει αυτήν την ομάδα με όρους μόνιμης θυματοποίησης και ταυτόχρονα αρνείται το δημοκρατικό δικαίωμα άλλων να αμφισβητούν την ιδεολογία αυτής της ομάδας. Η Πολιτική Ορθότητα αντιπροσωπεύει την απολιθωμένη θεσμοθέτηση κάποιων επαναστατικών ιδεών που σε μια εποχή θεωρούνταν ζωτικής σημασίας, ενώ σήμερα έχουν εισέλθει στην κανονικότητα. Πρόκειται για μια σταλινικού τύπου καταστολή η οποία ελέγχεται από μια πολύπλοκη και παρασιτική γραφειοκρατία που προσπαθεί να επιβάλει τις δικές της επιταγές.
Η απροθυμία και η ανικανότητα των δυτικών φιλελεύθερων να αντιμετωπίσουν ειλικρινά τον τζιχαντισμό υπήρξε καταστροφικά αντιπαραγωγική, καθότι ενέπνευσε την άνοδο των πολιτικών δυνάμεων της Δεξιάς στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πολίτες έχουν απόλυτο δικαίωμα να ζητούν βασική ασφάλεια από την κυβέρνησή τους. Οι διαμαρτυρίες στις οποίες πολλοί φιλελεύθεροι καταφεύγουν ώστε να αποφύγουν τη σύνδεση βομβιστικών επιθέσεων, σφαγών, διωγμών και πολιτιστικών βανδαλισμών με τον ισλαμικό τζιχαντισμό είναι αξιοσημείωτές, δεδομένης της συνηθισμένης εχθρότητάς τους στη θρησκεία, και πάνω απ ‘όλα στον Χριστιανισμό. Ορισμένοι σχολιαστές ισχυρίστηκαν ότι η κριτική στο Ισλάμ ενέχει φυλετικές προκαταλήψεις. Έτσι, το Ισλάμ μένει έξω από κάθε κριτική, επειδή είναι κατά κύριο λόγο μια θρησκεία μη λευκών, των οποίων δύο ιερές πόλεις βρίσκονται σε έδαφος που σε κάποια ιστορική στιγμή οι δυτικοί ιμπεριαλιστές υπήρξαν καταπιεστές.
Εδώ και εικοσιπέντε χρόνια ζητώ να γίνει η συγκριτική θρησκεία το βασικό πρόγραμμα σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. (Μιλώ ως άθεη.) Η γνώση των μεγάλων παγκόσμιων θρησκειών – όπως ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός, ο Ιουδαϊσμός-Χριστιανισμός και το Ισλάμ – αποτελεί την πραγματική πολυπολιτισμικότητα. Ο καθένας πρέπει να έχει μια γενική εξοικείωση με τις πεποιθήσεις, τα κείμενα, τις τελετουργίες, την τέχνη και τα ιερά όλων των μεγάλων θρησκειών. Μόνο μέσω μιας άμεσης επαφής με τον Κοράνι και τη Χαντίθ, για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να ξέρει τι λένε για τη τζιχάντ και πώς αυτά τα εντυπωσιακά πολυάριθμα αποσπάσματα έχουν ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους κατά την πάροδο του χρόνου. Αυτή τη στιγμή, πάρα πολλοί κοσμικοί δυτικοί φιλελεύθεροι αντιμετωπίζουν το Ισλάμ με πατερναλιστικό τρόπο· μιλούν για αυτή τη θρησκεία με καλές διαθέσεις γενικά και αόριστα αλλά εξ’ αποστάσεως. Δεν καταβάλλουν, όμως, καμία προσπάθεια ενασχόλησης με τα περίπλοκα μεικτά μηνύματά της που μπορούν να εμπνεύσουν καλές πράξεις ή να οδηγήσουν σε ενέργειες που έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στη διεθνή σκηνή.
JVL: Συνεχίζω να περιμένω την αναμέτρηση φεμινισμού και διεμφυλισμού, η οποία ποτέ δεν συμβαίνει. Βλέπω ότι ο σύνδεσμος La Leche – ο οποίος κάποτε κινούνταν στον χώρο του φεμινισμού – έχει τα τελευταία δύο χρόνια απορροφηθεί πλήρως από το ζήτημα της διεμφυλικότητας. Το κεντρικό τους κείμενο είναι (για τώρα) Η Γυναικεία Τέχνη του Θηλασμού, αλλά έχουν αλλάξει επίσημα τη στάση τους ώστε να συμπεριλαμβάνονται άντρες και πατέρες οι οποίοι θηλάζουν. Η πραγματική διατύπωση της πολιτικής τους είναι υπέροχη: «Τώρα αναγνωρίζεται ότι ορισμένοι άνδρες μπορούν να θηλάσουν». Αυτό που δεν έχει, βέβαια, ειπωθεί είναι το πόρισμα ότι ορισμένες γυναίκες είναι βιολογικά ανίκανες να θηλάσουν. Αυτό, ωστόσο, θα έλεγε κανείς, έρχεται σε αντίθεση με τις ιδρυτικές αρχές του Συνδέσμου. Τι συμπέρασμα βγάζει κανείς από όλα αυτά;
CP: Οι φεμινίστριες συγκρούστηκαν δημόσια με τους διεμφυλικούς ακτιβιστές, πολύ περισσότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο από ό, τι εδώ. Για παράδειγμα, πριν από δύο χρόνια έλαβε χώρα μια οργανωμένη εκστρατεία ιδιαίτερα άγρια, που συμπεριλάμβανε και μια αναφορά με 3.000 αιτήσεις υπογραφών, για να ακυρώσει μια διάλεξη της Τζερμέν Γκριρ (Germaine Greer) στο πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, λόγω των «προσβλητικών» απόψεών της σχετικά με τη διεμφυλικότητα. Η Γκριρ, μία μελετητής λογοτεχνίας, από τους μεγαλύτερους πρωτοπόρους του δεύτερου ρεύματος φεμινισμού, από πάντα στεκόταν ενάντια στην άποψη που έλεγε ότι οι άνδρες οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου μπορούν να θεωρούνται πραγματικές «γυναίκες». Η διάλεξή της στο Κάρντιφ (σχετικά με το «Γυναίκες και Εξουσία στον Εικοστό Αιώνα») τελικά ολοκληρώθηκε, με μεγάλη ασφάλεια.
Και το 2014, το βιβλίο Gender Hurts, μιας ριζοσπαστικής αυστραλιανής φεμινίστριας, της Σίλα Τζέφρις (Sheila Jeffreys), υπήρξε αφορμή να ξεσπάσουν έντονες διαμάχες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Τζέφρις εξισώνει τη διεμφυλικότητα με τον μισογυνισμό και την περιγράφει ως μια μορφή «ακρωτηριασμού». Αυτή και οι φεμινίστριες σύμμαχοί της αντιμετώπισαν παρατεταμένες δυσκολίες στην εξασφάλιση ενός χώρου ομιλίας στο Λονδίνο, λόγω απειλών και ταραχών από διεμφυλικούς ακτιβιστές. Τέλος, κυκλοφόρησε το Conway Hall, που αποτελεί μια δυναμική και λεπτομερής διάλεξη της Τζέφρις, τον περασμένο Ιούλιο. Είναι όλη διαθέσιμη στο YouTube. Σε αυτήν υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η φαρμακευτική βιομηχανία, έχοντας χάσει το εισόδημά της καθώς η συνηθισμένη θεραπεία με οιστρογόνα για τις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες εγκαταλείφθηκε γιατί εγκυμονούσε κινδύνους για την υγεία τους, προώθησε τη σχετικά νέα ιδέα της διεμφυλικότητας, προκειμένου να δημιουργήσει μια μόνιμη τάξη πελατών που θα χρειάζονται εφ’ όρου ζωής συνταγογραφούμενες ορμόνες.
Αποκαλώ τον εαυτό μου διεμφυλικό άτομο· φορούσα φανταχτερά ανδρικά ρούχα από την πρώιμη παιδική ηλικία· είμαι, ωστόσο, ιδιαίτερα επιφυλακτική σχετικά με το σημερινό ρεύμα των διεμφυλικών, το οποίο νομίζω ότι κατά βάση είναι αποτέλεσμα ψυχολογικών και κοινωνιολογικών παραγόντων και όχι των σημερινών συζητήσεων περί φύλου. Επιπλέον, καταδικάζω την ολοένα και αυξανόμενη συνταγογράφηση των αναστολέων της εφηβείας (των οποίων οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις είναι άγνωστες) για τα παιδιά. Θεωρώ αυτή την πρακτική ποινική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Είναι πέρα για πέρα ειρωνικό, ότι οι φιλελεύθεροι παίρνουν θέση υπέρ της επιστήμης σε ό,τι αφορά την υπερθέρμανση του πλανήτη (ένας συναισθηματικός μύθος που δεν υποστηρίζεται από αποδεικτικά στοιχεία) ενώ αποφεύγουν κάθε αναφορά στη βιολογία όταν πρόκειται για το φύλο. Η βιολογία έχει αποκλειστεί από τα προγράμματα των γυναικείων σπουδών και των σπουδών για τα φύλα εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια. Έτσι, πολύ λίγοι καθηγητές και θεωρητικοί των σημερινών σπουδών πάνω στο φύλο, τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό, είναι διανοητικά και επιστημονικά προετοιμασμένοι να διδάξουν την ύλη τους. Η ψυχρή βιολογική αλήθεια είναι ότι οι αλλαγές πάνω στο φύλο δεν είναι εφικτές. Κάθε συγκεκριμένο κύτταρο του ανθρώπινου σώματος παραμένει κωδικοποιημένο με το φύλο ενός ατόμου για μια ζωή. Μπορούν να εμφανιστούν διασεξουαλικές αμφισημίες, αλλά αυτές αποτελούν αναπτυξιακές ανωμαλίες που αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό των ανθρώπινων γεννήσεων.
Σε μια δημοκρατία, όλοι πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από παρενόχληση και κακομεταχείριση, ανεξάρτητα από το πόσο αντικομφορμιστές ή εκκεντρικοί είναι. Αλλά ταυτόχρονα, κανείς δεν αξίζει ειδικά δικαιώματα, προστασίες ή προνόμια βάσει της εκκεντρικότητάς του. Οι κατηγορίες «διεμφυλικός άνδρας» και «διεμφυλική γυναίκα» είναι πολύ σαφείς και αξίζουν σεβασμό. Αλλά, όπως η Τζερμέν Γκριρ και η Σίλα Τζέφρις, απορρίπτω τον κρατικό εξαναγκασμό να αποκαλέσω κάποιον άνθρωπο «άνδρα» ή «γυναίκα», απλά και μόνο με βάση την υποκειμενική του αίσθηση. Μπορούμε να ακολουθήσουμε τον δρόμο της καλής θέλησης και να προτιμήσουμε τον ευγενικό τρόπο απεύθυνσης σε αυτούς τους ανθρώπους, αλλά είναι επιλογή μας μόνο.
Σε ό,τι αφορά τον σύνδεσμο La Leche: δεν είναι καθόλου έτοιμοι να εμπλακούν στον τόσο αδυσώπητο πολιτισμικό πόλεμο (cultural war) [6]. Αντί για αυτό εμμένουν στη λογική της φροντίδας, και ισχυρίζονται ότι οι ανθρώπινες σχέσεις θα πρέπει να πλημμυρίζονται από ευγένεια. Θεωρούν φυσικό να τρέχουν πίσω από κλαμένα μωρά οποιασδήποτε ηλικίας.
Η υπεράσπιση της ακεραιότητας της Αγγλικής γλώσσας (η οποία, όπως όλες οι γλώσσες, αλλάζει αργά και οργανικά με την πάροδο του χρόνου) εναπόκειται στους καθηγητές λογοτεχνίας και συγγραφείς. Από τη στιγμή που τόσα πολλά τμήματα ανθρωπιστικών επιστημών αναλώνονται στον μετα-δομισμό, η υπέροχη Αγγλική γλώσσα θα πρέπει να έρθει σε σύγκρουση με όσους θέλουν να την αλλοιώσουν για χάρη του έμφυλου ζητήματος.
Σημειώσεις
[1] GOP (Grand Old Party), όπως συνήθως αποκαλείται το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
[2] Η Φλόριδα είναι μια πολιτεία με υψηλό ποσοστό Λατινοαμερικανών (Latinos), οι οποίοι συνήθως προτιμούν τους Δημοκρατικούς σχεδόν σε κάθε εκλογές από το 1970 και έπειτα.
[3] Πρόκειται για έναν φανταστικό χαρακτήρα που δημιουργήθηκε και απεικονίστηκε από τον αμερικανικό κωμικό Paul Reubens. Τον χαρακτηρίζει ένα ιδιαίτερα περίεργο και σαρκαστικό γέλιο.
[4] Οι Never Trumpers είναι ένα μείγμα κεντροδεξιών, κοινωνικά συντηρητικών και οικονομικά φιλελεύθερων μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που εξ’ αρχής είχαν αντιταχθεί στις πολιτικές του Τραμπ.
[5] Ραστ Μπελτ, σε ακριβή μετάφραση «ζώνη της σκουριάς»: αφορά τις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της χώρας, που έχουν πέσει σε οικονομική αδράνεια τις τελευταίες δεκαετίες, είτε λόγω μεταφοράς των επιχειρήσεων στο εξωτερικό, είτε γιατί οι περιβαλλοντικοί νόμοι περιόρισαν τις δραστηριότητες των μεταλλείων και των εργοστασίων παραγωγής χάλυβα.
[6] Ο όρος «πολιτισμικός πόλεμος» (cultural wars) αναφέρεται στις ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ παραδοσιοκρατών και προοδευτικών/φιλελεύθερων στις ΗΠΑ. Από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, οι συγκρούσεις αυτές επηρεάζουν τις συζητήσεις σχετικά με τα δημόσια σχολεία, την οπλοκατοχή, τις εκτρώσεις κλπ.