Του Γιάννη Γιαννακούλια
Οικολογισμός
Από την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, η ανάγκη αποκοπής ή φυγής του ανθρώπου από τη φρενίτιδα του καταναλωτισμού και του αστικού τρόπου ζωής εκφράστηκε ποικιλοτρόπως από τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες της εποχής και μία νέα τάση, του Ρομαντισμού, αναδείχτηκε, στην οποία η φύση κατείχε πρωταγωνιστικό ρόλο είτε ως πηγή δύναμης που προκαλούσε δέος, τρόμο και έναν απόκρυφο μυστικισμό είτε ως οδηγός για την επιστροφή στην παράδοση και στις ρίζες, την επιστροφή στην αμόλυντη αγροτική ζωή. Τα παραπάνω στοιχεία συνδέθηκαν με τα εθνικιστικά κινήματα του 19ου αιώνα την περίοδο της δημιουργίας των εθνικών κρατών στην Ευρώπη και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αποτέλεσαν μέρος του πολιτικού προγράμματος του πρώτου κινήματος με πολιτικό προσανατολισμό και οικολογικές ευαισθησίες, του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ. Ο Χίτλερ όπως και ο Χίμλερ, χορτοφάγοι και φιλόζωοι, επηρεασμένοι από τον μυστικισμό της φύσης και τις ανατολικές φιλοσοφίες, μίλησαν για την επανοικειοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος, την εξαφάνιση των ειδών από την περιβαλλοντική καταστροφή και κατέκριναν, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια του ναζιστικού κόμματος, τον καπιταλισμό, την υπερκατανάλωση και τον οικονομικό ωφελιμισμό. Λίγο αργότερα ο φιλόσοφος ναζιστής Heidegger κατέκρινε την τεχνολογία της εποχής ως αντιοικολογική και το 1935 το ναζιστικό κόμμα, αφού κατέκτησε την εξουσία, θέσπισε τον πρώτο οικολογικό νόμο στην Ευρώπη με μέτρα πρόληψης και ποινές για τους παραβάτες1.
Η απαρχή του οικολογισμού ως ενιαίας πολιτικής ιδεολογίας ανάγεται στα τέλη του 20ου αιώνα. Η ανάγκη για την πολιτική αντιμετώπιση της ολοένα και αυξανόμενης περιβαλλοντικής κρίσης στον πλανήτη, κρίση που ευνοήθηκε από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές (με φιλελεύθερο ή σοσιαλιστικό προσωπείο) της άκρατης βιομηχανοποίησης και αστικοποίησης, οδήγησε στην οργάνωση του οικολογικού κινήματος και στην ανάδειξη αντιλήψεων σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος και εφάμιλλων αυτών, όπως η προστασία των ζώων από τη βιομηχανική εκμετάλλευση (πειράματα για ιατρικούς σκοπούς, τροφές κλπ.), οι οποίες ως επί τω πλείστον είναι εχθρικά διακείμενες στις ήδη υπάρχουσες και εφαρμοζόμενες. Στην πραγματικότητα, ο οικολογισμός αντιπροσωπεύει ένα Παράδειγμα, μία συνολική θεώρηση των πραγμάτων η οποία στη βάση της απορρίπτει την πολιτική Δυτική σκέψη που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Έτσι, εκτός από τα επιχειρήματα που αφορούν στο περιβάλλον ο οικολογισμός έχει προτάξει ριζοσπαστικές ιδέες που αφορούν τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό των κρατών, τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, την καταπολέμηση του φασισμού, την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων2.
Ο οικολογισμός θεωρεί πως ο άνθρωπος αποτελεί ένα αδιαχώριστο κομμάτι της φύσης, είναι μέρος ενός αυτορρυθμιζόμενου περιβάλλοντος όπου όλα τα μέλη του, έμβια και άβια, συντελούν στη φυσική ισορροπία, προσφέροντας το καθένα, στον βαθμό που του αναλογεί, τις υπηρεσίες του. Έτσι, πράξεις που αναδεικνύουν την ανθρώπινη κυριαρχία στη φύση, μέσα από περιβαλλοντικές καταστροφές ή την υπερεκμετάλλευση με σκοπό το κέρδος, καθώς και μέσα από επιστημονικές ανακαλύψεις που μπορούν να αποδειχτούν μοιραίες για το φυσικό περιβάλλον (πυρηνική ενέργεια), αποδοκιμάζονται από τον οικολογισμό, καθώς θεωρεί ότι διαταράσσουν την αρμονία της φύσης, προκαλώντας ανεπανόρθωτες βλάβες στη βιοποικιλία (εξαφανίσεις ειδών). Για τη θέση που πρέπει να έχει ο άνθρωπος στη φύση καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να συμπεριφέρεται στον φυσικό κόσμο, έχουν επιχειρηματολογήσει πολλοί οικολόγοι φιλόσοφοι. Τα ρεύματα που έχουν σχηματισθεί από αυτόν τον διάλογο διακρίνουν την οικολογία σε «ρηχή» και «βαθιά». Στην παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τις βασικές ιδέες των δύο ρευμάτων της οικολογίας και θα παρουσιάσουμε την απάντηση της κοινωνικής οικολογίας του Murray Bookchin.
«Βαθιά» και «ρηχή» οικολογία
Η «ρηχή» οικολογία στοχεύει στην ανθρωποκεντρική εξυπηρέτηση της φύσης μέσα από πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος όπως ο περιορισμός της μόλυνσης, οι μη ανανεώσιμοι πόροι, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η πληθυσμιακή αύξηση κλπ. Οι ρηχοί οικολόγοι θεωρούν πως ο φυσικός κόσμος έχει εργαλειακή αξία, υπάρχει για να καλύπτει τις ανθρώπινες ανάγκες και για αυτό τον λόγο είναι προς το συμφέρον όλων να τον φροντίζουμε και να τον προστατεύουμε3. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσουν μία περιβαλλοντική ηθική σχετικά με τις υποχρεώσεις των ανθρώπων προς τις μελλοντικές γενιές, που συνδέεται είτε με την παράδοση του πλούτου που έχει παραχθεί στο παρελθόν, διατηρείται στο παρόν και παραδίδεται στο μέλλον είτε από ανιδιοτέλεια και αγάπη για την ανθρώπινη φυλή η οποία δεν γνωρίζει σύνορα και φυλές4.
Η «βαθιά» οικολογία, σε αντίθεση με την ανθρωποκεντρική προοπτική της φύσης, θεωρεί πως η φύση αποτελεί μία ηθική κοινότητα και η ανθρώπινη φυλή είναι μέλος αυτής με ίση ηθική αξία με τους άλλους οργανισμούς και τις οντότητες. Καθώς οι φυσικοί πόροι είναι αποτέλεσμα των φυσικών διαδικασιών και όχι των ανθρώπινων ενεργειών και δραστηριοτήτων δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως έχουμε εμείς περισσότερα δικαιώματα από τους άλλους οργανισμούς και συνεπώς προτεραιότητα στη ζωή και την ανάπτυξη. Προορισμός του ανθρώπου είναι η συντήρηση της φύσης και όχι η εκμετάλλευσή της∙ η φύση έχει εγγενή αξία και κάθε ανθρώπινη παρέμβαση επάνω της θεωρείται αφύσικη και αθέμιτη5. Σε πολιτικό επίπεδο η βαθιά οικολογία αρνείται να υπερασπιστεί τις σημερινές πολιτικές αντιμετώπισης της οικολογικής και κοινωνικής κρίσης. Θεωρεί πως η βιομηχανική πρόοδος και η τεχνολογία στην πραγματικότητα, επιβάλλουν έναν απολυταρχικό πολιτισμό, επηρεάζοντας το αξιολογικό μας σύστημα6. Στις μεταμοντέρνες κοινωνίες οι επιθυμίες είναι τεχνητές, τείνουν προς την εξυπηρέτηση του καταναλωτισμού και όχι στην ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών του ανθρώπου. Η διαμόρφωση τέτοιων συμπεριφορών έχουν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή καταστροφή της πολιτισμικής ποικιλίας για τον άνθρωπο και την επιβάρυνση της γης η οποία αντιμετωπίζεται μόνο ως φορέας πρώτων υλών για την κατανάλωση. Ο «βαθύς» οικολογισμός υπερασπίζεται την πολιτισμική διαφορετικότητα και θεωρεί πως μπορούν να συνυπάρξουν όλοι οι λαοί αρμονικά με το ίδιο πλαίσιο δικαιωμάτων7.
Κοινωνική οικολογία
Την δεκαετία του 1960, ο Murray Bookchin στηλίτευσε τον οικολογικό τρόπο ζωής που εκπροσωπούσαν τα δύο παραπάνω ρεύματα, εισάγοντας, ταυτόχρονα, στην οικολογική συζήτηση εκτός των σχέσεων των ανθρώπινων κοινωνιών στον φυσικό κόσμο, την προοπτική μεταβολής των υπαρχόντων πολιτικών και κοινωνικών θεσμών οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για το περιβαλλοντικό χάος και την κοινωνική ανισότητα στον πλανήτη. Ο Bookchin υποστήριξε ένα πρόγραμμα βασισμένο στην κοινωνική οικολογία, την ένωση των αξιών του αναρχισμού και των ιδεών της οικολογίας, μέσα από την οποία μπορεί να πραγματωθεί μία κοινωνία χωρίς κράτη, με άμεση δημοκρατία, με σεβασμό στην διαφορετικότητα, την επίτευξη αρμονίας στις ανθρώπινες σχέσεις και στις σχέσεις μεταξύ της ανθρώπινης και μη ανθρώπινης φύσης8. Ο Bookchin ισχυρίστηκε πως η οικολογική κρίση αποτελούσε σοβαρή απειλή για τον καπιταλισμό, καθώς η εξάπλωσή του δεν περιοριζόταν από περιβαλλοντικές ευαισθησίες. Απεναντίας, ήταν ταυτισμένος με τον ανταγωνισμό και την κατανάλωση (πρακτικές που δεν συναντιούνται στα οικοσυστήματα) και εν τέλει με την καταστροφή τόσο της βιοτικής πολυπλοκότητας όσο και της ανθρώπινης ζωής και εξέλιξης στην κοινωνία9. Όσον αφορά στο κοινωνικό επίπεδο, ο Bookchin υποστήριξε πως οι κοινωνίες στον καπιταλισμό έχουν υποστεί βίαιη μεταβολή, στηρίζουν τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας, της ιεραρχίας και της κυριαρχίας και συνεπώς δρουν ενάντια στον φυσικό κόσμο. Ο ανταγωνισμός των κοινωνικών τάξεων για την επιβολή της μίας τάξης έναντι της άλλης στην πραγματικότητα είναι μία πάλη ενάντια στη ζωή, δηλαδή ενάντια στη βιόσφαιρα, και το κράτος το οποίο είναι δημιούργημα των κυρίαρχων τάξεων, είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για την καθυπόταξη και την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο10.
Οι λανθασμένες λύσεις του καπιταλισμού
Απέναντι στις οικολογικές ενστάσεις το Κεφάλαιο αντέδρασε υιοθετώντας μία σειρά «πράσινων» πολιτικών οι οποίες υποστηρίχτηκαν και από τους οπαδούς της «ρηχής» οικολογίας. Ρυπογόνες επιχειρήσεις έλαβαν μία σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση της ρύπανσης, χρηματοδότησαν την αποκατάσταση κατεστραμμένων οικοσυστημάτων και διαφήμισαν τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα εργοστάσιά τους. Παράλληλα, αναπτύχτηκε ένας ιδιότυπος, και ακριβότερος, «πράσινος» καπιταλισμός προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον (βιολογικά και φυτικά προϊόντα, λαμπτήρες κλπ.).
Παρόλη την αισιοδοξία των «ρηχών» περιβαλλοντολόγων και των βιομηχανιών, οι προσπάθειες μείωσης των ορυκτών καυσίμων για χάρη των ανανεώσιμων πηγών σκοντάφτουν στις οικονομικές αποφάσεις που πρέπει να παρθούν προκειμένου να αλλάξουν οι ενεργειακές συνήθειες. Η χρήση, για παράδειγμα, των βιοκαυσίμων κρίνεται ανεπαρκής τόσο οικονομικά όσο και διατροφικά καθώς πολλές ποσότητες αγροτικών προϊόντων που χρησιμοποιήθηκαν για αυτό το σκοπό απέδωσαν ελάχιστα βιοκαύσιμα και παράλληλα συνέβαλλαν στην παγκόσμια έλλειψη τροφίμων με αποτέλεσμα να υπάρξουν σιτοδείες και εξεγέρσεις σε πολλά μέρη του κόσμου11.
Από τις πιο σοβαρές αποφάσεις για την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού προβλήματος ήταν η υιοθέτηση μίας πολιτικής εκπομπών ρύπων ανά κράτος και η ανταλλαγή ποσοστών δικαιωμάτων ρύπανσης για όποια κράτη δεν κατόρθωναν να φτάσουν το επιβαλλόμενο ποσοστό. Τα αποτελέσματα των παραπάνω ενεργειών δεν μείωσαν πραγματικά το οικολογικό πρόβλημα. Αυτό που συνέβη ήταν η δημιουργία μίας νέας κερδοφόρας «αγοράς γεμάτη από ψεύτικες μειώσεις εκπομπών αερίων»12. Το Κεφάλαιο χρησιμοποίησε το κράτος προκειμένου να καρπωθεί τις τεράστιες επιχορηγήσεις που δίδονταν στις επιχειρήσεις για επενδύσεις στις μειώσεις των ρύπων και το κράτος από τη μεριά του φάνηκε απρόθυμο να υποστηρίξει τεχνολογίες λιγότερο επικίνδυνες για το περιβάλλον, όπως της ηλιακής και αιολικής ενέργειας για λόγους βιωσιμότητας της επένδυσης και εξακολουθεί ως σήμερα να υποστηρίζει τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας13.
Η απάντηση της κοινωνικής οικολογίας
Η κοινωνική οικολογία μπρος σε αυτές τις πρακτικές άσκησε δριμεία κριτική· η αφετηρία στην κριτική της είχε στόχο καταρχάς το υπάρχον σύστημα: «αυτό που πρέπει να συμβεί δεν είναι απλά ένα ορθολογικό πέρασμα προς μία οικολογική κοινωνία αλλά το γκρέμισμα του υπάρχοντος συστήματος που συντηρεί όλο τον Δυτικό πολιτισμό»14. Ο Bookchin θεωρούσε πως τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι στην πραγματικότητα κοινωνικά και πολιτικά. Για να υποστηρίξει την παραπάνω θέση χρησιμοποίησε τις ηθικές αρχές που διέπαν τις σχέσεις των πρώτων (προγλωσσικών) κοινωνιών. Κάθε κοινότητα λειτουργούσε στο πλαίσιο της ικανοποίησης των αναγκών των μελών της και οι τυχόν διαφορές στις δεξιότητες ή στις ικανότητες των μελών της, στους επιμέρους τομείς της κοινότητας, λειτουργούσαν αντισταθμιστικά και δεν ανέσυραν οποιασδήποτε μορφής ιεραρχία. Μεταφέροντας στο σήμερα αυτές τις ηθικές αρχές, ο Bookchin ισχυρίστηκε πως είναι δυνατόν να υπάρξουν τέτοιου είδους κοινότητες οι οποίες δεν θα έχουν την ανάγκη ύπαρξης του κράτους και του Κεφαλαίου και θα στηρίζονται στην αμοιβαιότητα των οικονομικών σχέσεων και στη συμμετοχή όλων στις αποφάσεις που θα καθορίζουν τις ζωές τους. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων αλλά και του ευρύτερου οικοσυστήματος που τους περιβάλλει15. Παραδείγματα όπως των Ζαπατίστας στο Μεξικό ή του αγροτικού δικτύου αγροτών Via Campesina αποδεικνύουν πως είναι εφικτή μία τέτοια κοινωνική οργάνωση με σεβασμό προς τη φύση και αποτελούν πηγή έμπνευσης για το οικολογικό κίνημα και τις ενέργειές του για τον περιορισμό των περιβαλλοντικών καταστροφών στη γη.
Οι κοινωνική οικολογία επιτίθεται επίσης στους υποστηρικτές της «βαθιάς» οικολογίας, καθώς δεν δέχεται τον ισχυρισμό πως αφήνοντας τη φύση να δράσει από μόνη της, να δώσει δηλαδή την τελική λύση στα πράγματα επέρχεται η ισορροπία και η αρμονία για όλα τα όντα στο περιβάλλον16. Η παραπάνω άποψη στην πραγματικότητα ενισχύει τον κοινωνικό δαρβινισμό έτσι όπως εφαρμόστηκε από τους Ναζί προς τους Εβραίους και όπως εφαρμόζεται στις μέρες μας από τον καπιταλισμό με τις ανισότητες που προκαλεί (προσφυγιά, μετανάστευση, αρρώστιες, ανεργία, φτώχεια). Η κοινωνική οικολογία κατηγορεί την οικολογία «βάθους» πως αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένες οι κοινωνίες οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με τον τρόπο λειτουργίας του φυσικού περιβάλλοντος. Οι ανθρώπινες σχέσεις διακατέχονται από προκαταλήψεις μεταξύ φύλων ή εθνοτήτων, από ιεραρχική δομή, από κυριαρχία, από ταξική εκμετάλλευση. Οι κοινωνικοί οικολόγοι δεν βρίσκουν αφύσικη την ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση όταν αυτή διέπεται από ορθολογικότητα και ευσυνειδησία17. Στην άποψη της «βαθιάς» οικολογίας για τη μη χρήση της τεχνολογίας στις ανθρώπινες δραστηριότητες οι κοινωνικοί οικολόγοι απάντησαν πως η τεχνολογία και η βιομηχανική πρόοδος έχουν αρνητικό αντίκτυπο επειδή είναι προσανατολισμένες προς στην εξυπηρέτηση του Κεφαλαίου και του καπιταλισμού. Σε μία κοινωνία χωρίς κράτος, καπιταλισμό και κυριαρχία η τεχνολογία θα είναι απελευθερωτική, θα είναι ο μοχλός για λιγότερη ή καθόλου εργασία. Θα είναι οικολογική, καθώς θα προάγει την ισορροπία στη φύση και στις ανθρώπινες κοινότητες, αφού δεν θα λειτουργεί σπάταλα και ενεργοβόρα εξυπηρετώντας την υπερκατανάλωση18.
Στις αιτιάσεις των φιλελεύθερων και των μαρξιστών ότι ο ανθρώπινος προορισμός είναι η κυριαρχία του πάνω στη φύση, η κοινωνική οικολογία απάντησε πως η κυριαρχία της φύσης αποτέλεσε ένα κοινωνικό και πολιτικό πρόγραμμα των ιεραρχικά δομημένων κοινωνιών, σχεδιασμένο από τις ελίτ της κάθε κοινωνίας προκειμένου να ενταθεί ο ανταγωνισμός και οι ανισότητες. Η κοινωνική εξέλιξη και η θέαση της φύσης από τις εκάστοτε κοινωνίες στην ανθρώπινη Ιστορία ήταν πάντα, σύμφωνα με τον Bookchin, απόρροια των ιεραρχικών δομών των κοινωνιών. Ο διαλεκτικός νατουραλισμός του Bookchin θεωρεί τη φύση ως την πηγή εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, ως την πηγή εξέλιξης της συνείδησής του, της δημιουργικότητάς του και εν τέλει της ελευθερίας του19.
Το ρεύμα της κοινωνικής οικολογίας του Murray Bookchin αποτελεί τη μοναδική απάντηση στην οικολογική κρίση καθώς εστιάζει στην καρδιά του προβλήματος που είναι οι κοινωνικές, οι πολιτικές και οι οικονομικές συνθήκες στην κοινωνία. Ο τρόπος οργάνωσης μίας κοινωνίας, και πιο συγκεκριμένα της Δυτικής κοινωνίας, όπου οι σχέσεις που επικρατούν είναι αυτές της κυριαρχίας και του ανταγωνισμού έχουν άμεσο και αρνητικό αντίκτυπο στο φυσικό περιβάλλον. Η λύση που προτείνει ο Bookchin είναι μακροπρόθεσμη και πολυεπίπεδη. Απαιτείται ακτιβιστική εκστρατεία προκειμένου να φανερωθούν, καταρχάς, οι καταπιεστικές και οι ιεραρχικές δομές του καπιταλισμού. Απαιτείται η κατανόηση πως η κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση δεν αποτελεί προϊόν της ιστορικής αναγκαιότητας, όπως πολλοί διατείνονται, αλλά είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών σχέσεων. Τέλος, θεωρεί πως το μοντέλο οργάνωσης της κοινωνικής οικολογίας πρέπει να βασίζεται στην άμεση δημοκρατία, στη δυνατότητα λογοδοσίας, στη δυνατότητα συνεχούς πρόσβασης και συμμετοχής των ανθρώπων στις αποφάσεις που καθορίζουν τις ζωές τους.
Σημειώσεις
Βιβλιογραφία
Biehl Janet – Staudenmaier Peter, Οικοφασισμός: Μαθήματα από τη Γερμανική εμπειρία, Ισνάφι, Ιωάννινα 2003
Bookchin Murray, H οικολογία και η επαναστατική σκέψη, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1980
Bookchin Murray, Η ριζοσπαστικοποίηση της φύσης, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1985
Bookchin Murray, Ο μύθος του Υπερπληθυσμού, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1997
Bookchin Murray, Προς μία απελευθερωτική τεχνολογία, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1999
Drengson Alan, Ecophilosophy, Ecosophy and the Deep Ecology Movement: An Overview, Journal of Ecosophy, 1997
Heywood Andrew, Πολιτικές Ιδεολογίες, Επίκεντρο, Αθήνα 2005
Naess Arne, The Shallow and the Deep, Long-Range Ecology Movement, Deep Ecology for the 21st Century, Shambhala, Boston 1995
Brian, Κλιματική Δικαιοσύνη, Αντιγόνη, Θες/νίκη 2010