Σε προηγούμενη ανάρτησή μας με τίτλο «Γιατί σχηματίζονται οι ανθρώπινες ομάδες;» έγινε μια γενική αναφορά στο σχηματισμό και την οργάνωση των ανθρώπινων ομάδων. Σε αυτό το κείμενο θα γίνει μια ελεύθερη παρουσίαση και κριτική ορισμένων θέσεων του R. G. Schwartzenberg από το βιβλίο του Πολιτική κοινωνιολογία. Θα αναφερθούμε στις επονομαζόμενες ομάδες πίεσης οι οποίες συμβάλλουν στη διαμόρφωση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Το θέμα αυτό παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον γιατί, κατά τον συγγραφέα, η πίεση που ασκούν αυτές οι ομάδες στη δημόσια ζωή έχει θέσει το πάντα επίκαιρο ερώτημα: ποιος ελέγχει πραγματικά την εξουσία στις σύγχρονες κοινωνίες;
Στα πολιτικά συστήματα του δυτικού κόσμου, όσο κι αν από χώρα σε χώρα υπάρχουν ορισμένες διαφορές, σε γενικές γραμμές η πολιτική διαδικασία έχει ως βασικό στοιχείο της τα κόμματα. Από θεσμική άποψη αυτά είναι που στοχεύουν στην κατάκτηση και άσκηση της εξουσίας. Ωστόσο η σύγχρονη πολιτική κοινωνιολογία δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις μεθόδους περιγραφής των θεσμοποιημένων δομών της εξουσίας (τμήμα των οποίων είναι και τα κόμματα) καθώς αυτές οι περιγραφές στις περισσότερες περιπτώσεις είναι υπερβολικά νομικίστικες, τυπικές και μάλλον αισιόδοξες ως προς την περιγραφική ακρίβεια της εξουσίας. Για τους κοινωνιολόγους στην πραγματικότητα οι αποφάσεις που παίρνουν οι κρατικές-δημόσιες αρχές είναι η συνισταμένη ενός πολύπλοκου συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε ποικίλες ενδιαφερόμενες ομάδες. Βέβαια στις σημερινές πολυσύνθετες κοινωνίες -όπου υπερεθνικοί οργανισμοί και υπερδομές (όπως η Ε.Ε. ή το Δ.Ν.Τ.) διαδραματίζουν έναν όλο και πιο καθοριστικό ρόλο- τα κόμματα καλούνται να διαμορφώσουν κυβερνητική ρυθμίζοντας ένα εκ των προτέρων επιβαλλόμενο υποσύνολο πολιτικών και υποδείξεων. Μάλιστα τις περισσότερες φορές αυτές οι πολιτικές προσδιορίζονται από έναν αφηρημένο και ακαθόριστο εντολέα.
Μπορεί τα κόμματα, για λόγους συνοχής του πολιτικού συστήματος, να συνεχίζουν να παρουσιάζονται, κυρίως από τα κατεστημένα ΜΜΕ, ως οι πρωταγωνιστές των πολιτικών αποφάσεων, αλλά στην ουσία υπακούνε απλά στις επιταγές των ισχυρών κυρίως οικονομικών παραγόντων. Επίσης, με τρόπο πραγματικά αξιοπερίεργο, διαπιστώνεται η αδιαφιλονίκητη βεβαιότητά τους για το πώς πρέπει να είναι τα πράγματα. Ένα «πώς» που μοιάζει να ταυτίζεται με το «αόρατο χέρι» ενός άνωθεν zeitgeist που βρίσκεται πέρα από τις δυνατότητες και τις ικανότητες οποιασδήποτε μορφής επιμέρους κοινωνικής δύναμης, γεγονός που όπως θα δούμε παρακάτω έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ίδια τη θεωρία περί ομάδων πίεσης. Ασφαλώς οι ευθύνες των κομμάτων υπάρχουν και είναι τεράστιες. Είναι εμφανές το πόσο αυτά έχουν ξεπουληθεί στον κεφαλαιοκρατισμό και στις χρηματοπιστωτικές αγορές, πόσο έχουν εκφυλιστεί από τις διαπλοκές και τις καταχρήσεις, πόσο έχουν συνολικά βλάψει την κοινωνία.
Η επίδραση των κομμάτων έχει μολύνει ολόκληρη τη διανοητική ζωή της εποχής μας. […] Το πνεύμα του κόμματος αποτυφλώνει τον άνθρωπο, τον καθιστά αναίσθητο στο δίκαιο, εξωθεί ακόμη και τους έντιμους πολίτες σε πιο άγρια και ωμή επίθεση κατά των αθώων (Σιμόν Βέιλ) [2].
Πέρα από τα παραπάνω ένα ακόμη ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι το εξής: είναι τα κόμματα και οι ομάδες πίεσης που δημιουργούν τις ιδέες -ώστε μετά να τις υποβάλλουν/επιβάλουν στην κοινωνία- ή αντιθέτως αυτές οι ιδέες προϋπάρχουν, πέρα από τις επιμέρους αυτές κατηγοριοποιήσεις και επιβάλλονται με ένα είδος κομφορμιστικού καταναγκασμού; Ήδη από το 1908 ο Άρθουρ Φ. Μπέντλει [3] μελετούσε την πολιτική διαδικασία ως συνισταμένη αλληλεπιδράσεων μεταξύ ομαδοποιήσεων, τις λεγόμενες ομάδες πίεσης ή ομάδες συμφερόντων. Η συστηματική μελέτη τους ξεκίνησε τον προηγούμενο αιώνα και σήμερα υπάρχουν πολλές αναλύσεις που μας βοηθούν να εντοπίσουμε καλύτερα το φαινόμενο και να γνωρίσουμε τους τρόπους δράσης αυτών των ομαδοποιήσεων. Ωστόσο σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε εξαρχής ότι αμφιβάλουμε κατά πολύ για το εάν οι ίδιες αυτές ομάδες κατέχουν πραγματικά μια θέση στην δομή της εξουσίας ή είναι απλά φαινομενικές αναπαραστάσεις του κυρίαρχου κοσμοειδώλου της εποχής και της επιβαλλόμενης ή καταναγκαστικής ιδεοαντίληψης. Για τη θεωρία όμως το φαινόμενο των ομάδων πίεσης είναι βάσιμο και σύνθετο καθώς αυτές είναι πολυάριθμες και διαφορετικές μεταξύ τους. Έτσι έχουμε εργατικά συνδικάτα, εργοδοτικές οργανώσεις, διάφορες λέσχες και ιδεολογικούς ομίλους, ενώσεις γονέων, θρησκευτικές ομάδες, ομάδες προβληματισμού (think tanks), αγροτικές οργανώσεις, ενώσεις καταναλωτών, φεμινιστικά κινήματα, ενώσεις υπεράσπισης μειονοτήτων, οικολογικές ομάδες, κινήματα σεξουαλικής απελευθέρωσης, κ.λπ.
Όμως κατά πόσο πραγματικά όλες αυτές οι ομάδες έχουν συγκροτήσει ένα πρόγραμμα αιτημάτων το οποίο αποσκοπεί στην εφαρμογή των δικών τους επιμέρους συμφερόντων; Κατά πόσο όλες οι παραπάνω ομάδες είναι προϊόντα ελεύθερης βούλησης ή είναι απλά κομφορμιστές της ανακυκλωμένης ιδεολογίας του επιμερισμένου ακτιβισμού; Τα ερωτήματα αυτά προκύπτουν αυτόματα γιατί διαπιστώνουμε μια συντριπτική ομοιότητα στο πώς η κάθε ομάδα πίεσης λειτουργεί μέσα στο κοινωνικό (πχ. πώς μια θρησκευτική ομάδα αντιλαμβάνεται το δόγμα της ως αναφαίρετο δικαίωμα και μια φεμινιστική ομάδα το αναφαίρετο δικαίωμά της ως δόγμα), κάνοντας εντέλει τις ομάδες πίεσης πανομοιότυπες, ώστε αυτές να διαφέρουν μόνο εξαιτίας της πολυχρωμίας των επιμερισμών-αιτημάτων που παζαρεύουν με το πολιτικό σύστημα. Κυρίως όμως ο λόγος που εγείρουμε αυτή την ένσταση στην κοινωνιολογική συνταγή των «ομάδων πίεσης» είναι πως αυτές έρχονται σε απευθείας αντίθεση με τις υπόλοιπες θεωρίες που παρουσιάζουν οι ίδιοι οι κοινωνιολόγοι, την ίδια στιγμή αλλά σε διπλανές αίθουσες πανεπιστημίων. Δηλαδή πως η εποχή των κοινωνικών πόλων και των ταξικών διαστρωματώσεων έχει παρέλθει οριστικά παραδίδοντας την παλαιά κρατούσα θέση της «ταξικής κοινωνίας» στην μαζική ατομικιστική κοινωνία, όπου το άτομο είναι ελεύθερο και αποδεσμευμένο από κάθε κοινοτικό δεσμό, ομάδα ή υποομάδα.
Πώς μπορεί λοιπόν να λειτουργήσει το μοντέλο που προκρίνει η κοινωνική θεωρία το οποίο υποστηρίζει ότι ως ομάδα πίεσης μπορεί να οριστεί μια οργάνωση που δημιουργήθηκε με σκοπό την υπεράσπιση συμφερόντων;
Για τους κοινωνιολόγους η ομάδα αυτή ασκεί πίεση στις δημόσιες-κρατικές αρχές ώστε να αποσπάσει αποφάσεις που είναι ευνοϊκές και σύμφωνες με τα συμφέροντα της συγκεκριμένης ομάδας. Επομένως τα βασικά στοιχεία είναι τρία: η ομάδα, η υπεράσπιση συμφερόντων και η άσκηση πίεσης στις αρχές. Οι Τζ. Α. Όλμοντ και Τζ. Μπ. Πάουελ [4] διακρίνουν τέσσερις τύπους ομάδων συμφερόντων, ανάλογα με το βαθμό ειδίκευσης και οργάνωσής τους:
- α-νομικές (Anomic): εφήμερα και αυθόρμητα σχήματα όπως για παράδειγμα διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, ταραχές κ.λπ.
- μη συνεταιρικές (Non-Associational): άτυπες ομαδοποιήσεις, περιοδικές και μη εθελοντικές (στη βάση της συγγένειας, της θρησκείας κ.λπ.). Αυτές χαρακτηρίζονται από απουσία συνέχειας και θεσμικής οργάνωσης.
- θεσμοποιημένες (Institutional): τυπικές οργανώσεις όπως στρατοί, εκκλησίες, συνελεύσεις, διοικήσεις, κ.λπ.
- συνεταιρικές (Associational): εθελοντικές οργανώσεις με ειδικευμένη συνάρθρωση των συμφερόντων όπως συνδικάτα, ενώσεις βιομηχάνων και επιχειρηματιών, εθνικές και θρησκευτικές οργανώσεις, ενώσεις πολιτών, κ.λπ. Αυτές διαθέτουν υψηλό βαθμό οργάνωσης και εξειδίκευσης έτσι ώστε να χαρακτηρίζονται αποτελεσματικές ομάδες πίεσης.
Οι Αμερικανοί κοινωνιολόγοι μιλούν για ομάδες συμφερόντων (Interest Groups) και εδώ ή έννοια του «συμφέροντος» πρέπει να λαμβάνεται με την ευρεία σημασία του όρου, διότι αυτό δεν είναι αναγκαστικά υλικό· μπορεί να είναι και καθαρά ηθικό. Αυτή η παραδοχή έχει το πλεονέκτημα να αποφεύγει οριακές αβεβαιότητες και ηθικολογικές κρίσεις οι οποίες όμως γίνονται αναπόφευκτες, από τη στιγμή που υιοθετείται συγχρόνως με τους ευρωπαίους πολιτικούς επιστήμονες, μια συμπληρωματική υπο-διάκριση ανάμεσα στις ομάδες που υπερασπίζονται συμφέροντα και τις ομάδες που αγωνίζονται για ιδέες: στην πρώτη περίπτωση διατυπώνονται υλικές απαιτήσεις ενώ στην δεύτερη πνευματικές, ιδεολογικές και ηθικές υποθέσεις.
Εδώ ασφαλώς χρειάζεται προσοχή ώστε να μην κάνουμε ταυτίσεις και να μην υπερεκτιμήσουμε τη διάκριση ανάμεσα σε ιδιοτελείς και ανιδιοτελείς πράξεις των ομάδων. Αυτό γιατί πολλές από αυτές τις ομάδες υπερασπίζονται ταυτόχρονα υλικά συμφέροντα αλλά και ηθικά ζητήματα. Τα συνδικάτα και οι σύλλογοι των εκπαιδευτικών, για παράδειγμα, ενδιαφέρονται τόσο για τις αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας τους, όσο και για τις εκπαιδευτικές μεθόδους και την παιδεία γενικότερα (άσχετα αν το πρώτο σκέλος συχνά συνθέτει και το βασικότερο και απολύτως απαραίτητο κίνητρο). Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές ομάδες υποκρύπτουν συγκεκριμένους υλικούς στόχους κάτω από ηθικολογικά συνθήματα. Χρησιμοποιώντας τεχνικές συγκάλυψης προβάλλουν φαινομενικά ανιδιοτελείς αξίες όπως την ελευθερία ή την οικογένεια, ενώ ο πραγματικός τους στόχος είναι καθαρά υλικός. Επίσης πρέπει να είναι σαφές ότι κάθε ομάδα, ακόμη και η πλέον ειλικρινά ανιδιοτελής, για να ζήσει, να διαδώσει τις ιδέες της και να υλοποιήσει τους στόχους της, πρέπει να διαθέτει υλικούς πόρους. Αυτό για παράδειγμα το γνωρίζει πολύ καλά η Εκκλησία η οποία απευθύνεται στις δημόσιες αρχές με θεσμικό αλλά και εξωθεσμικό τρόπο, ώστε να αποσπάσει επιχορηγήσεις όχι μόνο για τις υλικοτεχνικές της δομές αλλά και για την ίδια τη λατρεία της.
Κάποιοι κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν ότι θα ήταν προτιμότερο να διευρύνουμε την έννοια του συμφέροντος περιλαμβάνοντας σ ’αυτήν και το καθαρά ηθικό συμφέρον. Έτσι ώστε να μας δοθεί το δικαίωμα να μιλάμε με έναν και τον ίδιο όρο για «ομάδες συμφερόντων», καθώς κατά τα λοιπά, η ηθική θα αναγνωρίσει τις δικές της ομάδες. Στην πραγματικότητα εξετάζοντας μια ομάδα μπορούμε να πούμε ότι αυτή υπερασπίζεται μάλλον και κυρίως υλικά συμφέροντα, ενώ μια άλλη είναι μάλλον και κυρίως μια ομάδα ιδεών. Αυτό που θα πρέπει να μας απασχολεί κατά κύριο λόγο είναι η άσκηση της πίεσης που τελικά θα φέρει και ένα πολιτικό αποτέλεσμα. Πέρα από διάφορες ιδεαλιστικές οπτικές, δεν υπάρχει καμία ομάδα συμφερόντων που τελικά να μην καταφεύγει κάποια στιγμή στην άσκηση πολιτικής πίεσης. Ανεξάρτητα από το εάν σε εμάς μπορεί οι προθέσεις να φαντάζουν άλλοτε «ευγενικές» και άλλοτε «ευτελείς», η επίτευξη του στόχου προϋποθέτει άσκηση πολιτικής πίεσης.
Μια περισσότερο πρακτική αλλά λιγότερο ελκυστική διάκριση μπορεί να γίνει ανάμεσα σε επαγγελματικές οργανώσεις (τα μέλη των οποίων συνενώνονται με βάση της οικονομική τους δραστηριότητα, το επάγγελμα που εξασκούν) και σε μη επαγγελματικές οργανώσεις. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα επάγγελμα που να μην διαθέτει κάποιο δικό του όργανο υπεράσπισης. Ακόμη και τα περισσότερα μέλη ελευθέρων επαγγελμάτων (γιατροί, δικηγόροι κλπ.), παρά την έντονη παράδοση ατομικισμού που τα διακρίνει, έχουν δικούς τους συλλόγους και έχουν εδώ και πολύ καιρό κατανοήσει την αποτελεσματικότητα της συλλογικής και οργανωμένης δράσης.
Είναι ήδη φανερό πως όλες αυτές οι κατηγοριοποιήσεις και υποπεριπτώσεις απέχουν πολύ από τις μεγάλες συλλογικές συσσωματώσεις του παρελθόντος που διατηρούσαν έναν ενεργό κοινοτικό και ριζικά οργανικό ρόλο μέσα στην κοινωνία. Συσσωματώσεις που δέσμευαν το άτομο με δεσμούς μιας ολόκληρης ζωής και το καθιστούσαν υπεύθυνο και υπόλογο απέναντι στη συλλογικότητα. Σήμερα αυτές οι ομάδες πίεσης -που περιγράφει το σχήμα της κοινωνικής θεωρίας- είναι ρευστά συμβάντα, ενασχολήσεις καλοκαιρινού τύπου χωρίς καμία δέσμευση και επομένως χωρίς μια δική τους ιδεοαντίληψη που να μπορούν να διεκπεραιώσουν και ως πολιτική. Στην ουσία οι ομάδες αυτές είναι φορείς μιας εκ των προτέρων υποβολής του κομφορμισμού στον οποίο είναι ήδη μυημένες, παρά διαμορφωτές πολιτικής σκέψης και συλλογικής διάνοιας. Αναπαράγουν προκατασκευασμένες συμπεριφορές και αναμασάνε κοινοτοπίες καθώς ο ακτιβισμός που τις διακρίνει είναι επί της ουσίας ένας κοινός τόπος με τις διαφορές τους να είναι κατά βάση αισθητικές. Άλλωστε αυτό ακριβώς το στοιχείο η κοινωνική θεωρία είναι αναγκασμένη να το παραδεχτεί όταν στην βασική περιγραφή των ομάδων πίεσης χρησιμοποιεί χαρακτηριστικά που δηλώνουν την διαρκή αβεβαιότητά τους και τη βεβαιωμένη ρευστότητα τους. Τι κάνει σήμερα μια ομάδα να ονομαστεί ομάδα πίεσης; οι περισσότεροι κοινωνιολόγοι λένε: η «εφημερότητα», ο «αυθορμητισμός», η «ταραχή», η «άτυπη σχέση», η «περιοδικότητα» και ο «ατομικισμός» που είναι και το κυρίαρχο χαρακτηριστικό σε όλες. Άκρως αντιφατικά το φιλελεύθερο πνεύμα -που αποδεδειγμένα προωθεί τη διάλυση κάθε ομαδοποίησης, και όχι τη δημιουργία της- παρουσιάζεται εδώ ως χαρακτηριστικό στοιχείο ομαδοποίησης. Τελικά πολύ παραπάνω από «ομάδες πίεσης» που εφορμούν από μια κάποια συλλογική επιθυμία ώστε να επιβάλουν τα επιμέρους συμφέροντά τους στον δημόσιο βίο, οι κοινωνιολόγοι μάλλον μας δίνουν μια περιγραφή των κοινωνικών Erasmus με part-time ενασχολήσεις, με activist-therapy και πρόσκαιρα identity groups στα οποία όσο αυθόρμητα μπορεί να ενταχθεί το άτομο, άλλο τόσο μπορεί και να βγει, υποβαθμίζοντας έτσι την έννοια της ευθύνης στο επίπεδο μιας μοδάτης παροδικής ενασχόλησης.
Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που στην παρούσα ανάλυση δεν θα γίνει εκτενής αναφορά στον ρόλο των επονομαζόμενων κατά παράδοση εργατικών συνδικάτων. Εκτός από τα φαινόμενα εκφυλισμού και υποβάθμισης των συνδικάτων, πλέον οι βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν μειοψηφία- στο σύνολο των μισθωτών που περιλαμβάνουν και τον τριτογενή τομέα (εμπόριο και υπηρεσίες). Έχει ωστόσο αξία μια σύντομη αναφορά στην ιστορία του γαλλικού συνδικαλισμού. Πριν από 50 χρόνια στην Γαλλική Εθνική Ομοσπονδία Συνδικάτων Ιδιοκτητών Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων (F.N.S.E.A) συστεγάζονταν οι απειλούμενοι μικροϊδιοκτήτες μαζί με τους πλούσιους μεγαλοϊδιοκτήτες, δημιουργώντας έτσι μια ισχυρή ομαδοποίηση. Κατά κάποιο τρόπο το γαλλικό μοντέλο είχε καταφέρει να εξομαλύνει την αντιπαράθεση μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών» ιδιοκτητών γης. Ο παραδοσιακός προπολεμικός ανταγωνισμός ανάμεσα στον αγροτικό συνδικαλισμό των δουκών -δηλαδή των ευγενών μεγαλοϊδιοκτητών γης– και τον γιακωβίνικο ριζοσπαστικό συνδικαλισμό, έχει εξαλειφθεί οριστικά εδώ και πολλά χρόνια, την θέση του έχει πάρει το ορφανό άτομο το οποίο προϊδεάζει στις αδέσμευτες και πολιτικά ορφανές «ομάδες πίεσης». Σήμερα στην Γαλλία ο αγροτικός συνδικαλισμός αποσπάστηκε από τις παραδοσιακά συντηρητικές δυνάμεις και άρχισε να συλλαμβάνει σταδιακά νέες πιο «συγκεντρωτικές» μορφές για τη γεωργία (σχεδιοποίηση μεγάλης κλίμακας, οργάνωση παγκόσμιων αγορών, υπερμεγέθεις συνεταιρισμούς, κ.λπ.).
Με την πάροδο του χρόνου οι σχέσεις ανάμεσα στις συνδικαλιστικές και πολιτικές δράσεις των συνδικάτων αποδείχτηκαν ιδιαίτερα προβληματικές. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο αρχικά απολιτικός-επαναστατικός συνδικαλισμός και ο αναρχοσυνδικαλισμός συσπείρωσε πολλούς εργαζόμενους και δημιούργησε μια προοπτική κοινωνικού μετασχηματισμού στη Γαλλία.
Το Συνέδριο βεβαιώνει την απόλυτη ελευθερία του συνδικαλισμένου να συμμετέχει, εκτός από τη συνδικαλιστική οργάνωση, σε όποιες αγωνιστικές μορφές θεωρεί σύμφωνες με τη φιλοσοφική ή πολιτική του αντίληψη. Σε αντάλλαγμα περιορίζεται να του ζητήσει να μην εισάγει στο συνδικάτο τις απόψεις που υποστηρίζει έξω από αυτό» (Από την Χάρτα της Αμιένης, 1906)
Όμως τελικά πολλοί κοινωνιολόγοι, εκ των οποίων και ο G. Schwartzenberg, δεν χάνουν την ευκαιρία να μας υπενθυμίζουν πως το ελευθεριακό όραμα ανθρώπων όπως ο Πελουτιέ [5] να αποτελέσουν οι συνεταιριστικές ομάδες τα κύτταρα της μελλοντικής ομόσπονδης κοινωνίας αποδείχτηκε χιμαιρικό. Τα κόμματα δεν καταργήθηκαν, λένε, ούτε ο κρατικός μηχανισμός και το κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλαν καθοριστικά τα τότε κόμματα της αριστεράς, διότι αυτά, με στόχο να διευρύνουν τις προοπτικές τους, υπό μια έννοια πήραν το μέρος του κράτους. Στα μάτια του κράτους, τα συνδικάτα, όπως και κάθε άλλη ομάδα συμφερόντων, αντιπροσωπεύει τα λεγόμενα ιδιαίτερα συμφέροντα. Και σαν τέτοια δεν μπορούν να πάρουν τη θέση των αντιπροσώπων του έθνους, στους οποίους οι εκλογές έχουν δώσει το δικαίωμα να μιλάνε, αν και αόριστα, στο όνομα όμως όλης της χώρας. Γράφει ο G. Schwartzenberg:
Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συνδικαλιστικό κλίμα δεν αντανακλά πια το πολιτικό κλίμα και η κληρονομία που έχει αφήσει ο παλαιός αναρχοσυνδικαλισμός στην Γαλλία, είναι απλά ένας στείρος αντικοινοβουλευτισμός που υποβόσκει ακόμη και σήμερα στον συνδικαλιστικό χώρο.
Τα παραπάνω όμως αποτελούν ακόμα μια αντίφαση όχι μόνο με τα όσα διδάσκουν οι ίδιοι οι κοινωνιολόγοι αλλά και με αυτά που μας αναγκάζει να λάβουμε υπόψη μας η ίδια η πραγματικότητα. Στην ουσία τα κόμματα έχουν μετατραπεί σε μια υπολειμματική σκιά του εαυτού τους και δεν αντιστοιχούν σε τίποτα με τις μαζικές οργανώσεις των ταξικών διαστρωμάτων που αποτελούσαν το κύριο χαρακτηριστικό των κομμάτων της ηρωικής εποχής (1860-1960). Σήμερα τα πολιτικά κόμματα περισσότερο μοιάζουν με φατρίες που λειτουργούν απλώς ως εταιρικές συνομωσίες υφαρπαγής της εξουσίας όπου το μόνο που εκπροσωπούν είναι τα συμφέροντα της συντεχνιακής κλίκας που τα συγκροτεί. Αν τελικά ψάξουμε να βρούμε πραγματικές ομάδες πίεσης στην κοινωνία τότε θα βρούμε τα σύγχρονα κόμματα και ο σκοπός της πίεσης που ασκούν είναι η λαφυραγώγηση του κύρους και των παρεπόμενων που τους δίνει η θέση της κυβερνητικής. Εξάλλου γίνεται ολοένα και πιο σαφές, μάλιστα από το στόμα και των ίδιων των πρωθυπουργών, πως Κυβέρνηση και Εξουσία είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Αν το κόμμα λοιπόν ομολογεί -όποτε βρεθεί σε μια κρίση ειλικρίνειας- πως είναι αδύνατο να διοικηθεί το κράτος και πως το κράτος είναι ένας αυτοποιούμενος οργανισμός, τότε εγείρεται εύλογα το ερώτημα: Άραγε τι το χρειαζόμαστε το κόμμα; Πραγματικά παραδείγματα όπως το Βέλγιο που κυβερνήθηκε για περίπου ένα χρόνο χωρίς κυβέρνηση ή η Ελλάδα που την κυβερνάει επτά χρόνια τώρα η τροικανή επιτροπεία κάνουν ολοένα και περισσότερο σαφές πως ο Πελουτιέ είχε δίκιο. Τα κόμματα δεν καταργήθηκαν γιατί απλούστατα εξαϋλώνονται μόνα τους σε μια ιστορική ανάμνηση, γίνονται σταδιακά μια καρικατούρα του εαυτού τους. Σήμερα ολοένα και περισσότερο είναι μια απλή και συχνά ιδιαίτερα τραγελαφική πασαρέλα υποψηφίων για την θέση του κρατάρχη διοικητή, παρά οργανικές συλλογικότητες ουσίας που ασκούν πραγματική πολιτική εξουσία. Φυσικά από κάτι που εκφυλιζόμενο περνάει σε μια νεκροζώντανη κατάσταση δεν μπορεί κανείς παρά να περιμένει σπασμωδικές κινήσεις απελπισίας.
Πέρα από τις αγροτικές, εργοδοτικές και τις οργανώσεις των μισθωτών, δίπλα στις οργανώσεις παραγωγών, υπάρχουν σήμερα και οργανώσεις καταναλωτών. Αυτές οι τελευταίες μπορεί να είναι και θεσμοποιημένες ως Εθνικά Ινστιτούτα Κατανάλωσης για παράδειγμα. Τα κριτήρια ταξινόμησης και κατάταξης των ομάδων πίεσης είναι πολυάριθμα. Επιγραμματικά θα αναφερθούν παρακάτω οι ομάδες ιδεών οι οποίες συνθέτουν μια ετερόκλιτη κατηγορία. Εδώ ισχύει γενικά η παραδοχή ότι μια ομάδα ιδεών υπερασπίζεται και αγωνίζεται περισσότερο για την προώθηση ιδεών και ηθικών συμφερόντων και λιγότερο για την κατάκτηση υλικών συμφερόντων. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτές οι ιδέες αντιπροσωπεύουν μια ολιστική ιδεολογία για την οργάνωση και την αναπαραγωγή της ζωής ή απλά νοικιάζονται από τον υποβολέα του κοινωνικού καθωσπρεπισμού, το σούπερ μάρκετ του ακτιβισμού των κοινωνικών Erasmus. Έτσι οι φεμινιστικές ομάδες για παράδειγμα, που δεν έχουν συσπειρωθεί με βάση την κοινότητα επαγγέλματος, στοχεύουν όχι τόσο σε μια πολιτική κοινωνία ισότητας των δύο φύλων αλλά συνήθως παρεμβαίνουν στον αισθητικό τομέα της συνύπαρξης των δυο φύλων και αντιμετωπίζουν τον φεμινισμό τους με καταναλωτικά κριτήρια (ως χειραφέτηση και προώθηση της γυναίκας μέσα στην κλίμακα καριέρας και την αγορά εργασίας) για αυτό και άλλωστε αποσκοπούν συχνά σε υλικά συμφέροντα όπως η ισότητα στους μισθούς. Σύμφωνα με τον Schwartzenberg έχουμε:
- Ιδεολογικές και θρησκευτικές ομάδες.
- Συσπειρώσεις με βάση την κοινωνική θέση, όπως τα κινήματα νεολαίας, σύνδεσμοι για τα δικαιώματα της γυναίκας, ενώσεις παλαιών αγωνιστών (αντιστασιακοί και οι πρώην εξόριστοι).
- Ομάδες με εξειδικευμένο στόχο, όπως τα κινήματα κατά του φασισμού, του ρατσισμού, του αντισημιτισμού, υπέρ του αφοπλισμού κ.λπ.
- Ομάδες πολιτών.
- Όμιλοι στοχασμού, ακαδημαϊκές ομάδες προβληματισμού και λέσχες, συσπειρώσεις λεσχών.
Με εξαίρεση χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου δεν έχει γίνει διαχωρισμός κράτους – εκκλησίας, όλες οι οργανώσεις που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα είναι ιδιωτικές ομάδες. Για τους κλασικούς θεωρητικούς του κράτους δεν είναι δυνατό να υπάρξουν άλλες. Η ενότητα της κρατικής οργάνωσης αποτελεί απαραβίαστο δόγμα. Δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι ορισμένα στοιχεία του κράτους συμπεριφέρονται ως ομάδες πίεσης. Μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν, καθαυτή παθολογική και θα μετέφραζε μια σοβαρή κρίση του κράτους. Στην πραγματικότητα η νομική αρχή της υποτιθέμενης Ενότητας του Κράτους δεν πρέπει να μας παραπλανά. Οι διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, διοικήσεις και κλάδοι καθώς συγκρούονται μεταξύ τους σε έναν αγώνα επιρροής, τείνουν συχνά να ασκούν πίεση στη κυβέρνηση, στο κοινοβούλιο, στη κοινή γνώμη. Όμως θα πρέπει να μας απασχολήσουν δυο βασικά ερωτήματα: μήπως αυτή η πίεση έχει υποβληθεί από τα πριν από τον πολιτικό καθωσπρεπισμό και κυρίως μήπως τις περισσότερες φορές αυτή η «πίεση» έρχεται απλά και μόνο να επιβεβαιώσει κάτι με το οποίο η κυβέρνηση ήδη συμφωνεί και έχει προαποφασίσει; Για εμάς η Πολιτική Επιστήμη οφείλει- εάν θέλει να επικαλείται κάποια ορισμένη ουδετερότητα- να περιγράφει τα γεγονότα όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε ή θα ήθελε να είναι. Διότι η πραγματικότητα δεν μπορεί να καθορίζεται από επινοήσεις ούτε να περιορίζεται σε λεκτικά σχήματα και ομογενοποιητικές κατασκευές.
Ωστόσο κατά τον R. G. Schwartzenberg η δράση των παραπάνω ομάδων στη δημόσια ζωή ασκείται κυρίως σε τρία επίπεδα: πάνω στην Κεντρική Εξουσία, στα Κόμματα και στην Κοινή Γνώμη. Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης, θα θέλαμε να αποσαφηνίσουμε ορισμένα σημεία. Πρώτα από όλα, αν και αμφισβητούμε ανοιχτά την ίδια τη δομή αυτής της κοινωνικής θεωρίας περί ομάδων πίεσης, το να επιχειρούν αυτές οι ομάδες να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους δεν έχει τίποτε το παθολογικό ή το ανώμαλο. Ανώμαλο θα ήταν εάν η δράση τους ήταν χαρακτηρισμένη ως παράνομη. Πέρα από την αμφισβήτηση της θεωρίας για εμάς το αληθινό πρόβλημα θα μπορούσε να έχει τέσσερα σκέλη. Πρώτον το βαθμό δημοσιοποίησης -και επομένως έκθεσης στην κοινή γνώμη- αυτών των παρεμβάσεων από πλευράς ομάδων. Δεύτερον τη δυνατότητα να εμποδιστούν οι ομάδες αυτές να ξεπεράσουν τη λειτουργία διεκδίκησης που ανήκει στην αρμοδιότητά τους, να φτάσουν με άλλα λόγια στην άσκηση πραγματικής εξουσίας αποφάσεων, πίσω από το παραπέτασμα των επίσημων θεσμών. Τρίτον την πραγματική προέλευση και διαφάνεια των πόρων οικονομικών και μη, τους οποίους έχει στη διάθεσή της και χρησιμοποιεί μια ομάδα για την επίτευξη των στόχων της. Και τέταρτον τη συνάρτηση του αριθμού των μελών μιας ομάδας με την πραγματική της ισχύ και την αποτελεσματικότητα της πίεσης που ασκεί.
Πάντα για το συγκεκριμένο θεωρητικό μοντέλο και σε γενικές γραμμές η δράση των ομάδων πίεσης μπορεί να πάρει τη μορφή πληροφόρησης, παροχής συμβουλών ή και απειλής. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει την γνωστοποίηση των επιθυμιών και των στόχων μιας ομάδας μέσω εντύπων, περιοδικών, δημοσιεύσεων κλπ. Από την άλλη η παροχή συμβουλών περιλαμβάνει μια μεγάλη και καθοριστική κατηγορία δράσεων. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι δημόσιοι οργανισμοί, αλλά και ολόκληρα κράτη συμβουλεύονται συχνά ομάδες ειδικών, οικονομολόγων, τεχνοκρατών, όπως τα διάφορα συμβούλια, επιτροπές εμπειρογνωμόνων, οίκοι αξιολόγησης διαφόρων τυπολογιών και αρμοδιοτήτων. Η απειλή τέλος συνήθως αφορά βουλευτές, υπουργούς, παράγοντες ή στελέχη της κυβέρνησης και μπορεί να πάρει περισσότερο ή λιγότερο βίαιες μορφές: από μια προειδοποίηση παρεμπόδισης της επανεκλογής μέχρι απειλητικά γράμματα και νυχτερινές επισκέψεις στο σπίτι. Η απειλή φυσικά μπορεί να τεθεί και σε επίπεδο συνδυασμών ανοιχτής και μυστικής δράσης. Πέρα από τον εκβιασμό που ασκείται στον άλφα ή βήτα πολιτικό -ο οποίος παραμένει περιστασιακός-, πρέπει να αναφέρουμε τα αποτελέσματα που μπορούν να πετύχουν οι οικονομικές και χρηματιστικές ομάδες ασκώντας την ιδιαίτερα βίαιη οικονομική τους πίεση. Όπως, για παράδειγμα, στην Ελλάδα, όπου διαμέσου του χρέους, έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ασφυκτικής οικονομικής πίεσης και εκβιασμού της κοινωνίας. Σε αυτές που ονομάζουμε μυστικές δράσεις περιλαμβάνονται οι ιδιωτικές σχέσεις και οι προσωπικές επαφές με υπουργούς, βουλευτές και ανώτερους υπαλλήλους. Η συμβίωση ανάμεσα στην πολιτική εξουσία, την ανώτερη διοίκηση και τον κόσμο των επιχειρήσεων και των αγορών είναι ιδιαίτερα προβληματική και αδιαφανής. Ειδικά σήμερα που σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης η τοποθέτηση κεφαλαίων και ο χρηματισμός κάτω από το τραπέζι έχει γίνει πλέον «πλανητική τεχνοεπιστήμη» τα τρία προηγούμενα στοιχεία παρουσιάζουν ένα καθολικό φαινόμενο αλληλοδιείσδυσης, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ένα βαθύ και πολύπλοκο σύστημα εξουσίας που δεν φαίνεται να στηρίζεται σε ομάδες πίεσης. Είναι αρκετά τα παραδείγματα, σε επίπεδο εθνικών δομών αλλά και δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου πρώην στελέχη του δημοσίου εγκαταλείπουν τη δημόσια διοίκηση για σημαντικές και ιδιαίτερα καλοπληρωμένες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα, ενώ αντίστοιχα πολλά στελέχη του δημόσιου τομέα προερχόμενα από τον ιδιωτικό κατά την διάρκεια της θητείας τους, συνεχίζουν να διατηρούν στενούς δεσμούς με τους πρώην εργοδότες τους.
Εάν τα παραπάνω συνδυαστούν με την στοχευμένη «ατομική» διαφθορά (μετρητά, δωράκια, συνέδρια, ταξίδια, κλπ.) και την «συλλογική» διαφθορά μέσω της ιδιωτικής χρηματοδότησης των κομμάτων, των εκλογικών εκστρατειών και των ποικίλων κατά παραγγελία δημοσκοπήσεων, το τοπίο γίνεται ακόμη πιο θολό. Ακόμη και το επιχείρημα ότι η δημόσια χρηματοδότηση των κομμάτων θα εξασφάλιζε τον διαχωρισμό της πολιτικής από τις επιχειρήσεις -ώστε να αποφευχθεί η συμπαιγνία των υπουργών και ιδιωτικών συμφερόντων- έχει καταπέσει εδώ και καιρό. Τα κόμματα σήμερα εισπράττουν επίσημα τις δημόσιες χρηματοδοτήσεις και ανεπίσημα τις ιδιωτικές (οι οποίες παρουσιάζουν τάσεις επισημοποίησης), ενώ όλο και πιο συχνά καταλήγουν να υπερδανείζονται και να βυθίζονται σε υπέρογκα χρέη. Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε παρά να κάνουμε έναν λογικό συσχετισμό με τον ελληνικό νόμο περί ευθύνης υπουργών. Και σε αυτή την περίπτωση το σκεπτικό και οι προθέσεις του νομοθέτη, όχι μόνον δεν επαληθεύτηκαν στην πράξη, αλλά έφεραν και το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό για το δημόσιο συμφέρον. Κανένας λογικός άνθρωπος και καμία κοινή λογική δεν θα μπορούσε να ενοχληθεί επειδή το δημόσιο χρήμα επιχορηγεί τη λειτουργία του πολιτεύματος, αρκεί αυτό να γίνεται υπό τον πρακτικά και θεσμικά κατοχυρωμένο, μόνιμο, αυστηρό και άμεσο έλεγχο από τους πολίτες. Όμως κάθε λογικός άνθρωπος θα έπρεπε να ενοχλείται ιδιαίτερα όταν μια ολόκληρη κοινωνία καλείται να στηρίξει, εκτός από την διάσωση των τραπεζών, και την οικονομική διάσωση των χρεοκοπημένων πολιτικών κομμάτων.
Καταλήγοντας περισσότερο το ίδιο το κράτος και τα κόμματα δείχνουν να λειτουργούν με όρους «ομάδας πίεσης» με γνώμονα τα συμφέροντά τους και κυρίως αυτά των αγορών, παρά οι υπόλοιπες ομαδοποιήσεις που είδαμε παραπάνω. Επίσης δεν μπορούμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα πώς δημιουργούνται οι ιδέες καθώς δεν γνωρίζουμε τον μηχανισμό γέννησής τους. Το φαινόμενο των ιδεών παραμένει ανεξήγητο ως ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής και της ιστορίας του πνεύματος. Ωστόσο θα διατηρήσουμε τις αμφιβολίες μας πάνω σε αυτό το κοινωνιολογικό μοντέλο, διότι πιστεύουμε ότι η δυναμική και η δράση αυτών των ομαδοποιήσεων είναι περισσότερο φαινομενική παρά ουσιαστική. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον πραγματικό κόσμο στη σύγχρονη και μαζική του μορφή.
——— / ———
[1] R. G. Schwartzenberg, Πολιτική κοινωνιολογία, Δίκαιο και Πολιτική 12, Τόμος ΙΙ εκδ. Παρατηρητής, 1984
[2] Σιμόν Βέιλ, Για την Κατάργηση των Κομμάτων, εκδ. ΑΡΜΟΣ, 2011 και ανάρτησή μας: Σκέψεις για τη γενική κατάργηση των πολιτικών κομμάτων
[3] The Process of Government, A Study of Social Pressures, Chicago, 1908, επανέκδοση 1949.
[4] Comparative Politics. A Developmental Approach, Boston, 1966.
[5] Ο Φερνάν Πελουτιέ (1867-1901) υπήρξε ένας από τους κυριότερους θεωρητικούς του αναρχοσυνδικαλισμού.