Συνθέσεις ανθρωπομορφών – Βαγγέλης Κουτσαντώνης

Αχ, αγαπητέ μου, είναι τρομερό το βάρος των ημερών για όποιον είναι μόνος, δίχως Θεό και δίχως αφέντη. Πρέπει, επομένως, να διαλέξεις έναν αφέντη, μια και ο Θεός δεν είναι πια της μόδας. (Αλμπέρ Καμύ – Η πτώση, 1956)

Πολλοί νέοι άνθρωποι φαντάζονται τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο σαν μια αυριανή Παγγαία που θα οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια προ Βαβέλ εποχή. Ένας καθολικός μετασχηματισμός που θα αλλάξει ριζικά την ανθρωπότητα με αποτέλεσμα μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας και κατανόησης. Αυτή είναι η πεμπτουσία του κοινωνικού προοδευτισμού και το όραμα των νέων αριστερών και φιλελεύθερων. Μια ενιαία γη που θα κάνει ολόκληρο τον πλανήτη ένα χωριό, το σπιτικό όλων μας. Πρόκειται για μια αφελή, εφηβική ψευδαίσθηση (τμήματος της νέας γενιάς) από τη μία, και για ένα καλοσχεδιασμένο στρατήγημα (των σύγχρονων ελίτ), από την άλλη. Στην πραγματικότητα ο κόσμος αυτός δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα τεράστιο κλουβί γεμάτο προσωπικότητες, εγκλωβισμένες σε τεχνητές ανάγκες, ηδονιστικές επιθυμίες και ναρκισσιστικές συμπεριφορές. Η εξέλιξη αυτή, που παρουσιάζεται τελεολογικά ως το αναπόφευκτο μέλλον, σηματοδοτεί τον οριστικό θάνατο της ελπίδας για δημοκρατία και ευζωία και την επικράτηση μιας δυστοπικής πραγματικότητας με κύριο χαρακτηριστικό την ακραία ανισότητα.

Προκειμένου να δοξαστούν οι διαδικασίες του μαζικού ξεριζωμού και του παγκόσμιου ανακατέματος, το δημοσιογραφικό κατεστημένο που πλαισιώνει τα κανάλια και τα μοντέρνα ΜΜΕ, εξυμνεί συνεχώς την λεγόμενη «ανοιχτή κοινωνία». Όμως ελάχιστοι επισημαίνουν ότι αυτή η πολυπόθητη «ανοιχτή κοινωνία» βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στην τρομακτική ευελιξία του σύγχρονου τρόπου παραγωγής και ασφαλώς έχει πολιτικές και ανθρωπολογικές συνέπειες. Αυτές είναι ήδη ορατές στους νέους (ηλικιακά και μη) φανατικούς οπαδούς της παγκοσμιοποίησης. Βασικός ορίζοντας ζωής γίνεται αυτός των μόνιμων «διακοπών» στο εξωτερικό και της ασταμάτητης «ψυχαγωγίας» τύπου Netflix. Ένα μοντέλο όπου η ευζωία θεωρείται ταυτόσημη με την υιοθέτηση των αμερικανικών συνηθειών όσον αφορά τον τρόπο (στυλ) ζωής και την κατανάλωση. Ένα από τα σύμβολα αυτής της μετάβασης στην Ευρώπη αναγνωρίζεται στην σύγχρονη νυχτερινή ζωή της Βαρκελώνης στην Ισπανία. Εκεί από το απάνθρωπο καθεστώς του Φράνκο, περνούν στην λεγόμενη φιλελεύθερη «δημοκρατία» η οποία αναγνωρίζεται κατηγορηματικά με βάση την ιδεολογική και πολιτική προσκόλλησή της στο ακραία νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο. Από ανθρωπολογική άποψη, μιλάμε για τα οικονομικά και πολιτισμικά πρότυπα που δημιουργούνται στη μεταμοντέρνα εποχή μας.

Η επικρατούσα αφήγηση, φαίνεται καθαρά ότι στοχεύει στην έντονη υπεράσπιση ενός κόσμου δίχως όρια και σύνορα. Είναι μια στρατηγική με στόχο να δοθεί μια συμβολική νομιμότητα στο καθεστώς του μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ένα σύστημα που ενώ, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει αρχίσει να διαβρώνει τον δυτικό κόσμο στο διάβα του, δεν κάνει κάτι άλλο παρά να μιλά συνεχώς για μια αόριστη ευημερία και για μια μελλοντική «ανοιχτή κοινωνία». Από πολιτική άποψη φαίνεται ότι, σε γενικές γραμμές, το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο καθεστώς παρουσιάζει τρεις πτυχές: δεξιά βρίσκεται η μεγεθυνόμενη οικονομία (ως εξουσία του χρήματος), στο κέντρο βρίσκεται η καθησυχαστική πολιτική (ως εξουσία της συναίνεσης) και αριστερά βρίσκεται ο πολιτισμός (ως εξουσία της καινοτομίας). Στη Δύση η διάλυση των παλαιότερων μορφών παραδοσιακής ζωής, γίνεται στο όνομα ενός μόνιμου και ασταμάτητου εκσυγχρονισμού, που αποκτά μηδενιστικό χαρακτήρα, στα πλαίσια της παγκόσμιας επέκτασης της αγοράς και των συνδεδεμένων με αυτή πόρων. Οι έφηβοι και γενικότερα οι νέοι της παγκοσμιοποιημένης γενιάς είναι στην πραγματικότητα από αριστεροί έως αναρχικοί στον πολιτισμό: προσκολλώνται με μανία στην ιδεολογία της απελευθέρωσης από όλα τα αστικά ήθη και τις λαϊκές συνήθειες. Πολιτικά είναι κυρίως κεντρώοι: το «κέντρο» είναι, εξ ορισμού, ο τόπος συνάντησης και διαμεσολάβησης συμφερόντων των μεσαίων τάξεων που είναι ιδεολογικά πιστές στο status quo. Από οικονομική άποψη είναι δεξιοί νεοφιλελεύθεροι: αχόρταγοι καταναλωτές αγαθών, μόδας και κομματικής ιδεολογίας. Νέοι άνθρωποι που θέλουν περισσότερο από οτιδήποτε να γίνουν αντικείμενο των διαδικασιών ενσωμάτωσης στα πλαίσια αυτής της «ανοιχτής κοινωνίας» που υποστηρίζει όλο και μεγαλύτερες υπερδομές όπως η ΕΕ, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Αυτός ο όρος μοιάζει να έχει γίνει σήμερα κάτι σαν ιδεολογικό φετίχ. Στην πραγματικότηα είναι μια βαρύγδουπη και παραπλανητική έκφραση που εξυπηρετεί την ταχύτερη και πιο αποτελεσματική μεταφορά πόρων από τις μεσαίες υπαλληλικές προς τις διευθυντικές και τις περισσότερο εύπορες τάξεις. Οι νέοι αριστεροί/φιλελεύθεροι έχουν κυριολεκτικά αποπλανηθεί από την υπόσχεση των απεριόριστων δυνατοτήτων, που τους προβάλει το διαφημιστικό μοντέλο και η ιδεολογία της γενικής συναίνεσης. Το μοντέλο δηλαδή που τους καλεί να «ενσωματωθούν» ipso facto, να γίνουν και εκείνοι χρήσιμες μετριότητες, αφομοιώνοντας ορισμένους συμβολικούς πολιτιστικούς κώδικες που έχουν καθοριστεί από την κοινωνία των αγορών. Ο Καναδός συγγραφέας Alain Deneault (La médiocratie, 2015) περιγράφει τον 21ο αιώνα ως τον αιώνα των μετρίων που όμως διαθέτουν τις δεξιότητες και την απαραίτητη τεχνική εμπειρία να αναλάβουν ρόλους σε γραφεία, ακόμα και σε «υψηλό» επίπεδο, στον κόσμο των υπερμοντέρνων επαγγελμάτων. Άνθρωποι αφοσιωμένοι στο καθεστώς που τους διαμορφώνει και τους εκπαιδεύει, που δεν τολμούν να αμφισβητήσουν τα ιδεολογικά θεμέλια αυτού του οικονομικού και πολυπολιτισμικού συστήματος που σταδικά ισοπεδώνει κάθε πολιτισμό: σαν το άλογο και άτακτο ανακάτεμα πολλών χρωμάτων που οδηγεί σε ένα άνοστο γκρίζο. Έτσι η αυθεντική συγκίνηση και ο διάλογος που θα μπορούσε να φέρει το σμίξιμο διαφορετικών πολιτισμών, χάνεται στην μαύρη τρύπα της επιβεβλημένης, από την αγορά, ομοιομορφίας.

Ο πολίτης του κόσμου, και η σύγχυση της κοσμοπολίτικης ουτοπίας, είναι μια τεράστια αφαίρεση χωρίς καμία πραγματική ουσία. Η έννοια του πολίτη, στην πραγματικότητα, έχει λόγο ύπαρξης και σημασία στο βαθμό που ο πολίτης μοιράζεται ένα κοινό σχέδιο σε έναν ορισμένο τόπο. Αυτό το σχέδιο θα μπορούσε να λειτουργήσει, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, ανεξάρτητα από το αν κανείς διαθέτει την ίδια μητρική γλώσσα ή αν ανήκει στην ίδια εθνοτική ή θρησκευτική ομάδα. Με άλλα λόγια, είμαστε πολίτες εάν ανήκουμε σε μια κοινότητα που διαθέτει ένα κοινό νόημα, αλλά και που καθορίζει τον τρόπο διανομής του πλούτου (υλικού και πολιτισμικού) που παράγεται σε αυτόν το συγκεκριμένο τόπο. Η έννοια της πολιτότητας, και επομένως της δημοκρατίας, συνδέεται στενά με αυτή της επικράτειας και της εντοπιότητας. Συνεπώς, είναι ασυμβίβαστη με την ιδεολογία που στηρίζει τη διάλυση της κοινότητας και τη μετατροπή των πόλεων και των χωρών σε κέντρα ασταμάτητων ροών, σα να πρόκειται για τουριστικά θέρετρα όπου η εγχώρια οικονομία απομυζάται από εργαζόμενους-τουρίστες που αναπτύσσουν τη ναρκισσιστική τους προσωπικότητα, βασιζόμενοι στην πεποίθηση-ψευδαίσθηση ότι όλος ο πλανήτης μπορεί να τους ανήκει, όπως τους ανήκει όλη η ανθρωπότητα, και συνεπώς δικαιούνται να μετακινούνται διαρκώς με στόχο την ανέλιξή τους στα ανώτερα κλιμάκια του αναρχοκαπιταλισμού. Έτσι οι κοινωνίες μετατρέπονται σε χώρους φιλοξενίας από τους οποίους ο περιφερόμενος υπάλληλος μπορεί μονάχα να επωφεληθεί προσωρινά, να ανακουφίσει τις «ανάγκες» για ανανέωση του βιογραφικού του, να καταναλώσει ό,τι μπορεί να του προσφέρει μια χώρα ή μια εγχώρια οικονομία, βάζοντας έπειτα πλώρη για τον επόμενο σταθμό, τον νέο τόπο ο οποίος θα προσφέρει τις ίδιες (ή μεγαλύτερες) οικονομικές απολαβές και απολαύσεις.

Πράγματι, σήμερα βλέπουμε μια πραγματική σύγκρουση ακριβώς πάνω στη γραμμή που διαχωρίζει τις ροές των ανθρώπων από τους τόπους που κατοικούν. Ο «παγκόσμιος πολίτης» δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια, με διάφορες διαδικασίες κοινωνικοποίησης, να δημιουργηθεί ένας εφεδρικός στρατός στην υπηρεσία του διεθνούς κεφαλαίου των αγορών. Το πρόγραμμα Erasmus, για παράδειγμα, είναι ένα από τα διαθέσιμα εργαλεία που ωθούν τις νέες γενιές σε μια γενικευμένη κοινωνικοποίηση της συμμόρφωσης. Στην πραγματικότητα, οι νέοι που θεωρούν τους εαυτούς τους «στην μόδα», ειδικά οι πιο ιδεολογικοποιημένοι, πιστεύουν πραγματικά ότι η «ελευθερία» είναι συνώνυμη με την απελευθέρωση από προηγούμενες σχέσεις, νοήματα, νόρμες και από όλους τους κοινοτικούς δεσμούς προέλευσης. Μάλιστα πολλοί από αυτούς έχουν στο μυαλό τους την αυθαίρετη και ανόητη πεποίθηση ότι η ελευθερία και ο φιλελευθερισμός είναι συνώνυμα. Σήμερα ελευθερία σημαίνει, πρωτίστως, κυριαρχία των σύγχρονων μηχανισμών κανονικοποίησης, δηλαδή επικράτηση των ιδεολογικών παραδειγμάτων της «ανοιχτής κοινωνίας», ενώ ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι παρά ένας αποτελεσματικός μηχανισμός αυτοδιοίκησης των υπερπλουσίων τάξεων. Πράγματι, το mainstream αφήγημα καλεί τις νεότερες γενιές να «εμπλακούν». Ωστόσο, «εμπλοκή» στο μεταμοντέρνο λεξιλόγιο σημαίνει να «παίξεις το παιχνίδι» που αποφασίζουν, για όλους, οι κυρίαρχες οικονομικές ολιγαρχίες και οι αγορές. Και όποιος «δεν παίζει», δηλαδή, αρνείται να κάνει το χάμστερ που τρέχει στη ρόδα για να ευχαριστήσει το μεγάλο αφεντικό -την πολυεθνική εταιρεία, που στέκεται αυτάρεσκα και απρόσωπα απ΄έξω- κατηγορείται αμέσως ότι είναι αντι-κοινωνικός και φοβητσιάρης. Τα συμφέροντα της σημερινής πανίσχυρης οικονομικής κάστας εξυπηρετούνται καλύτερα μέσα από την τέλεια αποδοχή αυτών των μετρίων. Αυτών δηλαδή που είναι μέτριοι κυρίως γιατί πειθαρχημένα, «παίζουν το παιχνίδι» της παγκόσμιας οικονομίας. Στην πραγματικότητα είναι κομφορμιστές και yes men/women που αμείβονται από ένα καθεστώς, χυδαίου υλισμού και ειδωλολατρίας των, απελευθερωμένων από κάθε κανόνα, αγορών.

Κατά συνέπεια οι νέες άρχουσες τάξεις, αποτελούνται από «καλλιεργημένους» και απάτριδες, που σταδιακά θεσμοποιούν τον πολιτισμό της κινητικότητας σαν ένα θρησκευτικό δόγμα. Όντας αποκομμένες από την κοινωνική βάση, καταφεύγουν στη γνωστή ελιτίστικη αντιλαϊκιστική καταγγελία (σαν αυτή που είχαμε δει κατά την περίοδο του Brexit, και όπως πάνω κάτω βλέπουμε μέσα από τη συσπείρωσή της Ιταλικής Κεντροαριστεράς). Καταγγελία που θεωρεί όλο τον κοινωνικό κορμό ένα μάτσο παρωχημένων οπισθοδρομικών, που αρνούνται να ενταχθούν στο παγκόσμιο χωριό. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι ιστορικά βρισκόμαστε σε μια πρωτοφανή στιγμή, όπου η άρχουσα τάξη  και οι ελιτ έχουν πραγματικά «εξεγερθεί» (χρησιμοποιώντας τα λόγια του Κρίστοφερ Λας στο Η εξέγερση των Ελίτ), επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία, χλευασμό και απαξίωση για την υπόλοιπη κοινωνία. Σε αναλογία με τις τακτικές κάποιων θρησκευτικών δογμάτων, έτσι και αυτό έχει ως βασικό στόχο του την μαζική χειραγώγηση της σκέψης και την αναδιαμόρφωση της συλλογικής φαντασίας. Μια αναδιαμόρφωση από την οποία φαίνεται να αναδύεται μια νέου τύπου νοοτροπία: σύμφωνη με τις επιταγές του χρηματοπιστωτικού συστήματος η οποία αναδημιουργεί συνεχώς νέα αντικείμενα εκμετάλλευσης και αποξένωσης σε ένα καθολικής εμβέλειας διαίρει και βασίλευε.

Η σημερινή τυπική δυτική κοινωνία στην πραγματικότητα βασίζεται στην γενικευμένη αποδοχή των «τεχνικών» λειτουργιών, με έναν καθαρά επιχειρησιακό τρόπο, η οποία δεν μπορεί να ταιριάζει με κανένα είδος τέχνης ή ικανότητας, επειδή η πραγματική κριτική και η πραγματικά καινοτόμος σκέψη θα μπορούσε, κατά κάποιο τρόπο, να αποτελέσει εμπόδιο στην εξέλιξη και στην αέναη ανάπτυξη του αδιαμφισβήτητου τεχνολογικο-εμπορικού κόσμου. Οι κυρίαρχες τάξεις επιτυγχάνουν, μέσω της Πολιτικής Ορθότητας, να επιβάλουν ένα newspeak και μια νέα μαζική ηθική που σταδιακά αντικαθιστά την προηγούμενη παραδοσιακή ηθική. Η μαζική ηθική όμως βασίζεται κυρίως στην τεχνική και εμπορική ύπαρξη, αυτό που ονομάζεται Πολιτικά Ορθό, δεν είναι παρά η ιδεολογική και κατασταλτική πλευρά του σύγχρονου καθεστώτος. Το σύγχρονο σύστημα των αγορών, χρηματοδοτείται και ψηφιοποιείται, αναπαράγεται και γίνεται ταυτόχρονα η κυρίαρχη κουλτούρα χρησιμοποιώντας ένα ακόμη όργανο εξουσίας- την Πολιτική Ορθότητα.

Ονομάζω σημασιολογική τρομοκρατία, αυτή τη φυγή μπροστά σε κάθε λέξη που διαθέτει, από μόνη της και με τρόπο αυτούσιο, κάποιο νόημα. […] Στην αντι-γλώσσα αντίθετα οι σημασίες απομακρύνονται συνεχώς από τις λέξεις, υποβιβάζονται σε μια προοπτική λέξεων οι οποίες από μόνες τους δεν θέλουν και δεν μπορούν να πουν τίποτα, ή θέλουν να πουν κάτι ασαφές και αόριστο. (Πιερ Πάολο Παζολίνι)

Η λεγόμενη γενιά χιονονιφάδα (generation snowflake) έχει γαλουχηθεί με την ιδέα της Πολιτικής Ορθότητας. Από τη μια είναι εύθικτη, ακριβώς λόγω του ότι δεν έχει γνωρίσει πόλεμο, και τόσο παραχαϊδευμένη που θίγεται πολύ εύκολα από τις λέξεις. Από την άλλη η «λογική» του ναρκισσισμού, οδηγεί στην έντονη αντίφαση με το παραμικρό να θίγεται η προσωπικότητά του νέου ο οποίος ταυτόχρονα αυτοπαρουσιάζεται ως κυνικός και αδίστακτος, έτοιμος να αναρριχηθεί επαγγελματικά με κάθε κόστος. Έτσι μια νέα πεφωτισμένη ελίτ μπαίνει στη θέση του προστάτη, αυτού δηλαδή που θα αναλάβει δράση όταν κάποιος/α πει μια κακή λέξη. Ο γραφειοκράτης ελεγκτής θα βρίσκεται πάντα εκεί στη θέση του, καλά αμειβόμενος και σε ετοιμότητα. Παρόμοιες «λογικές» έχουμε και σε εκφράσεις θρησκευτικού φανατισμού. Όπως σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ένας σκηνοθέτης ανεβάζει μια θεατρική παράσταση που θίγει κάποιο θρησκευτικό σύμβολο, και οι πιστοί εξεγείρονται απαιτώντας την άμεση λογοκρισία. Παρομοίως οι νέοι snowflakes εξεγείρονται, για παράδειγμα, στο όνομα της «ισότητας».

Είναι σημαδιακή η επιμέλεια με την οποία εταιρείες όπως η Google, η Apple, το Facebook και τα ιδιωτικά κυρίως Πανεπιστήμια, γίνονται φανατικοί υποστηρικτές των αρχών της Πολιτικής Ορθότητας, εκθειάζοντας τις θεωρητικά ίσες ευκαιρίες σταδιοδρομίας που προσφέρονται στους υπαλλήλους τους, ανεξάρτητα από την εθνοτική προέλευση, το φύλο, την σεξουαλική προτίμηση, κλπ. Έτσι διατείνονται με πείσμα ότι οι στόχοι τους είναι «σωτηριολογικοί» καθώς φροντίζουν για το καλό της ανθρωπότητας, όταν τιμωρούν, για παράδειγμα, σκληρά με απόλυση τη χρήση μιας «ακατάλληλης» γλώσσας. Στην πραγματικότητα, όποιος τολμήσει να επικρίνει αυτά τα ιδεολογικά θεμέλια, θεωρείται ως ξένος και εχθρικός προς τις διαδικασίες ενσωμάτωσης εντός της περιμέτρου της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών». Όπου με τον όρο «κοινωνία των πολιτών», εννοούμε εκείνο το κλάσμα της μεσαίας-ανώτερης τάξης που βρίσκεται περισσότερο στο εσωτερικό αυτής της ιδεολογικής περιμέτρου που διαγράφει το Πολιτικά Ορθό. Ένα ιδεολόγημα που εξυπηρετεί τον μοναδικό και ανομολόγητο πραγματικό στόχο, δηλαδή την αέναη μεγέθυνση και την ακόρεστη επιθυμία για μεγιστοποίηση του εταιρικού μεγέθους/κερδοφορίας με κάθε μέσο.

Τα αερόφυτα (επίφυτα) είναι φυτά με εντυπωσιακές, πολύχρωμες ανθοφορίες που αναπτύσσονται χωρίς έδαφος, συνήθως πάνω σε δέντρα, βράχους ή άλλες επιφάνειες. Διαθέτουν ένα υποτυπώδες ριζικό σύστημα το οποίο χρησιμοποιούν για να αγκιστρώνονται κάπου. Τα θρεπτικά στοιχεία τα προσλαμβάνουν από τον αέρα ή το νερό μέσω ειδικών κατασκευών που βρίσκονται στα φύλλα και ονομάζονται απορροφητικά τριχίδια.

Περιγράφουμε τους οικονομικούς-πολιτισμικούς μετανάστες, κατά βάση δυτικής προέλευσης (και χαρακτήρα), οι οποίοι ανήκουν κυρίως στη μεσαία τάξη των χωρών καταγωγής τους. Αυτά τα μεταναστευτικά φαινόμενα μοιάζουν με ένα είδος υπερσύγχρονου δουλεμπορίου και ένα ακόμη δείγμα της σύγχρονης μαζικής και ρευστής κοινωνίας. Επιπλέον, αυτοί οι μετανάστες δεν είναι τόσο μετανάστες, όσο περιπλανώμενοι (νομάδες). Δεν ξεκινούν από μια συγκεκριμένη περιοχή για να εγκατασταθούν μόνιμα, ή για μεγάλες περιόδους, σε μια άλλη, συμβάλλοντας έτσι στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή της. Οι περιπλανώμενοι μετακινούνται συνεχώς, με ένα σακίδιο στην πλάτη, από το ένα μέρος στο άλλο, καταναλώνοντας (ή προσπαθώντας να καταναλώσουν) με απίστευτη βουλιμία οτιδήποτε μπορεί να τους προσφέρει μια δεδομένη περιοχή. Και αυτό ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος ή την καταγωγή του καθενός. Ο περιπλανώμενος, εξ ορισμού, τα θέλει όλα για τον εαυτό του, υλικά αγαθά και εμπειρίες και για να το καταφέρει αυτό, με ευκολία εργαλειοποιείται και λειτουργεί υπηρετικά. Δεν μιλάμε φυσικά για εκείνους τους ανθρώπους που αλλάζουν τόπο για να επιβιώσουν, μιλάμε για εκείνους που επιθυμούν να αυξήσουν δίχως όριο τις ατομικές (πιστοληπτικές) δυνατότητες ανέλιξης και άπληστης κατανάλωσης εαυτού και αγαθών. Άτομα που δεν θέλουν να βελτιώσουν την οικονομική και πολιτιστική κατάσταση της κοινότητας από την οποία προέρχονται ή την κοινότητα στην οποία τείνουν να εγκατασταθούν προσωρινά. Μοιάζουν με αερόφυτα τα οποία με το υποτυπώδες ριζικό τους σύστημα αγκιστρώνονται χαλαρά κάπου για λίγο καιρό και έτσι καταλήγουν να μην ανήκουν πουθενά. Ακριβώς ο τύπος του ανθρώπου που χρειάζεται ώστε να δημιουργηθεί ένα πολύχρωμο, ιδιαίτερα ευέλικτο και πειθήνιο «στράτευμα», ικανό να προσφέρει ένα καλαίσθητο καμουφλάζ και όταν χρειαστεί να πολεμήσει κάθε δημοκρατική απόπειρα για ισότητα και αναδιανομή του πλούτου, προκειμένου να υπερασπιστεί τα γκρίζα «δίκαια» των πολυεθνικών αφεντικών του.