William Hogarth – Group portrait with Lord John Hervey, 1738-1740

Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης

Τις τελευταίες ημέρες η συζήτηση για το Brexit έχει αναζωπυρωθεί δεδομένου ότι η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι, σχεδόν δύο χρόνια μετά το δημοψήφισμα που ενέκρινε την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αδυνατεί να φέρει σε πέρας την υλοποίηση της απόφασης. Μετά από την προχθεσινή συνεδρίαση, γεμάτη χλευασμούς και συμπεριφορές που θύμιζαν περισσότερο ποδοσφαιρικό όχλο παρά κοινοβούλιο, η ψηφοφορία που είχε προγραμματιστεί για τις 11/12/2018 αναβλήθηκε. Ταυτόχρονα, από τα περισσότερα ΜΜΕ η Βρετανική κοινωνία παρουσιάζεται διχασμένη και ενδεχομένως έτοιμη να «ξαναδεί» την απόφασή της. Με άλλα λόγια: εκλογές, πιθανή νίκη της παράταξης του Jeremy Corbyn, αριστερή στροφή και, ως φυσικό επακόλουθο, επανάληψη του δημοψηφίσματος ώστε να «αποφευχθεί το σφάλμα της Βρετανίας». Όμως εδώ προκύπτει το εξής βασικό ζήτημα λογικής: για να «ξαναδεί» κανείς κάτι -και να διαπιστώσει το σφάλμα- πρέπει προηγουμένως να έχει δει από πρώτο χέρι τα αποτελέσματα αυτού του «λάθους». Στην περίπτωση της Βρετανίας είμαστε βέβαιοι ότι κανείς δεν έχει δει απολύτως τίποτα, ακριβώς γιατί η απόφαση του δημοψηφίσματος -πέρα από κυρίως δυσοίωνες προβλέψεις αστρολογικού χαρακτήρα- δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

Μια βαθιά διχασμένη Αγγλία

Αν παρατηρήσουμε με προσοχή τις εξελίξεις, από την ημέρα των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος μέχρι και σήμερα, θα διακρίνουμε δύο διαφορετικούς κόσμους και αντιλήψεις να συγκρούονται. Από τη μια η κοσμοθεωρία αυτών που βλέπουν το έθνος ως «υπόσχεση» και από την άλλη η αντίληψη πως το έθνος αποτελεί κάτι το ξεπερασμένο και παρωχημένο, αν όχι μια «καταπιεστική» σύμβαση από την οποία οφείλουμε να απελευθερωθούμε. Από τη μία η Αγγλία που βλέπει την αυθυπαρξία και τον εαυτό της ως μια οντότητα εντός της οποίας δημιουργούνται σχέσεις που διαρκούν και ριζώνουν· από την άλλη η Αγγλία που θέλει να συμπεριφέρεται ως αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής των Βρυξελλών, που ταυτίζεται με τον κοσμοπολιτισμό του νεοφιλελευθερισμού, σε πλήρη πολιτισμική παράλυση λόγω των αυτο-ενοχών και του βεβαρημένου αποικιακού της παρελθόντος. Η πρώτη Αγγλία γίνεται ορατή μέσα από τις ζωές και στις συνήθειες των ανθρώπων της επαρχίας, ή ακόμα και απομονωμένων περιοχών στις μεγάλες μητροπόλεις, σε συνοικίες που κοσμούν Βρετανικές ή Αγγλικές σημαίες, όχι μακριά από τα μέρη που επιλέγουν συνήθως οι ψηφοφόροι του Εργατικού κόμματος, του Jeremy Corbyn, όπου η μοναδική σημαία που πιθανόν θα δει κανείς είναι αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι η πρώτη Αγγλία που επέλεξε την έξοδο από την ΕΕ[1] και απαρτίζεται από ανθρώπους οι οποίοι αισθάνονται την ανάγκη να ενσωματώνεται κανείς σε ομάδες μικρότερες από ολόκληρη την ανθρωπότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υφίστανται υποδιαιρέσεις και εντός αυτής της μερίδας του πληθυσμού: φωνές «τζιγκοϊστικές» και νοσταλγοί της αυτοκρατορίας με αλαζονικές διαθέσεις έναντι των Ανατολικο-Ευρωπαίων και των μουσουλμάνων, κάνουν έντονη την παρουσία τους. Είναι οι φωνές που βλέπουν τον κόσμο μέσα από το monocle της πολιτικής των ταυτοτήτων (identitarianism)[2]. Πρόκειται για τον ανεστραμμένο πόλο της μεταμοντέρνας αριστερής εμμονής με τις μικροταυτότητες, με τα δήθεν «ανοιχτά σύνορα» και τη «δυτική ενοχή» που οδηγεί σε υπερβολές, και στην οπτική ότι όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας δεν είναι παρά αποτέλεσμα της κυριαρχίας του λευκού δυτικού άνδρα. Στη δεύτερη περίπτωση μιλάμε για μεσοαστούς, φοιτητές και ακαδημαϊκούς, που αποτελούν την πολιτική και θεωρητική δεξαμενή του κοσμοπολίτικου αριστερισμού, τουτέστιν, για τη ραχοκοκαλιά του Bremain και του Εργατικού Κόμματος. Αδυνατούν, ωστόσο, να κατανοήσουν πως εντός της ίδιας μερίδας του Brexit υπάρχουν και πολίτες οι οποίοι αγανακτούν με τη συνεχόμενη υποβάθμιση της ζωής τους, που επιθυμούν να έχουν έναν λόγο (έστω και τον τελευταίο) σε θέματα όπως η μετανάστευση, η εξωτερική πολιτική γενικότερα, η εκπαίδευση και η οικονομία. Πολλές φορές εκφράζονται με σκεπτικισμό ενάντια σε πολιτικές που αποσκοπούν στην περαιτέρω φιλελευθεροποίηση της Βρετανικής κοινωνίας. Άλλοτε αγανακτούν με το υπάρχον κοινωνικό μοντέλο και την ανατροφή που δίνει στους νέους, πολλοί εκ των οποίων μεγαλώνουν χωρίς συναίσθηση της υπευθυνότητας.

Συχνά πυκνά οι ιθύνοντες της ΕΕ και οι ευρωπαϊκές γραμμές, αυτές που οι Άγγλοι κοσμοπολίτες ενστερνίζονται ως αντίδοτο στην «κατάρα του Βρετανικού παρελθόντος», βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με την περιγραφή της πραγματικότητας που παρουσιάζεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ της χώρας. Αξίζει να σταθούμε σε αυτό, διότι στην περίπτωση της Αγγλίας προς υπεράσπιση της εξόδου τάχθηκαν πολιτικές δυνάμεις ή και κινήματα που από τα περισσότερα ΜΜΕ θεωρήθηκαν λαϊκιστικά, με την έννοια ότι επένδυσαν στο συναίσθημα δυσαρέσκειας ώστε να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη, στοχεύοντας δήθεν στο θυμικό, στη μνησικακία και στην «άγνοια» των ανθρώπων της αποβιομηχανοποιημένης επαρχίας, που δήθεν λόγω του «χαμηλού τους μορφωτικού επιπέδου» δεν μπορούν να διακρίνουν μεταξύ ηθικού και ανήθικου, μεταξύ σωστού και λάθους. Όμως σε όλες τις περιπτώσεις πολιτικών εκστρατειών με στόχο ένα δημοψήφισμα, τελικά θα πρέπει να πειστεί η πλειοψηφία του πληθυσμού με λογικά επιχειρήματα. Και τα επιχειρήματα, στον πραγματικό κόσμο, για να είναι λογικά, θα πρέπει να βασίζονται σε αλήθειες. Τούτη η σύσσωμη λοιδορία των ανθρώπων της επαρχίας όχι μόνο δεν αποτελεί μια αλήθεια, αλλά επί της ουσίας, πρόκειται για συμπέρασμα που προκύπτει από στερεότυπα τα οποία έχουν υιοθετηθεί ενάντια σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, ακριβώς λόγω της αποκοπής των επιφανών προσώπων στα ΜΜΕ από το τμήμα αυτό. Όταν όμως κανείς βλέπει μόνο τη μία πτυχή αυτών των ανθρώπων, αδυνατεί να εντοπίσει (ή να παραδεχτεί) την αλήθεια ότι στη σύγχρονη Αγγλία, εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, ο αριθμός των «νεοπληβείων» αυξάνεται συνεχώς.

Επομένως για εμάς η συνάρτηση είναι πλέον ξεκάθαρη: όσο περισσότερο ο κόσμος αισθάνεται αποκομμένος από το κέντρο (γεωγραφικό και των αποφάσεων), ξεριζωμένος από τις παραδόσεις του και βλέπει σε συνεχή πτώση το οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο ζωής του, τόσο περισσότερο γίνεται σκεπτικιστής και πείθεται ότι η συμμετοχή της χώρας του στην ΕΕ, και άλλους παρόμοιους υπερεθνικούς οργανισμούς, δεν ωφελεί. Η Simone Weil στο βιβλίο Ανάγκη Για Ρίζες ονόμαζε αυτό το φαινόμενο «εκρίζωση»[3]· πρόκειται για την αποκοπή του ανθρώπου από το φυσικό περιβάλλον της κοινότητάς του, και την προλεταριοποίησή του, που σταδιακά τον οδηγεί στη μνησικακία, όπως ακριβώς είδαμε πρόσφατα με τις κινητοποιήσεις των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία. Η «εκρίζωση», μακράν του να αποτελεί αντίδοτο σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τραϊμπαλισμό (tribalism), εντείνει την εσωστρέφεια, καθώς οι άνθρωποι που εκτίθενται σε αυτές τις συνθήκες αισθάνονται ότι χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους, όταν το «οικείο» τους περιβάλλον παύει να υφίσταται, όταν αρχέτυπα, μνήμες και ζωντανές αναπαραστάσεις αντικαθίστανται από νέον βιτρίνες και άψυχα είδωλα -υπο-προϊόντα ενός επιφανειακού και καταναλωτικού πολιτισμού χωρίς σαφές περιεχόμενο. Από την άλλη οι τεχνοκράτες, και ιδίως αυτοί που στελεχώνουν τα επιτελεία των Βρυξελλών, όσο περισσότερο αντιλαμβάνονται ότι αποτυγχάνει η προσπάθειά τους να φέρουν σε πέρας τις ενοποιητικές πολιτικές τους, χωρίς λαϊκές αντιδράσεις, τόσο πιέζουν παρασκηνιακά αλλά και διαμέσου του τεράστιου επικοινωνιακού μηχανισμού που έχουν στην διάθεσή τους, ώστε να προειδοποιήσουν, να εκφοβίσουν και να εκβιάσουν. Όμως αν οι σύγχρονοι «θεολόγοι του αλάθητου» της ΕΕ γνωρίζουν a priori ότι μια λαϊκή απόφαση είναι λανθασμένη, χωρίς καν αυτή να υλοποιηθεί, τότε είναι εύλογο να σκεφτούμε ότι όταν το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος δεν είναι το επιθυμητό, αυτό υποβαθμίζεται συστηματικά, όπως ίσως θα έλεγε και ο Μυρέ, σε έναν θεσμό απλού φεστιβισμού που περιλαμβάνει αρκετό χάσιμο χρόνου, χρημάτων και πολλή αγωνιστική ρητορική μίσους για το τίποτα. Εδώ τα ερωτήματα, ενδεχομένως ρητορικά, είναι εύλογα: αυτό επιδιώκει ο άνθρωπος που συμμετέχει σε έναν δημοκρατικό θεσμό άμεσης συμμετοχής; Να τοποθετεί περιστασιακά τον εαυτό του απέναντι στο συνάνθρωπό του, να συζητά, να συμφωνεί, να διαφωνεί, ακόμη και να μαλώνει, χωρίς τελικά να ληφθεί μια απόφαση που θα υλοποιηθεί και θα γίνει δημοκρατικά σεβαστή από όλους; Ή μήπως του αρκεί να σουλατσάρει με σημαιούλες, αφίσες, πλακάτ και φυλλάδια, ώστε να εκτονώνει τα επαναστατικά αδιέξοδά του, ενώ «απολαμβάνει» τις συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας ως θεατής;

Μια ακόμη αλήθεια είναι ότι πέρα από τις εθνικές και τις δημοτικές εκλογές -όπου δίνεται μια εντολή, καλή τη πίστει, για πολιτική αντιπροσώπευση- δεν υπάρχουν άλλες περιπτώσεις όπου ο μέσος πολίτης αισθάνεται ότι μπορεί να ορίσει μέσω μιας συγκεκριμένης απόφασης τη μοίρα του. Κατά τη γνώμη μας κάποιοι θα ήθελαν να καταργηθεί τελείως κάθε (ενοχλητικός) θεσμός συμμετοχής των πολιτών και/ή να αποτραπεί το ενδεχόμενο να επεκταθεί ένας τέτοιος θεσμός. Είναι οι ίδιοι που υποστηρίζουν ότι τα δημοψηφίσματα απλώς διχάζουν, όντας ένα κατάλοιπο προσπαθειών αμεσοποίησης της δημοκρατίας που έχει χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά από δικτάτορες και τελικά πλήττει τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα των πολιτευμάτων του δυτικού κόσμου. Βέβαια, αυτό που πραγματικά κρύβεται πίσω από αυτές τις πολεμικές ενάντια στα δημοψηφίσματα είναι η ίδια δημοφοβία που εκφράζουν οι τεχνοκράτες ενάντια στους ανθρώπους της επαρχίας, όπως είδαμε κατά τη διάρκεια του Βρετανικού δημοψηφίσματος· πρόκειται για την απέχθεια και τον φόβο προς οτιδήποτε το «οικείο», προς οτιδήποτε αποστρέφεται τον χιπστερισμό και τη μητροπολιτική κοσμοαντίληψη των τεχνοκρατών, με άλλα λόγια, οτιδήποτε στέκεται κριτικά απέναντι στην πρόοδο και επιδιώκει το ρίζωμα. Στους τεχνοκράτες πρέπει να συμπεριλάβουμε πολλούς φιλελεύθερους αλλά και αριστερούς διανοούμενους στο ρόλο του χρήσιμου υπηρέτη της κυρίαρχης ολιγαρχίας. Όλοι αυτοί δεν είναι αφηρημένες οντότητες, καθένας από εμάς μπορεί να τους αναγνωρίσει, όταν χαρακτηρίζουν τον μέσο πολίτη ανίκανο να αποφασίζει για το μέλλον του. Πρόκειται για τους ελιτιστές που συχνά ανήκουν στα ανώτατα κλιμάκια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης ή αισθάνονται ότι ανήκουν σε αυτά, που δείχνουν μονίμως μια αλαζονική και «αριστοκρατικού» τύπου δυσπιστία, ως και απέχθεια, απέναντι σε κάθε τι το λαϊκό (απόφαση, ιδέα, στάση ζωής κ.λπ.). Είναι οι ίδιοι που εχθρεύονται τους δημοκρατικούς θεσμούς, όπως το δημοψήφισμα (ίσως τον μόνο πραγματικά δημοκρατικό θεσμό που έχει ενσωματώσει ένα αστικού τύπου σύστημα), αλλά ταυτόχρονα επικαλούνται τη δημοκρατία ως υπέρτατο αγαθό, εν ονόματι των πολλών.

Το Brexit της Αγγλίας και οι τριγμοί στην Ευρώπη

Ωστόσο, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Αντιθέτως θα λέγαμε ότι αυτή η χώρα είναι πολυσύνθετη με αντικρουόμενες δυνάμεις και συμφέροντα στο εσωτερικό της. Σε πρώτη φάση οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η «κατεχόμενη» Βόρεια Ιρλανδία και η Σκωτία, οι οποίες βλέπουν την Ευρώπη ως αντίβαρο στην Αγγλική επικυριαρχία. Συνεπώς, το Brexit εκφράζει κυρίως την Αγγλία και την Ουαλία, ενώ αγκάθι της υπόθεσης παραμένει το Γιβραλτάρ. Όλα αυτά έχουν ήδη αναλυθεί σε προηγούμενη ανάρτηση· ωστόσο, συνειδητοποιούμε πως το Brexit είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, η οποία δεν φέρνει σε σύγκρουση μονάχα τη Βρετανία με την ΕΕ, αλλά και έθνη εντός της Βρετανικής επικράτειας. Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, λίγο πριν την διεξαγωγή της ψηφοφορίας, που τελικά ακυρώθηκε, εξέδωσε μια απόφαση που παραχωρεί το δικαίωμα στο Λονδίνο να σταματήσει μονομερώς την διαδικασία αποχώρησης και έτσι η Βρετανία να παραμείνει στην ΕΕ. Είναι σαφές, με όλους τους τρόπους, ότι οι Βρυξέλλες δεν επιθυμούν το Brexit, το καίριο όμως ερώτημα είναι, γιατί όλη αυτή η εμμονή; Κατά τη γνώμη μας, πέρα από την υπαρκτή δυναμική των στενών και βραχυπρόθεσμων οικονομικών συμφερόντων, εδώ τίθεται το πολύ σημαντικό ζήτημα του αντι-παραδείγματος. Αν μια πολυσύνθετη περίπτωση, με πολλά εμπόδια, όπως αυτή της Βρετανίας τα βγάλει πέρα με το Brexit και καταφέρει με την έξοδό της να ωφελήσει τους περισσότερους Βρετανούς -χωρίς να έρθει η συντέλεια στο νησί- τότε γιατί να μην επιθυμήσει την αποχώρησή της και μια χώρα σαν την Ιταλία; Ειδικά στην περίπτωση της Ιταλίας τα πράγματα θα ήταν συγκριτικά πιο απλά. Από την άλλη, υπάρχει και μια άλλη πτυχή της πραγματικότητας που οφείλουμε να διαλευκάνουμε: η φυγόκεντρη τάση της Βρετανίας δεν στηρίχθηκε μονάχα από τον περιφερειακό πληθυσμό της Αγγλίας· τμήμα της εγχώριας ελίτ φλερτάρει με τον ατλαντισμό. Με άλλα λόγια, επιδιώκει σύσφιξη δεσμών με την Αυστραλία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, και με πρώην Βρετανικές αποικίες. Αντίθετα, στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες πολύ μικρότερο τμήμα των οικονομικών ολιγαρχιών θα μπορούσε να στηρίξει μια έξοδο από την ΕΕ. Ο υπουργός εσωτερικών της Ιταλίας -που προέρχεται από την ευρωσκεπτικιστική Λίγκα του Βορρά- Ματέο Σαλβίνι, δήλωσε πως παρά τις επιφυλάξεις του «πιστεύει στην Ευρώπη», την οποία «οφείλουμε να διασώσουμε»Αμφίσημη είναι και η θέση της Μαρίν Λε Πέν, αναφορικά με την έξοδο από το ευρώ.

Σε γενικές γραμμές, αυτό που επικρατεί εκτός Βρετανίας είναι περισσότερο μια τάση επικριτική απέναντι στο υπάρχον καθεστώς που λειτουργεί η ΕΕ και όχι κάποια αληθινή φυγόκεντρη τάση. Στην περίπτωση βέβαια που οι φυγόκεντρες τάσεις ριζώσουν και ενταθούν, μέσα από λαϊκές κινητοποιήσεις, η πρεμούρα της ΕΕ θα εξακολουθεί να είναι η πάση θυσία αποφυγή ενός παραδείγματος επιτυχούς αποχώρησης. Εδώ θα πρέπει να σκεφτούμε τουλάχιστον δύο πράγματα: πρώτον ότι οι ειδικοί και οι ιθύνοντες εμμέσως (ανα)γνωρίζουν τις πιθανότητες ενός επιτυχούς Brexit ως υπαρκτές και σημαντικές και δεύτερον ότι το ενωσιακό εγχείρημα δεν διακρίνεται για την δημοκρατικότητά του. Αντιθέτως το κέντρο λήψης αποφάσεων της ΕΕ μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα ιερατείο όπου το κυρίαρχο δόγμα είναι ο προσηλυτισμός νέων μελών στον ενωτικό ευρωπαϊσμό με κάθε μέσο. Εδώ και αρκετά χρόνια οι Βρυξέλλες συστηματικά κάνουν τα στραβά μάτια όταν πρόκειται για παρασπονδίες μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, ενώ ταυτόχρονα έχουν αποσυνδέσει τις αποφάσεις και τις κεντρικές γραμμές πολιτικής από τα επιμέρους συμφέροντα των εκατομμυρίων απλών πολιτών που κατοικούν στην ήπειρο. Η αποτυχία της ΕΕ να ενώσει πραγματικά και να ωφελήσει ισότιμα και δίκαια τους ευρωπαϊκούς λαούς είναι ορατή και συνδέεται με την αποδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας στα κράτη μέλη. Κανείς πλέον στην Ευρώπη, και αναφερόμαστε κυρίως στα ευρωπαϊκά κόμματα, δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για την απαξίωση των υφιστάμενων δημοκρατικών θεσμών και για τη συστηματική υποτίμηση της ψήφου των πολιτών. Το κυρίαρχο αφήγημα που αναπαράγεται στα ΜΜΕ είναι ότι μπορεί το κοινό νόμισμα να είναι κάπως σκληρό και να υπάρχουν κάποια ζητήματα δημοκρατικής φύσης και νομιμότητας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όμως τίποτα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αμφισβητηθεί, εφόσον όλα αυτά – ακόμη και τα πνιγηρά σύμφωνα σταθερότητας και ανάπτυξης- τελικά γίνονται για ένα ανώτερο και κοινό καλό, το οποίο όμως δεν το γνωρίζουν οι λαοί των κρατών μελών, ούτε και μπορούν να το αποφασίσουν. Μια ολόκληρη ρητορική, σα να μη υπήρξε ποτέ ένας προ-ενωσιακός κόσμος στην Ευρώπη ή αυτός που υπήρξε δεν είχε τίποτε το θετικό παρά μόνο συμφορές και πόλεμο.

Θα πειστεί κάποτε το χοντροκέφαλο ανθρώπινο γένος ότι μεγαλύτερη μωρία και συμφορά από τον πόλεμο δεν υπάρχει, κι από τα παθήματά του θα διδαχθεί κάποτε ότι πρέπει να τον καταργήσει, σαν υπερβολικά οδυνηρό και ακριβό τρόπο για επίλυση των διαφορών; (Ιμμάνουελ Καντ)

Εν κατακλείδι

Αν κοιτάξουμε μόλις τρεις αιώνες πίσω στην ιστορία, θα δούμε το εξής κοσμογονικό γεγονός: η καπιταλιστική εξάπλωση να μετατρέπει πλούσιους γαιοκτήμονες σε προλεταρίους, στοιβάζοντάς τους στις μεγάλες πόλεις, σε άθλιες συνθήκες εργασίας. Σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός κατάφερε ακριβώς το αντίθετο: ελεύθεροι επαγγελματίες των μεσαίων στρωμάτων φτωχοποιούνται και παραμερίζονται από τα αστικά κέντρα (τα οποία παλαιότερα αποτελούσαν τη σταθερή οικονομική τους βάση),  σε αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της άλλοτε ακμάζουσας επαρχίας. Παρομοίως, ο Π. Κονδύλης στο Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού[4], σημειώνει πως κάποτε οι hippies που προέρχονταν από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, είχαν στο μυαλό τους την επιστροφή στη φύση, την απόρριψη της τεχνικής και της βίας καθώς και μια μυστικιστική διεύρυνση της κουλτούρας. Αντίθετα οι νέοι πληβειακής καταγωγής, όπως οι skinheads και οι hooligans των γηπέδων, προσπαθούσαν να πετύχουν την κατάργηση των αστικών συμβάσεων και την άμεση απελευθέρωση με την ανοιχτή σύγκρουση και με την άσκηση βίας. Σήμερα, ενδεχομένως, η επόμενη πολιτισμική επανάσταση να θέσει ως κοινό στόχο -των νέων πληβείων, των μεσαίων στρωμάτων που βρίσκονται σε απίσχναση και των μικρομεσαίων που βρίσκονται σε μόνιμη επισφάλεια- την δημιουργία αντιδομών ανατροπής του ευρωπαϊκού κατεστημένου με κύριο αίτημα, παραδόξως, την απελευθέρωση από τις πολλές «ελευθερίες» που εξασφαλίζει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και γνώμονα τη διατήρηση ενός σταθερού, οικείου και χειροπιαστού κόσμου. Σε κάθε περίπτωση μπορεί τα διάφορα πρεσβυτέρια των ανοιχτών συνόρων και του ευρωπαϊσμού -έχοντας αποκοπεί πλήρως από καθετί λαϊκό- να υποτιμούν και να λοιδορούν τους ανθρώπους της περιφέρειας και τον ξεχασμένο «νεοπληβείο» στις μεγαλουπόλεις, όμως το ένστικτο της ανθρώπινης αυτοσυντήρησης δεν μπορεί να αγνοηθεί, ούτε και να ξεχαστεί. Στην περίπτωση μάλιστα της Βρετανίας η υπενθύμιση έγινε και το καταληκτικό ερώτημα, που γεννιέται αυθόρμητα, είναι το εξής: τελικά θα επιβληθεί το ενωτικό δόγμα με «ελέω Θεού» βασίλισσα την ΕΕ και θύμα έναν βαθιά δημοκρατικό θεσμό;

Σημειώσεις: 

[1] Αξίζει να ανατρέξουμε στα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου 2016, βάση των ανακοινώσεων του BBC. Εκεί βλέπουμε τις μεγάλες και οικονομικά ευημερούσες φοιτητο-κοσμοπολίτικες Αγγλικές πόλεις ιδίως της Νότιας Βρετανίας (όπως το Λονδίνο, το Κέιμπριτζ, το Μπράιτον, κ.α.) να επιπλέουν σα κίτρινες νησίδες σε μια γαλάζια θάλασσα Brexit.

[2] Βέβαια, τούτη η στάση των αριστερών διανοούμενων δεν μας εκπλήσσει ιδιαίτερα· δεν αποτελεί, με άλλα λόγια, πρόσφατο φαινόμενο. Ήδη από τη δεκαετία του 1940, στο The Lion and The Unicorn (1984, London: Penguin) o George Orwell μιλούσε με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο ενάντια στην αριστερή ιντελιγκέντσια της Βρετανίας.  Οι αριστεροί διανοούμενοι της Αγγλίας, λέει ο Orwell, μισούν την ίδια τους τη χώρα, όπως ακριβώς και τα «ξενοφοβικά» τμήματα του πληθυσμού απεχθάνονται οτιδήποτε το «ευρωπαϊκό» και το «μή Βρετανικό».

[3] Σιμόν Βέιλ. 2014. Ανάγκη Για Ρίζες. Αθήνα: Κέδρος.

[4] Παναγιώτης Κονδύλης. 2007. Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού. Αθήνα: Θεμέλιο.