Απόσπασμα από το ένατο κεφάλαιο (The Spiritual Discipline Against Resentment) του βιβλίου The True and Only Heaven (σσ.390-3)
Μετάφραση: Μιχάλης Θεοδοσιάδης
Οι μελέτες του John Ansbro αναφορικά με τη διανοητική καλλιέργεια και ανάπτυξη της σκέψης του Martin Luther King, μας δείχνουν τη σταδιακή και συνεχόμενη εμβάθυνση, αλλά και τη σοβαρότητα στο έργο του, από τα φοιτητικά του χρόνια στο Crozer και στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, και έπειτα. Δεν υπερβάλει καθόλου όταν αναφέρεται στην «αγάπη του για ευρυμάθεια». Μετά τη συμπλήρωση της διδακτορικής του διατριβής και πριν αποφασίσει να επιστρέψει στον (Αμερικανικό) Νότο ως πάστορας, ο King δέχτηκε να δουλέψει ως δάσκαλος. Για τους καθηγητές του ήταν ένας «λόγιος των λόγιων», ικανός να προσφέρει «δημιουργικό και σπουδαίο» έργο στη θεολογία ή στην ιστορία της θρησκείας.
Η διανοητική ανεξαρτησία και η ωριμότητα του King διαφαίνεται μέσα από την απροθυμία του να αποδεχθεί τις υπερβολές των προοδευτικών θεωριών των καθηγητών του, παρά τις προσπάθειές του να συμφιλιωθεί με τη φιλελεύθερη θεολογία του Χριστιανικού ρεαλισμού. Σύμφωνα με τον Brightman, ο περσοναλισμός [♣] υπαινίσσεται την ορθότητα της πίστης στην αέναη πρόοδο· οι ικανότητες του ανθρώπου για καλοσύνη καθιστούν την ύπαρξη ορίων στις ανεξάντλητες δυνατότητες για πρόοδο έννοια ακατανόητη. Ο George Washington Davis [†] αντιλαμβάνεται την υποχώρηση της πατριαρχίας, την κατάργηση της δουλείας, τον υποβιβασμό του δικαιώματος στην ατομική ιδιοκτησία, την κατάργηση της παιδικής εργασίας, την αντικατάσταση των διώξεων των ψυχικά ασθενών με την φαρμακευτική θεραπεία, την προστασία των ηλικιωμένων από το Κράτος Πρόνοιας, και την ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη για σεβασμό στην ανθρώπινη προσωπικότητα ως «οδοδείκτες της προόδου». Το «μεγάλο σχέδιο του Θεού για τον κόσμο αυτόν» στόχευε στην παγκόσμια αδελφοσύνη· μέσα σε ένα τέτοιο καθεστώς «ο κάθε άνθρωπος θα μπορεί να αναγνωρίζει την τιμιότητα και την αξία κάθε ανθρώπινης προσωπικότητας». Ο Davis, μιλώντας για τη «Νέμεση έναντι όλων των δικτατοριών», υπονοεί ότι οι δικτάτορες ανατρέπονται επειδή οι ίδιοι αγνοούν τα σημάδια της ιστορίας που φανερώνουν την πορεία της ανθρωπότητας προς έναν κόσμο όπου όλοι οι άνθρωποι θα ζουν μαζί σε συνθήκες αδελφότητας. Ο King επικαλέστηκε την καλοσύνη της Νέμεσις όχι με στόχο να υποστηρίξει μια προοδευτική θεωρία αλλά, προς επίρρωση της αρχαίας δοξασίας, ότι «στις βασικές δομές του σύμπαντος υφίσταται κάτι που στο τέλος επιβεβαιώνει τον θρίαμβο της δικαιοσύνης». Ωστόσο σε αντίθεση με τον Davis, ο οποίος συνέδεε την ιδέα της τελικής δικαιοσύνης με τα λεγόμενα «διδάγματα της ιστορίας», για τον King η Νέμεσις δεν δύναται να ιστορικοποιηθεί· ο ίδιος την κατανοούσε σαν μία υπαρξιακή συνθήκη που μπορούσε να αποκαλυφθεί βαθιά μέσα στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων.
Προς το τέλος της ζωής του, ο King στην πόλη Mongomery, ενώπιον των πιστών του (που γνώριζε από παλιά), δήλωσε ότι δεν ήταν πλέον οπτιμιστής, παρότι συνέχιζε να ελπίζει. Τις διαφορές μεταξύ οπτιμισμού και ελπίδας, έστω και με έμμεσο τρόπο, τις συναντάμε επίσης σε αρκετές από τις πρώτες του ομιλίες. Οι κακουχίες που είχε βιώσει δεν του επέτρεπαν να υιοθετήσει το δόγμα της προόδου, παρότι ήταν πάντα προσεκτικός όταν προσπαθούσε να εξηγήσει τις διαφωνίες του με τις θεωρίες που μιλούν για «αυτόματη» ή «αναπόφευκτη» πρόοδο, αλλά και για τον «λανθασμένο» ή «επιφανειακό» οπτιμισμό. Αυτή ήταν η επικρατούσα φιλελεύθερη ρητορική από την εποχή του Reinhold Niebuhr και έπειτα, με την οποία το Πανεπιστήμιο της Βοστόνης ταύτιζε τον King, μαζί και τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Βέβαια, για τον ίδιο, αυτός ο φιλελευθερισμός ήταν ασύμβατος με τη βαθιά κατανόηση που είχε αναφορικά με την τραγική διάσταση της ανθρώπινης ζωής, μια ιδέα που πηγάζει από τις αξίες των Βαπτιστών με τις οποίες ο ίδιος γαλουχήθηκε κατά τα παιδικά του χρόνια, αξίες που τον κράτησαν μακριά από τη «νέα ορθοδοξία» [‡]. «Δίχως αμφιβολία», γράφει ο James Cone, «η πιο σημαντική πηγή της σκέψης του King ήταν η παράδοση των μαύρων εκκλησιών. Σε αυτήν την παράδοση η πίστη του βασίζεται, μαζί και η δύναμη και το κουράγιο που αντλούσε» [♠]. Η ακλόνητη πίστη του στο «κατά βάση φιλικό» σύμπαν, για τον ίδιο, στηρίζεται στις «παιδικές του εμπειρίες» [1]. Ωστόσο η αντίληψη αυτή περί «κοσμικής συντροφιάς» συνυπάρχει με την οδυνηρή επίγνωση του κακού· τούτη η αντίληψη πηγάζει από την παράδοση των μαύρων εκκλησιών, και πολύ περισσότερο από τις κακουχίες των μαύρων του Νότου. «Θα ήταν σοβαρό λάθος», έλεγε το 1967, «να πιστεύουμε ότι η θρησκεία μας προστατεύει από τον πόνο και το μαρτύριο της θνητής μας ύπαρξης. Η ζωή δεν είναι εύκολη, γεμάτη ανέσεις … το να είναι κανείς Χριστιανός σημαίνει ότι πρέπει να κουβαλά πάντα στους ώμους του έναν σταυρό».
Ως εκ τούτου, ο ρεαλισμός του Niebuhr και οι διακριτές – μα ιδιαίτερες θρησκευτικές – πεποιθήσεις στις μαύρες εκκλησίες του Νότου, ενέπνευσαν τον φιλελευθερισμό του King. Εκείνο τον καιρό ο φιλελευθερισμός ήταν το κυρίαρχο – και συνάμα μή αμφισβητούμενο – ρεύμα της δημόσιας ζωής στην Αμερική, και ο King έπρεπε να το ενστερνιστεί αν πραγματικά περίμενε να βρει ανταπόκριση από κάποιο κοινό. Ωστόσο έπρεπε να μιλήσει και τη γλώσσα των δικών του ανθρώπων, η οποία είχε να κάνει με τις κακουχίες και την εκμετάλλευση από τη μια, αλλά και με την αλήθεια πως ο κόσμος ήταν γεμάτος από αδικία και στέρηση. Μόνος μέσα στους πολιτικούς ηγέτες της εποχής του, βρήκε τη δυνατότητα να εμπνεύσει ένα ετερόκλητο κοινό απλών αλλά και λόγιων ανθρώπων. Όταν ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει τη γλώσσα του φιλελεύθερου οπτιμισμού, το έκανε εμποτίζοντάς την με έναν ρεαλισμό που συναντά κανείς στο έργο του Niebuhr. Ωστόσο ήταν ικανός να ανακαλύπτει «φλέβες ελπίδας» σε ανθρώπους που δικαιολογημένα είχαν βυθιστεί στην απελπισία. Έγινε ένας φιλελεύθερος ήρωας – ο τελευταίος; – δίχως όμως να αλλοτριωθεί. Αν η σταδιοδρομία του συγκρίνεται με αυτή του Lincoln, τον οποίο βέβαια ο ίδιος θαύμαζε, δεν οφείλεται μονάχα στο γεγονός ότι καί οι δύο βρέθηκαν αντιμέτωποι με την τραγωδία της δουλείας των Νέγρων της κεντρικής Αμερικής και σήκωσαν το ηθικό βάρος της δουλείας στους ώμους τους. Οφείλεται και στον τρόπο που οι δύο αυτοί άνδρες επηρέασαν τη γλώσσα της Αμερικανικής πολιτικής, δίχως να αποκοπούν από τις λαϊκές και θρησκευτικές παραδόσεις, στις οποίες συνυπάρχει μια μοιρολατρία αλλά και ένα συναίσθημα ελπίδας, κάτι που ο (προοδευτικός) φιλελευθερισμός βγάζει εκτός των πλαισίων του. Αυτό τους βοήθησε να μιλήσουν τη γλώσσα του μέσου ανθρώπου δίχως συγκατάβαση ή κάποια ψευδή ταπεινότητα. Σε αυτούς που δίδασκαν δεν προσπαθούσαν να προωθήσουν τη σημαντικότητα των δικών τους γνώσεων. Κατάφεραν να μιλήσουν πολύ πιο πειστικά από περισσότερους ηγέτες τη γλώσσα όλου του έθνους, ακόμα και αυτών που σε δημόσιες εμφανίσεις υπερασπίζονταν αξίες οι οποίες είχαν αποδεχτεί ιδιαίτερα διχαστικές.
[1] Σε αυτές τις εμπειρίες, θα έπρεπε να σημειωθεί, συμπεριλαμβάνονται α) οι κακουχίες, η ταπείνωση που υπέστη λόγω του ότι άνηκε σε φυλετική μειονότητα υπό δίωξη, β) η επαφή του με μια θρησκευτική παράδοση που εκλάμβανε τον μόχθο ως λύτρωση και γ) μια ευχάριστη παιδική μνήμη στο σπίτι ενός ηγετικού πάστορα στην Ατλάντα, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ήταν βασικός πυλώνας της μαύρης κοινότητας. Ο King αντιλαμβάνεται ότι οι εμπειρίες του εμπεριέχουν μια «αίσθηση ασφάλειας» όσο και δυσάρεστες μνήμες λόγω δυσχερειών. «Παρότι προέρχομαι από μια οικογένεια που απολαμβάνει οικονομική ασφάλεια και σχετικές ανέσεις», έγραφε στο «Βήμα Προς την Ελευθερία» [«Stride toward Freedom» (1958)], «δεν θα μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου την οικονομική ανασφάλεια αρκετών από τους φίλους μου και την τραγική φτώχεια αυτών που ζουν γύρω μου». Σε ένα θρησκευτικό του κήρυγμα στη «Δύναμη της Αγάπης» [«Strength of Love» (1963)] ο ίδιος δίνει μια διαφορετική διάσταση των πρώιμων χρόνων του:
Τα πρώτα εικοσιτέσσερα χρόνια της ζωής μου ήταν χρόνια ικανοποίησης. Δεν είχα προβλήματα ή βάρη. Λόγω της αγάπης και του ενδιαφέροντος που έδειχναν για μένα οι γονείς μου, για όλα όσα μου ήταν απαιτητά, κατάφερα να πάω γυμνάσιο, κολέγιο, θεολογική σχολή, και να αποφοιτήσω δίχως να χρειαστεί να διακόψω τις σπουδές μου. Όταν ανέλαβα να ηγηθώ ένα μποϋκοτάζ δημόσιων λεωφορείων στο Montgomery, εκεί αναγνώρισα τις δυσκολίες της ζωής.
Τίποτα από αυτά δεν μπορούν να αγνοηθούν όταν παίρνουμε υπόψη μας τον δυναμικό χαρακτήρα του King.
Επιπλέον σημειώσεις:
[♣] Ο περσοναλισμός (ή προσωποκρατία) με βάση την κοινωνιολογία (και τη θεολογία) υπερασπίζεται την προσωπικότητας, την ετερότητα, και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ατόμου έναντι της ομοιομορφίας, της μαζικότητας.
[†] Ο George Washington Davis υπήρξε καθηγητής Χριστιανικής Θεολογίας για τον King.
[‡] Η λεγόμενη «νέα ορθοδοξία», κατά τα λεγόμενα του King (βλ. A Testament of Hope), ήταν ακριβώς αυτή η φιλελεύθερη (liberal, κατά τα Αμερικανικά δεδομένα) θεολογική και κοινωνιολογική προσέγγιση που κατέστη ένα είδος lingua franca για πολλούς θεωρητικούς της θεολογίας μεταξύ 1940 και 1970. Τούτη η προοδευτική ιδεολογία αυτοματοποιούσε την πρόοδο, βασισμένη στην αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως καλός και, ως εκ τούτου, η ανθρώπινη ιστορία νομοτελειακά βαδίζει προς την παγκόσμια φιλία και τη δικαιοσύνη.
[♠] Αναφορικά με το ζήτημα της θρησκείας στον Αμερικανικό νότο (και ιδίως στις κοινότητες των μαύρων), βλ Eugene Dominic Genovese, The World The Slaves Made. 1976. New York: Vintage Books.