Προλογισμός και μετάφραση: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης
Όποια και αν είναι η πνευματική υπεροχή ενός ανθρώπου, αυτή δεν μπορεί ποτέ να μετατραπεί σε πρακτική υπεροχή, χρήσιμη έναντι των άλλων, χωρίς τη βοήθεια κάποιου τεχνουργήματος το οποίο από μόνο του θα είναι πάντα, και σε γενικές γραμμές, κατώτερο και άθλιο. (Χέρμαν Μέλβιλ)
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μυθιστόρημα «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, είναι ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Μέλβιλ, όπως έχει υποστηρίξει και ο Αλμπέρ Καμύ, στέκεται επάξια δίπλα στους μεγάλους αρχαίους τραγικούς, στον Αισχύλο και στον Όμηρο. Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο ίδιος ο φυσητήρας, αυτός είναι το πλέον εντυπωσιακό και συμβολικό στοιχείο. Οι ερμηνείες που μπορεί να δεχτεί το λευκό κήτος είναι ποικίλες· ξεκινώντας από τον Ιουδαϊκό-Χριστιανικό Θεό φτάνουμε μέχρι την ειδωλολατρία και τον ακραίο αθεϊσμό. Για τον Καπετάνιο το κητώδες αυτό αντιπροσωπεύει ένα γιγαντιαίο και τρομακτικό στοιχείο του Κόσμου, μια κακόβουλη δύναμη που εξουσιάζει και ορίζει την ανθρώπινη μοίρα. Η μανιώδης καταδίωξη του κήτους είναι μια κραυγή αλήθειας που μας εκθέτει την καταστροφική δύναμη της ανθρώπινης αλαζονείας και του τυφλού μίσους.
Η αναμέτρηση με ό,τι μπορεί να σημαίνει και να συμβολίζει το κήτος είναι στην πραγματικότητα μια αναμέτρηση με τα μεγάλα και άλυτα ζητήματα που ταλανίζουν από πάντα την ανθρώπινη ύπαρξη: «η μάχη με το κακό», «η ανακάλυψη του κακού μέσα μας», «η συνάντηση με την αμαρτία», «η αγωνιά της ενοχής», «η γοητεία του ναρκισσισμού και του μηδενισμού»… Με βάση τον Christopher Lasch, ο Μέλβιλ γοητεύεται από τις περιγραφές της σκοτεινής πτυχής των ανθρώπινων πραγμάτων. Έτσι, το κήτος είναι το μυθικό τέρας, το ίδιο το σύμπαν του συμβολικού, που έρχεται αντιμέτωπο με το δυσανάλογο μέτρο της ανθρώπινης ελευθερίας που την επισκιάζει η αμετροέπεια. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και ο Αχαάβ γίνεται καταραμένος, όπως κάθε άλλος άνθρωπος, διότι εξωθείται από τον ίδιο του τον εαυτό να χάσει κάθε όριο, να αφεθεί στη γλύκα του πιο σκοτεινού πειρασμού, να ονειρευτεί ότι γίνεται Θεός που δημιουργεί και μετά καταστρέφει ολόκληρο το Σύμπαν, ώστε να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στα πάντα. Ο Αχαάβ φιλοδοξεί να μετατραπεί σε μια γνήσια απεικόνιση αυτού του ανθρωπότυπου που ο Spengler αποκαλούσε «Φαουστικό». Όπως άλλωστε γράφει και η Cheryl Hudson στην παρακάτω μετάφραση, με την οποία θέλουμε να εμπλουτίσουμε τη δική μας ανάλυση, οι επικριτές των κλασικών έργων, συχνά πυκνά, προσπαθούν να ταυτίσουν τα έργα του Μέλβιλ με το νεωτερικό Δαρβινισμό· εφόσον όμως ο Μέλβιλ απορρίπτει την εξύψωση του ανθρώπου σε ρόλο Θεού και την εξύμνηση του ορθολογικού νου (rational mind) που καταλήγει να υπεραγαπά τις δικές του δημιουργίες σε επίπεδο λατρείας, τότε κάθε άλλο παρά εκπρόσωπος του νεωτερικού κινήματος μπορεί να χαρακτηριστεί.
Στο βιβλίο αυτό αντιπροσωπεύεται αριστοτεχνικά η ανθρώπινη κατάσταση, μέσα από τον χαρακτήρα του Καπετάνιου Αχαάβ. Για εμάς, δεν είναι τόσο ο καταιγισμός συναισθημάτων που γεννά η γραφή του Μέλβιλ, αλλά κυρίως η ικανότητα του μυθιστορήματος να δέχεται πολλές διαφορετικές ερμηνείες, παράδοξες και αντιφατικές. Φρονούμε, ωστόσο, ότι είναι ορθότερη η ταύτιση του Μέλβιλ με τις αξίες του κλασικού Ρομαντισμού, αυτό γιατί στο σύνολο του έργου του αναπαράγεται με έντονο τρόπο α) μια έκφραση ενός ισχυρού δεσμού με τον τόπο (όχι απλώς με το χώρο) με την επαρχία πιο συγκεκριμένα, έναντι της βιομηχανικής και αναπτυγμένης ζωής των μητροπόλεων, και β) μια τάση επιστροφής «στα βασικά και θεμελιώδη», στην απλότητα που απειλούσε η επέλαση του «Φαουστικού» οικονομικού μοντερνισμού (aka καπιταλισμού). Χωρίς όμως να καταφεύγει στο πάθος, στη συναισθηματική επίκληση προς τον παλιό κόσμο (τάση που χαρακτηρίζει μεγάλη μερίδα Ρομαντικών συγγραφέων), ο Μέλβιλ μας δίνει να καταλάβουμε ότι η αγάπη προς τον παστοραλισμό, προς την αλλοτινή αγνότητα της επαρχίας, δεν προέρχεται κατ’ ανάγκη από νοσταλγία και συναισθηματισμό. Αντίθετα, είναι από την αχαλίνωτη γνώση, τον Ορθό Λόγο (rationalism), δίχως ηθικό φρένο και όριο, από τη θεοποίηση του ανθρώπου και τον «θάνατο του Θεού» όπου εκπηγάζουν τα πιο ανορθολογικά και Φαουστικά συναισθήματα.
———- ∴ ———-
Της Cheryl Hudson
Καθηγήτριας Αμερικανικής Ιστορίας (Liverpool University)
Ο Χέρμαν Μέλβιλ, μυθιστοριογράφος του «Μόμπι Ντικ» (1851), χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης τα τελευταία χρόνια. Το τεράστιο λευκό κήτος (Λεβιάθαν) αναπαράγεται σε διαδικτυακά μιμίδια, ανέκδοτα και άρθρα γνώμης. Το 2014 εμφανίζεται ξανά σε μια απογοητευτική ταινία και το 2017 σε μια ενδιαφέρουσα ταινία μικρού μήκους. Επιπλέον, ο Μπομπ Ντίλαν, κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ για τη λογοτεχνία (2017), ανέφερε ότι ο μυθιστόρημα «Μόμπι Ντικ» υπήρξε βασική έμπνευση και για τον ίδιο. Ίσως η ανανεωμένη αυτή έλξη για το βιβλίο να υποδηλώνει την αναζήτηση νοήματος, καθώς το ζομποποιημένο λείψανο του μεταπολεμικού φιλελευθερισμού παραπαίει δίχως προσανατολισμό. Από πολλές απόψεις αυτό το μυθιστόρημα, παρότι μετρά ήδη 150 έτη, παραμένει επίκαιρο.
Εν πάση περιπτώσει, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τούτο το κλασικό μυθιστόρημα με ώθησε να το μελετήσω. Βρισκόταν στον κατάλογό μου με τις μελλοντικές αναγνώσεις για περισσότερο από όσο θυμάμαι. Βέβαια, αυτή η αναβολή αποδείχτηκε εντελώς ανόητη, διότι πρόκειται για μια συναρπαστική ανάγνωση. Συνδυάζει, στον ίδιο βαθμό, τον εμπειρισμό με τον ρομαντισμό· μια σειρά γεγονότων αναδεικνύει την πλέον συναρπαστική μυθιστοριογραφία. Πρόκειται για μια μαγική συνταγή που κάνει το δράμα τόσο φανταστικό, όσο και αναμφισβήτητα πραγματικό. Ο Μέλβιλ διερευνά σχολαστικά τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα κητώδη και παραθέτει τις καταγραφές του στον αναγνώστη. Εξετάζει τη γεωλογία, τη μυθολογία, το δίκαιο, τη λογοτεχνία, την ιστορία, τη φυσική ιστορία, τη βιολογία, την αρχαιολογία, τη γεωγραφία, την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, την ανθρωπολογία, τη θεολογία, την ψυχολογία και πολλούς άλλους κλάδους: όλες αυτές οι εμπειρικές γνώσεις που συλλέγονται από πολλούς κλάδους, τελικά σχετίζονται με τα κητώδη. Ωστόσο από τον συγγραφέα γίνεται σαφές ότι με αυτόν τον τρόπο -ακριβώς όπως ο καπετάνιος Αχαάβ – είναι αδύνατο να συλλάβει κανείς την ουσία του Μόμπι Ντικ. Ο Μέλβιλ δεν είναι ο Gradgrind του Ντίκενς.
Με τον εορτασμό της ανθρώπινης ποικιλομορφίας και, παράλληλα, με τη συνειδητοποίηση της επώδυνης ματαιότητας στην αναζήτηση του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Μέλβιλ τοποθετείται μεταξύ των μεγάλων ρομαντικών ποιητών και συγγραφέων του αιώνα του. Ο δέκατος ένατος αιώνας ήταν μια εποχή καινοτομίας, επιστημονικής ανακάλυψης και τεχνολογικών εφευρέσεων. Όπως έγραψε ο ίδιος, τα δεδομένα προκαλούσαν την πίστη. Τα θρησκευτικά δόγματα είχαν ανατραπεί και υπονομευθεί από τις επιστημονικές ανακαλύψεις σε όλους τους τομείς. Το βιβλίο «Μόμπι Ντικ» δημοσιεύτηκε μόλις οκτώ χρόνια πριν εκδοθεί το «Η Καταγωγή των Ειδών» (1859) του Δαρβίνου. Ήδη υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα· ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στα δεδομένα ζητήματα και στο νόημα. Αυτό το μυθιστόρημα είναι μια προσπάθεια να συμφιλιωθεί η βαθύτερη, πιο πνευματική έννοια του κόσμου με τις νεότερες ανακαλύψεις.
Ωστόσο το τραγικό τέλος του μυθιστορήματος καταδεικνύει το δυσάρεστο παράδοξο, ότι ενώ η ανθρωπότητα δεν μπορεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο δίχως νόημα, η ατελείωτη αναζήτηση για τις απόλυτες αλήθειες αποδεικνύεται τελικά μάταιη, ακόμη και θανατηφόρα. Ή μάλλον, η ίδια η αναζήτηση, ως αυτοσκοπός, μπορεί να φτάσει να αποτυφλώσει έναν άνθρωπο. Ακριβώς όπως ο Στάρμπακ αναφωνεί στον καπετάν Αχαάβ: «Ορίστε! Δεν σας αναζητά ο Μόμπι Ντικ. Είστε Εσείς που τον αναζητάτε με τρέλα!» Η εκδικητική τρέλα του Αχαάβ κατατρώγει το μυαλό, το σώμα και τη ψυχή του. Ο αναγνώστης αναρωτιέται αν ο Μέλβιλ θέλει τον Αχαάβ να επιστρέφει στο σπίτι του ώστε να αφιερωθεί στην άρρωστη σύζυγο και να βρει τη γαλήνη, ή να κατακτά την «κητώδη» νέμεσή του για να συναντήσει τη δόξα; Και τα δυο μονοπάτια θα τον καταστρέψουν, αλλά μόνο με το δεύτερο θα εκπληρώσει το πεπρωμένο του.
Είναι αυτό το υπερβατικό πεπρωμένο που πραγματικά καταλαμβάνει τον Μέλβιλ και όλους όσους καταδιώκουν τον Μόμπι Ντικ: εντοπίζοντας αυτή την πανέμορφη σχέση ανάμεσα στο εμπράγματο και στο μεστό νοήματος. Τελικά, η αναζήτηση θα καταστρέψει ολοκληρωτικά το πλοίο: όλη την πίστη και την παράδοση γενεών· όλους τους ανθρώπους, μαύρους και λευκούς, νέους και ηλικιωμένους. Για τον σύγχρονό του, δηλαδή για τον Μαρξ, η αδιαλλαξία της σύγχρονης καπιταλιστικής προόδου οδήγησε αναπόφευκτα στην εξαύλωση όλων των θεμελίων· για τον Μέλβιλ, η αδιαλλαξία της ανθρώπινης περιέργειας – και οι ψευδείς βεβαιότητες στις οποίες οδηγεί – μας βυθίζει στον κίνδυνο να αρρωστήσουμε και να χάσουμε κάθε αίσθηση ασφάλειας. Ο Μελβίλ μίλησε με έναν υπερβατισμό σαν αυτόν του Έμερσον, αλλά ταυτόχρονα αντιπροτείνει μια ζωντανή, ανοιχτού τύπου, δημοκρατία ως το αντίδοτο στη βεβαιότητα και στον τυραννικό απολυταρχισμό της αλήθειας του Αχαάβ.
Ο «Μόμπι Ντικ» είναι ένα διάσημο μυθιστόρημα περιπέτειας και προσηλωμένης επιδίωξης. Αλλά υπάρχουν πολλά περισσότερα που το κάνουν ένα πραγματικά αμερικανικό μυθιστόρημα – ίσως ΤΟ μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα. Η ανήσυχη αγωνία μιας νεαρής Αμερικής, που ωθεί τα σύνορά της προς τα εμπρός και την κυριαρχία της πάνω στη φύση προς τα άνω, αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σε καθεμιά παράγραφο. Υπάρχει η τραγική ιστορία του νεαρού Πιπ, ενός Αφροαμερικανού μούτσου που οδηγήθηκε στην τρέλα όταν αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπος με την αλήθεια της εύθραυστης ύπαρξή του. (Ο Πιπ είναι ο ομώνυμος ήρωας του Ντίκενς, ο οποίος αυτο-εκπλήρωσε τις ζωτικές δυνατότητές του αντί να του αποσπαστούν, όπως με τους Αμερικάνους δούλους). Υπάρχει επίσης το «χωνευτήρι» των ναυτικών, διαφορετικοί χαρακτήρες από όλες τις φυλές και τους πολιτισμούς που αναμειγνύονται μεταξύ τους, μαθαίνουν ο ένας από τον άλλον και τελικά καταλήγουν να αλληλεξαρτώνται.
Αντί να ακολουθήσει την καταστροφική πορεία προς την απόλυτη αλήθεια, η ιστορία του Μέλβιλ συνιστά τη μεγαλύτερη αναγνώριση της ανθρώπινης αμοιβαιότητας και της αλληλεξάρτησης. Ένα από τα πλέον συγκινητικά αποσπάσματα του βιβλίου είναι η αντανάκλαση του αφηγητή, Ισμαήλ, όταν αναφέρεται στην επισφάλεια της κατάστασης, καθώς δένεται με ένα σχοινί με τον φίλο του, τον καμακευτή Queequeg. Ο Queequeg στέκεται πάνω στο κεφάλι ενός νεκρού κήτους, ισορροπώντας πάνω στη θάλασσα, οι άντρες του πληρώματος περιστρέφουν το κήτος για να αφαιρέσουν το λίπος του, ενώ ο Ισμαήλ από το κατάστρωμα, αρπάζει τον Queequeg σε ένα αδιέξοδο μεταξύ ασφάλειας και κινδύνου.
«Φάνηκε ξεκάθαρα ότι η δική μου ατομικότητα συγχωνεύθηκε τώρα σε μια συμμετοχική εταιρεία των δύο· ότι η ελεύθερη βούλησή μου δέχτηκε ένα θανάσιμο τραύμα, και ότι το λάθος ή η κακοτυχία ενός άλλου μπορεί να βυθίσει, εμένα τον αθώο, σε άδικη καταστροφή και θάνατο… Είδα ότι η δική μου κατάστασή ήταν η ακριβής κατάσταση κάθε άλλου θνητού που αναπνέει, μόνο που, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχει τούτη τη δίδυμη σύνδεση με πληθώρα άλλων θνητών. […] Αλλά χειριζόμαστε σχολαστικά το σχοινί του Queequeg, όπως εγώ, μερικές φορές το έσφιγγα έτσι, που έφτασα πολύ κοντά στο να γλιστρήσω. Ούτε θα μπορούσα βεβαίως να ξεχάσω πως ό,τι και αν κάνεις, έχεις στα χέρια σου μόνο το ένα άκρο του σχοινιού».
Αυτή δεν είναι κατ’ανάγκη μια άνετη σχέση, αλλά προτείνει την αμοιβαία εμπιστοσύνη και την ανοικτή επικοινωνία. Σε μια δημοκρατία, το νόημα μπορεί να αναζητηθεί μόνο μέσα από τη συνομιλία με τους συμπολίτες. Η απόλυτη αλήθεια είναι αδύνατη επειδή η αλήθεια – τουλάχιστον σε μια δημοκρατία – είναι ενδεχομενική και διαπραγματεύσιμη. Εάν το πλήρωμα είχε μπει στον κόπο να αναζητήσει τη συλλογική βούληση με πιο δημοκρατικούς τρόπους και σκοπούς, θα μπορούσε να έχει πράξει εποικοδομητικά με στόχο να υπερνικηθεί ο απολυταρχισμός και η παράνοια του Αχαάβ.
Η πραγματεία του Αλεξίς ντε Τοκβίλ «Δημοκρατία στην Αμερική», η οποία δημοσιεύτηκε μια δεκαετία πριν από το «Μόμπι Ντικ», αναμφισβήτητα επηρέασε τον Μέλβιλ. Όπως αναφέρει ο Τοκβίλ: «Στη χώρα του και στην εποχή του, ο άνθρωπος καθοδηγείται από μια ακαταμάχητη δύναμη· χάνοντας κάθε ελπίδα να σταματήσει αυτή η δύναμη. . . στρέφει όλες τις σκέψεις τους προς την κατεύθυνσή της». Ο Μέλβιλ αναγνωρίζει τη δύναμη που οδηγεί τον Αχαάβ (να γνωρίσει το κήτος) και τον Ισμαήλ (να γνωρίσει τον Αχαάβ), αλλά ωστόσο αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα και την τελική καταστρεπτικότητα αυτής της γνωριμίας. Ενώ οι Αμερικανοί του Τοκβίλ «δεν αρνούνται ότι ο καθένας μπορεί να ακολουθήσει το δικό του συμφέρον» και πως «την ίδια στιγμή συμφέρον κάθε ανθρώπου καθίσταται η αρετή», ο Μέλβιλ αναγνωρίζει επίσης την καλή, σχεδόν θεϊκή φύση, της ανθρώπινης ισότητας, και ευχαριστεί τον Θεό ως «κέντρο και περιφέρεια κάθε δημοκρατίας». Για αυτόν, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν έχει να κάνει με τιμές και δόξες. Αντίθετα, «θα την δεις να λάμπει στο χέρι που κρατάει ένα εργαλείο ή καρφώνει ένα καρφί». Μάλιστα προειδοποιεί τον αναγνώστη για τη δέσμευσή του σε αυτό το πιστεύω:
«Αν, λοιπόν, σε μοχθηρούς ναυτικούς, λιποτάκτες και ναυαγούς αποδίδονται εφεξής ανώτερες ιδιότητες που, αν και σκοτεινές, εξυφαίνουν γύρω τους τραγικές χάρες. . . τότε όλες οι ηθικές επικρίσεις που μου απευθύνονται είναι αυτές που με επιβεβαιώνουν, είναι το πνεύμα της ισότητας, το οποίο έχει εξαπλωθεί σαν ένας βασιλικός μανδύας της ανθρωπότητας πάνω σ’όλο μου το είδος».
Η βαθιά, ρομαντική έκκληση για δημοκρατική ισότητα συνεχίζεται:
«Να με οδηγήσεις σε αυτόν τον μεγάλο δημοκρατικό Θεό που δεν αρνιέται το χλωμό ποιητικό μαργαριτάρι στον αδίστακτο κυνηγό Μπενγιόν· Εσύ που έντυσες με σφυρήλατα φύλλα διπλά κι από τον εκλεκτότερο χρυσό, το χτυπημένο και παλαιό χέρι του γέρου Θερβάντες. Εσύ που πήρες τον Άντριου Τζάκσον από τα βότσαλα, και τον ανέβασες σε άλογο πολέμου και τον εξύψωσες πιο ψηλά κι από το θρόνο, Εσύ που σε όλες τις μεγαλόπρεπες γήινες μάχες επιλέγεις πάντα τους πρωταθλητές ανάμεσα στους βασιλικά κοινούς – να με οδηγήσεις σε αυτόν, Θεέ μου!»
Σύσσωμοι οι μετα-αποικιακοί κριτικοί ταυτίζουν τα μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα με το ρατσισμό, θεωρώντας ότι δεν εκτελούν παρά αυτοκρατορικές εντολές για το οικείο και γνώριμο κοινό τους, ενώ αντανακλούν την ακλόνητη πίστη στην επιστημονική αντικειμενικότητα. Κατ’αυτόν τον τρόπο προσφέρουν κακή υπηρεσία· διότι στην πραγματικότητα διαστρεβλώνουν πέρα για πέρα τον Μόμπι Ντικ. Ο Μέλβιλ γνωρίζει πολύ καλά τα όρια του επιστημονισμού, του ρομαντισμού και της περιπέτειας. Επιπλέον, δεν στοχάζεται απλώς μια νέα δημοκρατική κουλτούρα, αλλά μας ωθεί να την σφυρηλατήσουμε. Όπως το θέτει ο CLR James:
«Στο μεγάλο αυτό βιβλίο, οι διχόνοιες, οι έχθρες και οι παράνοιες ενός ξεπερασμένου πολιτισμού εξορίζονται αποφασιστικά και απομακρύνονται. Η φύση, η τεχνολογία, η κοινότητα των ανθρώπων, η επιστήμη και η γνώση, η λογοτεχνία και οι ιδέες συνενώνονται σε έναν νέο ουμανισμό».
Ο Μέλβιλ αντικατοπτρίζει την εμπειρία της Αμερικανικής ζωής με ιδιαίτερο τρόπο. Ωστόσο, το μυθιστόρημά του μιλά σε όλους εμάς τους σύγχρονους. Ο ίδιος υποστηρίζει πως το γεγονός και ο μύθος είναι συμπληρωματικά εργαλεία σε μια συνεχιζόμενη αναζήτηση της γνώσης, της αλήθειας και του νοήματος. Ταυτόχρονα εξηγεί τόσο την αναγκαιότητα, όσο και τα αδύναμα σημεία αυτής της αναζήτησης. Ο Μόμπι Ντικ είναι εξίσου αυτό που φέρουμε, όσο και αυτό που μας φέρει. Με τον αινιγματικό του χαρακτήρα, θα μπορούσε είτε να μας προσφέρει μια καλύτερη κατανόηση του σκοπού μας, είτε να μας οδηγήσει στην τρέλα. Η φαντασία του Μέλβιλ είναι ευρύτατη και η γραφή του φιλόδοξη και επικίνδυνη. Γράφει για τον κόσμο και αναγνωρίζει ότι η θέση μας σε αυτόν «Δεν καταγράφεται σε κανένα χάρτη. Τα αληθινά μέρη είναι σπάνια». Υπάρχουν για να ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας.
[i] CLR James, Mariners Renegades και Castaways (εκδόσεις Bewick, 1978), σ.105.