Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης, Αλέξανδρος Μπριασούλης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης
Τα πρόσφατα επιτεύγματα της επιστημονικής έρευνας, όσον αφορά την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ), προκαλούν πλέον εκρήξεις θαυμασμού στο πλατύ κοινό αλλά και μεταξύ των ειδικευμένων επιστημόνων. Μαζί με τον περίφημο αλγόριθμο που πριν λίγο καιρό έφτιαξε το πρώτο έργο ζωγραφικής, το μεγαλύτερο θαυμασμό συγκεντρώνουν τα προγράμματα εκείνα που έχουν την δυνατότητα να συνδιαλέγονται με τον άνθρωπο και να απαντούν στις ερωτήσεις του. Δεδομένης της στενής σχέσης μεταξύ γλωσσικής έκφρασης και νοητικών διεργασιών, είναι φανερό ότι αυτή η ικανότητα μοιάζει να χαρίζει, για πρώτη φορά στην ιστορία, κάτι που μέχρι τώρα αποτελούσε προνόμιο του ανθρώπου: σκέψη. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Χωρίς βέβαια να είναι δυνατόν να αναφερθούμε σε όλες τις τεχνολογικές και φιλοσοφικές παραμέτρους του προβλήματος, οφείλουμε να σταθούμε, έστω και επιγραμματικά, σε μία βασική πτυχή του ζητήματος: τη διαφορά μεταξύ ανταλλαγής πληροφοριών (κάτι που πχ μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός απλού ηχητικού κώδικα) και πλήρους γλωσσικής έκφρασης, θεμελιώδους πράξης του ανθρώπινου πολιτισμού.
Σε αντίθεση με ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης, στην ανθρώπινη επικοινωνία τίθεται πάντα το εξής θεμελιώδες ερώτημα: «Τι λέμε ακριβώς όταν μιλάμε;». Το ερώτημα αυτό είναι από τα πιο περίπλοκα και ενδιαφέροντα για την κατανόηση του ανθρώπινου πνεύματος και του πολιτισμού και σχετικά με αυτό αξίζει να αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό ανέκδοτο από το βιβλίο «La Galassia Mente» της νευροφυσιολόγου Rita Levi Montalcini:
Ένας Αμερικανός γερουσιαστής επισκέπτεται ένα από τα μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα σχεδιασμού υπολογιστών τεχνητής νοημοσύνης. Ο γερουσιαστής ζήτησε από τον υπερ-υπολογιστή να μεταφράσει στα κινεζικά την γνωστή φράση «Out of sight, out of mind». Πράγματι, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου το μηχάνημα μεταφράζει τη φράση, η οποία στην ελληνική γλώσσα αποδίδεται ως «μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται». Όταν ο γερουσιαστής, που δεν γνώριζε κινέζικα, ζήτησε από το μηχάνημα να του κάνει και την αντίστροφη μετάφραση, από τα κινεζικά στα αγγλικά, τάχιστα το μηχάνημα αποκρίθηκε: «Invisible Idiot» (αόρατος ηλίθιος). Για το μηχάνημα η μετάφραση είναι απολύτως σωστή καθώς το “out of mind” σημαίνει, εκτός των άλλων, ηλίθιος άνθρωπος (άνθρωπος δίχως νου, επομένως «idiot») ενώ “out of sight” σημαίνει και «αόρατος» (invisible).
Το 1964 ο φιλόσοφος Hubert Dreyfus (Hubert Dreyfus’s views on artificial intelligence) παρομοίασε τους σκοπούς της έρευνας πάνω στην ΤΝ με αυτούς των αλχημιστών του μεσαίωνα οι οποίοι ήθελαν να μετατρέψουν τα ευτελή μέταλλα σε χρυσό. Θα λέγαμε ότι αυτή η αναλογία του Dreyfus μεταξύ Αλχημείας και ΤΝ είναι εύστοχη κυρίως ως προς το αδύνατο της προσπάθειας. Υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφορές. Αν και δεν μας είναι απολύτως γνωστό πόσο μπορεί να είχε διαποτίσει η χυδαιότητα του υλισμού τους αλχημιστές του Μεσαίωνα, σίγουρα η αξία του μετάλλου είχε τον ρόλο της σε όλη αυτή την υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση οι αλχημιστές προσπαθούσαν να κάνουν, κατά βάση, δυο πράγματα: α) ανασύσταση της ύλης και β) μια προσπάθεια -συχνά απεγνωσμένη- ανύψωσης του νοητικού τους επιπέδου. Αντιθέτως οι σύγχρονοι επιστήμονες, πολύ λιγότερο ταπεινοί, ασχολούνται με την δημιουργία μιας ψευδούς νοημοσύνης και δίνουν υποσχέσεις ότι κάποια στιγμή η τεχνολογία θα επιτρέψει και την «κατασκευή» συνείδησης και ανθρώπινου πνεύματος· θα επιτρέψει την πλήρη μεταγραφή ενός εγκεφάλου. Στο επικοινωνιακό αυτό πανηγύρι, ασφαλώς, δεν θα μπορούσε να λείπει ο κινηματογράφος. Ενδεικτικά αναφέρουμε μια ταινία του 2018 (Replicas), από τις πολλές, όπου ένας επιστήμονας καταφέρνει μέσω κλωνοποίησης (DNA) των νεκρών σωμάτων και μετεγγραφής του εγκεφάλου τους, την «επαναφορά» των μελών της οικογένειάς του που σκοτώθηκαν σε τροχαίο ατύχημα.
Έτσι στις μέρες μας η ΤΝ υπόσχεται και προσπαθεί, είτε να μεταγράψει τον ανθρώπινο εγκέφαλο (ώστε να φτάσει στην αθανασία), είτε να τον αντικαταστήσει με κάτι πιο αποδοτικό. Πέρα από την υπόθεση «αθανασία», ας αναρωτηθούμε το εξής: μήπως αυτή η αντικατάσταση, έστω μερική, οδηγήσει σταδιακά στην αποδυνάμωση της ανθρώπινης σκέψης και κρίσης; Διότι η ορθοκρισία και η σκέψη, όπως θα έλεγε η Hannah Arendt, είναι ζητήματα εξάσκησης και μάλιστα μακρόχρονης· δεν «παρέχονται» έτσι απλά, με τρόπο αυτοματοποιημένο και τεχνικό. Από την άλλη ο άνθρωπος έχει έμφυτη την περιέργεια, έναν εγγενή μηχανισμό που διαρκώς αναζητά γνώση. Είναι αναγκασμένος να μάθει να εξασκεί την ορθοκρισία, πράγμα που οδηγεί στον περιορισμό της περιέργειας εντός των αντικειμένων (objects) του εμπειρικού κόσμου. Τα αντικείμενα αυτά ενσωματώνονται στη μνήμη και, στη συνέχεια, εξετάζονται και επεξεργάζονται. Σε περίπτωση που η σκέψη καταστεί αδύναμη – αν υποθέσουμε ότι έχει αντικατασταθεί από την ΤΝ – ο ασταμάτητος μηχανισμός της ανθρώπινης περιέργειας ενδέχεται να αναζητήσει νέο «υλικό», διεισδύοντας στα «υπόγεια» τμήματα του μυαλού (underground mind). Στα υπόγεια τμήματα, ωστόσο, βασιλεύουν τα ένστικτα, οι πειρασμοί και ανεξέλεγκτες δυνάμεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι πολύ πιθανό η ΤΝ να δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι έρχεται να λύσει.
Όμως σε κάθε περίπτωση, πέρα από τις δυσοίωνες προβλέψεις και τις καθαρά τεχνικές πτυχές του περίπλοκου αυτού ζητήματος, το φαινόμενο που αξίζει να υπογραμμιστεί είναι η ακρισία με την οποία η σύγχρονη κοινωνία αποδέχεται την θαυματουργική ρητορική που συνοδεύει αυτές τις εφευρέσεις, αλλά και η χαρούμενη αφέλεια που δείχνει αποδεχόμενη ασυζητητί τις τεχνολογικές εφαρμογές τους στην καθημερινή της ζωή. Πολλά πράγματα, που εμφανίζονται σήμερα σαν φαινόμενα πρωτόφαντα της σύγχρονης εποχής, δεν είναι τίποτε άλλο παρά σπασμωδικές και κακοφορμισμένες προσπάθειες του ανθρώπου να ικανοποιήσει και να γιατρέψει βαθύτερες, προαιώνιες ανάγκες του ή ακόμα και πληγές που το πνεύμα της μοντέρνας βαρβαρότητας επεκτείνει σε όλο και μεγαλύτερα πεδία της ζωής. Ένα τέτοιο φαινόμενο είναι και η υπόγεια, αλλά σταθερή μετατροπή της επιστήμης σε μοντέρνα θρησκεία, που όμως αντί να ανυψώσει τον άνθρωπο, συχνά καταλήγει να τον φυλακίζει σε μια νέα ειδωλολατρία. Ο ανθρωπισμός που ξεκίνησε στην Αναγέννηση, κατέληξε στον υλιστικό μηδενισμό του 19ου αιώνα και στο (δήθεν νιτσεϊκό) κήρυγμα του Υπεράνθρωπου. Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε ότι, στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία του Νίτσε δεν είναι αυστηρά νεωτερική (βέβαια, οι απόψεις διίστανται σε ό,τι αφορά το θέμα αυτό), μήτε ο υπεράνθρωπος που επιθυμούσε να δει (στη θέση του παλιού υποβιβασμένου ανθρώπου) είναι αυτό που συνήθως γνωρίζουμε, ένα αυστηρά τελειοποιημένο ον, αλλά ένας άνθρωπος που θα είχε ως βασική του ενασχόληση την τέχνη και όχι τη θρησκεία, ασχέτως κι αν ένας τέτοιος στόχος μοιάζει υπερβολικά ουτοπικός και αισιόδοξος (με αποτέλεσμα να του ασκηθεί κριτική από τον Carl Jung). Η ιδέα του Υπεράνθρωπου ως σύμβολο Φαουστικής κυριαρχίας, κατά βάση αποτελεί σοβαρή παρερμηνεία της αδελφής του (Therese Elisabeth Alexandra Förster-Nietzsche) στο τελευταίο του βιβλίο (The Will To Power), το οποίο υπέστη σοβαρές επεμβάσεις.
Επομένως, για τον ίδιο τον Νίτσε, το κήρυγμα αυτό είχε το νόημα του ξεπεράσματος διά της καταστροφής της ηθικής υποκρισίας της γηραιάς Ευρώπης. Το πραγματικό και βαθύτερο νόημά του – τουλάχιστον έτσι όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε στην μετέπειτα ευρωπαϊκή ιστορία – ήταν αυτό που αποκρυπτογράφησε ο Ντοστογιέφσκι στους Δαιμονισμένους και το έβαλε στο στόμα του Κιρίλωφ: «Θα αυτοκτονήσω για να αποδείξω ότι είμαι δυνατότερος από τον Θεό, άρα ελεύθερος». Αν όμως ο Κιρίλωφ είχε οδηγηθεί σε αυτό το στρεβλό συμπέρασμα, ήταν τουλάχιστον από αυθεντική ηθική απελπισία, ήταν επειδή πρώτα είχε όντως πιστέψει (στο δωμάτιο αυτού του μηδενιστή καίει ακόμα καντήλι μπροστά στα εικονίσματα). Γι’αυτό και η απελπισία του αυτή δεν τον εμπόδιζε, ή μάλλον του επέβαλλε την τιμιότητα και την συνέπεια λόγων και πράξης. Την θεωρία του την δοκίμασε πρώτα στον εαυτό του.
Ο άνθρωπος του 20ού αιώνα, μεταλλαγμένος από τόσες δεκαετίες πολιτικής και ηθικής εξαπάτησης, είναι πιο κυνικός και αποτελεσματικός. Προτιμά να οδηγήσει πρώτα τους άλλους στο θυσιαστήριο, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα εδραιώσει επιτέλους τη νέα Εδέμ της τεχνολογικής υπεροχής, της υλικής αφθονίας και της αιώνιας νεότητας. Κατά το πρότυπο της Γαλλικής Επανάστασης, ο μοντέρνος άνθρωπος είναι πεπεισμένος ότι στέκεται μπροστά στις πύλες της Νέας Ιερουσαλήμ και ότι το μόνο που έχει να κάνει, για να εφαρμόσει στην πράξη την «ανθρωπιστική» ιδεολογία, είναι να ξεφορτωθεί όλους όσους, με την ύπαρξή τους και μόνο, αντιφάσκουν στις αρχές αυτής της ιδεολογίας. Φαντάζεται κανείς εύκολα την απογοήτευσή του όταν διαπιστώνει ότι μετά από τόση τρομοκρατία και τόσους «αγώνες», όχι μόνο δεν έχει πλησιάσει κοντύτερα στο ιδανικό της αδελφοσύνης, αλλά αντιθέτως βλέπει την βία και τη μνησικακία να διαβρώνουν ακόμα και τους πιο στενούς οικογενειακούς δεσμούς. Ο άνθρωπος δεν μπορεί πια να συνδιαλλαγεί με τον άνθρωπο χωρίς να πέσει, πολύ γρήγορα, μέσα στην κινούμενη άμμο της διαλεκτικής του αφέντη και του σκλάβου, όπως έλεγε ο Χέγκελ, μιας σχέσης δηλαδή που δεν μπορεί να αποφύγει την μιμητική σύγκρουση και τον φαύλο κύκλο της βίας. Είναι αυτό ακριβώς που διαπιστώνουμε καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου είναι απλά αδύνατο να καρποφορήσει οποιαδήποτε μορφή διαλόγου μεταξύ αγνώστων χωρίς να εκπέσει σε ανταλλαγή επιθετικών χτυπημάτων ή ακόμα και ύβρεων.
Μέσα σε αυτό το κλίμα θρυμματισμού και διάλυσης των σχέσεων, ο άνθρωπος εναποθέτει τις ελπίδες του για διάλογο και επαφή είτε στο απείρως ανώτερο, στο θαύμα της ΤΝ, είτε στο ξεκάθαρα κατώτερο, στο ζωικό στοιχείο, το οποίο μη έχοντας «εγώ» δεν μπορεί να εισέλθει στον φαύλο κύκλο του φθόνου και της αντιζηλίας. Στην ψευδαίσθηση της σκέψης των αλγόριθμων, όπως και στο ζώο, ο άνθρωπος ψάχνει δυο πράγματα που παλιότερα τα απέδιδε και τα αναζητούσε στο θεϊκό στοιχείο, την απρόσωπη τελειότητα και την άπειρη αγάπη. Τόσο ο απέραντος θαυμασμός για τα τεχνολογικά επιτεύγματα, όσο και η λατρεία για τα ζώα, τα οποία σιγά σιγά αντικαθιστούν τους ανθρώπους στις διαπροσωπικές σχέσεις, είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Με την Τεχνητή Νοημοσύνη ο άνθρωπος ελπίζει να φτιάξει έναν βολικό συνομιλητή καθ’ εικόνα και ομοίωση του εαυτού του, έναν νέο υπεράνθρωπο απαλλαγμένο από όλα τα ελαττώματα της «ανθρώπινης», σάρκινης καταγωγής του, ένα όν που δεν θα τον επιβαρύνει με όλες αυτές τις τριβές που συνεπάγεται η πραγματική ανθρώπινη παρουσία. Απ’ την άλλη μεριά, το ζώο του προσφέρει σε αφθονία, και με ελάχιστο, καθαρά υλικό τίμημα – μόνο τροφή και λίγα χάδια – αυτό που ο ίδιος δεν μπορεί πλέον να δώσει στον πλησίον του, την αγάπη. O Nτοστογιέφσκι είχε καταλάβει πολύ καλά ότι αν κάτι εμποδίζει την αγάπη στην νεωτερική εποχή, αυτό είναι ακριβώς το ανθρώπινο πρόσωπο, δηλαδή το κατ’εξοχήν αντικείμενο της αγάπης. Η αντικατάσταση του προσώπου από τη μουσούδα, η οποία είναι απείρως επαναλαμβανόμενη και αντικαθίσταται εύκολα και με χρηματικό μόνο αντίτιμο στο πετ σοπ της γειτονιάς, προσφέρει μεγάλη ανακούφιση στον σύγχρονο μοναχικό της μεγαλούπολης και του επιτρέπει να αποφύγει τον «βάλτο» των διαπροσωπικών σχέσεων. Η φιλική προς τον χρήστη, ουδέτερη συμβατότητα της μηχανής και η σίγουρη και ανώδυνη θαλπωρή του κατοικίδιου δημιουργούν τον σύγχρονο ιδιωτικό, κλειστό παράδεισο του αυτιστικού υποκειμένου και στήνουν μπροστά στο αποκοιμισμένο πνεύμα του την ψευδή υπόσχεση της αθανασίας, την κατάργηση δηλαδή του πόνου της απώλειας. Ο παλιός, παραδοσιακός ανθρωπισμός έχει πλέον σήμερα όλα τα χαρακτηριστικά μιας όλο και πιο συνειδητής, νέου τύπου μισανθρωπίας, η οποία δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά την θέληση του ανθρώπου να αποδράσει από τον ίδιο του τον εαυτό. H προσπάθεια αντικατάστασης της φυσικής νοημοσύνης με μια τεχνητή, είναι σαφής ένδειξη της απογοήτευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο.