Renato Guttuso, Boogie-woogie (1953)

Προλογισμός και μετάφραση: Γιώργος Κουτσαντώνης, Μιχάλης Θεοδοσιάδης, Σοφία Ζήση

Για τουλάχιστον τρεις γενιές ακτιβιστών, ένα από τα παρεπόμενα των κινημάτων αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, ήταν η εκπαίδευση στο πώς μπορεί να κάνει κανείς πολιτική, ενώ ταυτόχρονα παραμένει εκτός θεσμικών οργάνων. Στην πραγματικότητα η ιδέα που γεννήθηκε, κυρίως μετά τον Μάη του 1968, ήταν ότι η πολιτική (των κινημάτων) πρέπει (οφείλει) να γίνεται εκτός των θεσμών, σε αντίθεση με την πολιτική των παραδοσιακών κομμάτων που προϋποθέτει όλους τους γνωστούς και αναπόφευκτους συμβιβασμούς. Αυτή η λογική, είχε ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα:

  • επέτρεπε στους ακτιβιστές να επενδύσουν όλη την ενέργειά τους στην επιδίωξη ενός μόνο στόχου,
  • καθώς ο στόχος δεν ήταν πλέον η κυβέρνηση της χώρας, δεν υπήρχε και η ανάγκη οικοδόμησης  σταθερών και μεγάλων πλειοψηφιών,
  • πλέον δεν ήταν απαραίτητες οι συμμαχίες μεταξύ ετερογενών ομάδων και συμφερόντων.

Αυτός τύπος κινηματισμού θεωρεί ότι μέσα από μια επιλεκτική πολιτική δραστηριότητα είναι δυνατόν να υποστηριχθεί μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Έχοντας ξεφύγει από τη βασική γραμμή που υιοθέτησε το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, τα νέα αυτά κινήματα εξάντλησαν την προσοχή τους κυρίως στα ατομικά δικαιώματα (γενικά). Σε αντίθεση με το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα που -ιδίως στην πρωταρχική του μορφή- είχε ως κεντρικό άξονά του την ισονομία και επομένως την υπέρβαση του ρατσισμού και την οικουμενικότητα του ανθρώπου (που, κατά βάση, πηγάζει από μια έντονα θρησκευτική και, εν μέρει, ρεπουμπλικανική παράδοση), οι ακτιβιστές καταλήγουν να αγωνίζονται σχεδόν αποκλειστικά για την ταυτότητά τους. Για παράδειγμα, ως γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, τρανσέξουαλ, μουσουλμάνοι, αφροαμερικανοί, κουίρ…δίπλα σε άλλες γυναίκες και άνδρες που νοιάζονται για παρόμοιες ή για τις ίδιες προσωπικές υποθέσεις. Παραδόξως, αλλά μόνο φαινομενικά, τα κίνητρα που παρέχει αυτού του είδους ο κινηματισμός «της ταυτότητας», που είναι κατά βάση αριστερής επινόησης και προέλευσης, βρίσκει ανταπόκριση και στις θεωρούμενες ως περισσότερο ατομικιστικές και φιλελεύθερες κουλτούρες, της δεξιάς πτέρυγας. Εξάλλου, κυρίως από την δεκαετία του 1970 και έπειτα δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από το δικαίωμα να εκφράζεται κανείς ελεύθερα και να ζει όπως τον ευχαριστεί και του αρέσει. Ωστόσο, η διχαστική αυτή ρητορική των ταυτοτήτων είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί μια φυλετική νοοτροπία την οποία, από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, έσπευσε να κεφαλαιοποιήσει και η ακροδεξιά η οποία βασίζεται στην «λευκή ταυτότητα», σε έναν έντονα συνωμοσιολογικό και αντισημιτικό λόγο – πράγμα που δείχνει και η αύξηση των ρατσιστικών οργανώσεων στις ΗΠΑ.

Όπως είπαμε, η μετακίνηση από τον οικουμενισμό στην ταυτότητα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και έπειτα, υιοθετήθηκε σχεδόν απ’ όλο το φάσμα του ακτιβισμού. Μάλιστα σταδιακά μετεξελίχθηκε σε μια κουλτούρα επιδίωξης συμβολικών χειρονομιών κενών περιεχομένου και «εορτασμού» (φεστιβισμού) χωρίς πολιτικό αντίκρισμα. Αυτό κυρίως στις περιπτώσεις όπου οι «δικαιωματιστές» αντιλαμβάνονταν ότι δεν μπορούσαν να προσφέρουν κάποια ιδιαίτερη προστασία στις πιο ευάλωτες ομάδες σε σχέση με την προστασία που τους παρείχε ήδη το κεντρικό σύστημα -το οποίο έβλεπε τα προβλήματα με τρόπο περισσότερο ολιστικό και συνολικό. Έτσι, ενδεχομένως ως αντίδραση, αντί να αναζητούνται οι τρόποι και οι λόγοι για να κρατηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι μαζί, αρχίζει η αναζήτηση του πώς μπορούν να διαφοροποιηθούν περαιτέρω, ως ιδιαίτερες, ατομικές ταυτότητες και μικροταυτότητες. Αυτό είχε ως συνέπεια έναν «ακτιβιστικό» κατακερματισμό των ίδιων των κινημάτων που συνέβαλε και στην ανάπτυξη πολυάριθμων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ). Οργανώσεων που, ειδικά στις περιόδους κρίσης, ήρθαν να υποκαταστήσουν κάποιες από τις κρατικές λειτουργίες (ακόμη και ζωτικές) με το αζημίωτο, προωθώντας, δηλαδή, μια δική τους πολιτική ατζέντα και λειτουργώντας έτσι ως τα παραμορφωμένα είδωλα των λεγόμενων «ομάδων πίεσης». Αυτό κυρίως γιατί από τη μια τα ίδια τα κράτη αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στα μεγάλα προβλήματα και από την άλλη διότι πολλοί ανακάλυψαν ότι μια ΜΚΟ στην πραγματικότητα μπορεί να είναι ένα ιδιαίτερα προσοδοφόρο σύστημα. Η κουλτούρα των πολιτικών της ταυτότητας και του «δικαιωματισμού» καταλήγει να εξαντλεί όλο τον πολιτικό χρόνο όχι στη φροντίδα των κοινών και συλλογικών συμφερόντων -καθώς πολλοί ακτιβιστές έφτασαν στο σημείο να αρνούνται κάθε συναναστροφή με ανθρώπους που δεν έχουν ακριβώς τις ίδιες επιδιώξεις- αλλά σε έναν «εναλλακτικό» και αυτοαναφορικό ακτιβισμό, ο οποίος πολλές φορές εκφράζεται με έντονο αρνητισμό και απέχθεια για την κοινωνία. Οι πολιτικές των ιδιαίτερων ταυτοτήτων γίνονται ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, τόσο όταν αυτές κινούνται στο κενό και αποτυγχάνουν, όσο και όταν καταλήγουν να διεκδικούν ή και να «κατέχουν» χώρους που δεν τους ανήκουν αποκλειστικά, αλλά αντιθέτως ανήκουν στο σύνολο μιας κοινωνίας.

Αναγνωρίζοντας την αξία των μεγάλων αγώνων για τα δικαιώματα οφείλουμε να πούμε ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δημοκρατικής ζωής. Καμία δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει χωρίς δικαιώματα, αλλά ταυτόχρονα, πρέπει να σημειώσουμε πως καμία δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει μόνο με δικαιώματα, τα οποία είναι υποδεέστερα της ευθύνης, της αρετής και της υποχρέωσης. Τελικά, αν υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο στο οποίο αξίζει να εστιάσουμε την προσοχή μας -σε ό,τι αφορά το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα και παρά το παράδοξο της επίσημης ονομασίας του- είναι ακριβώς το γεγονός ότι, για παράδειγμα, οι μαύροι της Αμερικής προσπάθησαν να πάρουν στα χέρια τους τη ίδια τους τη μοίρα, διεκδικώντας ανεξαρτησία και πολιτική συμμετοχή. Προσπάθησαν, με άλλα λόγια, να κερδίσουν την αξιοπρέπειά τους, ως πολίτες, υπεύθυνοι για τη ζωή τους και τη ζωή των άλλων ανθρώπων, ως υπόλογοι στον ίδιο θεό που (για τους ίδιους) συνένωνε όλα τα ανθρώπινα όντα. Άλλωστε, ακόμη και στο ηθικό επίπεδο, είναι μια ψευδαίσθηση ότι η υπεράσπιση του «εγώ» μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη του «εμείς», μια μηδενιστική αντίληψη που στις μέρες μας σχηματίζει μια αντιδημοκρατική πλάνη.

—— ○ ——

Γράφει ο Frank Furedi (πηγή: Spiked)

Ενώ η προηγούμενη τάξη κατέρρεε μια νέα, εξίσου αποπολιτικοποιημένη, ήρθε να πάρει τη θέση της.

Για να κατανοήσουμε τη σημασία του 1968, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και του 1950, οι δυτικές κοινωνίες ήταν στοιχειωμένες από την κληρονομιά του μεσοπολέμου – μια εποχή κατά την οποία αμφισβητήθηκε η κοινωνική δομή, και σε μεγάλο βαθμό οι φιλελεύθερες αξίες πάνω στις οποίες βασιζόταν. Ήταν τόσος ο μεταπολεμικός φόβος να μετατοπιστεί η προσοχή σε ό,τι ισοδυναμούσε με κρίση νομιμοποίησης που η κριτική σκέψη εξορίστηκε στο περιθώριο της πνευματικής ζωής. Η περιθωριοποίηση της κριτικής και της αντιγνωμίας ενισχύθηκε από τη ραγδαία μεταπολεμική ανάπτυξη (postwar boom), η οποία απέσπασε την προσοχή της κοινωνίας από το πολιτικό αδιέξοδο που επικρατούσε στη δημόσια ζωή. Από αυτή την άποψη ο ψυχρός πόλεμος ήταν χρήσιμος καθώς ήρθε να ενισχύσει το κλίμα της πολιτικής παθητικότητας, διοχετεύοντας την προσοχή του κοινού στην ενότητα απέναντι σε έναν εξωτερικό και ξένο εχθρό.

Όμως ξαφνικά, από το πουθενά, εμφανίστηκε στο προσκήνιο το κίνημα αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60. Για πολλούς εκείνη την εποχή, έμοιαζε σαν ο κόσμος ολόκληρος να είχε γυρίσει απ΄την ανάποδη. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του επικεφαλής του συντηρητικού Ιδρύματος Adenauer στη Δυτική Γερμανία: «Η εξέγερση του 1968 κατέστρεψε περισσότερες αξίες από όσες το Τρίτο Ράιχ». Το κίνημα αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960 εξανάγκασε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας να αμφισβητήσουν τις αξίες που υποστήριζαν την καθημερινή τους ύπαρξη.

Αποκορύφωμα του κινήματος υπήρξε η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών τον Μάιο του 1968. Η εξέγερσή τους, η οποία συνέβαλε στην κινητοποίηση και των Γάλλων εργαζομένων και οδήγησε σε γενική απεργία, υπήρξε για πολλούς ο προάγγελος της εποχής του ριζοσπαστισμού και για βάσιμους λόγους: κατά τους επόμενους μήνες μετά τον Μάη, οι φοιτητικές διαμαρτυρίες πολλαπλασιάστηκαν, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα μεγάλωσε περαιτέρω και οι μαζικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου στη Νοτιοανατολική Ασία συνέχισαν να κυριαρχούν στα πρωτοσέλιδα. Ωστόσο, αν και διαφαινόταν μια δυναμική συγκυρία, το ριζοσπαστικό μομέντουμ σύντομα παρήλθε. Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το κίνημα αντικουλτούρας είχε απο-ριζοσπαστικοποιηθεί και σταδιακά μετατράπηκε σε μια νεολαιίστικη κουλτούρα.

Μια αντίδραση στην εποχή του κομφορμισμού

Κατά τη δεκαετία του ’50 και του ’60, οι δυτικές κυβερνήσεις διατυμπάνιζαν την οικονομική ευημερία και τον καταναλωτισμό ως μια απόδειξη ότι οι κοινωνίες τους ήταν ανώτερες και πολύ πιο ελκυστικές από αυτές της σοβιετικής πλευράς κατά την περίοδο του ψυχροπολεμικού χάσματος. Το σχέδιο μετατροπής του καταναλωτισμού σε μια πολιτική δήλωση κατάφερε να φέρει τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές σε αμυντική θέση, αλλά δεν μπορούσε να αποτελέσει και την ηθική βάση του δυτικού τρόπου ζωής. Ειδικότερα, δεν μπορούσε να ενθουσιάσει, να εμπνεύσει ή να δώσει νόημα στη ζωή των πολιτών της Δύσης, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών και των διανοούμενων. Την εποχή εκείνη, ο κοινωνιολόγος Daniel Bell αναγνώρισε ότι υπήρχε ένα σοβαρό κενό στη δυτική καταναλωτική κουλτούρα. Έγραψε σχετικά: «Ο νέος διανοούμενος είναι δυσαρεστημένος επειδή ένας “ενδιάμεσος δρόμος” είναι για τους μεσήλικες, όχι γι ‘αυτόν· καθώς στερείται πάθους και είναι πνιγηρός.»

Πολλοί σχολιαστές αναπαρήγαγαν το μήνυμα του Bell και εξέφρασαν ανησυχία για την απάθεια των νέων, ιδίως των πανεπιστημιακών φοιτητών. Ο Seymour Lipset, πολιτικός επιστήμονας, παραπονέθηκε λέγοντας ότι «η πολιτική είναι πλέον βαρετή». Αυτή η ευρέως διαδεδομένη απάθεια και η πολιτική αδράνεια αναγνωρίστηκε από τμήματα της Αριστεράς και της νεότερης γενιάς. Στις ΗΠΑ, αναδύθηκε ένα νέο είδος λογοτεχνίας που άρχισε να επικρίνει τον κυνισμό και την απεμπλοκή των νέων. Και στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1957, το εντιτόριαλ του πρώτου τεύχους των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του περιοδικού Left Review (που μετονομάστηκε σε New Left Review το 1960) κατηγόρησε, για την απάθεια των νέων, την αποτυχία των αριστερών ιδεών να κινητοποιήσουν:

«Η διαμάχη μεταξύ εκείνων που προσκολλήθηκαν στα συνθήματα της δεκαετίας του 1930 και εκείνων που ασπάστηκαν τις νέες ορθοδοξίες της Βρετανικής Ευημερίας, ήταν μια αντιπαράθεση που απέφευγε, με τρόπο επιδέξιο, να καταπιαστεί με τα κρίσιμα προβλήματα και τις βασικές απογοητεύσεις της μεταπολεμικής κοινωνίας. Μια αντιπαράθεση τερατωδώς άσχετη με τη μεταπολεμική γενιά, σε σημείο που κολάκευε την απάθεια»

Το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις New Left Books το 1960 είχε και τον ανάλογο τίτλο, «Out of Apathy/Από Απάθεια». Η αντιμετώπιση του προβλήματος της απάθειας ήταν σαφώς μια από τις προτεραιότητες της αναδυόμενης Νέας Αριστεράς.

Παραδόξως, η μεταπολεμική καταναλωτική κουλτούρα άθελά της κάλεσε τους νέους να επαναστατήσουν εναντίον της. Σε αυτή την εποχή της σχετικής ευημερίας, τμήματα των νεότερων γενεών βρέθηκαν ανακουφισμένα από το βάρος της οικονομικής ανάγκης και απολάμβαναν έναν άνευ προηγουμένου βαθμό ασφάλειας και ανεξαρτησίας. Αλλά παρά το γεγονός αυτό, η κοινωνία δεν μπορούσε να προσφέρει στη ζωή τους πολύ νόημα. Ενώ αποκτούσε μια δυναμική η προσπάθειά τους να προικίσουν την ύπαρξή τους με κάποιο νόημα, εμφανίστηκε ένα νέο κίνημα αντικουλτούρας.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ήταν εμφανές ότι αυτοί που εξέφρασαν τις ανησυχίες αυτής της γενιάς είχαν την τάση να απορρίψουν την κυρίαρχη κουλτούρα -δηλαδή, τον καταναλωτισμό. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Έχοντας ως βάση την κατανάλωση και την τεχνολογική πρόοδο διατηρήθηκε μια σταθερότητα και μια πολιτική τάξη, ωστόσο έγιναν πολύ λίγα για να εμπνευστούν οι άνθρωποι ή να δοθεί νόημα στις εμπειρίες τους. Μια μελέτη αυτής της εποχής στη Βρετανία κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η αποξένωση των νέων, με αυτή τη κουλτούρα, οδηγήθηκε από μια αντίδραση ενάντια στην «εποχή της αφθονίας». Αυτή την περίοδο η εξέγερση ενάντια στον κομφορμισμό της ψυχροπολεμικής κοινωνίας στη Βρετανία, όπως εκφράζεται λογοτεχνικά μέσα από τους λεγόμενους Angry Young Men/Οργισμένους Νέους, έλαβε τη μορφή μιας πολιτισμικής καταδίκης της κοινωνίας. Σύντομα, αυτές οι αντιδράσεις θα γίνουν πιο συστηματικές, παγκόσμιες και θα αποκρυσταλλώσουν μια πραγματική αντικουλτούρα. Όπως σημειώνει ο πολιτικός φιλόσοφος Richard Wolin, «Η δεκαετία του 1960 ήταν μια εποχή έντονης απογοήτευσης με τη δυτική νεωτερικότητα». Υπό μία έννοια, η εξέγερση του 1968 μπορεί να θεωρηθεί ως έκφραση της βαθιάς απογοήτευσης από την καταναλωτική κοινωνία.

Οι απολογισμοί της δεκαετίας του 1960 υπογραμμίζουν δικαιολογημένα την εξέγερση των φοιτητών και των διανοούμενων. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά και η αντίδραση των κυρίαρχων ελίτ συχνά παραβλέπεται. Ωστόσο, ήταν η αμυντική και συγκεχυμένη συμπεριφορά των πολιτικών και πολιτισμικών κατεστημένων της Δύσης που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άνθηση της αντικουλτούρας. Τα γεγονότα του Μάη του 1968 στο Παρίσι ήταν εξίσου συνέπεια της παράλυσης της γαλλικής άρχουσας τάξης, όπως η εφευρετικότητα και ο ριζοσπαστισμός του φοιτητικού κινήματος.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, οι άρχουσες ελίτ υιοθέτησαν συχνά ένα αμυντικό ύφος, ήταν διστακτικές στην επιβεβαίωση του τρόπου ζωής τους, και εξέφρασαν ακόμη και αμφιβολίες σχετικά με το δικαίωμά τους να ασκούν εξουσία. Η συμπεριφορά τους υποδήλωνε ότι δεν είχαν κάποιο όραμα για το μέλλον και ότι αισθάνθηκαν ανίκανες να ασχοληθούν είτε με τη διάνοια, είτε με το πνεύμα των πολιτών τους. Η πνευματική τους ενέργεια, αντιθέτως, αναπτύχθηκε αποτελεσματικά και με ενθουσιασμό κατά του εχθρού σε καιρό Ψυχρού Πολέμου. Αλλά διαμέσου του Ψυχρού Πολέμου και της αντι-σοβιετικής ιδεολογίας μπορούσαν να εξασφαλίσουν την τάξη και την πίστη, δεν μπορούσαν όμως να προσφέρουν μια αίσθηση του τι θα μπορούσε να είναι εγγενώς πολύτιμο για τον δυτικό τρόπο ζωής. Επομένως οι δυτικές ελίτ αισθάνθηκαν εκτεθειμένες στο πολιτισμικό πεδίο μάχης. Ο Bell αναφέρει σχετικά:

«Η παραδοσιακή αστική οργάνωση της ζωής – ο ορθολογισμός και η νηφαλιότητά της – έχει λίγους υπερασπιστές στη ανώτερη κουλτούρα· Μήτε διαθέτει ένα συνεκτικό σύστημα πολιτισμικών σημασιών ή στυλιστικών μορφών που να χρήζει πνευματικής ή πολιτισμικής εκτίμησης. Αυτό που έχουμε σήμερα είναι μια ριζοσπαστική διάσπαση του πολιτισμού και της κοινωνικής δομής, και είναι τέτοιες οι διασπάσεις που ιστορικά έχουν προετοιμάσει το δρόμο για τη διάβρωση της εξουσίας, αν όχι για την κοινωνική επανάσταση».

Η εξέγερση της δεκαετίας του 1960 ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη στον τομέα του πολιτισμού. Στους θεσμούς πολιτισμού, ειδικά στα σχολεία και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και στη μουσική και στις τέχνες, εξωτερικεύεται γρήγορα μια νέα ευαισθησία κατά του κατεστημένου. Παρότι η εξέγερση του Μάη του 1968 συχνά προωθούσε αριστερές θέσεις περί κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού, οι βασικές επιτυχίες της εντοπίζονται στον τομέα του πολιτισμού. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, οι κατεστημένες αξίες είχαν σχεδόν γελοιοποιηθεί και απορριφθεί λεκτικά από μια μειοψηφία νέων ανθρώπων – πολλοί από τους οποίους ήταν οι απόγονοι της παλαιάς τάξης. Πλέον για τους υπερασπιστές της παλαιάς τάξης, ολόκληρος ο τρόπος ζωής τους μοιάζει να βρίσκεται υπό πολιορκία .

Ένας λόγος για τον οποίο η νέα αντικουλτούρα κατάφερε να προχωρήσει τόσο γρήγορα οφειλόταν στην αδυναμία αντίστασης των ελίτ. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι νόρμες και οι αξίες για πολλούς ήταν πλέον άσχετες και άσκοπες. Αντί να ενισχύσει τις καθιερωμένες αστικές αξίες και νόρμες, η καταναλωτική κουλτούρα της δεκαετίας του 1950 φαινόταν να τις καθιστά όλο και περισσότερο μη σχετικές με τη ζωή των ανθρώπων. Ορισμένοι σχολιαστές κατηγόρησαν ακόμη και τη νέα ευημερία ότι βοήθησε στην υπονόμευση των κατεστημένων αξιών. «Η ζωή έχει πάψει να είναι τόσο δύσκολη όσο ήταν και έτσι έγινε άσκοπη», έγραψε το 1975 η Christie Davies στη μελέτη της με τίτλο «Επιτρεπτική Βρετανία». Αν και η ευημερία ίσως διευκόλυνε την ανάπτυξη της εξέγερσης αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960, το πραγματικό διακύβευμα ήταν η απώλεια νομιμότητας των νορμών και των αξιών που υποστήριζαν τους θεσμούς της δυτικής κοινωνίας.

Όλα αυτά δεν υπονοούν ότι δεν ασκήθηκε καμία κριτική στα αναδυόμενα κινήματα αντικουλτούρας. Ωστόσο, στις αυστηρές καταγγελίες εναντίον των ρευμάτων αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60, από τους υπερασπιστές του status quo, μπορεί να εντοπίσει κανείς μια βαθιά ηθική ανασφάλεια σχετικά με τα κοινωνικά και οικονομικά δρώμενα της εποχής. Η ηθική εξάντληση του καπιταλισμού σήμαινε ότι οι αξίες που είχαν ενστερνιστεί οι ελίτ από τον 19ο αιώνα τώρα έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί. Με βάση τον βρετανό ιστορικό JH Plumb, υπήρχε μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι οι παλιές αξίες είχαν αρχίσει να φθίνουν. Για τον ίδιο, κάτι τέτοιο δεν ήταν παρά μια επιβεβαίωση ότι το παρελθόν είχε αρχίσει να πεθαίνει. «Όπου και αν κοιτάξουμε», δήλωσε σε μια ομιλία του 1968, «σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και προσωπικής ζωής, οι επιρροές από το παρελθόν διαρκώς εξασθενούν».

Το 1968, ο βρετανός υπουργός εξωτερικών Michael Stewart, στο ημερολόγιό του έγραφε για τις ηθικές αδυναμίες που πλήττουν τον ελεύθερο κόσμο, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της δικής του εποχής. «Η Γερμανία εστιάζει το ενδιαφέρον της σε άλλα πράγματα, η Γαλλία υιοθετεί μια στάση εγωιστική, εμείς έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας, οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωποι με πολλά προβλήματα», γράφει χαρακτηριστικά. Η αντίδραση του Stewart αντικατοπτρίζει το αίσθημα ηττοπάθειας που επικράτησε τότε στις πολιτικές ελίτ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο πολιτισμικός μετασχηματισμός του τρόπου ζωής στη δεκαετία του 1960 ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, αποτέλεσμα της ιδιαίτερης πολιτικής κατευνασμού των ελίτ των δεκαετιών του 1960.

Η εποχή του ριζοσπαστισμού κράτησε λίγο. Ακόμη και στο Παρίσι, τα οδοφράγματα σύντομα υποχώρησαν. Οι Γάλλοι φοιτητές επέστρεψαν στις αίθουσες διδασκαλίας· αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι επέστρεψαν στα εργοστάσια. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι πρώην ριζοσπάστες είχαν μετατραπεί σε πασιφιστές χίπηδες του lifestyle και σε ιμπρεσάριους νεανικής κουλτούρας. Κάποιοι εισχώρησαν μέσα στους θεσμούς και έγιναν αναπόσπαστο τμήμα μιας νέας κατηγορίας διανοούμενων και διαχειριστών του δημόσιου τομέα. Η εξαιρετικά σύντομη επαναστατική φάση τους σύντομα έδωσε τη θέση της σε μια αισθητική που, αν και ριζοσπαστική σε μορφή, δεν ήταν λιγότερο συγκροτημένη σε περιεχόμενο από εκείνη της δεκαετίας του 1950.

Σε αντίθεση με τον κομφορμισμό της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1960, ο νέος κομφορμισμός, αυτός που αναδύθηκε από το 1968 και μετά, ήταν αποτέλεσμα απογοήτευσης. Το αντι-πολιτικό ρεύμα που συνδύαζε μια πρωτοφανή αλλοτρίωση τόσο από το ιστορικό παρελθόν, όσο και από την ιδέα της προόδου (που κοιτά στο μέλλον) το μετέτρεψε σε καθεστώς. Οι έντονες τάσεις εναντίωσης στη νεωτερικότητα και στον ουμανισμό, έμμεσα προωθούσαν μια αίσθηση περιφρόνησης τόσο για τα επιτεύγματα της ανθρωπότητας, όσο και για τα ιδεώδη που κοιτούσαν στο μέλλον. Καθώς η δεκαετία του 1970 προχωρούσε, ο νέος κομφορμισμός οδήγησε στην εκτόπιση της πολιτικής και στην κυριαρχία των καταναλωτικών και περιβαλλοντολογικών ζητημάτων και των πολιτισμικών ταυτοτήτων. Αρκετοί πίστευαν ότι όλα αυτά αποτελούσαν μια συνέχεια του πνεύματος της αντικουλτούρας του 1968. Ωστόσο, ήταν και μια αντίδραση στον ουτοπικό ριζοσπαστισμό.

1960: ο αποδιοπομπαίος τράγος

Παρά την απο-ριζοσπαστικοποίηση των κινημάτων αντικουλτούρας, μερίδα της κυρίαρχης ελίτ συνέχιζε (μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980) να μιλά με έντονο αρνητισμό για τις αναταραχές της δεκαετίας του 1960. Δεν ήταν καν σε θέση να παραδεχτεί τη δική της αδυναμία. Αντ ‘αυτού, σκαρφίστηκε διάφορες δικαιολογίες σχετικά με την αποτυχία της να διατηρήσει την πολιτισμική της ηγεμονία. Έριχνε συχνά την ευθύνη στους ριζοσπάστες αγκιτάτορες και στον αχαλίνωτο ηδονισμό των κινημάτων αντι-κουλτούρας. Η γενιά της δεκαετίας του 1960 θεωρήθηκε αχάριστη και «κακομαθημένη». Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια γενιά σε «μόνιμο βρεφικό παροξυσμό».

Σταδιακά, οι ελίτ άρχισαν να μιλούν για σκοτεινές δυνάμεις που κρύβονταν πίσω από όλα. Μια θεωρία συνωμοσίας, ιδιαίτερα διαδεδομένη σε συντηρητικούς κύκλους, έλεγε ότι οι ριζοσπάστες της δεκαετίας του 1960 κατέστρεφαν συστηματικά τον δυτικό τρόπο ζωής λόγω της διείσδυσής τους στα μέσα και στους θεσμούς του πολιτισμού και της εκπαίδευσης. Αυτό που η συγκεκριμένη αυτή η εξήγηση δεν έβλεπε είναι πως οι παλιοί θεσμοί είχαν καταστεί ανίκανοι να υπερασπιστούν τον παλιό τρόπο ζωής. Είχαν λιποτακτήσει δίχως πολλά πολλά και είχαν παραιτηθεί από τον αγώνα υπέρ της υπεράσπισης του πολιτισμού. Οι θεσμοί των μέσων ενημέρωσης, του πολιτισμού και της εκπαίδευσης δεν χρειάστηκαν κανέναν για να διεισδύσουν· οι προηγούμενοι υπερασπιστές τους είχαν αφήσει τις πόρτες ανοιχτές.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, έγινε σχεδόν κοινός τόπος να ρίχνεται η ευθύνη για όλα τα κοινωνικά προβλήματα στη δεκαετία του 1960· από την καταστροφή της οικογενειακής ζωής και την άνοδο της σεξουαλικής ακολασίας, μέχρι την άνοδο του εγκλήματος και την παρακμή των ηθικών προτύπων. Τους μύθους ενίσχυαν οι τραυματικές μνήμες μιας εποχής που είχε εκτεθεί ο δίχως περιεχόμενο και νόημα χαρακτήρας των παραδοσιακών ελίτ αξιών. Μέχρι ενός βαθμού, αυτές οι αξίες έχουν ουσιαστικά εκμοντερνιστεί από την ύπαρξη μιας ελίτ που δεν ήταν άνετη με το δικό της παρελθόν. Αλλά αυτό το κυβερνών στρώμα δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη συνενοχή του στην υποτίμηση της δικής του εξουσίας. Αντ ‘αυτού, έψαχνε για αποδιοπομπαίους τράγους και τους βρήκε σε αφθονία στη δεκαετία του 1960.

Ποια είναι λοιπόν η ετυμηγορία της ιστορίας για το 1968; Συμπιεσμένα μεταξύ της κομφορμιστικής εποχής του 1950 και της αποπολιτικοποιημένης δεκαετίας του 1970, τα γεγονότα του 1968 έδρασαν καταλυτικά για την εξέλιξη των αστικών πολιτισμικών προτύπων. Παρόλο που το κίνημα του Μάη του 1968 διαπνεόταν από έναν αέρα ελευθερίας, και από την αναζήτηση μιας πιο ουσιαστικής ζωής, δεν υπήρχαν οι πόροι για να δοθεί ένα αυστηρό πνευματικό και πολιτικό περιεχόμενο σε αυτές τις προσδοκίες. Αντί αυτού υιοθέτησε ένα μονόπλευρο αντιδραστικό στυλ που υπονόμευσε τους κυρίαρχους κανόνες χωρίς να προσφέρει μια θετική εναλλακτική λύση. Παραδόξως, ο ηθικός αποπροσανατολισμός, η αμυντικότητα και ο πολιτισμικός πεσιμισμός, που επικρατούν σήμερα, είναι οι πιο ανθεκτικές κληρονομιές του Μάη του 1968.

Καλώς ή κακώς, το 1968 ήταν η στιγμή που πολλές Δυτικές κοινωνίες δεν μπορούσαν πλέον να αγνοήσουν την πολιτισμική επανάσταση που απειλούσε να υπονομεύσει τις παραδοσιακές τους αξίες και νόρμες. Υπό αυτή την έννοια, αντιπροσώπευσε μια σημαντική ιστορική στιγμή. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές ποιος φέρει την ευθύνη για τη ριζική ανατροπή που ακολούθησε: οι φοιτητές που προέλαυναν στους δρόμους του Παρισιού, του Λονδίνου και του Βερολίνου, ή οι κυβερνώσες ελίτ που τράπηκαν σε  φυγή. Έχοντας χάσει την πίστη τους στην πολιτισμική παράδοση που υποστήριζε την θέση ισχύος τους, οι πολιτικές ελίτ βρέθηκαν εκτεθειμένες σαν γυμνοί αυτοκράτορες.

Δυστυχώς, η παρακμή της παραδοσιακής εξουσίας δεν συνοδεύτηκε από την εμφάνιση μιας φωτισμένης εναλλακτικής λύσης προσανατολισμένης προς το μέλλον. Η εξουσία σπανίως προσπαθεί να μιλήσει στη γλώσσα των ανθρώπινων αξιών. Αντίθετα, κρύβεται πίσω από μια κυνική τεχνοκρατική κοσμοθεωρία και υποβάλλει τη δημόσια ζωή σε μια στενή εργαλειακή λογική της απόδοσης, της παράδοσης και της βέλτιστης πρακτικής. Πολλοί από τους άλλοτε ριζοσπάστες φοιτητές έχουν ενσωματωθεί στο σημερινό κατεστημένο. Και με αυτό τον τρόπο, έχουν υιοθετήσει μια στενόμυαλη, πολιτικά ορθή κοσμοθεωρία που με ευκολία συμπληρώνει την αδιάκοπη επιθυμία της πολιτικής τάξης να εκσυγχρονίσει και να «μεταρρυθμίσει» τα θεσμικά της όργανα.

Η αντικουλτούρα ως δεσπόζουσα τάση

Το πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό του 1968 ήταν η προθυμία ενός μεγάλου αριθμού νέων να αμφισβητήσει, να πράξει και να δεσμευτεί. Η ριζοσπαστικοποίηση των δεκαετιών του εξήντα οφείλεται σε μια ειλικρινή φιλοδοξία να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Οι προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων μεγάλωσαν και πολλοί υπέρμαχοι του κινήματος ενθαρρύνθηκαν να πειραματιστούν και να διακινδυνεύσουν. Δυστυχώς, όμως, αυτό το κίνημα απέτυχε να διαμορφώσει μια βιώσιμη εναλλακτική πρόταση απέναντι στις αξίες και στις πολιτικές που ήρθε να αμφισβητήσει και να επικρίνει. Γρήγορα χάθηκε η μεγάλη εικόνα και αυτό που παράμεινε ήταν μια εμμονή με ζητήματα που σχετίζονται με την προσωπική ζωή, την ατομική ταυτότητα και τη σεξουαλική συμπεριφορά. Αυτή η μετατόπιση εκφράστηκε ρητά μέσα από τη θέση ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό». Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, το προσωπικό έγινε τόσο πολιτικό που η ίδια η πολιτική εξαλείφθηκε, σε μεγάλο βαθμό, από τα «διατακτικά» της γενιάς του 1960.

Παραδόξως, το κίνημα που προέκυψε ως απάντηση στον μεταπολεμικό κομφορμισμό οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας μορφής κομφορμισμού. Κατά την περίοδο μεταξύ του 1970 και του 1990, οι περισσότερες από τις ιδέες που συνδέονται με το κίνημα αντικουλτούρας απορροφήθηκαν από την υπόλοιπη, δεσπόζουσα, κοινωνία. Η εμμονή της δεκαετίας του 1960 με τα ατομικά, αυτοεκπληρωτικά, συναισθηματικά και προσωπικά ζητήματα αποτυπώθηκε διεξοδικά στο πολιτισμικό σενάριο της κοινωνίας. Ούτε καν τα ριζοσπαστικά και συντηρητικά καθεστώτα της Θάτσερ και του Ρέιγκαν δεν θα μπορούσαν να κάνουν πολλά για να περιορίσουν την επιρροή των πολιτισμικών αξιών που προωθούνται από τις ταξιαρχίες του: «το προσωπικό είναι πολιτικό». Αυτές οι αξίες, οι οποίες θεσμοθετήθηκαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μετακόμισαν γρήγορα και στον εργασιακό χώρο και μεταλλάχθηκαν σε κυρίαρχες αξίες των δυτικών κοινωνιών.

Σήμερα, χρειαζόμαστε ένα νέο κίνημα αντικουλτούρας που θα επαναπροσδιορίσει τα καλύτερα στοιχεία του δυτικού πολιτισμού, αμφισβητώντας τις αξίες των πολιτισμικών ελίτ της δεκαετίας του 1960.