Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γκιμπιρίτης Νικόλαος και Γεωργιλάς Αθανάσιος
Ι
Αρχή και τέλος κάθε προεκλογικής περιόδου είναι η όξυνση, ο διαχωρισμός και η πολεμική αντιπαράθεση. Κομματικά στρατόπεδα, κόμματα, κόμματα κι αποκόμματα, κομμάτια, κομματάκια και κατακερματισμένες παρατάξεις συγκροτούν την καύσιμη ύλη με την οποία λειτουργεί σήμερα ο πολιτικός διάλογος. Όμως φευ, στη σύγχρονη εκδοχή της μαζικοκεντρικής κοινωνίας, δημοκρατία και πολιτικός αγώνας έχουν καταστεί έννοιες διακοσμητικού περιεχομένου. Η εκλογική όξυνση σταμάτησε προ πολλού να διεξάγεται μεταξύ ταξικών αντιπάλων και πολιτικών προγραμμάτων, περιορίζεται απλώς να αποτελεί την υπόθεση μερικών εκλογικών συμμοριών, ντρεσαρισμένων σε παραδοσιακού τύπου «πολιτικά κόμματα», που αποσκοπούν στην ιδιοποίηση των ευεργετημάτων από την κατάληψη της εξουσίας και τη νομή της στις φαμίλιες τους και τους λοιπούς προσκείμενους του κομματικού τους σχηματισμού. Υπό το κάλυμμα του κοινοβουλευτικού συστήματος οι ανεπάγγελτοι δημοσιόνες των αξιωμάτων ράβουν το κοστούμι του υποψήφιου για να διαιωνίσουν για άλλη μια φορά το συμφέρον του μερικού σε βάρος του γενικού.
II
Από την ίδρυσή του το νεοελληνικό κράτος ασθμαίνει μεταξύ της εξ αντικειμένου ένταξής του στο σύγχρονο διεθνές σύστημα και του αναπόδραστου παρελθόντος που βαραίνει την ελληνική γη. Πατώντας με το ένα πόδι στα σύνορα της Δύσης και το άλλο της Ανατολής, μεταξύ εκσυγχρονισμού και παράδοσης, Μεταμοντερνισμού και Βυζαντίου, NASA και Παρθενώνα, το νεοελληνικό μόρφωμα αποτελεί τη μοναδική περίπτωση ευρωπαϊκού κράτους που διατηρεί ακόμη ζωντανή την οθωμανική νοοτροπία του. Οφείλοντας πάντοτε σε αλλότριους προστάτες την ανεξαρτησία του, το νεοελληνικό κράτος αποτελεί μόνιμα ένα υλικό και διανοητικό δάνειο με επακόλουθο οξύμωρους και ιλαροτραγικούς σχηματισμούς. Το Κράτος δεν ιδρύθηκε για να εντάξει την ελληνική κοινωνία στον σύγχρονο κόσμο, αλλά για να την καταδυναστεύσει και να την καθυποτάξει. Ως εκ τούτου, οι εκλογές καθορίζουν ποια ακριβώς μέλη της κοινωνίας θα διεκπεραιώσουν το λειτούργημα της καταδυνάστευσης.
III
Η καχεξία του ελληνικού πολιτικού συστήματος οφείλεται στο προπατορικό αμάρτημα της παρά φύση πολιτογράφησης του προκαπιταλιστικού, ημι-φεουδαλικού, πατριαρχικού, δημώδους εθιμικού δικαίου, της μεταβυζαντινής–οθωμανικής κοινωνίας του ελλαδικού χώρου, σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Αποτέλεσμα, η εμφανής μας απογοήτευση που τελικά συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε αυτό το οποίο μας έχουν τάξει ότι είμαστε, «οι πρόγονοι του Δυτικού πολιτισμού». Απογοήτευση αντίστοιχη αυτής του Λόρδου Μπάυρον όταν ενθουσιώδης σάλπαρε προς την Ελλάδα εν μέσω επαναστατικής εθνεγερσίας αναμένοντας να ανταλλάξει χειραψίες με τον Περικλή, τον Αλκιβιάδη και τον Παυσανία για να έρθει τελικά αντικριστά με τους εξαϋλωμένους Μεσολογγίτες. Τα δισέγγονα των αλμπάνηδων και των κατσαπλιάδων μεταλλάχθηκαν σε κοσμοπολίτες και εταίρους των ευρωπαίων πολιτών. Ο αστός από το Κολωνάκι με τους τυρογαλάδες προπαππούδες που παραπονιέται για τη ζέχνα στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου. Ο εργολάβος που μοιράζει μπαξίσια στους διοικητικούς υπαλλήλους για να βάλει σε κίνηση τον κρατικό μηχανισμό. Ο επιφανής οικονομικός παράγοντας του τόπου με το κουμπούρι ζωσμένο στη τσέπη του. Διασημότητες του καλλιτεχνικού στερεώματος που διαπραγματεύονται τους εαυτούς τους με αντάλλαγμα μια θέση στο τηλεοπτικό πάνθεον. Τιτάνες της ακαδημαϊκής κοινότητας που συναγωνίζονται σε κυβερνητικές πεολειξίες για μια θέση στο κομματικό ψηφοδέλτιο. Περσόνες που σκιαγραφούν τις γλαφυρές πτυχές μιας χώρας που άλλαξε τα πάντα για να τα διατηρήσει όλα ίδια. Τους πασάδες αντικατέστησαν οι δήμαρχοι, τους σουλτάνους οι βουλευτές, τους κολαούζους οι καθηγητές, τις παλλακίδες οι στάρλετ, τους κοτζαμπάσηδες οι ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών ομίλων.
IV
Αν μέχρι και την Μεταπολίτευση η υδροκέφαλη κρατική γραφειοκρατία συνέβαλλε στη διόγκωση του πελατειακού κράτους και του αχαλίνωτου καταναλωτισμού, σήμερα αυτός ο κύκλος δούναι και λαβείν μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων έχει συρρικνωθεί δραματικά στα όρια των ίδιων των υποψηφίων και των άμεσων συνεργατών τους. Το κράτος, πλέον, αδυνατεί, λόγω της στενότητας και της οικονομικής καχεξίας, να προσφερθεί ως έπαθλο στους οπαδούς της νικηφόρας κομματικής παράταξης. Αυτό που ίσχυε κατά τις πρόσφατες δεκαετίες –ο έλληνας ψηφοφόρος να ψηφίζει με κριτήριο την τσέπη του και ο υποψήφιος να εκπληρώνει τις προσδοκίες των ψηφοφόρων του με αντάλλαγμα την εκλογή του- έχει δώσει τη θέση του στη δημοσιονομική σπάνη και την οικονομική λειψυδρία. Η οικονομία παρουσιάζεται σαν ιερό τέρας που απαγορεύεται να την αγγίξει ο οποιοσδήποτε και οι πολιτικοί δείχνουν ανίκανοι να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Το μόνο που μπορούν να υποσχεθούν, κι αυτό με επιφυλάξεις, είναι μια σειρά από ασήμαντα ρουσφέτια που απλώς επιβεβαιώνουν πως το party τελείωσε, που επισφραγίζουν πως από ‘δω και στο εξής «οικονομία» δεν σημαίνει πρόσβαση στον εμπορευματικό πλούτο αλλά τα ξεροκόκκαλα του ουσιαστικού αποκλεισμού από αυτόν: προστασία της πρώτης κατοικίας, μερικά επιδόματα στις απανταχού μειονότητες, μια χούφτα φοροελαφρύνσεις στη μεσαία τάξη, μια καλύτερη πρόσβαση των πολιτών τρίτων χωρών στην αγορά εργασίας. Αδυνατώντας πλέον οι κυβερνήσεις να επηρεάσουν έστω και κατ’ ελάχιστον τους πυλώνες της δημόσιας ζωής, στρέφονται προς την αισθητική διδασκαλία μιας ποδοπατημένης ισότητας, μια φαρσοκωμωδία ενδυματολογικής, σεξουαλικής, εθνολογικής και γραμματολογικής μεταρρύθμισης. Γινόμαστε μάρτυρες μιας μετατόπισης απ’ τον παραδοσιακό ταξικό πόλεμο και την αγωνία της διακυβέρνησης των ανθρώπων προς μια δημόσια διοίκηση της πρέπουσας συμπεριφοράς, την απορρόφηση από το νομοθετικό σύστημα όλο και περισσότερων lifestyle. Ως εκ τούτου, μπορεί η εξουσία να ταμπουρώνεται στο οχυρό της και να ωφελεί όλο και πιο λίγους, μπορεί μεν η ουσία της εκπροσώπησης να συρρικνώνεται ποσοτικά, αλλά τουλάχιστον μεγεθύνεται αριθμητικά, εγγυάται μια πλουραλιστική αύξηση των δελφίνων που μπορούν να τη διεκδικήσουν λόγω της ανοιχτόμυαλης διεύρυνσης των οριζόντων της.
V
Η δημοσιονομική επιτροπεία δημιούργησε νέες πραγματικότητες αλλάζοντας άρδην τους όρους του εκλογικού παιχνιδιού. Αν μέχρι πρόσφατα την αντίφαση της κατ’ επίφασιν καθολικής ισότητας των πολιτών και της ανάγκης η έμπρακτη άσκηση της εξουσίας να βρίσκεται στα χέρια μιας ολιγομελούς ελίτ επικάλυπτε η ταύτιση της volonté génèrale με την volonté de tous, δηλαδή ο λαϊκισμός, σήμερα ο κάθε τοπικός κομματάρχης φαίνεται ανήμπορος να εγγυηθεί την οποιαδήποτε υπόσχεση στον οποιοδήποτε εκτός από τη προσωπική του ένταξη στον κυβερνητικό μηχανισμό. Αν κάποιος υποψήφιος κατέβαινε κάποτε στις εκλογές μοιράζοντας υποσχέσεις ότι θα ενεργήσει για τα συμφέροντα των οπαδών του (πράγμα που σχεδόν πάντοτε σήμαινε διορισμό στο δημόσιο για τους ίδιους και τα μέλη των οικογενειών τους), σήμερα εκλιπαρεί να τον ψηφίσουν για να εξασφαλίσει ο ίδιος την επαγγελματική του αποκατάσταση. Η επαγγελματική και κοινωνική στενότητα (από την οποία δεν προδιαγράφεται μια σύντομη διέξοδος) έχει στρέψει ένα πλήθος ανεπάγγελτων δημοσιόνων, άτεχνων ηθοποιών, ατάλαντων τραγουδιστών, πειθήνιων δημοσιογράφων, νερόβραστων ακαδημαϊκών και αποσυρμένων αθλητών, προς τις κομματικές λίστες διεκδικώντας την ψήφο των πολιτών προκειμένου να τακτοποιηθούν οι ίδιοι μέσα στο πολιτικό σύστημα. Από την άλλη, η προγραμματική ένδεια και ο άνευρος πολιτικός λόγος των κομμάτων έχει προκαλέσει πανικό στα μέλη των κομματικών γραφείων με αποτέλεσμα να συναγωνίζονται στην κατάρτιση εκλογικών λιστών από κάθε καρυδιάς καρύδι. Περσόνες άσχετες και αδιάφορες με τα πολιτικά προβλήματα του τόπου, διεκδικούν την ψήφο των πολιτών με ένα και μοναδικό προσόν: την κοινωνική τους αναγνωρισιμότητα. Ένας ολόκληρος στρατός υποψηφίων «ειδικής κατηγορίας» έχει συσταθεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Το κάθε κόμμα, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια και την ψήφο των ψηφοφόρων, ανταγωνίζεται το άλλο επιστρατεύοντας τη δική του «Dream League». Γυναικωτοί ακτιβιστές, τηλεοπτικοί τατουατζήδες, οργισμένες φεμινίστριες, «influencers», υπερασπιστές αδέσποτων ζώων, φιλελεύθεροι με αραβικά ονόματα, θύματα έμφυλης βίας, οροθετικοί, βετεράνοι ποδοσφαιριστές, εφοπλιστές του βουνού, άτομα με εκ γενετής κινητικά προβλήματα, top models της διπλανής πόρτας. Ένα πλήθος πεινασμένων και διψασμένων για προβολή και αναγνώριση υποψηφίων, άρρωστων από την επιθυμία της αυτοπραγμάτωσης, είναι πρόθυμοι να ταπεινωθούν, να ξεγυμνωθούν, να κάνουν κάθε είδους εκκεντρική ανοησία, αρκεί να συγκεντρώσουν επάνω τους τα βλέμματα των ψηφοφόρων.
VI
Κατά γενική ομολογία, από ‘δω και στο εξής θα πασχίζουν για εκπροσώπηση στις εκλογικές μάχες οι στρατιές των μειονεκτικών, όσοι έχουν να αφηγηθούν μια ιστορία bullying, όλοι εκείνοι που κατάφεραν να μετατρέψουν την αδυναμία τους σε κερδοφόρο πλεονέκτημα. Εδώ δεν μιλάμε καν για τυραννία των μειοψηφιών, αλλά για πραξικόπημα των μικρών αριθμών. Καθένας με την ιδιαιτερότητά του πραγματοποιεί την, εγγυημένη για ένα επιτυχές άρμεγμα της κρατικής αγελάδας, εξής διαδρομή: αρχικά διαμαρτύρεται για τη ρημάδα την κοινωνία που δεν είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του και τελικά ράβει ο ίδιος ένα κοστούμι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της εξουσίας και ζητά τη στήριξη αυτής της κοινωνίας για να διορθωθεί έτσι μια κάποια ηθική και ψυχολογική βλάβη. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, αυτό που θα λέγαμε είναι πως μόνο οι λαϊκές τάξεις δεν κάνουν αυτοπροσώπως την εμφάνισή τους στην πολιτική διαδικασία, δεν δηλώνουν παρόν στη μάχη για την εξουσία. Όσο κι αν ψάξουμε δε θα βρούμε λαμαρινάδες, σκουπιδιάρηδες, μανάβηδες, ηλεκτρολόγους στα ψηφοδέλτια. Βέβαια, και οι υποτελείς δεν είναι άμοιροι ευθυνών στον βαθμό που συναινούν σ’ αυτή την ηθική χαλάρωση, που παραγκωνίζουν στα αζήτητα την πολιτική τους συνείδηση και ψάχνουν για κοινό έδαφος με το εν λόγω freakshow. Σ’ έναν κόσμο πλασμένο μόνο για διασκέδαση και λύπηση, κάπως έτσι θα αρχίσει να μοιάζει σιγά-σιγά και η πολιτική του εκπροσώπηση, ηδονολατρική και φεστιβική, συμπονετική και ελεεινολογική.
VII
Η τωρινή προεκλογική περίοδος κεντρίζει το ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί προβάλλει τα όσα θα διαδραματιστούν στις ερχόμενες εκλογές, αλλά και γιατί αποτελεί ένδειξη της ποιοτικής μετάβασης που συντελείται στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος προκειμένου να διασωθεί από την ψηφοθηρική αστάθεια που προκαλούν η αποδημοκρατικοποίηση της πολιτικής και η αποπολιτικοποίηση της δημοκρατίας. Μπροστά στην ολοένα και αυξανόμενη εμπέδωση του αδιεξόδου που προκαλεί στο αντιπροσωπευτικό μοντέλο η συστηματική μεταφορά των εξουσιών από το περιφερειακό στο κεντρικό και από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο, η έμφαση του αισθητικού στοιχείου των υποψηφίων αντί του πολιτικού τους βάρους, το «προφίλ» αντί του προσώπου, τα προσόντα αντί της ικανότητας, τα βιογραφικά αντί της εμπειρίας, η πασαρέλα αντί της προεκλογικής συγκέντρωσης, τα μιμίδια αντί των προγραμμάτων, η επικοινωνία αντί του διαλόγου, τα cocktail-party αντί των εκδηλώσεων, τα μεγάλα ραντεβού στα τσιπουράδικα, θα είναι από εδώ και πέρα τα κύρια χαρακτηριστικά με τα οποία θα διεξάγεται ο εκλογικός αγώνας. Ανέκαθεν οι εκλογές χρησιμοποιούσαν τα μέσα του θεάματος για να διεξαχθούν. Το νέο είναι ότι πέραν αυτών των μέσων η δημοκρατία τείνει στην αλυσιτέλεια των οιωνδήποτε σκοπών και την αποτελμάτωση των μεγάλων οραμάτων.
VIII
Μέσα στον βάλτο των κοινωνιών μεγάλης κλίμακας και ανωνυμίας, δεν προκαλεί έκπληξη που τα σύγχρονα κόμματα ανταποκρίνονται αναλόγως κάνοντας χρήση των εργαλείων της φεστιβικής εποχής. Η διαδικτυακή – τηλεοπτική περσόνα που κατεβαίνει υποψήφια στις εκλογές αποτελεί το ισοδύναμο του τηλεματικού ψηφοφόρου. Η εμπειρία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι αρκετή για να εξηγήσει το είδος του αποτελέσματος που αναμένουμε από τις διακοσμητικές περσόνες που προωθεί το κομματικό σύστημα. Όπως η αντιπροσώπευση και η καθολική ψηφοφορία απομάκρυναν ακόμα περισσότερο τους πολίτες από την πολιτική, έτσι και το καρναβαλικό μακιγιάρισμα των εκλογών σημαίνει ότι οι πολίτες θα συμμετάσχουν ολοένα και περισσότερο στις εκλογές σαν μια διαδικτυακή φιέστα. Τα πολιτικά πάθη, οι διενέξεις, οι ιδεολογικοί διαξιφισμοί περιορίζονται στο διακοσμητικό ερέθισμα (αρνητικό ή θετικό), που προκαλούν στο γούστο μας οι υποψήφιοι. Η δημοκρατία εμπεδώνεται πλέον τηλεματικά, από το δικαίωμα που μας παρέχει να διακοσμούμε με βάση το δικό μας αισθητικό κριτήριο ποιες διασημότητες θα γεμίσουν με την παρουσία τους τις αίθουσες των δημοτικών συμβουλίων, την ευρωβουλή και το κοινοβούλιο. Ακολουθώντας στα λογικά της όρια τη σκέψη που χάραξε στον ουρανό των οδοφραγμάτων ο Μάης του 68, «το προσωπικό είναι πολιτικό», μπορούμε σήμερα να δηλώσουμε περήφανα ότι η πολιτική έπαψε να έχει σημασία και, εφόσον, βρισκόμαστε στο σημείο να διαχειριζόμαστε απλώς τα πράγματα, ψηφίζουμε ό,τι μας εξασφαλίζει προσωπική ικανοποίηση, πρόσωπα της αρεσκείας και του γούστου μας. Η διακοσμητική τέχνη αντικατέστησε την πολιτική.
IX
Τα τέρατα που ανέμενε ο Γκράμσι να εμφανιστούν πριν ο παλιός κόσμος πεθάνει και ο νέος γεννηθεί είναι εδώ μαζί μας και ζητάνε να τους ψηφίσουμε. Απ΄το λυκόφως αυτό αργεί πολύ να ξημερώσει…