Η μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς στις 15 Απριλίου 2019 την σχεδόν χιλιετή ξύλινη σκεπή της Παναγίας των Παρισίων αποτέλεσε, όπως πλέον συνηθίζεται με όλα τα γεγονότα ειδικού βάρους, μια ακόμα αφορμή για κάθε είδους ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και αντεγκλίσεις στην παγκόσμια δημόσια σφαίρα. Η καταστροφή ενός από τα σημαντικότερα πολιτισμικά και θρησκευτικά μνημεία, που υπό κανονικές συνθήκες θα προκαλούσε μόνο θλίψη και περισυλλογή, κατάφερε και δίχασε την κοινή γνώμη, όχι μόνο ως προς τη σημασία του γεγονότος καθεαυτού, αλλά και δημιουργώντας αντίπαλα στρατόπεδα, στρέφοντάς τα το ένα ενάντια στο άλλο. Έτσι, απέναντι στο κύμα μαζικής συγκίνησης που προκάλεσε η καταστροφή, δημιουργήθηκε σχεδόν αυτόματα και η αντίπερα «όχθη» όλων εκείνων που είτε εκφράζουν μια περισσότερο ή λιγότερο κεκαλυμμένη μνησικακία απέναντι στην κυριαρχία του δυτικού πολιτισμού είτε ασκούν μια πιο αφ’ υψηλού και «αποστασιοποιημένη» κριτική που εστιάζεται στην υποκρισία των θρηνούντων, αυτών δηλαδή που χύνουν εύκολα δάκρυα για ένα κτίσμα που σε τελική ανάλυση δεν είναι παρά «πέτρες και ξύλα», αλλά προσπερνούν ασυγκίνητοι τον αναξιοπαθούντα συνάνθρωπό τους. Για την σημερινή ηθική τάξη πραγμάτων, καμία από τις συμβολικές αξίες του δυτικού πολιτισμού, οι οποίες επιπλέον έχουν καταντήσει – όπως μας βεβαιώνουν – κενές περιεχομένου, δεν θα μπορούσε να σταθεί δίπλα σε αυτήν του ενεργού και στρατευμένου ανθρωπισμού.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι το είδος και ο χαρακτήρας πολλών αντιδράσεων της παγκόσμιας κοινής γνώμης επιβεβαιώνουν την καχυποψία που μπορεί να θρέφει κανείς απέναντί τους. Παραδείγματος χάρην, η εκτόξευση των πωλήσεων του βιβλίου του Β. Ουγκώ, Η Παναγία των Παρισίων, την επόμενη της καταστροφής, φανερώνει μια συμπεριφορά απρόσωπου καταναλωτισμού και ταυτόχρονα βαθιά αταβιστική: μια προσπάθεια μαγικού εξορκισμού της καταστροφής που βασίζεται στην ενδόμυχη πίστη ότι μεταξύ των δύο ομώνυμων πραγμάτων (του ναού και του βιβλίου) δεν μπορεί παρά να υπάρχει μια μυστική συγγένεια ουσίας. Ύλη αντί ύλης λοιπόν, σαν να μπορούσε μέσω των πωλήσεων των βιβλίων να αναπληρωθεί κάτι από την απώλεια του ίδιου του καθεδρικού. Αυτή η σύγχυση των δύο σε μια κοινή οντότητα στο φαντασιακό του κοινού, σύγχυση που προέρχεται κατά μεγάλο μέρος από την εικονική πραγματικότητα των ΜΜΕ, δείχνει ότι η ουσιαστική κατανόηση και επικοινωνία με αυτά τα έργα τέχνης έχει γίνει σήμερα μια πολύ δύσκολη υπόθεση, ακόμα και για αυτούς που δηλώνουν φανατικοί θαυμαστές τους.
Παρόμοιο όμως φαινόμενο σύγχυσης, αν και σε διαφορετικό επίπεδο, παρατηρείται και στο στρατόπεδο αυτών που στέκονται κριτικά απέναντι στο ζήτημα και υπογραμμίζουν ότι το υπέρογκο ποσό που απαιτείται για την αναστήλωση θα έπρεπε να ξοδευτεί για την ανακούφιση των θυμάτων πολέμων και γενικά των διαφόρων ειδών καταστροφών που αφθονούν στον πλανήτη μας. Και σε αυτή την άποψη μπορούμε να ανιχνεύσουμε εύκολα το ίδιο λογικό λάθος, την πεποίθηση δηλαδή ότι το χρήμα μπορεί να ενώνει με μια σχέση «συγκοινωνούντων δοχείων» ή αιτίας και αποτελέσματος πράγματα και καταστάσεις που δεν άπτονται μεταξύ τους. Η ανισότητα στην κατανομή του πλούτου, φαινόμενο διαπιστωμένο και παλιό όσο και η ανθρώπινη κοινωνία, δεν είναι κάτι που μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτόματα με ρυθμίσεις τεχνικού τύπου κι ούτε βέβαια με τη φιλανθρωπία, η οποία είναι μάλλον σύμπτωμα της αδικίας κι όχι αντίδοτο. Τα μειωμένα έξοδα των πλουσίων δεν πρόκειται ποτέ να καταλήξουν στις τσέπες των φτωχών, όπως και τα χρήματα που δεν θα ξοδεύονταν για την Νοτρ Νταμ (ή για οποιοδήποτε άλλο μνημείο) δεν θα ανακούφιζαν κάποιους αναξιοπαθούντες, αλλά θα επενδύονταν στο χρηματιστήριο ή θα ξοδεύονταν για την αγορά πολυτελών καταναλωτικών αγαθών. Οι εντελώς αυθαίρετες και στατιστικού τύπου συσχετίσεις που συγκρίνουν ανόμοια πράγματα που κατέχουν εξέχουσα θέση στις δημοσιογραφικές τεχνικές χειραγώγησης (π.χ. το κόστος κατασκευής ενός μαχητικού αεροσκάφους που ισούται με 300 σχολεία στην Κένυα), έχουν φτάσει σήμερα να διαστρεβλώνουν την εικόνα που έχει ο δυτικός πολίτης για τον κόσμο μέσω λανθασμένων, συναισθηματικών συνειρμών («στην Κένυα δεν υπάρχουν αρκετά σχολεία επειδή κατασκευάζουμε πολεμικά αεροσκάφη») και να τροφοδοτούν έτσι με ψευδαισθήσεις ακτιβιστικές δράσεις κάθε είδους: «να αγωνιστούμε να κατασκευάζονται λιγότερα πολεμικά αεροσκάφη έτσι ώστε να περισσέψουν λεφτά για την παιδεία».
Θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι όλες αυτές είναι λεπτομέρειες που ωχριούν μπροστά στα ευγενή κίνητρα των αλληλέγγυων πολιτών και συσκοτίζουν αναίτια το ανθρώπινο δράμα. Ίσως και νά ‘ναι έτσι. Αυτό όμως που ισχύει εξίσου είναι το ότι η ορθή ανάγνωση τέτοιων φαινομένων μπορεί να αποκαλύψει πτυχές του κοινωνικού ψυχισμού που συνήθως παραμένουν αθέατες πίσω από το τείχος της δημόσιας ρητορικής. Πέρα απ’ό,τι η ίδια η κοινωνία αποδέχεται για τον εαυτό της ως θεμιτό πρόταγμα, εξίσου ενδιαφέροντα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν και από ό,τι αυτή αρνείται να παραδεχτεί ή ό,τι τη σκανδαλίζει. Ιδίως αυτό το τελευτταίο, το σκάνδαλο, αποτελεί στην κατακερματισμένη εποχή μας ένα πολύ ασφαλέστερο ερμηνευτικό κλειδί απ’ότι οι όποιες διακυρηγμένες ηθικές αξίες, αφού αποτελεί έναν από τους τελευταίους αληθινά κοινούς παρονομαστές που εκφράζουν σύσσωμη την μεταμοντέρνα κοινωνική συνείδηση. Έχοντας η σύγχρονη κοινωνία παραδοθεί αμαχητί στη λατρεία του χρήματος ως μοναδικού και υπέρτατου αγαθού, προσπαθεί με τρόπο σπασμωδικό να αντισταθμίσει την παντοδυναμία του, επιβάλλοντάς του ένα κριτήριο ηθικής «καθαρότητας» που θα της επιτρέψει να κοιμάται με ήσυχη τη συνείδηση. Αντί λοιπόν να σκανδαλίζεται από το ίδιο το χρήμα και την τερατώδη μορφή που έχει λάβει στη σημερινή κοινωνία, ο σύγχρονος άνθρωπος σκανδαλίζεται κάθε φορά που διαπιστώνει ότι το χρήμα δεν χρησιμοποιείται για «καλό» σκοπό, θεωρώντας μάλιστα αυτή του τη συμπεριφορά όχι ως υποκρισία, ως όφειλε, αλλά ως απόδειξη ρεαλιστικού πνεύματος και φιλανθρωπίας. Kαι σε αντίθεση με ό,τι αρέσκεται να πιστεύει η σύγχρονη κοινωνία, το φαινόμενο αυτό, όπως και η ίδια εξάλλου η ανθρωπιστική ευαισθησία, δεν είναι κάτι το καινούριο. Ο σκανδαλισμός μπροστά στο σπαταλημένο χρήμα είναι παλιός όσο και το Ευαγγέλιο και ο πρώτος διδάξας την δίκαιη ανακατονομή του πλούτου ήταν ο Ιούδας. Όταν, στο σπίτι της Μάρθας, η Μαρία ραίνει με μύρο τα πόδια του Ιησού, ο Ιούδας την επιτημεί λέγοντας στον Δάσκαλο: «διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;»1 Αυτό που έχει εδώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εκτός από την ανεπαίσθητη ειρωνία της απάντησης του Ιησού («ἄφες αὐτήν […] τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε»), είναι το σχόλιο του ευαγγελιστή: «εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ᾿ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν». Δηλαδή, «δεν το είπε αυτό γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και έβαζε στην τσέπη του τα χρήματα από τις εισφορές του ταμείου». Σε αυτή τη λακωνική στιχομυθία και στο σχόλιο που ακολουθεί δεν προοιωνίζονται μόνο γνώριμες καταστάσεις της σύγχρονης επικαιρότητας2, αλλά και ο θεμέλιος λίθος όλης της νεωτερικής ιδεολογίας, όπως αυτή εκφράστηκε από την εποχή του Διαφωτισμού και έπειτα, η επίθεση δηλαδή στον χριστιανισμό και στην ηθική του αξιοπιστία.
«Στην αρχή θρηνούμε τα θύματα τα οποία αλληλοκατηγορούμαστε ότι πλήξαμε ή ότι αφήσαμε να πληγούν. Κατόπιν θρηνούμε την υποκρισία κάθε θρηνολογίας. Τέλος, θρηνούμε τον χριστιανισμό, απαραίτητο αποδιοπομπαίο τράγο, και σ’έναν τόνο ευγενούς θλίψης διαπιστώνουμε ότι δεν έκανε τίποτα για να λύσει το πρόβλημα της βίας».3
Εάν πηγή του σκανδαλισμού είναι πάντα η κακοπιστία, σήμερα, πέτρα του σκανδάλου είναι ο ίδιος ο χριστιανισμός και είναι γι’αυτόν τον λόγο που σκανδαλίζει η αναστήλωση της Παναγίας των Παρισίων, γιατί αναζωπυρώνει και επικαιροποιεί την διαμάχη θρησκείας – ουμανισμού, όπως την καθιέρωσε ο Διαφωτισμός (δύσκολα θα φανταζόμασταν παρόμοιες αντιδράσεις σε περίπτωση μιας οικολογικής καταστροφής): ο χριστιανισμός καταγγέλεται ως ψευδής, υποκριτικός ανθρωπισμός και αντιδιαστέλλεται με τον αληθινό ανθρωπισμό της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Δεν είναι όμως αυτό το μόνο αντανακλαστικό του σύγχρονου ηθικισμού που ενεργοποιήθηκε από την υπόθεση της καταστροφής της Παναγίας των Παρισίων. Υπάρχει κι ένα δεύτερο, απότοκο του πρώτου, και το οποίο μπορούμε επίσης να εντοπίσουμε στην άνω ευαγγελική περικοπή. Όπως και εκεί, έτσι και σήμερα, το σκάνδαλο δεν αφορά μόνο στο σπαταλημένο χρηματικό αντίτιμο, αλλά και στο ίδιο το αντικείμενο που προκαλεί το σκανδαλισμό. Η αγανάκτηση που προκαλεί το δοχείο με το μύρο, ένα αντικείμενο προορισμένο να ικανοποιεί την ανθρώπινη ματαιοδοξία, είναι σύμβολο και προάγγελος της σημερινής κριτικής του πολιτισμού, μιας κριτικής που ξεκίνησε στις απαρχές της νεωτερικής σκέψης με την ρουσσωική καταγγελία του πολιτισμού ως τεχνητού και καταπιεστικού συστήματος κανόνων και κατέληξε στον ακραίο σχετικισμό των σημερινών κοινωνικών επιστημών. Η αρχικά ηθική επίθεση στον χριστιανισμό μετατράπηκε, με τη βοήθεια του επιστημονικού θετικισμού, σε μια καθαρά γνωσεολογικού τύπου αμφισβήτηση όλων των θεμελιωδών εννοιών και συμβόλων του δυτικού πολιτισμού. Οι δύο αυτές πτυχές της ριζοσπαστικής σκέψης του μοντερνισμού, ηθική και γνωσεολογική, συνδιάστηκαν στην εντέλεια στην κριτική που εξαπολύθηκε, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, ενάντια σε αυτό που ο δυτικός άνθρωπος θεωρεί ως κορωνίδα του πολιτισμού του και διαφυλάσει ως κόρην οφθαλμού, δηλαδή το έργο τέχνης και την ίδια την τέχνη. Το έργο τέχνης δέχτηκε έτσι με τη σειρά του μια διπλή επίθεση, κατ’ αρχάς σαν «άχρηστο» αντικείμενο πολυτελείας που δεν χρησιμεύει σε τίποτε άλλο παρά στο να κολακεύει τη ματαιοδοξία του πλούσιου αστού και σε δεύτερη φάση ως περίτεχνο ψευδαισθησιακό χειροτέχνημα το οποίο, μιμούμενο την πραγματικότητα, εξαπατά τον θεατή. Όλως παραδόξως, το έργο τέχνης, ταυτόχρονα με την εμπορική του φετιχοποίηση από την κυρίαρχη αστική τάξη, συγκέντρωσε επάνω του όλο το ηθικό ανάθεμα της μοντέρνας βιομηχανικής κοινωνίας και της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Αυτή η τελευταία μάλιστα, προσχωρώντας στην επιχείρηση απομάγευσης του κόσμου που ξεκίνησε η βιομηχανική επανάσταση, υιοθέτησε πλήρως και το αξιώμα του υλιστικού ωφελιμισμού: «ό,τι δεν έχει πρακτική αξία είναι ανήθικο!» Και όπως ακριβώς στην ευαγγελική περικοπή η κριτική στην «περιττή» λατρεία του Ιησού προέρχεται από τον κύκλο των ίδιων του των μαθητών, έτσι και στην ιστορική πραγματικότητα, η επίθεση ενάντια στην τέχνη οργανώθηκε και εξαπολύθηκε από τους ίδιους τους καλλιτέχνες και έλαβε την οξύτερη μορφή της κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, όταν ο ιδεολογικός εμφύλιος του δυτικού μηδενισμού έφτασε στο απόγειο της έντασής του. Ο Α. Καμύ, αυτόπτης μάρτυρας και οξυδερκής παρατηρητής αυτής της εποχής, μας υπενθυμίζει ότι τόσο ο αισθητισμός του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη», όσο και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, και παρά τη φαινομενική τους αντίθεση,
«καταλήγουν τελικά να συμπορευτούν και οι δύο στην απομάκρυνσή τους από την πραγματικότητα, υιοθετώντας το ίδιο ψεύδος και προωθώντας την κατάργηση της ίδιας της τέχνης. Ο ακαδημαϊσμός της δεξιάς θέλει να αγνοεί την αθλιότητα εκείνη που εκμεταλλεύεται ο ακαδημαϊσμός της αριστεράς. Και στις δύο όμως περιπτώσεις η αθλιότητα θεριεύει ενώ η τέχνη εξαφανίζεται.»4
Ο Γάλλος συγγραφέας δεν έζησε βέβαια αρκετά για να δει τα δύο αυτά ηθικολογικά και μορφολογικά ιδεολογήματα να ενοποιούνται στις μεταμοντέρνες πρακτικές της σύγχρονης τέχνης, ωστόσο διέγνωσε ορθά το βαθύτερο αίτιο αυτής της επίθεσης: «Βλέπουμε ότι το πρόβλημα γίνεται πιο περίπλοκο, πιο θανάσιμο, όταν δούμε ότι η μάχη δίνεται μέσα στον ίδιο τον καλλιτέχνη. Αν το μίσος για την τέχνη, για το οποίο τόσο ωραία παραδείγματα μάς προσφέρει η κοινωνία μας, είναι τόσο δραστικό, είναι γιατί προέρχεται και συντηρείται από τους ίδιους τους καλλιτέχνες»5. Είναι εξ‘ αιτίας αυτού ακριβώς του μίσους, αρκούντως δημοκρατικοποιημένου και εξαπλωμένου σε πλατιά πλέον κοινωνικά στρώματα, που η δίκη κατά της τέχνης όχι μόνο έχει γίνει ένας γενικά αποδεκτός κοινός τόπος, αλλά και έχει μετατραπεί σε ειδική κατηγορία καλλιτεχνικής δράσης.
Είναι λοιπόν όλη η τέχνη που δικάζεται με αφορμή την τραυματισμένη Παναγία των Παρισίων και μαζί με αυτήν όλα τα βασικά σημεία αναφοράς της δυτικής πνευματικής παράδοσης. Ο εξυπνακίστικος χαρακτηρισμός ενός πολιτισμικού μνημείου-έργου τέχνης ως «πέτρες και ξύλα» δεν αντικατοπτρίζει μόνο την απομάγευση του κόσμου (του πραγματικού και αυτού του κόσμου της τέχνης), αλλά και την μετατροπή των βασικών προταγμάτων του μεταδομιστικών θεωριών περί σημασιολογικής κενότητας της γλώσσας σε σλόγκαν μιας γενικευμένης νοοτροπίας πολιτιστικού σνομπισμού. Σε καμία περίπτωση δεν θά ‘πρεπε να θεωρήσουμε ότι η τροπή αυτή μπορεί να ερμηνευτεί απλά και μόνον ως φυσιολογική εξέλιξη των απόψεων του πρώιμου μοντερνισμού περί τέχνης. Με την εξαίρεση κάποιων ακραίων κινημάτων όπως το νταντά ή ο κονστρουκτιβισμός, στόχος των κλασσικών πρωτοποριών του 20ού αιώνα δεν ήταν η καταστροφή της τέχνης, αλλά η διάσωσή της από τη θανάσιμη παρακμή ενός πληκτικού και συναισθηματολογικού ακαδημαϊσμού. Σήμερα, αντιθέτως, βιώνουμε την σήψη των αισθητικών αυτών θεωριών και τη μετατροπή τους σε συνειδητή προσπάθεια κατεδάφισης των ίδιων των προϋποθέσεων εκείνων που καθιστούν δυνατή την παραγωγή πολιτισμού. Κι αν το ακανθώδες και πολυσύνθετο αυτό ζήτημα δεν μπορεί βέβαια να πραγματευτεί επαρκώς σε λίγες μόνο γραμμές, οφείλουμε να αναφερθούμε, έστω και επιγραμματικά, στην πιο μοιραία ίσως παρεξήγηση της ιστορίας της σύγχρονης φιλοσοφίας, παρεξήγηση που τόσο εύστοχα ξεδιαλύνει ο Τζ. Στάινερ στο βιβλίο του Πραγματικές Παρουσίες6. Η αποτυχία της αναλυτικής σκέψης, υποστηρίζει ο αμερικάνος κριτικός σε αυτή την υπεράσπιση της λογοτεχνίας απέναντι στην επίθεση του στρουκτουραλισμού, να ορίσει μια επιστήμη του νοήματος, να ανακαλύψει και να συλλάβει με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο το μυστικό δεσμό σημαίνοντος και σημαινομένου δεν είναι και δεν μπορεί να θεωρείται αποτυχία της ίδιας της τέχνης. Αν η ανάλυση καταλήγει στο μηδέν, σε έναν κόσμο γεμάτο σημαίνοντα αλλά χωρίς καθόλου σημαινομένα, η τέχνη χαρακτηρίζεται αντιθέτως από υπερβολή νοήματος: «Θα όριζα την λογοτεχία, την μουσική, την τέχνη, ως τoν ύψιστο βαθμό έντασης μεταξύ της σημασιολογικής πολλαπλότητας και των εκφραστικών μέσων». Κι αυτή η απειρία νοήματος δεν είναι το αποτέλεσμα ενός χαώδους σχετικισμού, μιας ανερμάτιστης πραγματικότητας όπου όλα είναι δυνατά, αλλά γέννημα της προσωπικής σχέσης του ανθρώπου με αυτόν τον τεχνητό μεν αλλά ζωντανό μικρόκοσμο συμβόλων που ονομάζουμε έργο τέχνης. Σε αντίθεση με τη στειρότητα της αφηρημένης αναλυτικής σκέψης, το έργο τέχνης κατέχει, ίσως περισσότερο και από τον ίδιο τον άνθρωπο, την μυστηριώδη επιστήμη να παράγει νόημα, να είναι μήτρα ιδεών, όπως έλεγε ο Μερλώ Ποντύ και έτσι να εμπλουτίζει, ακόμα κι ερήμην της Ιστορίας, το πραγματικό. «Η πλάση υπάρχει· εμείς υπάρχουμε. Ιδού η στοιχιώδης γραμματική του απροσμέτρητου», υπογραμμίζει ο Στάινερ. Η ιστορία της τέχνης δεν είναι μια απλή συσσώρευση υλικών κατασκευών ή μια αυθαίρετη αλληλοδιαδοχή «δομών», αλλά η αργή διάνοιξη της οδού της συνείδησης του ανθρώπου διά μέσω της σφυρηλάτισης του κόσμου των ιδεών. Όσοι σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους μπροστά στην κατάρρευση μιας «απλής» ποσότητας βράχων και ξύλων, δεν θα πρέπει να λησμονούν ότι αν στην πρόσφατη ιστορία έγιναν τόσα πολλά αποτρόπαια εγκλήματα εις βάρος του ανθρώπου, αυτό συνέβει επειδή ο άνθρωπος στην μοντέρνα, «πραγματιστική» εποχή εξέπεσε στην κατηγορία του αντικειμένου, του απλού βιολογικού είδους και, άρα, του αναλώσιμου «καύσιμου» της Ιστορίας. Κι αυτό κατέστη δυνατόν ακριβώς γιατί ο 20ός αιώνας εξάλειψε κάθε είδους ανώτερη συμβολική μορφή που θα μπορούσε να διασώσει την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου. Καμιά φιλανθρωπία δεν θα μπορέσει ποτέ να αναπληρώσει αυτή την απώλεια. «Κάθε σπουδαίο έργο τέχνης καθιστά πιο πλούσιο και πιο αξιοθαύμαστο το ανθρώπινο πρόσωπο, ιδού όλο το μυστικό»7, έγραφε ο Καμύ για να καταλήξει σε αυτά τα λόγια που ηχούν σήμερα σαν προειδοποίηση σε όλους όσους επιχαίρουν αφελώς για την αποσύνθεση του κακού, «καταπιεστικού» δυτικού πολιτισμού:
«Δεν είναι αλήθεια ότι μπορούμε να αναστείλουμε, έστω και προσωρινά, την λειτουργία του πολιτισμού για να προετοιμάσουμε έναν καινούριο. Δεν αναστέλλεται η ακάματη μαρτυρία του ανθρώπου για την αθλιότητα και το μεγαλείο του, όπως δεν αναστέλλεται η αναπνοή. Δεν υπάρχει πολιτισμός χωρίς κληρονομιά κι εμείς ούτε μπορούμε ούτε και πρέπει να αρνηθούμε την δικιά μας, αυτή που μας άφησε η Δύση».
1Kατά Ιω. 12,4 – 12,8.
3Ρενέ Ζιράρ, Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν, Εξάντας 2002, σελ. 243.
4Albert Camus, Discours de Suéde, Gallimard 1997, σελ. 49.
5Ο. π., σελ. 29.
6George Steiner, Real Presences, University of Chicago Press, 2nd ed.1989.
7Camus, ό. π., σελ. 61.