Κείμενο: Σουλιώτη Χριστιάννα
Ο Σκαλκώτας, παρότι μαθητής του Schoenberg, δεν ακολούθησε τυφλά το δωδεκάφθογγο σύστημα του δασκάλου του, αλλά ανέπτυξε μια δική του απόλυτα πρωτότυπη τεχνοτροπία στη γραφή. Είναι πρωτοπόρος από τη γενιά των σύγχρονων συνθετών με βαθιά μέσα του ριζωμένη την ελληνική συνείδηση, η οποία αποτυπώνεται στα έργα του. Ως συνθέτης, αγαπούσε ιδιαίτερα τη μορφή του κοντσέρτου[1]. Από τα 11 κοντσέρτα του σώζονται τα 10:[2]
– 4 κοντσέρτα για πιάνο & ορχήστρα.
για πιάνο, βιολί & ορχήστρα δωματίου (1930).
αρ. 1 (1930-31).
αρ. 2 (1937-38).
αρ. 3 (1938-39), για πιάνο, 10 ξύλινα & κρουστά.
– κοντσέρτο για βιολί & ορχήστρα (1937-38).
– κοντσέρτο για 2 βιολιά & ορχήστρα (1945).
– κοντσέρτο για κοντραμπάσο & ορχήστρα (1941-43).
– κοντσέρτο για βιολοντσέλο (1938).
– κοντσέρτο για πνευστά[3] (1929).
– κοντσέρτο για βιολί, βιόλα & ορχήστρα πνευστών (1939-1940).
Τα κοντσέρτα του Σκαλκώτα, αντιπροσωπεύουν περισσότερο «συμφωνίες κοντσερτάντε», με προβεβλημένο, δηλαδή, τον ρόλο των σολιστικών οργάνων. Τα έργα αυτά ως προς την μορφή, την διάρκεια, τις απαιτήσεις για πρωτοτυπία κ.λπ., στέκουν δίπλα στα αμιγώς συμφωνικά έργα[4].
Από όλα τα κοντσέρτα, αξίζει να αναφερθούμε στο κοντσέρτο του για βιολί και ορχήστρα, το οποίο αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα δωδεκάφθογγα έργα του συνθέτη, καθώς διαθέτει απίστευτα δυναμικό αλλά και δραματικό χαρακτήρα και έχει εξαιρετικά απαιτητικό σολιστικό μέρος. Το έργο ανήκει στη 2η συνθετική περίοδο του Σκαλκώτα (1938-1945): Πιο επικά έργα με ηρωικότερη διάθεση. Η δωδεκάφθογγη τεχνική του Σκαλκώτα είναι απόλυτα προσωπική και ελεύθερη. Χρησιμοποιεί πολλές δωδεκάφθογγες σειρές, οι οποίες οργανώνονται ως ομάδα σε κάθε μέρος, αλλά και στο σύνολο του έργου. Οι σειρές εμφανίζονται και ως θεματικό υλικό, με τη μορφή μελωδικών θεμάτων, και στην αρμονική δομή, αντιστικτικά.
Βασικά δομικά χαρακτηριστικά της σειραϊκής μουσικής του Σκαλκώτα, τα οποία βέβαια κανείς διακρίνει αναλύοντας το κοντσέρτο για βιολί, είναι τα εξής:
1) Η ταυτόχρονη χρήση αρκετών ανεξάρτητων, στενά συνδεδεμένων 12φθογγων σειρών σε πολυφωνικούς συνδυασμούς.
2) Ο κατατεμαχισμός των σειρών σε τμήματα (τρίχορδα, τετράχορδα, εξάχορδα), η αντιμετάθεση της διάταξης των τμημάτων της σειράς.
3) Ο διπλασιασμός και η επανάληψη φθόγγων ή τμημάτων κατά τη διάρκεια παρουσίασης μιας σειράς.
4) Η εξαγωγή παραγώγων σειρών.
5) Η σποραδική χρήση της αναστροφής και της ανάδρομης μορφής των σειρών.
6) Η χρήση σειρών που περιλαμβάνουν τριαδικούς και άλλους τονικούς σχηματισμούς, που θυμίζουν την τονική μουσική.
7) Η περιοδικότητα των 12φθογγων ομάδων «en bloc» για τον καθορισμό της φραστικής δομής.[5]
Το κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα γράφτηκε το 1938. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο αποδεικνύει την ευκολία του Σκαλκώτα να χρησιμοποιεί την γλώσσα της «Νέας Μουσικής», έχοντας ουσιαστικά διαμορφώσει την δική του προσωπική συνθετική τεχνική και εφαρμόζοντάς την στο πρώτο όργανο της ορχήστρας, το βιολί. Σύμφωνα με τον κατάλογο Μερλιέ, το κοντσέρτο αυτό αντιπροσωπεύει την πρόταση του Σκαλκώτα στο όργανο, του οποίου κάποτε προοριζόταν για βιρτουόζος[6]. Είναι γνωστό εξάλλου το ταλέντο του συνθέτη στο βιολί και φαίνεται ότι, ακριβώς επειδή όλες οι ορχήστρες της εποχής τού έκλειναν τις πόρτες (μην ξεχνάμε ότι καταδέχτηκε να παίξει βιολί στο τελευταίο αναλόγιο της Κρατικής Ορχήστρας), ίσως εκείνος ως αντίδραση, άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς μετά το 1935 για να καταλήξει μέχρι το 1945 να έχει συνθέσει πάνω από 100 έργα, μεταξύ των οποίων και το κοντσέρτο για βιολί.
Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 από περιεσφιγμένη κήλη, τελείως άγνωστος αφού όσο ζούσε δεν άκουσε σχεδόν κανένα από τα έργα του να παίζεται. Φέτος κλείνουν 70 χρόνια από τον θάνατό του και σήμερα πλέον θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ου αιώνα. Ακολουθούν κάποιες κριτικές:
α) για τον συνθέτη
1) «Ο Σκαλκώτας, διακεκριμένος εκπρόσωπος της σχολής του Schoenberg, αποτελεί την τελευταία ‘επανάληψη’ ελάχιστα πριν το τέλος του αιώνα μας».[7]
Περ. Klassik Heute (Γερμανία) 8/98
2) «Η μοναδικότητα της φωνής του Σκαλκώτα και η δυνατότητα της πρόσβασης δείχνουν έναν συνθέτη του οποίου ο καιρός έχει φθάσει».[8]
Περ. Fanfare (Η.Π.Α.) 7-8/98
3) Ο αυστροβρετανός μουσικολόγος και κριτικός Hans Keller σε ένα κείμενό του αναφέρει ως κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα τα τέσσερα «Σ» : Schoenberg, Stravinsky, Σκαλκώτας και Shostakovitch.
4) «Η γλώσσα του Σκαλκώτα συνδυάζει την ευρωπαϊκή πρωτοπορία με τον ρυθμικό δυναμισμό της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής που χαρακτηρίζεται από ελαστική δύναμη και διάφωτο ήχο…».[9]
β) για το κοντσέρτο για βιολί
1) «Θύμα άδικης παραμέλησης, τραγική μορφή, οραματιστής: Νίκος Σκαλκώτας. Το κοντσέρτο για βιολί είναι ένα εκφραστικό έργο ασύγκριτης ομορφιάς».[10]
2) O Μίνως Δούνιας αναφέρει σχετικά (23.10.1949) για το κοντσέρτο του Σκαλκώτα: «Όσο κι αν ο ίδιος ήταν ικανός να πιάνει με κρυστάλλινη διαύγεια πάνω στο βιολί του τα πιο παράλογα διαστήματα, θα έπρεπε – να σκέπτεται κανείς – να λογαριάζει ότι όχι μόνο ένας δυστυχής κοντραμπασίστας, αλλά και ο καλύτερος δεξιοτέχνης βιολιστής τρέμει την πρώτη του ατάκα και την απλούστερη ακόμη.»
3) «Το κοντσέρτο για βιολί κάθεται θαυμάσια πάνω στο όργανο πολύ καλλίτερα, με τον απαιτούμενο σεβασμό, από τον Brahms ή τον Tchaikovsky… το όργανο τραγουδά τόσο φυσικά… που είναι μια λαμπρή εξαίρεση ανάμεσα στα σύγχρονα έργα για βιολί!!» [11].
4) «Το κοντσέρτο για βιολί βρίσκεται σε παράλληλο κόσμο με το κοντσέρτο του Schoenberg, αλλά η ενορχήστρωσή του είναι περισσότερο διαυγής και το θεματικό υλικό καθαρότερο» (M. Cotton) [12].
[1] «Πιθανόν διότι του δίνεται η ευκαιρία να αντιμετωπίσει τις επί μέρους δομικές ενότητες και κλασσικές μορφές με μεγαλύτερη ελευθερία, λόγω της αντιπαράθεσης μεταξύ του solo οργάνου και της ορχήστρας». (Συνέντευξη από τον συνθέτη-μουσικολόγο Γιώργο Ζερβό, «Μούσα», τευχ. 6ο, Αθήνα 1999, σ. 35).
[2] Stanley Sadie, The new grove dictionary of music and musicians, Oxford University Press 2001 (2nd edition), σ. 468.
[3] Νίκος Σκαλκώτας – Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου, Βίος – Ικανότητες – Έργο, τόμ. Α΄, Παπαγρηγορίου – Νάκας 1997, σ. 390-391.
[4] Νίκος Σκαλκώτας – Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου, Βίος – Ικανότητες – Έργο, τόμ. Α΄, Παπαγρηγορίου – Νάκας 1997, σ. 390-391.
[5] Εύα Ματζουράνη, “An introduction to Skalkotta’s twelve-note compositional processes”, στο: Haris Vrondos (ed.) – Nikos Skalkottas: A Greek European, Athens, Benaki Musuem 2008, σ.89.
[6] Δεμερτζής Κωστής, «Νίκος Σκαλκώτας: Μια επετειακή προσωπογραφία», στο: Αφιέρωμα στον Ν. Σκαλκώτα, μουσικές στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 1999-2000, σ. 40.
[7] Ιωάννης Φούλιας, «Αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα με αφορμή τα 50 χρόνια από τον θάνατό του», Μουσικό Περιοδικό των φοιτητών του Τμήματος Μουσικών Σπουδών Αθήνας «ΜΟΥ.Σ.Α.», τεύχος 6ο Αθήνα, Νοέμβριος 1999, σ. 35.
[8] Ιωάννης Φούλιας, «Αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα με αφορμή τα 50 χρόνια από τον θάνατό του», Μουσικό Περιοδικό των φοιτητών του Τμήματος Μουσικών Σπουδών Αθήνας «ΜΟΥ.Σ.Α.», τεύχος 6ο Αθήνα, Νοέμβριος 1999, σ. 35.
[9] Gramophone 6/98, «MOY.ΣΑ», σ. 14.
[10] Ιωάννης Φούλιας, «Αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα με αφορμή τα 50 χρόνια από τον θάνατό του», Μουσικό Περιοδικό των φοιτητών του Τμήματος Μουσικών Σπουδών Αθήνας «ΜΟΥ.Σ.Α.», τεύχος 6ο Αθήνα, Νοέμβριος 1999, σ. 21
[11] Hans Keller, Radio Times, 14.11.1963, Γιάννης Γ. Παπαϊωάννου, Η εικοσαετηρίδα του Νίκου Σκαλκώτα, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών ανάτυπον εκ του ΙΕ/1969 τόμου του «Αρχείου Ευβοϊκών Μελετών», σ. 135.
[12] BBC, Music Magazine 7/98, ΜΟΥ.Σ.Α., Αθήνα 1999, σ. 21.