Pierre-Paul Prud’hon – Justice and Divine vengeance pursuing Crime (study), 1808

Απόσπασμα από: «Ούτε ειρήνη, ούτε πόλεμος: η ευρωπαϊκή κοινωνία στο καθαρτήριο της βίας»

Προδημοσίευση από το 2ο τεύχος ResPublicaΣημειώσεις εκτός γραμμής για την ριζική κοινωνική αλλαγή. (Το νέο τεύχος Κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο 2019)

Τοποθετώντας τη μιμητική αντιπαλότητα στο κέντρο της ανάλυσής του, ο Ζιράρ διαφοροποιείται σε δυο βασικά σημεία από την τρέχουσα ερμηνεία των κοινωνικών επιστημών: 1) αποδίδει στη βία όχι ένα ωφελιμιστικό ή χρησιμοθηρικό, αλλά καθαρά υπερβατικό υπόβαθρο, δηλ. την “μεταφυσική” επιθυμία, και 2) ερμηνεύει αυτή την επιθυμία όχι ως παράγοντα διαφοράς, αλλά ομοιότητας των αντιζήλων. Η μιμητική αντιζηλία μάς κάνει να δούμε την σχέση εγώ-άλλος όχι ως μια διακοσμητική συμπληρωματικότητα των αντιθέτων, αλλά σαν το πεδίο  μιας διένεξης, η οποία, αν δεν τεθούν όρια, μπορεί να μετατραπεί σε θανάσιμη μάχη ικανή να εξολοθρεύσει ολόκληρη την κοινότητα. Η σχέση εγώ-άλλος δεν είναι μια απλή παράμετρος της ανθρώπινης συνείδησης, αλλά υπαρξιακό τραύμα, το ανυπέρβλητο δράμα που αποτελεί τη σκοτεινή πλευρά της φαινομενικά ανεξάρτητης συνείδησης, αλλά και το τυφλό σημείο της κοινωνικής ζωής. Ο άνθρωπος είναι όντως το πιο αδύναμο από τα ζώα, όχι γιατί του λείπουν τα φυσικά μέσα άμυνας και επιβίωσης ή γιατί πρέπει να παρασκευάσει ο ίδιος την τροφή του, αλλά γιατί είναι απροστάτευτος από τη βία που τον στρέφει ενάντια στο ίδιο του το είδος. Καταγωγική πράξη και θεμέλιο του ανθρώπινου πολιτισμού είναι η αδελφοκτόνος βία, ο φόνος του Άβελ, το προπατορικό αμάρτημα που βαραίνει την ανθρωπότητα και του οποίου η κατανόηση αποτελεί απαράβατο όρο για κάθε ερμηνευτικό εγχείρημα της ιστορίας. Από αυτή την άποψη, τα παρακάτω λόγια του Πασκάλ, υπογραμμίζει ο Ζιράρ, ήταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια από τη σκέψη του ιδεαλιστή Χέγκελ: « … τίποτα δεν πληγώνει πιο βαθειά την περηφάνια μας από τούτο το δόγμα [του προπατορικού αμαρτήματος] και παρόλα αυτά, δίχως αυτό το μυστήριο, το πιο ακατανόητο απ’ όλα, παραμένουμε ακατανόητοι για μας τους ίδιους. Όλες οι πτυχές του γρίφου της ύπαρξής μας σχηματίζονται μέσα σ’ αυτό το βάραθρο. Ο άνθρωπος είναι αδιανόητος χωρίς αυτό το μυστήριο και το μυστήριο αυτό είναι αδιανόητο χωρίς τον άνθρωπο »[1]. Αν ο άνθρωπος κατάφερε να επιβιώσει και να εξασφαλίσει την μακροημέρευση της κοινωνίας του, αυτό έγινε χάρη στο τελετουργικό τυπικό και τα συστήματα απαγορεύσεων που επέβαλαν οι πρώτες θρησκείες. Βασικό έργο αυτού του κανονιστικού συστηματος απαγορεύσεων είναι να εμποδίσει την μιμητική εξάπλωση αυτής της αντιζηλίας, ενώ έργο του πολιτισμού δεν είναι άλλο παρά να προσφερει θετικά και ασφαλή πρότυπα, να εξευγενίσει τα πάθη και να τα διοχετεύσει σε γόνιμες δραστηριότητες, πνευματικές ή καλλιτεχνικές. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι οι έννοιες πολιτισμός, καλλιέργεια και (θρησκευτική) λατρεία έχουν στα λατινικά την ίδια ρίζα, cultura. Η διασφάλιση των συνθηκών μέσα στις οποίες μπορεί να υπάρξει πολιτισμός είναι, λέει ο Ζιράρ, το έργο της θρησκευτικής τελετουργίας και της οριοθέτησης του ιερού. «Πραγματικός οδηγός της ανθρωπότητας δεν είναι ένα απενσαρκωμένο πνεύμα, αλλά η τελετουργία. Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο ότι όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί, και συνεπώς η ίδια η ανθρωπότητα, πλάστηκαν βάσει της θρησκείας. Για να αποκολληθεί από το ζωώδες ένστικτο και να αποκτήσει πρόσβαση στην επιθυμία διατρέχοντας όλους τους κινδύνους των μιμητικών συγκρούσεων, ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να πειθαρχήσει την επιθυμία του, πράγμα που μπορεί να πετύχει μόνο μέσω των θυσιών. Η ανθρωπότητα γεννιέται από την αρχαϊκή θρησκεία μέσω των ιδρυτικών φόνων και των τελετουργιών που απορρέουν από αυτούς».[2] Καταγωγική και εναρκτήρια πράξη της κοινωνικής θέσμισης δεν είναι μια νοητική αφαίρεση – μια νηφάλια και αυθαίρετη απόφαση του καθαρού πνεύματος – αλλά η αχαλίνωτη βία του “όλοι εναντίον όλων”, που απειλεί την κοινότητα με πλήρη εξαφάνιση και που την τελευταία στιγμή ξεσπά στον αποδιοπομπαίο τράγο, στο μέλος αυτό της κοινότητας που κυριολεκτικά αίρει τις αμαρτίες όλων, συγκεντρώνει το κοινό μίσος επάνω του και επιτρέπει έτσι την αποβολή του δηλητηρίου των διαπροσωπικών αντιπαλοτήτων. Το γενικό συμφέρον που εξασφαλίζει η τελετουργία δεν μπορεί λοιπόν παρά να βασιστεί στη θυσία, το εμβόλιο που κατασκεύασε ο πολιτισμός από την ίδια την “αρρώστια”, θυσία του αποδιοπομπαίου τράγου απ’ τη μια και θυσία του ατομικού συμφέροντος και της προσωπικής, ιδιωτικής επιθυμίας απ’ την άλλη, η οποία, αργά ή γρήγορα, δεν μπορεί παρά να στραφεί στον “Άλλο” και να μετατραπεί σε μίσος και ζηλοτυπία.

[1]ό. π., σ. 60.

[2]Ρ. Ζιράρ, Εθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν, σσ. 146 147.

Oλόκληρο το κείμενο στο 2ο τεύχος ResPublica